Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Γουίλλιαμ Μπλέικ William Blake (1757-1827)





The songs of innocence

λήφθησαν π τν Παιδικ νθολογία το ρχιμήδη ναγνώστου
Μετάφραση:
 Γιργος Μπλάνας

που δείχνονται ο Δυ
ντιμαχόμενες Πλευρς
τ
ς νθρώπινης
Ψυχ
ς
Στ Γιννη κα τν ννα
πο βρέθηκαν ν ταξιδεύουν μαζί.

Εσαγωγή

Μο ρέσει φλογέρα.
Τριγυρίζω λη-μέρα
στ βουνά, δ κι κε,
κυνηγάω τ σιωπ
μ τραγούδια χαρωπά.

Κα μι μέρα, τί ν δ;
Στ γαλάζιον ορανό,
να τόσο δ παιδάκι,
πάνω σ᾿ να συννεφάκι,
ν μο λέει γελαστά:

«Παξε κι να τραγουδάκι
πο μο ρέσει, γι τ᾿ ρνάκι.
Παξε, κάνε μου τ χάρη!»
παιξα μ τόση χάρη
πο βαλε τ κλάματα.

«Παξε πάλι!»
Παίζω πάλι.
Κλαίει μ κάτι δάκρυα νά!

«σε τώρα τ φλογέρα.
Σκόρπισε πέρα ς πέρα
τ γλυκιά σου τ φωνή».
Εχα κα καλ φωνή...
κλαίει, κλαίει π χαρά!

«Μπράβο! Πρέπει ν τ γράψεις,
τ βιβλίο σου ν φτιάξεις».
Χάθηκε σν τν καπνό,
πρν προλάβω ν τ δ
κι μεινα σν...καλαμιά!

κοψα να καλάμι,
πρα κι π τ ποτάμι
γι μελάνι τ νερ
κι γραψα λα ατ δ
τ τραγούδια γι παιδιά.

Τί κοιττε;
Προχωρτε
γι ν βρετε τ χαρά!

βοσκός

Τί γλυκι ζω πο ζε
καλός μας βοσκός!
Τ κοπάδι κολουθε,
πότ᾿ δ κα πότ᾿ κε.
λη μέρα τριγυρίζει
κα συνέχεια μουρμουρίζει:
«Τί σοφς πο εν᾿ Θες!

κου κε, πς κλαψουρίζει
τ ρνάκι στ μαμά του!
Λέει τ παράπονά του
κα ατ το παντ
μ βελάσματα γλυκά.

Κι ταν ρχεται κοντά,
δς κε, πς συχάζουν!
Μ τ νο τους σν ν βζουν:
εναι φύλακας πιστς
καλός μας βοσκός!»

λη πλάση ξεφωνίζει

Βγαίνει λιος κι ο σκις
τρέχουν, κάνουνε χαρές.
Γέλια στ καμπαναριά,
ρθε νοιξη, παιδιά!
Νάτος κορυδαλλς
κι σπουργίτης μικρός.
Νάτη τσίχλα πεταχτή.
Δς, φων κα ταραχή!
Μς στ θάμνα ο πουλομάνες
παραβγαίνουν τς καμπάνες.
παρέα παιχνίδι ρχίζει
κι λη πλάση ξεφωνίζει

Τρέχει κα Μπαρμπαγιάννης
- στς χαρς του, δν τν πιάνεις -
κάτω π᾿ τ βελανιδι
μ᾿ λα τ μπαρμπαπαιδιά.
Κάθονται κα μς κοιτνε,
τ κεφάλια τους κουννε:
«χ! Τ νιάτα πς περννε
κι εναι μόνο μι φορά!»
παρέα τος τριγυρίζει
κι λη πλάση ξεφωνίζει.

Μ, γι δετε τ μικρό!
Δ μπορε λλο χορό.
Ττε λιος κατεβαίνει
κι παρέα κουρασμένη
τ παιχνίδι παρατ.
Τρέχουν λα τ παιδι
ν᾿ γκαλιάσουν τ μαμά τους,
σν πουλάκια στ φωλιά τους.
Πρτο τ μικρ νυστάζει
κι λη πλάση σκοτεινιάζει.

Τ ρνάκι

Πές μου, ρνάκι μου μικρό,
ξέρεις, σ παρακαλ,
ποις σο δίνει τ ζωή;
Ποις σο δίνει τ φαΐ,
τ νερό, τ χορταράκι;
Ποις σο φτιάχνει ρουχαλάκι
π φωτειν μαλλί;
Ποις σο κάνει τ φων
τόσο, χ, τόσο τρυφερή;
Πές μου, ρνάκι μου μικρ,
ξέρεις, σε παρακαλ;

χι; Τέντωσε τ᾿ ατιά σου!
Ξέρεις... χει τ᾿ νομά σου.
τσι λέει τν αυτό του.
Τ παρουσιαστικό του
εναι μερο πολύ.
Κάποτ᾿ γινε παιδ
κι τσι παίζουμε μαζί:
τ παιδ κα τ ρνί.
Θες ν σ᾿ ελογε.

Τ ραπάκι

μάνα μου μ γέννησε στ μαύρη ρημιά.
Εμαι ραπάκι, μέσα μου μως εμαι καλός.
σες εσαστε κάτασπρα, σν γγελούδια μ φτερ
κι γ να παλιοκάντηλο πο το σβησαν τ φς.

Βρκε να δέντρο μάνα μου, γι νά χουμε σκιά,
ταν μέρα θ᾿ ρχιζε τν κόσμο μας ν καίει.
Καθίσαμε, μ᾿ γκάλιασε, μο δωσε φιλιά,
μο δειξε τν νατολ κα ρχισε ν λέει:

«Κοίτα τν λιο, γιόκα μου! κε μένει Θεός.
Σκορπίζει φς κα ζεστασιά, μ τ καλό του χέρι.
Τ πλάσματα λα χαίρονται κι κόσμος μένει ζωντανός:
λίγη δροσούλα τ πρωί, ζέστη τ μεσημρι.

μς, λοιπόν, μς δωσε να μικρ κομμάτι γ,
ν μάθουμε ν᾿ ντέχουμε τς καλοσύνης τν καημό.
Κι ατ τ μαρο σμα μας, λιοκαμένη μας μορφή,
ν θς ν ξέρεις, σύννεφο εναι κα δάσος σκοτεινό.

Γιατ ταν μάθουμε καλ ζέστη τί πάει ν πε,
τ σύννεφο θ διαλυθε κα γλυκι φωνή του
θ μς καλέσει τρυφερά. Θά μαστε τότε ο κλεκτοί:
ρνάκια θά μαστε λευκά, τριγύρω στ σκηνή του».

τσι μο επε μάνα μου κα μο δωσε κι λλα φιλιά.
Τ δια θ σς λέω κι γώ, λευκά μου φιλαράκια,
ταν θ βγομε λοι μας π᾿ τν συννέφων τ σκλαβιά,
ταν θ γίνουμε λοι μας μικρ κι θα ρνάκια.

Θ᾿ ντέχω γ τ ζέστη μου κα θ σς κάνω κα σκιά,
γύρω π τν πατέρα μας ν ζομε ετυχισμένοι.
στερα θ κοιτάζουμε τ λόλευκά μας τ μαλλι
κα θά μαστε σοι, φίλοι μου. σοι κι γαπημένοι.

Τ νθάκι

Σπουργιτάκι μι σταλιά,
φυγε π᾿ τ φυλλωσιά του.
ρθε κι κανε φωλι
στ μικρή μου γκαλιά.
Κι να νθάκι ετυχισμένο,
τ κοιτάζει ξαφνιασμένο
πο φυγε π᾿ τ φυλλωσιά του
κα ζηλεύει μι σταλιά!

Καρδερίνα τόση δά,
φυγε π᾿ τ φυλλωσιά της.
Κλαψουρίζει δυνατά,
στ μικρή μου γκαλιά.
Κι να νθάκι ετυχισμένο,
τν κοιτάζει ξαφνιασμένο
πο φυγε π᾿ τ φυλλωσιά της
κα ζηλεύει μι σταλιά!

καπνοδοχοκαθαριστής

«ταν πέθανε μαμά μου, μουνα πολ μικρ
κα μ πούλησε μπαμπάς μου, πρν ρχίσω ν τσιρίζω.
Τζάκια τώρα καθαρίζω
κα κοιμμαι που βρ
στάχτη, σκόνη κα καπνό!»

Τσίριζε μικρς Δάκρης πο το κόβαν τ μαλλιά.
«Εναι μορφα» το επα, «κα σγουρά, μ μ σ νοιάζει.
Κάτσε, Δάκρη, δν πειράζει.
Στ μαλλι δ θά χεις πι
στάχτη, σκόνη κα καπνιά!»

κατσε, λοιπόν, Δάκρης κα το κόψαν τ μαλλιά,
μ τ βράδυ, στ᾿ νειρό του, εδε χίλια φερετράκια
μ κατάμαυρα καπάκια.
Εχαν λα τους παιδιά
πεθαμένα π᾿ τν καπνιά.

Τότε, ρθε π πάνω νας γγελος καλός.
νοιξε τ φερετράκια, τ παιδάκια σηκωθκαν,
σ λιβάδι ξεχυθκαν.
ταν κι νας ποταμός...
μπκαν κι λαμψαν στ φς.

φησαν τ ργαλεα κι πως τανε γυμνά,
μς στ σύννεφα πετάξαν, μέχρι τ᾿ ορανο τν κρη.
Επε γγελος στ Δάκρη:
«μα κάθεσαι καλά,
θά χεις τ Θε μπαμπά».

Ξύπνησε. κανε κρύο κι τανε πολ πρωί,
μ δν κρύωνε, μι φλόγα καιγε μς στν καρδιά του.
Πγε πρτος στ δουλειά του.
ποιος χει πομονή,
βγαίνει πρτος στ ζωή.

Τ γοράκι χάθηκε

Παρερούλη, πατερούλη μου, πο πς;
Γρήγορα μν περπατς!
Μίλα λίγο, πατερούλη, στ μικρούλι σου παιδί,
ν σ χάσει, θ χαθε!

ταν νύχτα σκοτειν
κι πατέρας δ φαινόταν πουθενά.
π᾿ τ βάλτο βγαίνει μίχλη, γι ν πάρει τ παιδί.
Κλαίει κενο, χύνει δάκρυα καυτά,
τ φοβται μίχλη, τρέχει, φεύγει μακριά.
Τ γοράκι βρέθηκε

Τ γοράκι χάθηκε, τρέχοντας πίσω π τ φς
κι βάλτος θ τ ρούφαγε, ν καλς Θες
πο μοιαζε το μπαμπ του
δν βγαινε μπροστά του
φρουρός.

Τ φίλησε, το πιασε τ χέρι τόσο στοργικ
κα τ φερε στ ξέφωτο πο καλ μαμ
ψαχνε τ παιδί της
κι τρεμε ψυχή της
βαθιά.

Τραγουδάκι γι γέλια

ταν γελνε τ δέντρα κα κάνουν χαρές,
ταν γελνε κα κάνουν λακκάκια ο πηγές,
ταν γελάει έρας κα λέει ξυπνάδες
κα γελνε ο λόφοι κα γελνε ο κοιλάδες,

ταν γελνε τ χόρτα μ φρέσκες φωνές,
κα γελάει κρίδα κα γελνε ο βοσκς,
ταν Μαίρη, Σούζαν, μη, Χαρά,
τραγουδνε γλυκά: χαχαχά, χαχαχά,

ταν γελνε ο κουρτίνες πο χουνε πάνω πουλάκια
κα γελάει τ τραπζι πο χει γύρω-γύρω φρουτάκια,
λα, μπς στν παρέα, πως τ᾿ λλα παιδι
κα τραγούδα μαζί τους: χαχαχά, χαχαχά!

Νανούρισμα

Νάνι, πνος ν τ πάρει
μέσα σ μι ζωγραφιά,
νά χει νειρα γλυκά,
συχα σν τ φεγγάρι.

Νάνι, μέχρι τν αγή.
Φωτοστέφανο φοράει
κι γγελούδι τ φυλάει,
τ καλό μου τ παιδί.

Μς στν πνο του γελάει,
μο δροσίζει τν καρδιά.
Ν τί θέλει μι μαμ
κι ζω γλυκ περνάει.

Περιστέρι μου, κοιμήσου.
Μν τ φήνεις πνε, μ!
Νά ναι πάντα τρυφερή,
σν περιστεριο ζωή σου.

Νάνι, νάνι τ μωράκι.
λα χουν κοιμηθε,
νάνι, στν καλή μας γ.
Σο κρατάω τ χεράκι.

Στ γλυκ χαμόγελά σου,
σν ν βλέπω τ Χριστό.
τανε κι ατς μωρ
κι κλαιγε γι τ μαμά σου.

κλαψε πολ πικρά,
ταν τανε μωρό.
Τρα ταν σ κοιτ
μο κρυφοχαμογελ.

Μο κρυφοχαμογελ
κι εναι να γλυκ μωρό.
Μ᾿ να γέλιο παιδικό,
γίνονται λα μι χαρά.

εκόνα το Θεο

Ελογία, γάπη ερήνη κα συμπόνια
θέλει κάθε πελπισμένος
κα ατ δοξολογε
ταν εναι ετυχισμένος.

Ελογία, γάπη, ερήνη κα συμπόνια
εναι Δημιουργς
κα παιδί του γαπημένο
κάθε νθρωπος καλός.

συμπόνια χει πρόσωπο νθρώπου,
ελογία χει νθρώπινη καρδιά,
γάπη χει νθρώπινη μορφ
κι ερήνη ροχο νθρώπινο φορ.

Ελογία, γάπη, ερήνη κα συμπόνια
ταν θέλει πελπισμένος,
ναν νθρωπο ζητάει,
γι ν εναι ετυχισμένος.

Ελογία, γάπη, ερήνη κα συμπόνια
σ᾿ λους μοίρασε Θεός.
Ν᾿ γαπτε τος νθρώπους,
πως Δημιουργός.

πρώτη Πέμπτη το Μάη

Τν πρώτη Πέμπτη κάθε Μάη, λάμπουν τ πρόσωπά τους.
Δυό-δυ μέσα στ κόκκινα, τ μπλέ, τ πράσινά τους,
περνον παιδιά, παιδι ρφανά.
Ο παιδονόμοι πν μπροστά.
χουνε χιόνια στ μαλλι
κι χουνε χέρια καθαρ.
Τώρα πο φτάνουνε κοντ
στν γιο Παλο, Τάμεσης, λές, φούσκωσε, ζυγώνει!

Γι δές κε, τς πολιτείας τ᾿ νθάκια μαζεμένα:
πλθος μεγάλο, συντροφιές, λόκληρα λουσμένα
μέσα σ φς γγελικό.
Ξάφνου κούεται βουητό,
σν ν περνάει χαρωπ
κοπάδι ρνιά. Στν οραν
κάθε παιδάκι δύστυχο τ᾿ θα χέρια ψώνει.

Κορίτσια γόρια τραγουδον χιλιάδες. Πς φυσάει
μελωδία δυνατά κι στράφτει κα βροντάει,
κε ψηλ στος ορανος
πο περιμένουν τος σοφούς:
σους βοήθησαν φτωχούς.
λεος γι τος ρφανος!
ποιος κλείνει τν πόρτα του σ᾿ γγελο, μετανιώνει.

Νύχτα

λιος πάει ν κοιμηθε
κι ποσπερίτης βγαίνει.
Μς στ φωλιά του τ πουλ
κουρνιάζει κα σωπαίνει.
Μόνο γ μόνος γυρν
τ δική μου γι ν βρ.
Τ φεγγάρι εναι λουλούδι
κι ορανς περιπλοκάδι
Λάμπει, νθίζει τ λουλούδι
κα χαμογελάει στ βράδυ.

Χλωρς βοσκές, χετε γειά!
χετε γειά, λαγγάδια!
κε πο παιζαν ρνι
κι πόσταιναν κοπάδια,
τώρα ο γγελοι πατον
κα κρυφολαμποκοπον.
Δν τος βλέπεις στ σκοτάδι
κι μως πέτονται, νεμίζουν
το λέους τ μαγνάδι:
νθη, νθρώπους νανουρίζουν.

ν προστατεύει τ πουλι
κάθε φωλι κοιτνε
κα κάθε γριμιο σπηλι
π᾿ τ κακ φυλνε.
Κι ν κανένα δν μπορε
μόνο του ν κοιμηθε
κι λο κλαίει κα τυραννιέται,
πνο βάλσαμο το φέρνουν
κι ταν γλυκοαποκοιμιέται,
πλάι του στ κρεβάτι μένουν.

ταν βρυχται δυνατ
τίγρης κα ορλιάζει
λύκος φοβεριστικά,
τς πείνας τ μαράζι
νιώθουν, στέκονται κοιτον
ν τος θρέψουν προσπαθον.
Κι ν ρμήσουν γριεμένοι,
ο γγελοι θ μεριμνήσουν:
κόσμος νέος περιμένει
τς ψυχολες πο θ σβήσουν.

Το λιονταριο τ πορφυρ
τ μάτια κε θ᾿ στράψουν,
θ τρέξουν δάκρυα χρυσ
κι ταν γλυκ βελάξουν
πρόβατα μς στ μαντρί,
γύρω τους θ μαζευτε,
λέγοντας «τ μίσος πάει,
τό διωξε καλ καρδιά του
πο καλούς, κακος χωράει.
Πάει φόβος το θανάτου.

Μπορ λοιπόν, μικρό μου ρνί,
κοντά σου ν πλαγιάσω
ν κοιμηθ κα θαλπωρ
θώα ν χορτάσω.
Κι ν ποτέ συλλογιστ
τν γλυκύτατο Χριστό,
σν ρνί θ τν θρηνήσω.
Κι πως εμαι βαφτισμένος
στ ποτάμι τς ζως,
μ χρυσάφι ρματωμένος,
θ φυλάω ν κοιμηθες».

νοιξη

Μι φλογέρα
πότε παίζει,
πότε λίγο
σταματ.
Τ πουλάκια
στν έρα
πέτονται παι-
χνιδιστά.
Κα τ᾿ ηδόνι
στή λαγγάδα
ξαφαντώνει
μι χαρά.
Τί γαλάζιος ορανός!
Δς, ν κι κορυδαλλός!
ντε, φτάνει νέα Χρονιά.
Ν τς πομε: «πέρνα, μπρς!»
μ τραγούδια κα βιολιά.

γοράκι
λο γέλια
κα παιχνίδια,
ζωηρά.
Κοριτσάκι
μι σταλίτσα,
λο νάζια
θηλυκά.
Τ μαγεία
τν παιδιν
κομπανία κι -
π κοντά:
κικιρίκου πετεινός,
σοβαρός, καμαρωτός.
ντε, φτάνει νέα Χρονιά.
Ν τς πομε: «πέρνα, μπρς!»
μ τραγούδια κα βιολιά.

Βρ ρνάκι,
δές με, νά μαι!
λα λίγο
πι κοντά.
Φίλησέ με
στ λαιμάκι.
Ν σ πάρω
γκαλιά;
σε με ν
σο χαϊδεύω
λοένα
τ μαλλιά.
Ν φιλάω σν τρελς
τ μουσούδι σου. μπρός!
ντε, φτάνει νέα Χρονιά.
Ν τς πομε: «πέρνα, μπρς!»
μ τραγούδια κα βιολιά.

Τ τραγούδι τς νταντς

ταν κούω τ παιδι ν παίζουν στ λιβάδι
κι κούω στ λόφο ν γελον, ν τρέχουν ν φωνάζουν,
μέσα στ στήθη μου καρδιά νιώθει κάτι σν χάδι
κι λα γύρω μου συχάζουν.

λάτε πι παιδάκια μου, λιος πάει ν δύσει.
Βάζει δροσιά ποβραδίς μι ψύχρα! Πς πουντιάζει!
φστε τ παιχνίδια πιά. λάτε, χουμ᾿ ργήσει.
Μέρα κι αριο χαράζει.

σε μας λίγο, ντάντα μας, εναι κόμα μέρα!
Κι ν πμε στ κρεβάτια μας, πνος δ θ μς πιάνει!
Δς τ πουλάκια! Εναι μικρά, μ παίζουν στν έρα!
Δς τ᾿ ρνάκια! Λίγο φτάνει!

Καλά, καλά, πηγαίνετε, μέχρι ν σουρουπώσει.
στερα μως, σπίτι μας, νύχτα μ μς φτάσει.
Κι να μικράκι, τσίριξε π᾿ τ χαρ τν τόση.
Τσίριξε μαζ κι πλάση!

Μικρ ετυχία

- νομα δν χω,
εμαι μι σταλιά!
- Πς ν σ φωνάζω;
- Εμαι λο χαρά.
Λέγε με χαρά.
- Νά σαι πάντα μι χαρά,

μορφη χαρούλα
πο εσαι μι σταλιά!
Γλύκα θ σ λέω,
θ σ λέω χαρά.
Γέλα μου γλυκά,
νά σαι πάντα μι χαρά!

να νειρο

γγελοι μ φυλούσανε κι γ βαθι κοιμόμουν.
ξω, νύχτα σκοτεινή.
Μ ξάφνου κάτι σάλεψε πίσω π τν κουρτίνα:
να νειρο εχε μπε.

Καθόμουν, λέει, στν ξοχ κι να μικρ μυρμήγκι
στ χορτάρι εχε χαθε.
Τ δύστυχο, ξεστράτησε, νυχτώθηκε μονάχο
κι εχε π᾿ ρα κουραστε.

δρόμος τ σμπαράλιασε, τό πνιξε τ σκοτάδι,
φτασε ν᾿ πελπιστε.
Μς στ πυκν κι διάβατα χορτάρια κούω τότε,
μι σπαραχτικ φων:

«Παιδάκια μου, σς χασα, μ χάσατε, πο εστε;
μπαμπάς σας πο θρηνε;
Τ ξέρω πς μ ψάχνατε! Γυρίσατε στ σπίτι;
Εμαι πι γι σς νεκρή;»

Μέσα καρδιά μου σπάραξε κα μο τρεξε να δάκρυ,
μ νά, κωλοφωτι
πετιέται π τς σκοτεινιές. Στ δύστυχο μυρμήγκι
μ ζωντάνια παντ:

«Ποι πλάσμα σήμαντο καλε μ κλάματα τς νύχτας
τν κοίμητο φρουρό;
Μπρός, σήκω, πάρ᾿ τ πόδια σου! Τ σκοτειν χορτάρι
τ φωτίζω τώρα γ.

Γι κοίτα! Βγαίνει μπάμπουρας κα φέρνει γύρα. Τρέξε,
ντε, βιάσου, μν ργες.
Πετ, βουίζει, κου τον, πήγαινε που πηγαίνει.
Στ σπίτι σου θ βγες».

λύπη το λλου

Μπορ ν δ τ διπλανό μου
ν κλαίει κα ν μ λυπηθ;
Μπορ ν δ λλον θλιμμένο
κα ν μ συμπαρασταθ;

Μπορ ν δ ν τρέξει δάκρυ
κι γ ν μ τ μοιραστ;
Μπορε μπαμπς ν ποφέρει
ν κλαίει τ᾿ μορφο μικρό;

Μπορε μαμ ν μν τρομάξει,
ταν τρομάξει τ παιδί;
ποκλείεται, δν μπορε!
χι, χι, δν μπορε!

Μπορε ατς πο λο γελάει
ν᾿ κούει τ δύστυχα μικρ
το τρυποφράχτη ν θρηνονε,
ν βαλαντώνουν τ μωρά,

κα ν μν τρέξει στ φωλιά τους
ν τος χαρίσει πνο γλυκό,
ν μν καθίσει πλάι στν κονια
ν ταχταρίσει τό μωρό;

Τ δάκρυα ν μ μς σκουπίζει
μ καλοσύνη κα στοργή,
μπορε; χ! χι, δν μπορε!
ποκλείεται, δν μπορε!

Σ᾿ λους δίνει τ χαρά του:
γίνεται μικρ παιδί,
ντρας στενοχωρημένος
κι λους μς παρηγορε.

Κάθε φορ πο κλας γι κάποιον,
σ βάζει καλς Θεός.
Κι ταν δακρύζεις δάκρυ λλου,
σ δηγε Δημιουργός.

Μς χαρίζει τ χαρά του
πο πίκρα μας σκοτώνει.
λλ μέχρι ν σωθομε,
δίπλα μας θ μετανιώνει.






Οιωνοί της Αθωότητας

Για να δεις τον κόσμο σε ένα κόκκο άμμου
Και τον παράδεισο σε ένα αγριολούλουδο
Κράτησε το άπειρο στην παλάμη του χεριού σου
Και την αιωνιότητα σε μία ώρα.

Ένας κοκκινολαίμης πετρίτης σε κλουβί
Φέρνει όλο τον ουρανό σε οργή.

Ένας περιστερώνας γεμάτος περιστέρια
Φέρνει ρίγος σε όλες τις περιοχές της κόλασης
Ένα πεινασμένο σκυλί στην πύλη του αφεντικού
Προβλέπει την καταστροφή του κράτους.

Ένα άλογο που το κακομεταχειρίστηκαν στο δρόμο
Ζητά από τον ουρανό ανθρώπινο αίμα
Κάθε κραυγή ενός κυνηγημένου λαγού
Σχίζει μια ίνα από τον εγκέφαλο.

Μια σιταρήθρα* τραυματισμένη στο φτερό
Ένα χερουβείμ σταματά να τραγουδά
Ένας ψαλιδισμένος κόκορας έτοιμος για μάχη
Φοβίζει τον ήλιο που ανατέλλει.

Κάθε λύκου και λιονταριού η κραυγή
Από την κόλαση εγείρει μια ανθρώπινη ψυχή.

Το άγριο ελάφι που περιπλανάται εδώ και εκεί
Εμποδίζει την φροντίδα της ανθρώπινης ψυχής
Το κακομεταχειρισμένο αρνί τρέφει την δημόσια διαμάχη
Και όμως συγχωρεί την λεπίδα του χασάπη.

Η νυχτερίδα που φευγαλέα πετά στο τέλος του απογεύματος
Άφησε το μυαλό που δεν θέλει να πιστέψει
Η κουκουβάγια που καλεί τη νύχτα
Μιλά στον τρόμο του άπιστου.

Αυτός που θα πληγώσει έναν τρυποφράχτη**
Δεν θα αγαπηθεί ποτέ από άνθρωπο
Αυτός που στο βόδι θυμό προκάλεσε
Δεν θα αγαπηθεί ποτέ από γυναίκα.

Το αχαλίνωτο αγόρι που σκοτώνει τη μύγα
θα νιώσει την αγριότητα της αράχνης
Αυτός που βασανίζει το δαιμόνιο του σκαραβαίου
Υφαίνει κλήματα σε ατέλειωτη νύχτα.

Η κάμπια πάνω στο φύλλο
Σου επαναλαμβάνει τη θλίψη της μητέρας της
Μην σκοτώνεις ούτε το σκόρο, ούτε την πεταλούδα
Διότι η τελική κρίση πλησιάζει.

Αυτός που θα εκπαιδεύσει άλογο για πόλεμο
Δεν θα περάσει ποτέ το αντιδιαμετρικό εμπόδιο
Το σκύλο του ζητιάνου και τη γάτα της χήρας
Τάισε τα και θα παχύνεις.

Η σκνίπα που τραγουδά το τραγούδι του καλοκαιριού
Παίρνει δηλητήριο από τη γλώσσα του συκοφάντη
Το δηλητήριο του φιδιού και της σαλαμάνδρας
Είναι ο ιδρώτας του ποδιού της ζήλιας.

Το δηλητήριο της μέλισσας
Είναι η ζήλια του καλλιτέχνη.

Το ένδυμα του πρίγκηπα και τα κουρέλια του ζητιάνου
Είναι δηλητηριώδη μανιτάρια στα σακούλια του φιλάργυρου
Μια αλήθεια ειπωμένη με κακό σκοπό
Νικάει όλα τα ψέματα που μπορείς να επινοήσεις.

Είναι σωστό, έτσι έπρεπε να είναι
Ο άνθρωπος έγινε για την χαρά και την λύπη
Και όταν αυτό εμείς σωστά γνωρίζουμε
Τον κόσμο με ασφάλεια διασχίζουμε.

Χαρά και λύπη είναι τέλεια υφασμένα,
Μια ενδυμασία για τη θεϊκή ψυχή.
Κάτω από κάθε θλίψη και πεύκο
Τρέχει μια χαρά με μεταξωτό νήμα.

Το μωρό είναι κάτι περισσότερο από φασκιά
Σε όλα αυτά τα ανθρώπινα κράτη
Φτιάχτηκαν εργαλεία, και ανθρώπινα χέρια γεννήθηκαν
Κάθε αγρότης καταλαβαίνει.

Κάθε δάκρυ από κάθε μάτι
Γίνεται ένα μωρό στην αιωνιότητα.
Αυτό συλλαμβάνεται από τη λαμπρότητα του θηλυκού
Και επιστρέφει στη δική του απόλαυση.

Το βέλασμα, το αλύχτισμα, το μούγκρισμα και ο βρυχηθμός
Είναι κύματα που σκάνε στην ακτή του Ουρανού.

Το μωρό που κλαίει κάτω από την βέργα
Γράφει την εκδίκηση στα βασίλεια του θανάτου
Τα κουρέλια του ζητιάνου, κυματίζοντας στον αέρα,
Σχίζουν κουρελιάζοντας τους Ουρανούς.

Ο στρατιώτης, οπλισμένος με σπαθί και όπλο
Παραλυμένος χτυπά ο καλοκαιρινός ήλιος.
Το φαρδίνι*** του φτωχού αξίζει περισσότερο
Από όλο το χρυσό στις ακτές της Αφρικής.

Μισό φαρδίνι στυμμένο από τα χέρια του εργάτη
Θα αγοράσει και θα πουλήσει τις εκτάσεις του φιλάργυρου
Ή, αν προστατεύεται από ψηλά
Και αυτό ολόκληρο το έθνος πουλά και αγοράζει.

Αυτός που εμπαίζει την πίστη του βρέφους
Θα εμπαιχτεί σε μεγάλη ηλικία και στο θάνατο.
Αυτός που θα διδάξει το παιδί να αμφιβάλλει
Από το σάπιο τάφο ποτέ δεν θα ξεφύγει.

Αυτός που σέβεται την πίστη του βρέφους
Θριαμβεύει πάνω στην κόλαση και στο θάνατο.
Τα παιχνίδια του παιδιού και η λογική του γέροντα
Είναι οι καρποί των δύο εποχών.

Ο ερωτών, που κάθεται έτσι πονηρός,
Ποτέ δεν ξέρει πώς να απαντήσει.
Αυτός που απαντά με τα λόγια της αμφιβολίας
Σβήνει το φως της γνώσης.

Το ισχυρότερο δηλητήριο που έχουμε γνωρίσει
Προέρχονταν από το δάφνινο στέμμα του Καίσαρα.
Το τίποτα μπορεί να παραμορφώσει το ανθρώπινο γένος
Όπως το σιδερένιο στήριγμα της πανοπλίας.

Όταν ο χρυσός και οι πολύτιμοι λίθοι κοσμούν το άροτρο,
Η ζήλια θα προσκυνήσει τις ειρηνικές τέχνες.
Ένα αίνιγμα, ή η κραυγή του τριζονιού,
Είναι μια ταιριαστή απάντηση στην αμφιβολία.

Η ίντσα του μυρμηγκιού και το μίλι του αετού
Κάνει την ανάπηρη φιλοσοφία να χαμογελάσει.
Αυτός που αμφιβάλλει από αυτό που βλέπει
Ποτέ δεν θα πιστέψει, κάνε αυτό που σ' ευχαριστεί.

Αν ο ήλιος και το φεγγάρι αμφέβαλλαν
Αμέσως θα έσβηναν.
Το να έχεις πάθος μπορεί να σου κάνει καλό,
Αλλά δεν υπάρχει καλό αν το πάθος είναι μέσα σου.

Η πόρνη και χαρτοπαίκτης, από το κράτος
Αδειοδοτημένοι, οικοδομούν τις τύχες του έθνους.
Η κραυγή της πόρνης από δρόμο σε δρόμο
Θα υφάνει το σάβανο της παλιάς Αγγλίας.

Η κραυγή του νικητή, η κατάρα του ηττημένου,
Χορεύουν μπροστά από την νεκροφόρα της νεκρής Αγγλίας.

Κάθε νύχτα και κάθε αυγή
Μερικοί στη μιζέρια γεννιούνται,
Κάθε αυγή και κάθε νύχτα
Μερικοί γεννιούνται σε γλυκιά απόλαυση.

Μερικοί γεννιούνται σε γλυκιά απόλαυση,
Μερικοί γεννιούνται στην ατελείωτη νύχτα.

Οδηγούμαστε στο να πιστεύουμε ένα ψέμα
Όταν βλέπουμε όχι με το μάτι,
Το οποίο γεννήθηκε σε μια νύχτα για να χαθεί σε μια νύχτα,
Όταν η ψυχή κοιμόταν στις ακτίνες του φωτός.

Ο Θεός φαίνεται, και ο Θεός είναι φως,
Σε αυτές τις φτωχές ψυχές που κατοικούν στην νύχτα.
Μόνο η ανθρώπινη μορφή φανερώνεται,
Σ' αυτούς που κατοικούν στα βασίλεια της ημέρας.


*είδος κορυδαλλού
**είδος πουλιού γένος τρωγλοδύτη
***παλιό νόμισμα της Αγγλίας ισότιμο με το 1/4 της πέννας

Μετάφραση: Ιπτ. Ολλανδός




Ουίλλιαμ Μπλέηκ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ (αγγλ. William Blake28 Νοεμβρίου 1757 – 12 Αυγούστου 1827) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους Ποιητές και παράλληλαζωγράφος, χαράκτης εικονογράφος, μυστικιστής και οραματιστής.
Χαρακτηρίζεται συχνά ως ο «Προφήτης» της αγγλικής λογοτεχνίας και υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους πλέον εκκεντρικούς και πολύπλευρους καλλιτέχνες. Αν και στην εποχή του χλευάστηκε ως παράφρων, σήμερα τιμάται ως μεγαλοφυΐα και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μείζονες ποιητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Νεανικά χρόνια 

Ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ γεννήθηκε στο Λονδίνο και η οικογένειά του ανήκε στη μεσαία τάξη. Ο πατέρας του Τζέημς Μπλέηκ ήταν αξιοσέβαστος έμπορος και μητέρα του ήταν η Catherine Hermitage. Οι γονείς του συνειδητοποίησαν από νωρίς πως το τρίτο από τα συνολικά πέντε παιδιά τους, διέθετε έντονη καλλιτεχνική κλίση και προσπάθησαν να βοηθήσουν τον Μπλέηκ προς αυτή την κατεύθυνση. Επέτρεψαν μάλιστα να εγκαταλείψει το συμβατικό σχολείο σε ηλικία δέκα ετών ώστε να αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα σε σχολή ζωγραφικού σχεδίου. Από μικρός, όπως ομολογούσε ο ίδιος βυθιζόταν σε εκστατικά οράματα.[1]
Από την ηλικία των δώδεκα μόλις ετών ξεκίνησε να γράφει ποιήματα. Τον Αύγουστο του 1772, ο χαράκτης James Basire του προσέφερε θέση μαθητευόμενου, γεγονός που θεωρείται σημαντικό στην μετέπειτα εξέλιξη του Μπλέηκ. Συνολικά μαθήτευσε για επτά χρόνια και στο διάστημα αυτό εκπαιδεύτηκε σε όλες τις διαφορετικές χαρακτικές μεθόδους και τεχνικές. Παρά την κατάρτιση του, αποφάσισε να μαθητεύσει και στη σχολή ζωγραφικής της Βασιλικής Ακαδημίας, το1779. Ένα χρόνο αργότερα, το 1780, παρουσιάστηκε δημόσια ένα υδατογράφημα του Μπλέηκ, στην ετήσια έκθεση της Ακαδημίας.
Το 1782 ο Μπλέηκ γνωρίστηκε με τον John Flaxman, ο οποίος επρόκειτο να γίνει προστάτης του. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την Catherine Boucher, ένα φτωχό και αναλφάβητο κορίτσι, την οποία ο Μπλέηκ θα εκπαίδευε, όχι μόνο στη γραφή και την ανάγνωση, αλλά και στη χαρακτική τέχνη. Εκείνη την περίοδο, ο George Cumberland, ένας από τους ιδρυτές της εθνικής πινακοθήκης του Λονδίνου, ήρθε σε επαφή με τα έργα του Μπλέηκ τα οποία και θαύμασε.

Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του Ουίλλιαμ Μπλέηκ, Poetical Sketches (Ποιητικά Σχεδιάσματα), δημοσιεύτηκε του 1783 με τη χρηματική ενίσχυση του Flaxman και του αιδεσιμότατου A. S. Mathew. Ο Ρόμπερτ Σίλλιμαν Χίλλυερ αναφέρει για τα ποιήματα της συλλογής αυτής: "...είναι αποκαλυπτικά όχι μόνο της ιδιοφυΐας του αλλά και των επιδράσεων του από τη λυρική ποίηση της Ελισαβετιανής εποχής, από το Σαιξπήρειο δράμα, από το Γοτθικό ύφος, από τον Οσσιανό, από τη δίχως ρίμες "Ωδή προς την Εσπέρα" του Κόλλινς και από την υψηλή ρητορική του καιρού του".
Μετά από το θάνατο του πατέρα του, το 1784, λειτούργησε ένα κατάστημα ειδών σχεδίου και ζωγραφικής, μαζί με τον αδερφό του Ρόμπερτ. Συνεργάστηκαν με τον εκδότη Joseph Johnson, γεγονός που επέτρεψε στον Μπλέηκ να έρθει σε επαφή με σημαντικούς εκπροσώπους της αγγλικής διανόησης, όπως τον επιστήμονα Joseph Priestley, τον φιλόσοφο Richard Price, τον ζωγράφο John Henry Fuseli, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά, την φεμινίστρια Mary Wollstonecraft, αλλά και τον αμερικανόθεωρητικό και επαναστάτη Tom Paine. Ο Μπλέηκ έτρεφε μεγάλες ελπίδες για την αμερικανική και γαλλική Επανάσταση αλλά αργότερα απελπίστηκε με την άνοδο τουΡοβεσπιέρου. Η Mary Wollstonecraft έγινε επίσης στενή φίλη του και το 1788 ο Μπλέηκ εικονογράφησε το έργο της Original Stories from Real Life. Μοιράζονταν ακόμη παρόμοιες απόψεις σχετικά με τη σεξουαλική ισότητα των δύο φύλων και το θεσμό του γάμου. Ο Μπλέηκ καταδίκαζε ανοιχτά την επιβεβλημένη αγνότητας της γυναίκας και τον προκαθορισμένο γάμο.
Το 1788 ο Μπλέηκ άρχισε να πειραματίζεται πάνω στη μέθοδο που θα χρησιμοποιούσε για να δημοσιεύσει τα ποιήματα του, όντας δύσπιστος απέναντι στους εκδότες της εποχής. Τελικά υιοθέτησε μια πρωτότυπη τεχνική εκτύπωσης συνδυάζοντας την ιδιότητα του χαράκτη και ζωγράφου με αυτή του ποιητή. Ιδιαίτερες λεπτομέρειες για την τεχνική του Μπλέηκ δεν είναι γνωστές. Η εκτύπωση αυτή περιελάμβανε σύμφωνα με εκτιμήσεις την εξής διαδικασία: αρχικά το γράψιμο των στίχων πάνω σε πλάκεςχαλκού με τη βοήθεια μελανιού και πινέλων, χρησιμοποιώντας παράλληλα ένα ανθεκτικό στα οξέα μέσο. Στη συνέχεια οι πλάκες εμβαπτίζονταν σε οξύ προκειμένου να διαλυθεί ο μη επεξεργασμένος χαλκός. Στο τελικά στάδιο, οι πλάκες χρωματίζονταν με υδατοχρώματα και τοποθετούνατν μαζί ώστε να αποτελέσουν έναν ενιαίο τόμο. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε από τον Μπλέηκ "Πεφωτισμένη εκτύπωση" (Illuminated printing) και συχνά τα έργα αυτής της μορφής αναφέρονται και ως "Πεφωτισμένα βιβλία". Ο Μπλέηκ χρησιμοποίησε τη "φωτισμένη" εκτύπωση για όλα τα του τα έργα από τη στιγμή που την επινόησε. Κάθε ένα από τα "φωτισμένα" βιβλία του αποτελούσε ένα μοναδικό έργο τέχνης. Ο Μπλέηκ θεωρούσε ότι η αυτόνομη δημοσίευση των βιβλίων θα μπορούσε να ελευθερώσει τον καλλιτέχνη από την τυραννία της λογοκρισίας από την εκκλησία και το κράτος. Ο μελετητής του έργου του Μπλέηκ Geofrey Keynes, αναφέρει πως τα "φωτισμένα" βιβλία του Μπλέηκ εμφανίζουν ομοιότητες με μεσαιωνικά χειρόγραφα που περιείχαν επίσης διακόσμηση. Σε μια επιστολή, ο Μπλέηκ αναφέρει ακόμα πως τη μέθοδο αυτή του την αποκάλυψε ο νεκρός αδελφός του Ρόμπερτ όταν πρόβαλε μπροστά του σε ένα νυχτερινό όραμα.

Ώριμα χρόνια 


Το 1790 ο Μπλέηκ μετακόμισε με τη γυναίκα του στο Lambeth όπου θα παρέμενε για περίπου δέκα χρόνια. Εκεί συνέχισε να κατασκευάζει χαρακτικά για τα ποιήματα του και να εξελίσσει τα θέματα του. Είναι η περίοδος που εκδίδει έργα όπως Το βιβλίο του Ούριζεν (1794), Ευρώπη: μία προφητεία (1794), Το Τραγούδι του Λος' (1795) και Το βιβλίο του Λος (1795). Παράλληλα με αυτά τα έργα, σημαντικός καρπός της ιδιαίτερα δημιουργικής του παραμονής στο Lambeth ήταν και Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης (1790-1793).
Από το 1800 εως το 1803, το ζεύγος Μπλέηκ έζησε στο χωριό Felpham του Σάσσεξ. Σε αυτό το διάστημα, συντηρούνταν οικονομικά από τον ποιητή William Hayley του οποίου έργα εικονογραφούσε ο Μπλέηκ. Επιπλέον, την περίοδο αυτή, ο Μπλέηκ συννελήφθη με αστήρικτες κατηγορίες πως σε καιρό πολέμου ενεργούσε ενάντια στη χώρα του. Είναι γεγονός πως ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ ήταν πολέμιος των αξιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που αποτύπωσε σαφώς και στα ποιήματά του, ωστόσο ποτέ δεν προέβει σε αντιεξουσιαστικές ενέργειες. Η παραμονή στο Felpham σημαδεύτηκε και από την ολοκλήρωση του ποιήματος Μίλτον(1803-1808). Αξίζει να αναφερθεί πως ο Μπλέηκ θεωρούσε τον Μίλτον ως τον μεγαλύτερο των ποιητών, αν και παράλληλα πίστευε πως είχε υποπέσει και σε ολέθρια σφάλματα.
Το επόμενο σημαντικό του έργο ήταν οι εικονογραφήσεις του για μια έκδοση του Τάφου του Robert Blair που εκδόθηκε το 1808 και συγκέντρωσε μεγαλύτερη προσοχή από όλα τα υπόλοιπα ποιητικά του έργα. Ωστόσο οι κριτικοί της εποχής δεν αντιμετώπισαν θετικά τις εικονογραφήσεις αλλά περισσότερο με διάθεση καχύποπτη και χλευαστική.
Την περίοδο 1809 εως 1815 ολοκλήρωσε το τελευταίο και μακροσκελές προφητικό του βιβλίο, την Ιερουσαλήμ, ενώ αργότερα δημιούργησε και μια σειρά εικονογραφήσεων για το Βιβλίο του Ιώβ (Book of Job), που θεωρούνται ως η σημαντικότερη καλλιτεχνική παραγωγή του Μπλέηκ. Το έργο του αυτό αποτέλεσε παραγγελία στις αρχές του 1820 του John Linnell, μέλος μιας ομάδας καλλιτεχνών που αυτοαποκαλούνταν "Αρχαίοι". Η ομάδα αυτή θαύμαζε το έργο του Μπλέηκ και τον στήριξαν τόσο οικονομικά όσο και ηθικά στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Μετά την ολοκλήρωση της Ιερουσαλήμ ο Μπλέηκ έγραψε ελάχιστη ποίηση αλλά αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και τη χαρακτική. Εξαίρεση αποτελεί το Αιώνιο Ευαγγέλιο (The Everlasting Gospel) που ολοκληρώθηκε το 1818.
Ακόμα και στο τέλος της ζωής του παρέμενε ακμαίος και ιδιαίτερα οξυδερκής. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως προσπάθησε να μάθει ιταλικά με σκοπό να διαβάσει Δάντη. Σχεδίαζε επίσης να εικονογραφήσει τη Θεία Κωμωδία, έργο που ξεκίνησε περίπου το 1825 αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Πέθανε τον Αύγουστο του 1827.

Αποδοχή 

Η στάση των κριτικών απέναντι στον Ουίλλιαμ Μπλέηκ, την εποχή που έζησε, κυμάνθηκε από την καχυποψία και την επιφύλαξη ως την απόλυτη εχθρότητα. Ακόμα, οι οραματισμοί του Μπλέηκ εκλαμβάνονταν από την πλειοψηφία ως δείγμα παραφροσύνης του ποιητή. Ο Μπλέηκ συχνά απογοητευόταν καθώς έβλεπε πως η δουλειά του αντιμετωπιζόταν με χλεύη. Το 1809 διοργάνωσε μια ιδιωτική έκθεση των πινάκων του με σκοπό να δημοσιοποιήσει το έργο του αλλά και να το υπερασπιστεί. Η έκθεση αυτή έτυχε ωστόσο πολύ ψυχρής υποδοχής. Ενδεικτική είναι η κριτική που άσκησε η εφημερίδα The Examiner:
"...ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ, ένας δυστυχής παράφρων, ακίνδυνος κατά τα άλλα και γι' αυτό έξω από το άσυλο, θα περνούσε εντελώς απαρατήρητος αν δεν διακήρυσσαν δημόσια τον θαυμασμό τους για αυτόν πολλοί διακεκριμένοι καθηγητές και ερασιτέχνες. Οι έπαινοι τους οποίους οι κύριοι αυτοί επεφύλαξαν πέρυσι στις εικονογραφήσεις του Τάφου (του Robert Blair) που φιλοτέχνησε ο δυστυχής, κατόρθωσαν να τον ωθήσουν να δημοσιοποιήσει την τρέλα του και έτσι να τον εκθέσουν και πάλι αν όχι στη χλεύη, στον οίκτο του κοινού."
Ο ίδιος ο Μπλέηκ, υπερασπιζόμενος κάποτε το έργο του, παρατήρησε:
"Το Υψηλό παραμένει κατ' ανάγκη σκοτεινό για τους Αδύναμους ανθρώπους. Αυτό που μπορεί να είναι σαφές για έναν ηλίθιο δεν είναι άξιο της προσοχής μου."
Σήμερα αναγνωρίζεται ως ο αυθεντικότερος και πιο εκλεκτός από τους ρομαντικούς ποιητές και θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είναι κοινή διαπίστωση των μελετητών του, πως η αξία του Μπλέηκ δεν περιορίζεται μόνο στο γεγονός πως αποτέλεσε έναν αξιόλογο ρομαντικό ποιητή αλλά κυρίως στο ότι κατόρθωσε παράλληλα να δημιουργήσει και να απεικονίσει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο προσωπικό μυθολογικό σύστημα.

Επιλεγμένα έργα 

  • Poetical Sketches (1783)
  • There is no Natural Religion (1788)
  • All Religions are One (1788)
  • Songs of innocence (1789)
  • Book of Thel (1789)
  • Marriage of Heaven and Hell (1793)
  • Visions of the Daughters of Albion (1793)
  • America: A Prophecy (1793)
  • Songs of Experience (1794)
  • The Book of Urizen (1794)
  • The Song of Los (1794)
  • The Book of Ahania (1795)
  • The Book of Los (1795)
  • Milton (1804-1808)
  • Jerusalem (1809-1815)
  • Everlasting Gospel (1818)

Σχετική βιβλιογραφία 

Μελέτες πάνω στη ζωή και το έργο του Μπλέηκ:

  • Jacob Bronowski, William Blake and the Age of Revolution. Routledge and K. Paul. ISBN 0-7100-7277-5 (1972)
  • S. Foster Damon, A Blake Dictionary. Shambhala. ISBN 0-394-73688-5 (1979)
  • Peter Ackroyd, Blake. Sinclair-Stevenson. ISBN 1-85619-278-4 (1995)
  • E.P. Thompson, Witness against the Beast. Cambridge University Press. ISBN 0-521-22515-9 (1993)
  • Victor N. Paananen, William Blake. Twayne Publishers. ISBN 0-8057-7053-4 (1996)
  • George Anthony Rosso Jr., Blake's Prophetic Workshop: A Study of The Four Zoas. Associated University Presses. ISBN 0-8387-5240-3 (1993)
  • G.E. Bentley Jr., The Stranger From Paradise: A Biography of William Blake. Yale University Press. ISBN 0-300-08939-2 (2001)
  • Peter F. Fisher, The Valley of Vision: Blake as Prophet and Revolutionary (1961)
  • Harold Bloom, Blake's Apocalypse (1968)
  • Geofrey Keynes, William Blake: Poet, Painter, Prophet (1965)
  • Geofrey Keynes, Blake Studies (1971)

Εκδόσεις έργων του Μπλέηκ:

  • The Complete Writings of William Blake, επιμ. Geofrey Keynes (1966)
  • The Complete Poetry and Prose of William Blake, επιμ. David V. Erdman (1988)

Ελληνική βιβλιογραφία:

  • Μπλέηκ, εκδ. Πλέθρον
  • Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης, εκδ. Νεφέλη
  • Ποιήματα, εκδ. Καστανιώτης
  • Ποιήματα, εκδ. Αρμός
  • Τα Τραγούδια της Αθωότητας
  • Τα Τραγούδια της Πείρας
  • Το Βιβλίο της Θελ

Σημειώσεις 

  1.  Τα παιδικά οράματα του Μπλέηκ δεν θα πρέπει να θεωρούνται ασυνήθιστα καθώς πολλά παιδιά εμφανίζουν την δυνατότητα να βλέπουν "ειδητικές εικόνες", δηλαδή λεπτομερείς οπτικές εικόνες που αναπαράγονται από παρελθούσες εντυπώσεις. Είναι ωστόσο αξιοπρόσεκτο, το γεγονός πως ο Μπλέηκ φαίνεται να διατήρησε μια τέτοια παιδική ικανότητα ως το τέλος της ζωής του.

Δείτε επίσης 


Εξωτερικοί σύνδεσμοι 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...