Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Αλέξανδρος Μάτσας: Ο αιρετικός της γενιάς του ’30 - Εκλεκτικός, νεωτερικός, ερωτικός

Γεννημένος το 1910 στην Αθήνα, ο Αλέξανδρος Μάτσας έκανε μια λαμπρή διπλωματική καριέρα (καταλήγοντας πρέσβης στην Ουάσιγκτον επί προεδρίας Τζον Κένεντι), ταξίδεψε και έζησε σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και την οινοποιία, έγραψε τρεις τραγωδίες με αρχαιοελληνική θεματολογία (εκ των οποίων οι δύο, η Κλυταιμνήστρα και ο Κροίσος, ανέβηκαν από το Εθνικό Θέατρο) και πέθανε πρόωρα, σε ηλικία 59 ετών, αφήνοντας πίσω του τρία βιβλία με τον γενικό τίτλο Ποιήματα(η πρώτη του ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε προπολεμικά, το 1934, και οι δύο επόμενες το 1946 και το 1964).

Παρά το μικρό δέμας της παραγωγής του ο Μάτσας μοιάζει στις ημέρες μας ένας εκλεκτός της γενιάς του 1930 που θέλησε να μείνει μακριά από τις κεντρικές επιλογές της, χωρίς όμως να παραμερίσει ούτε κατ' ελάχιστον το βασικό της μέλημα: την έγνοια για την εκ βάθρων ανασύνταξη και ανανέωση της ποιητικής γραφής.

Αποφεύγοντας τόσο τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό του Σεφέρη όσο και τις εκ Γαλλίας ορμώμενες υπερρεαλιστικές αναζητήσεις του Ελύτη, του Εγγονόπουλου και του Εμπειρίκου, ο Μάτσας θα υπερβεί την έμμετρη παράδοση με έναν εντελώς δικό του τρόπο: από τη μια θα επιστρέψει στη μεικτή γλώσσα του Καβάφη και θα ενισχύσει τους καθαρευουσιάνικους τύπους της αναδεικνύοντας την αρχαία ρίζα τους και από την άλλη θα καλύψει τον στίχο του με το κατ' εξοχήν χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας, που είναι η κρυπτική έκφραση.

Στην κρυπτική αυτή έκφραση ο Μάτσας θα συμπυκνώσει και θα αποτυπώσει ολόκληρη την ποίηση και την ποιητική του: το άγχος του για την ανείπωτη φθορά των πραγμάτων, τον καβαφικό θαυμασμό του για την τελειότητα του σχήματος που διαγράφει η συνεύρεση των ερωτικών σωμάτων (μαζί με την απόγνωση για τη στιγμιαία της διάρκεια), το θάμπωμά του από το καταλυτικό φως της Αττικής και των Κυκλάδων (ένας ασταμάτητος χορός της όρασης χωρίς την παραμικρή διανοητική μεσολάβηση), την πίστη του στα υψηλά μεγέθη της αρμονίας και της ομορφιάς (εδώ θα βρούμε τις απαρχές του αισθητισμού του) αλλά και (αίφνης) τον τρόμο του για τον σιδερένιο, φονικό βηματισμό της Ιστορίας (ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κατοχή θα επηρεάσουν με δραματική ένταση το έργο του).

Ο έρωτας και οι μεταμορφώσεις του
Τι είναι ωστόσο εκείνο που πρωτίστως χαρακτηρίζει ως ποιητή τον Μάτσα και ποια ακριβώς χορδή της ευαισθησίας μας μπορεί να αγγίξει σήμερα; Κοιτάζοντας ξανά και τις τρεις συλλογές του, οι οποίες δεν φθάνουν τα 80 ποιήματα (είχε τη συνήθεια να μεταφέρει ποιήματα από συλλογή σε συλλογή), θα έλεγα ότι το θεμελιώδες, αναντικατάστατο θέμα τους είναι ο έρωτας και οι πολλαπλές μεταμορφώσεις του: από το κυνήγι της επιθυμίας και την αδιάκοπη προσπάθεια για την εκπλήρωση του πόθου (σε μια ατμόσφαιρα όπου θα κυριαρχήσουν η αποθέωση του κάλλους και ο θρίαμβος της νιότης) ως τη βαθμιαία κατάπτωση όλων των πειρασμών και την κούραση της μέσης ηλικίας, που θα μετατρέψει την αλλοτινή ορμή σε μελαγχολική, αν όχι και πεισιθάνατη μνήμη.

Θα χρειαστεί πάντως να μη βιαστούμε. Ο έρωτας δεν είναι για τον Μάτσα ούτε απροκάλυπτο πανηγύρι των αισθήσεων ούτε ρομαντικό πάθος. Ο έρωτας αποτελεί για τον ποιητή ένα αισθητικό ιδανικό που υπηρετεί την αρτιότητα της μορφής και της τέχνης. Ισως εν προκειμένω να πρέπει να κάνουμε λόγο για νεοκλασικισμό αλλά ο έρωτας θα αποδειχθεί σε μια τέτοια τροχιά και κάτι πολύ πιο βαρύ και σκοτεινό. Ενα παιδί της Νύχτας και του Ερέβους, όπως το θέλει η ορφική διδασκαλία, που θα μας μεταφέρει στην προκλασική εποχή και στα μυθικά μοτίβα της θνητότητας και της αθανασίας, δίνοντας στον νεοκλασικισμό του Μάτσα μια καθαρά υπαρξιακή πνοή.

Δεν είναι ίσως τυχαία σε αυτό το πλαίσιο η συχνή επανεμφάνιση του βιβλικού μύθου του Ασώτου. Ενας άσωτος υιός θα πρωταγωνιστήσει κατ' επανάληψη στα ποιήματα του Μάτσα αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη για την απώλεια της ερωτικής του ρώμης. Ρώμη η οποία μπορεί να ξοδευτεί ασυλλόγιστα μέσα στη δίνη του χρόνου παραχωρώντας τη θέση της μόνο σε σκιές και περιγράμματα αλλά δεν θα αποβάλει ποτέ την πρωτογενή της ανάγκη για διαύγεια, ακόμη κι αν η μοίρα μας θα έχει αύριο κάθε διάθεση να σπρώξει τα πάντα στο χάος: «Ανέδυσες απ' το βυθό του ύπνου / μ' αστέρια και κοχύλια μες στα χέρια, / και μες στα μάτια σου, τη σκοτεινή δροσιά των θαλασσών. / Καθώς τ' ανοίγεις, θέλω πρώτος να δεχθώ / το βλέμμα των/ μήπως συλλάβω, προτού σβύση, το νόημα του κόσμου που σ' εκράτησεν ολονυκτίς».




Tου Ύπνου



Aντεραστής ανάμεσά μας πλάγιασεν
ο ύπνος. Πήρε τα γλυκά μάτια
και τάκλεισε· πήρε το στόμα,
κι” έσβυσε το μειδίαμα και το φιλί.

Tην ξανθή κόμη χτένισαν τα ήσυχα νερά
της Λήθης, που παρέσυρε ταγαπημένο σώμα
σ” τον κόσμο των αστέρων και των σκιών.

Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη,
φωνές υπνόβιες ταυτιά, και μέσ” στες φλέβες
ακούω τη βαθειά βοή του ταξιδιού.

Aνέδυσες απ” το βυθό του ύπνου
μ” αστέρια και κοχύλια μέσ” στα χέρια,
και μέσ” στα μάτια σου, τη σκοτεινή δροσιά
των θαλασσών.

Kαθώς τανοίγεις, θέλω πρώτος να δεχθώ
το βλέμμα των· μήπως συλλάβω, προτού σβύσει,
το νόημα του κόσμου που σ” εκράτησεν
ολονυκτίς.




ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΤΣΑΣ (1911-1969)


                                                                  1.

Ας διαβάσουμε το «Όναρ» του Αλέξανδρου Μάτσα, έχοντας αποκλείσει εκ των προτέρων την όποια κακοφωνία της εποχής μας: «Το ξανθό σου κεφάλι, καθώς η λήθη το / διαφύλαξε· καθώς το βλέπω τώρα / την νύκτα, στων ονείρων το βυθό. / Τα μάτια λέγουν όσα δεν είχε πει το στόμα, / λόγια λεπτά, και που μαραίνονται σαν κρίνοι / υπνόβιοι, μόλις στο φως εξέλθουν. / (Ούτω, γράμμα νεκρόν γίνεται σαν ξυπνήσεις / η γλώσσα των ονείρων· και λεξικά δεν έχει / μήτε μνημεία). / Το περιβάλλουν τα φυτά του ύπνου, και σκιές / αλλόφυλες, κι αρχιτεκτονική / που σε γεωμετρίες ξένες υπακούει. / Μακράν απ’  την αλλοίωση και τη φθορά / μες στες βαθιές μορφές και μες στ’ απλά νοήματα / άρχει στον έναστρο βυθό του ύπνου». Το μέταλλο των λέξεων, το οικείο υλικό, αυτά τα γνώριμα σκιρτήματα, αφού «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», όπως θα υποδείκνυε εν προκειμένω ο Γιώργος Σεφέρης, τα χρόνια που συμπυκνώνονται σε τύπους της καθαρεύουσας, σε μορφώματα των απέθαντων εν τέλει αρχαίων ελληνικών κι όλο εκείνο το καταπίστευμα σε περίληψη του Κάλλους σε τόσο λίγους στίχους: το ποίημα δείχνει εδώ τη μεγάλη κειμενική αφετηρία από την οποία ξεκίνησε και ο Αλέξανδρος Μάτσας. Έμεινε στα ολίγα στη συνέχεια, διότι προφανώς δεν ήθελε να εκφυλίσει, να αδικήσει τα όσα του εμπιστεύτηκε η φύση της ποιήσεως. Γι’ αυτό και θα τιμάται πάντα στις συνειδήσεις όσων θέλουν να γνωρίζουν όλες τις πτυχές της γενιάς του ΄30.

                                                                    2.

Όταν κυκλοφόρησαν τα Νηπενθή, το 1921, ο Αλέξανδρος Μάτσας ήταν δέκα ετών. Θα τα διάβασε ασφαλώς λίγα χρόνια μετά. Έγραφε άλλωστε ποιήματα από πολύ μικρός. Θεωρώ ότι και στους στίχους «Του ύπνου» η επίδραση του Κώστα Καρυωτάκη είναι έκδηλη. Ο αδελφός του θανάτου, ένας αντεραστής ανάμεσα στους άλλους, έχει ήδη πάρει με το μέρος του και τον πρωτάρη των στροφών, που πρόλαβε όμως να μεταφέρει μαζί του το κατάλληλο λεκτικό φορτίο για να τον αποδώσει αδρά. Εξ ου: «Αντεραστής ανάμεσά μας πλάγιασεν /  ο ύπνος. Πήρε τα γλαυκά μάτια / και τα ‘κλεισε· πήρε το στόμα, / κι έσβησε το μειδίαμα και το φιλί. / Την ξανθή κόμη χτένισαν τα ήσυχα νερά / της Λήθης, που παρέσυρε τ’ αγαπημένο σώμα / στον κόσμον των αστέρων και των σκιών. / Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη, / φωνές υπνόβιες τ’ αυτιά, και μες τες φλέβες / ακούω τη βαθιά βοή του ταξιδιού».

                                                                   3.

Η αποτίμηση ήταν θετική. Η κριτική έσπευδε, μεταξύ άλλων, να παραδεχθεί ότι μπορούσε να αρθρωθεί ποιητικός λόγος κάτω από τη μεγάλη σκιά του Ανδρέα Κάλβου ή και του Κ. Π. Καβάφη, χωρίς να παύει να παραμένει σε κάποιο έστω βαθμό προσωποπαγής ή τουλάχιστον θεματικά ενδιαφέρων. Εξ ου και η χαρακτηριστική απόφανση του διορατικού Κλέωνα Παράσχου, όπως κατατίθεται στο περιοδικό «Νέα Εστία» το 1953: «υπάρχει στους στίχους του κ. Μάτσα μια ευφροσύνη, μια γαλήνη, ένα φαιδρό διαυγές φως, που μόνο στους αρχαίους έλληνες λυρικούς και σε μερικούς άγγλους – τον Keats λ. χ. – ελληνοθρεμένους, τα συναντούμε και που φανερώνουν και πλούτο ψυχικό βέβαια, μα προπάντων την επιβολή και την κυριαρχία ενός πνεύματος ισόρροπου, πειθαρχημένου, φιλοσοφημένου επάνω στα άταχτα πάντα και ατίθασα κύματα της ψυχής». Ο Αλέξανδρος Μάτσας ήξερε πώς να υπερασπίζεται, χωρίς τυμπανοκρουσίες ή περιττά αυτοσχόλια επιπολαιότητας, από αυτά που εξακολουθεί να είναι γεμάτη δυστυχώς η αγορά μας, την «αφιλοκερδή φωνή της ψυχής του», για να φέρουμε τώρα κοντά μας και τον άλλο της γενιάς του, τον Οδυσσέα Ελύτη.

                                                                       4.

Άνθρωπος του κόσμου. Πρωτίστως. Και εξ επαγγέλματος και εξ ιδιοσυγκρασίας. Βίωσε την περιδιάβαση στον κόσμο στοχαστικά. Στα «Ταξίδια» του μάλιστα εμφιλοχωρεί η αγωνία του αποδήμου, το αδιέξοδο του μετανάστη, ο ένδον κλαυσίγελως του πολύπλαγκτου, ο οποίος έρχεται κάποια μοιραία στιγμή αντιμέτωπος με το φάσμα του Τίποτα, με το ακόντιο του Μηδενός. Τότε δηλαδή που το παιχνίδι της περιπλάνησης σοβαρεύει και γίνεται περιφορά περίσκεψης. Η στάση του ποιητή  είναι η στάση του ανθρώπου, που αντιμετωπίζει το θάνατο ως ένας φιλόσοφος της καρτερίας κι όχι ως ένας ενδεχόμενος ρίψασπις. Παραθέτω ολόκληρο το δίσημο ποίημα: «Η ξένη νύκτα πολιορκεί / το βαρύ κοιμισμένο σπίτι. / Κλειστά παράθυρα, πόρτες κλειστές,/ τοίχοι και στέγη, / τη μαύρη ξένη μην αφήστε / μέσα να μπει. / Μην την αφήστε, μάτια κλειστά / των κοιμωμένων. / Βαρύ καράβι ταξιδεύει / από μια μέρα στην άλλη μέρα / κι εντός του λέμβος η κάθε κλίνη / δίχως πηδάλιο, δίχως κουπιά. / Κλίνες, πού πάτε τα κουφάρια / των κοιμωμένων; / – Η κάθε λέμβος σ’ άλλα νερά / κι άλλες σκιές σε κάθε πλώρη, / νήθουν, ξενήθουν και κυβερνούν / πλόας ιδίους».



Γιώργος Βέης

Ιάβα, Οκτώβριος 2012

(πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ, τεύχος 8, Δεκέμβριος 2012)

πηγή: bookstand.gr

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Γιώργος Σαραντάρης: ο πρόσφυγας ποιητής και διανοούμενος


του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου: δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου “Γιώργος Σαραντάρης, ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος”


Ένας “Greco” της Γενιάς του ’30

Ο Γιώργος Σαραντάρης, ο μεγάλος αυτός ποιητής και διανοούμενος, μοιάζει με τους προγόνους μας Μικρασιάτες πρόσφυγες, τους οποίους εμείς όλοι πάντοτε θυμόμαστε με πολλή αγάπη και ιδιαίτερα φέτος, εννενήντα χρόνια μετά την Καταστροφή του 1922. Θυμόμαστε τα βάσανα που πέρασαν, τους διωγμούς, τους κατατρεγμούς, τις πίκρες, τους βιασμούς, όλα αυτά που μας τα διηγήθηκαν οι ίδιοι οι γονείς, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, και βέβαια δεν μας μίλησαν για κάποιο συνωστισμό τους στη Σμύρνη…

 Ο Γιώργος Σαραντάρης ήταν κι αυτός πρόσφυγας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν γεννημένη και η μητέρα του, και στην Ιταλία έζησε από τη γέννηση του έως το τέλος των πανεπιστημιακών του σπουδών στα νομικά, δηλαδή από το 1908 έως τις αρχές του 1931. Τότε ήρθε χωρίς τους γονείς του στην Ελλάδα, – αυτοί έμειναν στην Ιταλία -, γιατί είχε μέσα του την Ελλάδα και δεν θέλησε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Μεγάλωσε κι αυτός, όπως οι πρόσφυγες πρόγονοι μας, εκτός των ελλαδικών συνόρων, αλλά ήταν Έλληνας στη ψυχή και ήταν υπερήφανος γι’ αυτό.

 Αυτοδίδακτος στα ελληνικά

 Επιτρέψτε μου μια παρένθεση εδώ. Οι λεγόμενοι “Παλαιοελλαδίτες” επί δεκαετίες δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι ο Έλληνας που ζει σε ωκεανό αλλοφύλων και αλλοθρήσκων, αν δεν αφεθεί να αφομοιωθεί και θελήσει να διατηρήσει την ταυτότητα του, τότε δοκιμάζεται πολύ σκληρά, όπως ο χρυσός στο καμίνι, και αναδεικνύεται πολύ πιο ισχυρός, πολύ πιο ζωντανός, πολύ πιο, επιτρέψτε μου, ικανός Έλληνας από όσους ζουν στην Ελλάδα και δεν εκτιμούν το αγαθό της Ελευθερίας, ούτε την ευθύνη της βαριάς πολιτισμικής κληρονομιάς που κουβαλάνε!

 Στη Μπολόνια και στο Μονταπόνε ( κοντά στην Ανκόνα), που έζησε ο Γιώργος Σαραντάρης, δεν υπήρχε ελληνικό σχολείο ή Ορθόδοξη Εκκλησία. Στη θαλπωρή της οικογένειάς του, καλλιέργησε την αγάπη του για την Ελλάδα και ανέπτυξε την ελληνική του συνείδηση. Οι φίλοι του Ιταλοί τον αποκαλούσαν «greco» κι εκείνος ήταν υπερήφανος γι’ αυτό. Είχε πολλά χαρίσματα και ήταν ιδιοφυής στη σκέψη και στην αντίληψη και διάβαζε από πολύ μικρός ακατάπαυστα φιλοσοφία και λογοτεχνία και όχι μόνο στα ιταλικά, αλλά και στα γαλλικά.

 Στα ελληνικά ήταν αυτοδίδακτος, αλλά με μεγάλη έφεση και ικανότητα στην εκμάθηση τους. Στο αρχοντικό της οικογένειάς του, στο Μονταπόνε και στη βιβλιοθήκη του, βρέθηκαν πολλά ελληνικά βιβλία λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, καθώς και κλασσικά λεξικά ελληνικής γλώσσας. Γι’ αυτό και όταν ήρθε στην Ελλάδα εύκολα, πάντα αυτοδίδακτος, έμαθε τόσο καλά να σκέπτεται, να γράφει και να διαβάζει στη γλώσσα μας, που με άνεση έγραφε υψηλού επιπέδου ποίηση και φιλοσοφικό στοχασμό. Υπογραμμίζω το γεγονός ότι ο Σαραντάρης μπορεί να ήταν ιδιοφυής, αλλά η οικογένεια του ήταν εκείνη που τον βοήθησε αποφασιστικά να αναπτύξει την ελληνικότητα του.

 Ο ρόλος της οικογένειας

 Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό μια σύντομη παρένθεση. Στον Ελληνισμό μεγάλο πλεονέκτημα για τη συνέχεια του είναι η οικογένεια και οι πατριωτικοί Σύλλογοι, Αδελφότητες, Σωματεία, όπως η Αλληλοβοηθητική Αδελφότητα Σιβρισαρίου Σμύρνης “Οι Ταξιάρχες”, που διοργανώνει τη σημερινή παρουσίαση του βιβλίου μου για τον Γιώργο Σαραντάρη. Το σχολείο, το ζούμε, είναι στόχος κοσμοπολιτικών και αγνωστικιστικών – συγκρητιστικών ιδεολογικών ρευμάτων, που θέλουν να το κατακτήσουν για να προωθήσουν στις αθώες ψυχές ένα μηδενιστικό πνεύμα. Η οικογένεια και οι πατριωτικοί Σύλλογοι, έως σήμερα, είναι οι εστίες αντίστασης στα ρεύματα αυτά και αποτελούν τη μόνη ελπίδα διατήρησης της εθνικής παράδοσης και ανάκαμψης του πατριωτικού φρονήματος.

 Οι γονείς του Σαραντάρη, στην Ιταλία, για να επανέλθω στον μεγάλο ποιητή και στοχαστή μας, δεν ήσαν ιδιαίτερα μορφωμένοι, όμως στο σπίτι μιλούσαν ελληνικά και όλα τα αρσενικά μέλη της ευρύτερης οικογένειας του, από το 1809, που ο πρώτος πρόγονος του, Κωνσταντίνος Σαραντάρης, μετοίκησε στη γειτονική χώρα, διατηρούσαν την ελληνική υπηκοότητα και υπηρέτησαν στον ελληνικό στρατό. Αυτό είναι το παράδειγμα που είχε στην οικογένεια του και που τον έκανε να παλιννοστήσει.

 Γιατί ασχολήθηκα με τον Σαραντάρη και γιατί τον εκτίμησα και τον αγάπησα τόσο; Σας εξομολογούμαι πως κουράστηκα για να γράψω αυτό το βιβλίο. Εργάσθηκα επί εφτά χρόνια. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, άξιζε τον κόπο και δεν μένω στις θετικές κριτικές των ειδικών, αλλά στο ότι προσωπικά ωφελήθηκα από το σκάψιμο στην ψυχή και στο έργο του Σαραντάρη, που μπορεί να έζησε μόνο 33 χρόνια, αφού τον θυσιάσαμε στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, αλλά μας άφησε παρακαταθήκη ένα σπουδαίο ποιητικό έργο και μια πολύ δυνατή ελληνική φιλοσοφική σκέψη.



 Ο Γιώργος Σαραντάρης και η Γενιά του ’30

 Όταν άρχισα να συζητώ για τον ποιητή με τον πρώτο εξάδελφο του, Παναγιώτη Σαραντάρη, αρχιτέκτονα, που ζει μόνιμα στο Λεωνίδιον, ιδιαίτερη πατρίδα των Σαραντάρηδων, αντελήφθην ότι είχα να κάνω με μια σπουδαία πνευματική προσωπικότητα που μπορεί να θυσιάστηκε πολύ νέος, 33 μόλις ετών και να αγνοήθηκε από τους περισσότερους κριτικούς και ιστορικούς της λογοτεχνίας, επειδή δεν ταίριαζε με τις δικές τους σκέψεις και τα υλιστικά πιστεύω τους, αλλά ήταν ένας από τους πιο αξιόλογους ποιητές και στοχαστές της δεκαετίας του 1930, αυτής της δεκαετίας που ξεπήδησαν τόσοι και τόσοι λογοτέχνες και στοχαστές. Θυμίζουμε μερικά ονόματα λογοτεχνών της δεκαετίας αυτής: Ελύτης, ο Σμυρνιός Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος, Τερζάκης, Θεοτοκάς, Βενέζης, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, Βαφόπουλος, Καραγάτσης, Πετσάλης – Διομήδης, Πρεβελάκης, Πεντζίκης, και ο Μικρασιάτης, από τις Σάρδεις, Τάσος Αθανασιάδης. Από τους στοχαστές, που είχαν δεχθεί σοβαρή επιρροή από τη Δύση, σημαντικότεροι ήσαν οι Παν. Κανελλόπουλος, Κων. Τσάτσος και Ιωαν. Θεοδωρακόπουλος.

 Στην αναβλύζουσα από έμπνευση και ιδέες εξαιρετικά ευαίσθητη ψυχή του Γιώργου Σαραντάρη επέδρασαν ευεργετικά ο Ντοστογιέφσκι, ο Ζαμπέλιος και ο Σολωμός. Ο Ντοστογιέφσκι τον βοήθησε να προβληματιστεί για τη ζωή, το θάνατο, την αιωνιότητα και να αγαπήσει τον Ιησού Χριστό. Ο Σαραντάρης κριτικά προσήγγισε τη χριστιανική υπαρξιακή φιλοσοφία του μεγάλου ρώσου συγγραφέα και η ιδιοφυία του τον βοήθησε να διατυπώσει μια πρωτότυπη νεοελληνική φιλοσοφική σκέψη, που επαίνεσε ιδιαίτερα ο Κηφισιώτης Ζήσιμος Λορεντζάτος.

 Ελληνισμός και Δύση

 Έγραψε σχετικά ο Γιώργος Σαραντάρης, μεταξύ των άλλων, σε άρθρο του στην εφημερίδα “Καθημερινή”, στις 5 Ιουνίου 1939: “Όποιος ατενίζει την Αρχαία Ελλάδα και παραμερίζει τον Χριστό, είναι σα να μην υποπτεύεται πως είμαστε προορισμένοι στην αιωνιότητα και σα να θέλει να επαναλάβει το έργο πολιτισμού των Αρχαίων Ελλήνων, που ήταν η προετοιμασία μιας άρτιας θνητής υπόστασης, για να τη δεχτεί ο Χριστός και να την κάμει αθάνατη. Για τούτο σ’ εμάς, τους τωρινούς Έλληνες, δεν μαθαίνουν υποστασιακά τίποτε οι διάφορες Αναγεννήσεις της Δύσης και μάλλον μας προσφέρουν μια περιττή και συχνά βλαβερή τροφή…Μονάχα εμείς, από όλους τους λαούς της γης, μπορούμε, χωρίς ν’ αφήσουμε τον τόπο μας, να διατρέξουμε υποστασιακά την απόσταση που χωρίζει τη φύση από τον άνθρωπο. Λέμε τούτο, γιατί και στον Χριστιανισμό πλησιάζουμε αβίαστα με την ελληνική μας παιδεία και την ελληνική μας γλώσσα. Διαβάζουμε τα γνήσια Ευαγγέλια, που μας μιλούν ενδόμυχα κι έτσι μπορούμε να κρίνουμε πιο εύκολα και σχεδόν πιο υπεύθυνα από κάθε άλλο λαό, ποιος είναι ο αληθινός Χριστιανισμός“.

 Ο ιδιοφυής ιστοριοδίφης Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815-1881), που επίσης έζησε στην Ιταλία, συνέβαλε στο να αντιμετωπίσει ο Σαραντάρης χωρίς συμπλέγματα τη Δύση και ήταν εκείνος που πρώτος έγραψε για την ενότητα του Ελληνισμού από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών του. Το 1938 σημείωσε σχετικά: “Χρειάζεται η Δύση να μας μάθει κάτι περισσότερο από τον τεχνικό πολιτισμό; Ερωτώ τούτο, γιατί δεν βρίσκω τίποτε άλλο ουσιαστικό να μας μάθει η χτεσινή και η σημερινή Δύση. Στον πνευματικό πολιτισμό όταν κανείς δεν κατέχει πίστη, είναι σαν να μην κατέχει τίποτε και η Δύση δεν κατέχει τίποτε, μήτε για τον εαυτό της”. Αυτής της Δύσης ξεπέσαμε οφειλέτες και κατηγορούμενοι.

 Στα “χνάρια” του Σολωμού

 Ο Σολωμός τον βοήθησε στην ποιητική του έμπνευση. Στο βιβλίο υπάρχει ιδιόχειρη σκέψη του Σαραντάρη που το αναφέρει σαφώς: ” Νομίζω πως είμεθα ώριμοι …. Να ακολουθήσουμε το Σολωμό στα ζωντανά του στοιχεία όπου να βρούμε πως το πνεύμα του κάνει ένα με το λεγόμενο ελληνικό πνεύμα και πως το τελευταίο δεν είναι μια χίμαιρα, εφόσον δεν είναι χίμαιρα ή αισθητική αξία της σολωμικής ποίησης“.

 Την πολυετή έρευνα μου για τον Σαραντάρη την αποκαλώ δημοσιογραφική. Δεν είμαι φιλόλογος, ούτε ποιητής. Έκανα αυτό που ξέρω, όπως το πιστεύω. Η δημοσιογραφία, κατ’ εμέ, είναι σπουδαιότατο λειτούργημα γιατί μπορεί να βελτιώσει την κοινωνία, είτε με την εποικοδομητική της κριτική, είτε με την προβολή σπουδαίων προσωπικοτήτων, όπως ο Σαραντάρης,

 Αγαπητοί μου, προσπάθησα με το βιβλίο μου να προβάλω ένα σημαντικό Έλληνα ποιητή και στοχαστή, πρότυπο πνευματικού ανθρώπου. Είπα στην κεντρική παρουσίαση του βιβλίου και το επαναλαμβάνω: Έλληνας δεν είναι αυτός, όπως τον κατάντησαν δικοί και ξένοι. Έλληνας είναι ο Σαραντάρης, ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης, ο Παύλος Μελάς, ο γιατρός Παπανικολάου, ο Χρυσόστομος Σμύρνης. Έλληνες είμαστε εμείς που εργαζόμαστε τίμια και με τον ιδρώτα του προσώπου μας, τις ικανότητες μας, την εργατικότητα μας, τη νοικοκυροσύνη μας δημιουργήσαμε αυτό που κατεστράφη από αλόγιστες και ανεύθυνες πολιτικές σε ένα άδικο, αδηφάγο και σπάταλο κράτος και από μια καταδικαστική καταναλωτική, υλιστική και ηδονιστική νοοτροπία που έντεχνα καλλιεργήθηκε σε όλους μας και δεν αρκούμασταν στα αναγκαία προς τον βίο. Ο Σαραντάρης εκπέμπει πνευματική υγεία και δίνει μιαν ανάσα στην ψυχή μας, την πνιγμένη από τις αναθυμιάσεις του κοινωνικού και ηθικού έλους στο οποίο βρισκόμαστε και με το χριστιανικό στοχασμό, το ήθος, την εργατικότητα και τις ικανότητες του αποτελεί για όλους μας πνευματικό οδοδείκτη και φάρο.

πηγή: www.bookbar.gr


Ἡ ὁμίχλη

Ἡ ὁμίχλη βρίθει
Ἀπὸ ἀνεμῶνες

Κοίτα τὰ κλαριὰ
Τί λίμνη
Τί ἀνυπόμονη καρδιὰ
Βλέπε μέσα
Στὴ σωστὴ σταγόνα
Ποιὰ φόρα
Παίρνει τὸ παιδὶ
Ποιὰ νάρκη
Ἡ γυναῖκα



Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανό...

Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ μάτια μου
Μὲ τὰ μάτια μου ἄνοιξα τὰ μάτια του
Μὲ τὴ γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε
Σὰν νὰ ἦταν ὁ καιρὸς ὅλος μπροστά μας

Καὶ θυμᾶμαι τὸν ἥλιο ποὺ γελοῦσε

Πού γελοῦσε καὶ δάκρυζε θυμᾶμαι



Ἄλλοτε η θάλασσα...

Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός



Ὄνειρο

Σὰν ἄσπρο σύννεφο
ἡ σκιά σου σκεπάζει τὸν ὕπνο
ποὺ σ᾿ ἕνα δυσεύρετο παράδεισο κοιμᾶμαι·
ἀκούω πὼς τραγουδᾶς κάτω ἀπ᾿ τὸν ἥλιο,
μὰ μὲς στὴ φωνή σου λιγώνω
καὶ δὲ βλέπω τὸν οὐρανό



Ἡ ποίηση

(Πρόλογος)
Δὲ μπορῶ νὰ βρῶ πιά, τί θέλει νὰ πεῖ ποίηση. Μοῦ διαφεύγει. Τὸ ἤξερα, ἀλλὰ τώρα μοῦ διαφεύγει. Ἂν κάποιος μοῦ ρωτήσει αὐτὴ τὴ στιγμή, θὰ ντροπιαστῶ. Γιατὶ ἐξακολουθῶ νὰ εἶμαι ἐνδόμυχα βέβαιος πὼς ἡ ποίηση εἶναι μιὰ οὐσία, ἀπαράλλαχτα ὅπως καὶ ἡ ζωή. Καὶ κρύβω, κρύβομαι, κάτι κρύβω, ἀπὸ κάποιον κρύβομαι. Σὰ ν᾿ ἀρχίζω νὰ γίνομαι τρελός, καὶ νὰ ντρέπομαι.

Ἀλλὰ ἡ ποίηση; Κάποιος θὰ σταθεῖ ἱκανὸς νὰ πεῖ στοὺς ἄλλους, ὄχι σ᾿ ἐμένα ποὺ ἂν καὶ τὸ ξέρω φεύγω, τί εἶναι ποίηση!



Ψυχή

Συνείδηση φανέρωμα συγκίνησης
περιπαίζεις τὴν ὕπαρξη

Οἱ ἀγάπες τοῦ χρόνου
συχνάζουν τὰ τοπία σου
τρέμεις στὰ φύλλα τοῦ εἶναι
γεμίζεις τὸ σύμπαν
δὲν ξέρεις φυγὴ
ποθεῖς ταξίδια

Στὶς πλάτες σου φτερουγίζει ὁ κόσμος
φῶς σὲ λούζει ὁ ἥλιος.



Ὁ ὕπνος μέσα στὰ μάτια...

Ὁ ὕπνος μέσα στὰ μάτια κελαηδᾶ
Σὰν νὰ ἦταν τὸ νερὸ τῆς βρύσης
Σὰν νὰ ἦταν ὁ βοσκὸς τοῦ παραμυθιοῦ
Ποὺ ἔτρεφε γένια ὁλόασπρα
Καὶ μάζευε παιδιὰ νὰ τὰ στείλει στὸν οὐρανὸ
Νὰ τὰ δεῖ ἐκεῖ πρὶν αὐτὸς ἀποθάνει



Μιλῶ...

Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν

Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει



Ἀπὸ τό «ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ»

Ἔφυγε ἡ ζωή μας ἢ ἔφυγαν πουλιὰ ἀπ᾿ τὴν παλάμη τοῦ Θεοῦ;

Τράβηξαν τουφεκιὲς νὰ τὰ σκοτώσουν
Ἡ ζωή μας ἔγινε ὡραιότερη
Τόσο ποὺ μοιάζει μὲ ἄστρο ὅταν τὴν κοιτάξω
Καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὴν κατεβάσω στὸ γιαλὸ
καὶ νὰ τὴν κάμω πλοῖο

Ὢ περιστέρι τῆς ψυχῆς πήγαινε στὸ καλὸ
Πήγαινε τώρα μὲ τὸ μελτέμι
Καὶ φίλησέ μου ὅσα μαργαριτάρια συναντήσεις
Ἂν δὲν μὲ βλέπεις μὴ φοβᾶσαι θὰ γιορτάζω μαζί σου
Στὸ ταξίδι μας θὰ σηκώσουμε τὰ νερὰ τῆς θάλασσας
Νὰ εὐλογήσουν ὅ,τι ἀγαπήσαμε καὶ ὅ,τι δὲν ξεχνᾶμε πιὰ

Σὲ περιβόλι ἄραξε τὸ περιστέρι
Σὲ περιβόλι ἄραξε ἡ ψυχή μου
Λοιπὸν θυμᾶμαι τώρα τὸ καλοκαῖρι τῆς ζωῆς μου
Σὰν νὰ ἤσουνα ἐσὺ ἡ μόνη ἄνοιξη τῆς γῆς
Σὲ ἀντικρίζω ὢ ἡμέρα τῆς γέννησής μου.

[…]
Ὅποιος φέρνει τὴ θάλασσα στὴν ἀγκαλιά του
Εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑποφέρει ἀπὸ βάρος
Εἶναι σὰ νὰ μὴ ντρέπεται ποὺ πηγαίνει μὲ τὸν ἀγέρα
Εἶναι σὰ νὰ κρατάει ὁλάκερη τὴ γῆ μέσα στὸ βλέμμα
Νὰ τραγουδάει μέσα στὴ νύχτα
Καὶ νὰ τοῦ γίνεται ἡ νύχτα μητέρα
Νὰ τραγουδάει μέσα στὸν ἥλιο
Καὶ ν᾿ ἀγαπάει μία γυναῖκα
Ποὺ τὴ νομίζει βρέφος
Νὰ τραγουδάει μέσα στὸν ἄνεμο
Κι ἔτσι νὰ χάνει καὶ νὰ κερδίζει τὴ φωνή του



Δύο τραγούδια τῆς Ἄνοιξης

Ι
Μοῦ φαίνεται, πὼς ἡ ἄνοιξη
Σὰν κελαηδᾶ μὲ τρέμει
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα σκοπὸ
Νὰ δώσει τοῦ ἔρωτά μου
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα φιλὶ
Νὰ σοῦ φιλήσω τὴν καρδιὰ
Νὰ σοῦ χαρίσω δυὸ φτερὰ
Καὶ νὰ σὲ δῶ δικιά μου

ΙΙ
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ περπατάει
Ποὺ μὲ τὰ σύννεφα ἀγκαλιὰ μᾶς χαιρετάει
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν κόρη μου πῶς ἔγινε μεγάλη
Καὶ τραγουδάει μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν δικιά της

Καὶ τραγουδάει μ᾿ ἕνα παλμὸ ποὺ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου
Σὰν νὰ βρέχει τὰ χείλια της στὴ βρύση τ᾿ οὐρανοῦ
Σὰν νὰ πετάει ἡ καρδούλα της μὲ κάθε χελιδόνι
Καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ ἄνοιξη ἂν εἶν᾿ δικιά της κόρη!



Ἦταν γυναίκα, ἦταν όνειρο...

«J'i cueilli ce brin de bruyère»
G. Apollinaire

Ἦταν γυναῖκα ἦταν ὄνειρο ἤτανε καὶ τὰ δυὸ
Ὁ ὕπνος μ᾿ ἐμπόδιζε νὰ τὴ δῶ στὰ μάτια
Ἀλλὰ τῆς φιλοῦσα τὸ στόμα τὴν κράταγα
Σὰν νὰ ἦταν ἄνεμος καὶ νὰ ἦταν σάρκα
Μοῦ ῾λεγε πὼς μ᾿ ἀγαποῦσε ἀλλὰ δὲν τὸ ἄκουγα καθαρὰ
Μοῦ ῾λεγε πὼς πονοῦσε νὰ μὴ ζεῖ μαζί μου
Ἦταν ὠχρὴ καὶ κάποτε ἔτρεμα γιὰ τὸ χρῶμα της
Κάποτε ἀποροῦσα νιώθοντας τὴν ὑγεία της σὰν δική μου ὑγεία

Ὅταν χωρίζαμε ἤτανε πάντοτε νύχτα
Τ᾿ ἀηδόνια σκέπαζαν τὸ περπάτημά της
ἔφευγε καὶ ξεχνοῦσα πάντοτε τὸν τρόπο τῆς φυγῆς της
Ἡ καινούρια μέρα ἄναβε μέσα μου προτοῦ ξημερώσει
Ἦταν ἥλιος ἦταν πρωὶ ὅταν τραγουδοῦσα
Ὅταν μόνος μου ἔσκαβα ἕνα δικό μου χῶμα
Καὶ δὲν τὴ σκεφτόμουνα πιὰ ἐκείνη



Τῆς Ὕπαρξης

Ὕπαρξη,
Δῶρο στὴν ἁγνή μας οὐσία
Γέλιο ποὺ χαράζει
Τὴν παντοτινὴ νύχτα
Πάνω στὶς λεῦκες
Ἀπαράτησε τὸ στεφάνι σου

Φέρε στὸ κοιμισμένο δάσος
Τὸ θρόισμα τοῦ ὀνείρου,
Ποὺ ἐμᾶς τοὺς σιωπηλοὺς
Ἐξύπνησε




Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Ο ερωτικός Μπέρτολτ Μπρεχτ - Οι γυναίκες στη ζωή και στο έργο του μεγάλου γερμανού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα


Οι σχέσεις του Μπρεχτ με τις γυναίκες αποτελούν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες όψεις της βιογραφίας του ­ αλλά και της ποίησης και της τέχνης του γενικότερα: οι ακαταπόνητοι βιογράφοι του έχουν ανιχνεύσει τις πρώιμες, ήδη από τα 1916, ερωτικές περιπέτειες του νεαρού Μπρεχτ από τα τελευταία μαθητικά του χρόνια στην πατρίδα του, το βαυαρικό και καθολικό Αουγκσμπουργκ. Ανάμεσα σ' αυτές, η Πάουλα Μπανχόλτσερ και η Μαριάννε Τσοφ τού χάρισαν και τα δύο πρώτα παιδιά του, η πρώτη το Φρανκ (1919), η δεύτερη τη Χάννε (1923), τη μετέπειτα ηθοποιό Χάννε Χίομπ· ένα χρόνο αργότερα (1924) θα γεννηθεί ο Στέφαν από τη μετέπειτα νόμιμη σύζυγό του Χελένε Βάιγκελ.

Την εποχή εκείνη ο Μπρεχτ θεωρούνταν ακόμα ένας νεαρός γυναικοκατακτητής, και έχει μείνει θρυλική η γοητεία που ασκούσε σ' ολόκληρη τη ζωή του πάνω στις γυναίκες ο κάθε άλλο παρά όμορφος αλλά εξαιρετικά ζωηρός αυτός άντρας.

Αυτές οι συγκεκριμένες και βιογραφικά μαρτυρημένες σχέσεις του Μπρεχτ με το άλλο φύλο βρήκαν την απήχησή τους και στο ίδιο το ποιητικό έργο και ιδιαίτερα στην ερωτική του ποίηση ­ και είναι αυτό ένα πρώτο, εξωτερικό ακόμα, τεκμήριο για τη βιογραφικότητα, την κοινωνικότητα και, πέρ' απ' αυτό, την ιστορικότητα που χαρακτηρίζουν και αυτήν την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, την ερωτική ποίησή του: έτσι λ.χ. το επιγραμματικό Συμφωνία διασώζει, και μάλιστα σε μια προχωρημένη ηλικία του ποιητή του (γύρω στα 1954), μιαν από τις παραπάνω ερωτικές σχέσεις: «Μπίντι» είναι το νεανικό του παρατσούκλι, «Μπι» το χαϊδευτικό όνομα της νεανικής του αγαπημένης και μητέρας του πρώτου ­ εξώγαμου ­ παιδιού του Πάουλα Μπανχόλτσερ (1917).

Αλλά και αρκετά άλλα ποιήματα του Μπρεχτ αναφέρονται, ρητά ή υπονοούμενα, στις ερωτικές του σχέσεις με συγκεκριμένες γυναίκες από τη νεανική του ηλικία, αλλά και από την ωριμότητά του: έτσι λ.χ. η Μπαλάντα για το θάνατο της θωριάς της Αννας - Νεφέλης (1919) και η Θύμηση της Μαρίας Α. αναφέρονται στο νεανικό του έρωτα Ρόζα Μαρία Αμαν· τα ποιήματα Το κομμένο σκοινί (1939/40), Ardens sed virens (1939) και Αδυναμίες (1950) είναι αφιερωμένα στη μακροχρόνια συνεργάτριά του Ρουτ Μπέρλαου· το Σονέτο αρ. 19 (1939) απευθύνεται στη φίλη και συνεργάτριά του Μαργκαρέτε Στέφιν, που πέθανε νέα από φυματίωση, και το σονέτο Φόρεσε μια μακριά, φαρδιά φούστα (1944-45) είναι ένα ερωτικο-αισθητικό κάλεσμα στη «μόνιμη» γυναίκα της ζωής του, τη διάσημη ηθοποιό Χελένε Βάιγκελ.

Πολύ σημαντικότερες είναι οι ιστορικές και, ευρύτερα, κοινωνικές πραγματικότητες της εποχής του Μπρεχτ ­ και της δικής μας ­, που «αντανακλώνται» σε άλλα, όχι «προσωπικά», ερωτικά του ποιήματα, ιδίως στην καλλιτεχνική και κοσμοθεωρητική του ωριμότητα· σ' αυτά αποκαλύπτεται η κοινωνική δέσμευση και του έρωτα ­ όχι απλά και αφηρημένα ενός άχρονου «ερωτικού» αισθήματος: έτσι λ.χ. στην ώριμη Μπαλάντα για την «εβραιοπουτάνα» Μαρία Σάντερς (1935) καταδεικνύεται ότι ο έρωτας δεν είναι δυνατός κάτω από συνθήκες καταπίεσης και ρατσισμού, όπως αυτές του Γ' Ράιχ. Ο έρωτας δεν είναι επίσης δυνατός κάτω από άνισες κοινωνικές σχέσεις (μπαλάντα για το δραγάτη και την κόμισσα, στο: Ο κύριος Πούντιλα..., 1940).

Η εμπορευματοποίηση και εκπόρνευση του έρωτα στη μεσοπολεμική αστική κοινωνία του Μπρεχτ ­ και τη δική μας ­, όπως θεματοποιείται λ.χ. στα ποιήματα Τραγούδι της πόρνης (ή: Τραγούδι της Νανάς, στο Οι στρογγυλοκέφαλοι..., 1931/34), Ο θρύλος της πόρνης Εβλιν Ρου (1917/18) κ.ά., στιγματίζουν τη σύγχρονή του ­ και σύγχρονή μας ­ Παρακμή του έρωτα (περ. 1938), που περιγράφει στο ομότιτλο ποίημα.

Αλλά η «κοινωνικότητα» της ερωτικής αυτής ποίησης πάει πολύ πέρα από τις συγκεκριμένες αυτές (αυτο)βιογραφικές και ιστορικές αναφορές: διατρέχει ολόκληρο το σώμα της και αποτελεί εσωτερικό συστατικό στοιχείο και χαρακτηριστικό της.


Μόνο σε λίγα από τα ερωτικά ποιήματα του Μπρεχτ το κυρίαρχο γραμματικό πρόσωπο είναι το α' πρόσωπο ενικού, το λεγόμενο «λυρικό εγώ», και σε ακόμα λιγότερα αυτό το «λυρικό εγώ» ταυτίζεται με το πρόσωπο του ποιητή τους ­ και είναι αυτό μια ιδιοτυπία, που αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα σ' αυτήν και την «παραδοσιακή» και παραδεδομένη ερωτική ποίηση. Σε πολλές περιπτώσεις τα ερωτικά ποιήματα του Μπρεχτ είναι «ποιήματα - ρόλοι», όπως πολλά από τα ­ ιστορικά, κυρίως ­ ποιήματα του Καβάφη, και περισσότερα περιγράφουν «αντικειμενικά» τον έρωτα στις πιο διαφορετικές, όχι πρωταρχικά βιολογικές αλλά κυρίως κοινωνικές μορφές και καταστάσεις.

Ας επισημάνω στο σημείο αυτό ότι η ίδια γερμανική λέξη, η λέξη «Liebe», όπως άλλωστε και οι αντίστοιχές της στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες (amour, amore, love, ljubov κτλ.), σημαίνει ταυτόχρονα «αγάπη» και «έρωτας» ­ οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες δεν γνωρίζουν τον ηθικολογικό μανιχαϊσμό, που έχει επιβάλει στην ελληνική ο εβραιοχριστιανικός φαρισαϊσμός.

Τα περισσότερα από τα «ερωτικά ποιήματα» του Μπρεχτ είναι «ποιήματα για τον έρωτα», όπως δηλώνει ο τίτλος της πολύ επιτυχημένης ανθολόγησής τους στην έκδοση του Β. Χεχτ (Gedichte uber die Liebe, 1982). Η βασική στάση του ποιητή Μπρεχτ και στην ερωτική αυτή ποίηση, όπως και στην «πολιτική» του ποίηση και, προπαντός, στο τεράστιο θεατρικό και, γενικότερα, σ' ολόκληρο το λογοτεχνικό του έργο, δεν είναι η ­ ρομαντική, ατομική ­ «έκφραση», η «υποβολή», αλλά η «χειρονομία» (Geste), όπως έλεγε ο ίδιος, ή, όπως θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε: η «δείξη».

Οπως η «πολιτική» ποίηση του Μπρεχτ παραπέμπει στο κοινωνικό της αντικείμενο, την κοινωνική πράξη, έτσι και η ερωτική του ποίηση παραπέμπει στο ερωτικό αντικείμενο και την ερωτική πράξη, αποτελεί δηλαδή, και στο θέμα αυτό, τον αντίθετο πόλο στην ιδεαλιστική ερωτική ποίηση βαθύτατα συντηρητικών ποιητών, όπως ο Ο. Ελύτης, στους οποίους και η ερωτική ποίηση είναι «αυτοαναφορική», χωρίς ερωτικό αντικείμενο, έτσι ώστε ο ποιητικός τους «έρωτας» να παραμένει ένας ποιητικός αυτοερωτισμός.

Σημείωση: Μια ανθολογία των ερωτικών ποιημάτων του Μπρεχτ σε μετάφραση του Γιώργου Βελουδή με τον τίτλο Η αποπλάνηση των αγγέλων κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις Εκδόσεις «Δωδώνη».

Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής της Νεοελληνικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.


Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Αμίνα Μπαράκα (Amina Baraka) - Έπαινος στην αμερικάνικη εργατική τάξη


Amina Baraka (Sylvia Robinson), ζωγράφος, χορεύτρια, ηθοποιός, ποιήτρια, γεννήθηκε το 1942 στο Charlotte, North Carolina. Παντρεμένη με τον ποιητή, θεατρικό συγγραφέα και πολιτικό ακτιβιστή Amiri Baraka, είναι η μητέρα των επτά παιδιών. Έχει εκδώσει τα ποιητική συλλογή " Songs for the Masses» και συν-συγγραφέας με Amiri Baraka στο «Confirmation: An Anthology of Afro-American Woman Writers» (Quill, 1983) και το «Music: Reflections on Jazz and Blues» (William Morrow, 1987) .
Η ποίησή της είναι πλούσια σε μια ατμόσφαιρα αγάπης, που δημιουργήθηκε μετά την επίμονη καταγγελία για τους φόνους και τις παραβιάσεις των πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων ανθρώπων στη Βόρεια Αμερική. Ανέπτυξε μια έντονη πολιτιστική και πολιτική δραστηριότητα ενάντια στην καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων στη χώρα της.

Έπαινος στην αμερικάνικη εργατική τάξη

Στην εργατική τάξη
σκόνης βάμβακος στο λαιμό
στην εργατική τάξη
πλαίσια που γίνονται κόκκινα
στην εργατική τάξη
βιομηχανία και γη
το αλάτι της γης, που μαθαίνουν την αξία τους
στην εργατική τάξη
που αντέχει τη διπλή και τριπλή καταπίεση
το μαστίγιο του Καπιταλισμού στην πλάτη
στην εργατική τάξη
που αγωνίζεται για τη δημοκρατία
απαντώντας στην επίθεση
στην εργατική τάξη
πνιγμένη κάτω από την κούραση της οικιακής δουλειάς
σκλάβα χωρίς αμοιβή, που δεν μπορεί να πει
θα υπάρξει μια καλύτερη μέρα
στην εργατική τάξη
που μοχθεί ενάντια στη γενοκτονία
προσπαθώντας να επιβιώσει, να δει την Ανατολή του ήλιου
στην εργατική τάξη
που βαδίζει για την ίση αμοιβή, για ίση εργασία
για να αποκτήσει το δικαίωμα του εκλέγειν
στην εργατική τάξη
για την υποστήριξη της θετικής δράσης
που πηγαίνει πάντα προς τα εμπρός, ποτέ δεν κοιτάει πίσω
στην εργατική τάξη
που χρειάζεται ασφάλεια υγείας και προσιτά ενοίκια
μια νέα ζωή, ένα σπίτι χωρίς φιλονικίες
στην εργατική τάξη
που δίνει τροφή και ελεημοσύνη στους άστεγους
στην εργατική τάξη
που μάχεται κατά των λιντσαρίσματος της αστυνομίας και της θανατική ποινή
στην εργατική τάξη
που ψάχνει για την καλή φροντίδα των παιδιών και των δημόσιων σχολείων
στην εργατική τάξη
στην οποία τα παιδιά που εργάζονται κάνουν την ιστορία και τις ειδήσεις
στην εργατική τάξη
που υποστηρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα με όλες τις δυνάμεις της
ουρλιάζοντας "χτίστε σχολεία και όχι φυλακές"
η εκπαίδευση είναι ένα δημοκρατικό δικαίωμα
στην εργατική τάξη
που τραγουδά τους ύμνους της ελευθερίας και τις ιστορίες των εργαζομένων
στην εργατική τάξη
Στο Συνδικάτο στέρεοι σαν βράχος
να αγωνιστούμε για μια ημέρα γιορτής που καταβάλλεται για
τον Martin Luther King
στην κοινότητα και στην εκκλησία
πιστοί στη δικαιοσύνη, την ισότητα και την ειρήνη στον κόσμο
ο πόλεμος δεν είναι πια μελετημένος
για την εργατική τάξη
μειωμένο ωραρίο εργασίας και μεγαλύτερο μισθό
για την εργατική τάξη
κηρύσσοντας την διεθνισμό και το σοσιαλισμό
για την εργατική τάξη
η ολόψυχη βούλησή τους, το πάθος και η αγάπη
για την γυναικεία εργατική τάξη
ΕΜΕΙΣ υποστηρίζουμε το μισό Ουρανό

Μετάφραση από τα αγγλικά στα ιταλικά: Raffaella Marzano
Μετάφραση από τα ιταλικά στα ελληνικά: Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...