Από την απαγγελία της Ευφροσύνης Μαντά - Λαζάρου στο Open Studio της Αγγέλως Ευαγγέλου |
από τον Κωνσταντίνο Κοκολογιάννη
Με μεγάλη χαρά παρουσιάζουμε την ποιητική συλλογή της Ευφροσύνης Μαντά - Λαζάρου, ’’Ο Νώε στην Πόλη‘‘, που κέρδισε το κρατικό βραβείο ποίησης για το 2013.
Με την Φρόσω μας ενώνει μια ιδιαίτερη σχέση. Ήταν η πρώτη συνέντευξη που πήρα για το Λόγο και Τέχνη. Ήταν η επιμελήτρια και παρουσιάστρια της ποιητικής μου συλλογής Άρα είχε δίκιο κι ο Μπωντλαίρ, εκδόσεις Αρμίδα, αλλά και η παρουσιάστρια του βιβλίου του Edmodo De Amicis Οι Ψυχολογικές επιδράσεις του κρασιού, που μετέφρασα.
O Αλέξανδρος Ακριτίδης, λογοτέχνης, γράφει στο http://www.apostaktirio.gr/ για την ποιητική συλλογή της Φρόσως
Όταν η νύχτα χασμουριέται πάνω από τις στέγες, ανοίγουν οι αρμοί της πόλης επικίνδυνα.
Πότε είναι η διάβρωση, πότε η οξείδωση
που κάνουν κοντραμπάντο, άλλοτε όμως η
όσμωση και η επίστρωση με νέο σοβά, με
χρώμα. Ύστερα πάλι σαπισμένα ξύλα, σκελετοί
παλιάς σκάλας, μια κάμαρα που γέρνει δίχως
συντροφιά. Πληγές καινούριες το τσιμέντο,
πώς να επουλώσει τραύματα παλιά; Οι δρόμοι
γεμίζουν μουσικές κι εστιατόρια. Ανάμικτα
με κουβέντες, χασμωδίες και συρραφές
από θρυμματισμένες στρώσεις πολιτισμών.
Έρχονται πλήθος και σιτίζονται κοπαδιαστά.
Φεύγουν θυμίζοντας πουλιά που κουβαλούν
στο ράμφος τους τη ζωή σαν σπόρο.
Απλώνει η πόλη τα νερά της λύπης της, γίνεται
λίμνη. Καρτερεί να καθρεφτίζεται σε δυο
μάτια μια αγάπη που δεν έρχεται. Γι’ αυτό
κάποιες φορές καθώς οι διαβάτες περνούν,
μοιάζουν με τρένα που διασταυρώνονται μαζί της.
Στυλώνουν το βλέμμα επάνω της κι εκείνη
φεύγει πίσω δίχως να βλέπει. Οι άντρες τότε
θυμούνται τις περαστικές που δεν τους
κοίταξαν και οι γυναίκες τα κρύα κρεβάτια τους
Από των τοίχων τις ρωγμές, από μισάνοικτα
βλέφαρα παραθυριών και παραβιασμένες
πόρτες σπινθηρίζουν μικρές, λιπόθυμες ζωές.
Σε ένα πεθαμένο φαρμακείο εκατό χρονών
είναι ένα γεροντάκι. Κάθεται μέσα σε κιτρινισμένα
βαμβάκια, σκονισμένες γάζες, ληγμένες
κρέμες, ιώδιο, οξυζενέ, σιρόπια, ψαλίδια
μαυρισμένα, λαβίδες, κτένες, χάπια, συσκευασίες
στραπατσαρισμένες και τσιρότα.
Φαρμακώνουν ή θεραπεύουνε και ποιους;
Θωπεύουνε το πένθος. Το αντίδοτο μιας πόλης που
πεθαίνει, ο φαρμακοποιός ταριχευτής. Δεν
διανυκτερεύει ποτέ.
Η ταρίχευση της καρδιάς είναι οξύτερη αντίφαση
Η λεπίδα που ανοίγει τις φλέβες πονάει
λιγότερο από τη θέα ενός ανθρώπου, που, ενώ
κοιτάζει το ρολόι του, λέει πως θέλει να πάει
στον παράδεισο. Ύστερα φεύγει παίρνοντας
μαζί την πόζα του, όπως παίρνει κανείς την
τελευταία αναπνοή του.
Εκεί που θα έπρεπε μια άλλη επιθυμία να
γεννηθεί, ο ταριχευτής παραφυλάει ένοπλος.
Ή με τη μηχανή μια φωτογράφος. Κρατάει
τη μηχανή της επιδέξια, σταθερά. Ψύχρα
ανατέμνει το φως· σαν το νυστέρι που
εργάζεται πάνω στην τελετουργία της επεμβάσεως
και το σώμα διαφεύγει. Μαζί και η ψυχή.
η φωτογραφία βγαίνει τρομακτική. Αν και η
φωτογράφηση υπήρξε άρτια.
Οι άνθρωποι που φοβούνται το θάνατο τσιγκουνεύονται
συνήθως πιο πολύ κι εκεί που
θα μπορούσε να γίνει κανείς θρύλος ή στίχος
πεθαίνοντας ωραία, απλά τον καταπίνει το
σκοτάδι.
Ο γέρος στο παλιό κατάστημα και τα παιδιά
του γειτονικού σχολείου. Φωλιά της ερημιάς
τώρα την κατοικούνε μετανάστες. Δυο τυφλοί
κόσμοι αγγίζονται και δεν γνωρίζονται.
Ανοίγει κάθε πρωί το μαγαζί, απλώνει ως έξω
τα παιγνίδια. Τα παιδιά, πουλιά σε ξένη
πόλη, περνούν. Τα γέρικα δάκτυλα ψαύουν αντικείμενα
παλιά. Κουρδίζουν ένα παλιό ρολόι.
Περιμένει τα παιδιά της γειτονιάς που
γερνούνε αλλού, μα δεν έρχονται.
Αυτός ο γέρος λοιπόν θα μπορούσε να γίνει ο
μεγάλος ποιητής της πόλης. Δεν έγινε, για
ένα πένθος που δεν ξόδεψε.
Αν άπλωνε τα παιγνίδια ένα πρωί στην πλατεία.
Τα παιδιά του σχολείου, προσφυγάκια
μακρινών τόπων και τωρινών καιρών, θα
περνούσαν στην τάξη με ένα παιγνίδι στο
χέρι. Με μια χειρονομία θα έμπαινε μέσα τους
σαν επανάσταση τόση ποίηση και όλα τα
βιβλία του κόσμου. Τώρα έξω από την κλειστή
πόρτα περνούν όλοι αδιάφοροι και δεν
θυμούνται. Είναι ένας τάφος, εκεί που θα ήταν η
γιορτή της ζωής.
Είναι κι άλλα κλειστά μαγαζιά. Κατέβασαν
ρολά ένα βράδυ και το άλλο πρωί δεν ήλθε
κανένας ν’ ανοίξει.
Για την Ευφροσύνη Μαντά - Λαζάρου μπορείτε να διαβάσετε κι εδώ
«Ο Νώε στην πόλη» της Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου δεν προσδιορίζεται εύκολα ως λογοτεχνικό είδος. Πρόκειται ουσιαστικά για πεζογραφήματα γραμμένα με ποιητική χροιά. Το βιβλίο αυτό είναι ένα λυρικό και μελαγχολικό ταξίδι, που συνδέει το παρελθόν με το σήμερα. Αφιερωμένο σε μια πόλη που τη μετάλλαξε ο χρόνος. Παλιές συνοικίες, απολιθώματα μιας άλλης νοσταλγικής εποχής, που πλέον ζούνε σε νέους ρυθμούς, μοντέρνους, παράνομους, ακόλαστους και ξενικούς. Τα παλιά μαγαζάκια που έκλεισαν, ο κόσμος που έφυγε, οι αλλοδαποί που έφτασαν, η νεολαία που αγνοεί το σκληρό παρελθόν της πατρίδας της.
Ήρωες της Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου είναι οι διάφοροι άνθρωποι που παρελαύνουν απ’ το οπτικό της πεδίο. Κουρασμένοι ναυτικοί, γυναίκες του δρόμου, μοναχικά όντα, κρυμμένοι τζογαδόροι, άδολοι οδοκαθαριστές, που καλούνται να ξεβρομίσουν τη μιαρή κατάσταση που διαμορφώνεται καθημερινά. Όλα αλλιώτικα, όλα άγνωστα για μια συγγραφέα που έχει σχέσεις αγάπης μ’ αυτήν την πόλη. Πληγές ανοιχτές σε μια οικουμένη που έχασε τη χαρά και την αθωότητα των προηγούμενων χρόνων. Στρατιώτες φρουροί ενός αιματοβαμμένου πολέμου, που ξεχάστηκαν στα πόστα τους και άνθρωποι, που πέρασαν τη ζωή τους προστατεύοντας το πένθος τους για τα πρόσωπα που έχασαν. Η συγγραφέας θέλει να γίνει ένα με τις όμορφες μνήμες της πόλης της, που τη βλέπει να πλημμυρίζει με πολλές άρρωστες συνήθειες. Συμβολική και η εμφάνιση του Νώε στο τέλος. Και ποιούς επιλέγει να σώσει; Μονάχα τους δυο καλοσυνάτους οδοκαθαριστές. Τους μόνους που μοιάζουν να παρέμειναν αμόλυντοι από το νέφος της εξέλιξης…
Πότε είναι η διάβρωση, πότε η οξείδωση
που κάνουν κοντραμπάντο, άλλοτε όμως η
όσμωση και η επίστρωση με νέο σοβά, με
χρώμα. Ύστερα πάλι σαπισμένα ξύλα, σκελετοί
παλιάς σκάλας, μια κάμαρα που γέρνει δίχως
συντροφιά. Πληγές καινούριες το τσιμέντο,
πώς να επουλώσει τραύματα παλιά; Οι δρόμοι
γεμίζουν μουσικές κι εστιατόρια. Ανάμικτα
με κουβέντες, χασμωδίες και συρραφές
από θρυμματισμένες στρώσεις πολιτισμών.
Έρχονται πλήθος και σιτίζονται κοπαδιαστά.
Φεύγουν θυμίζοντας πουλιά που κουβαλούν
στο ράμφος τους τη ζωή σαν σπόρο.
Απλώνει η πόλη τα νερά της λύπης της, γίνεται
λίμνη. Καρτερεί να καθρεφτίζεται σε δυο
μάτια μια αγάπη που δεν έρχεται. Γι’ αυτό
κάποιες φορές καθώς οι διαβάτες περνούν,
μοιάζουν με τρένα που διασταυρώνονται μαζί της.
Στυλώνουν το βλέμμα επάνω της κι εκείνη
φεύγει πίσω δίχως να βλέπει. Οι άντρες τότε
θυμούνται τις περαστικές που δεν τους
κοίταξαν και οι γυναίκες τα κρύα κρεβάτια τους
Από των τοίχων τις ρωγμές, από μισάνοικτα
βλέφαρα παραθυριών και παραβιασμένες
πόρτες σπινθηρίζουν μικρές, λιπόθυμες ζωές.
Σε ένα πεθαμένο φαρμακείο εκατό χρονών
είναι ένα γεροντάκι. Κάθεται μέσα σε κιτρινισμένα
βαμβάκια, σκονισμένες γάζες, ληγμένες
κρέμες, ιώδιο, οξυζενέ, σιρόπια, ψαλίδια
μαυρισμένα, λαβίδες, κτένες, χάπια, συσκευασίες
στραπατσαρισμένες και τσιρότα.
Φαρμακώνουν ή θεραπεύουνε και ποιους;
Θωπεύουνε το πένθος. Το αντίδοτο μιας πόλης που
πεθαίνει, ο φαρμακοποιός ταριχευτής. Δεν
διανυκτερεύει ποτέ.
Η ταρίχευση της καρδιάς είναι οξύτερη αντίφαση
Η λεπίδα που ανοίγει τις φλέβες πονάει
λιγότερο από τη θέα ενός ανθρώπου, που, ενώ
κοιτάζει το ρολόι του, λέει πως θέλει να πάει
στον παράδεισο. Ύστερα φεύγει παίρνοντας
μαζί την πόζα του, όπως παίρνει κανείς την
τελευταία αναπνοή του.
Εκεί που θα έπρεπε μια άλλη επιθυμία να
γεννηθεί, ο ταριχευτής παραφυλάει ένοπλος.
Ή με τη μηχανή μια φωτογράφος. Κρατάει
τη μηχανή της επιδέξια, σταθερά. Ψύχρα
ανατέμνει το φως· σαν το νυστέρι που
εργάζεται πάνω στην τελετουργία της επεμβάσεως
και το σώμα διαφεύγει. Μαζί και η ψυχή.
η φωτογραφία βγαίνει τρομακτική. Αν και η
φωτογράφηση υπήρξε άρτια.
Οι άνθρωποι που φοβούνται το θάνατο τσιγκουνεύονται
συνήθως πιο πολύ κι εκεί που
θα μπορούσε να γίνει κανείς θρύλος ή στίχος
πεθαίνοντας ωραία, απλά τον καταπίνει το
σκοτάδι.
Ο γέρος στο παλιό κατάστημα και τα παιδιά
του γειτονικού σχολείου. Φωλιά της ερημιάς
τώρα την κατοικούνε μετανάστες. Δυο τυφλοί
κόσμοι αγγίζονται και δεν γνωρίζονται.
Ανοίγει κάθε πρωί το μαγαζί, απλώνει ως έξω
τα παιγνίδια. Τα παιδιά, πουλιά σε ξένη
πόλη, περνούν. Τα γέρικα δάκτυλα ψαύουν αντικείμενα
παλιά. Κουρδίζουν ένα παλιό ρολόι.
Περιμένει τα παιδιά της γειτονιάς που
γερνούνε αλλού, μα δεν έρχονται.
Αυτός ο γέρος λοιπόν θα μπορούσε να γίνει ο
μεγάλος ποιητής της πόλης. Δεν έγινε, για
ένα πένθος που δεν ξόδεψε.
Αν άπλωνε τα παιγνίδια ένα πρωί στην πλατεία.
Τα παιδιά του σχολείου, προσφυγάκια
μακρινών τόπων και τωρινών καιρών, θα
περνούσαν στην τάξη με ένα παιγνίδι στο
χέρι. Με μια χειρονομία θα έμπαινε μέσα τους
σαν επανάσταση τόση ποίηση και όλα τα
βιβλία του κόσμου. Τώρα έξω από την κλειστή
πόρτα περνούν όλοι αδιάφοροι και δεν
θυμούνται. Είναι ένας τάφος, εκεί που θα ήταν η
γιορτή της ζωής.
Είναι κι άλλα κλειστά μαγαζιά. Κατέβασαν
ρολά ένα βράδυ και το άλλο πρωί δεν ήλθε
κανένας ν’ ανοίξει.
Για την Ευφροσύνη Μαντά - Λαζάρου μπορείτε να διαβάσετε κι εδώ