The songs of innocence
Ἐλήφθησαν ἀπὸ τὴν Παιδικὴ Ἀνθολογία τοῦ Ἀρχιμήδη
Ἀναγνώστου
Μετάφραση: Γιῶργος Μπλάνας
Ὅπου δείχνονται οἱ Δυὸ
Ἀντιμαχόμενες Πλευρὲς
τῆς Ἀνθρώπινης
Ψυχῆς
Στὸ Γιὰννη καὶ
τὴν Ἄννα
ποὺ βρέθηκαν νὰ ταξιδεύουν μαζί.
Εἰσαγωγή
Μοῦ ἀρέσει
ἡ φλογέρα.
Τριγυρίζω ὅλη-μέρα
στὰ βουνά, ἐδῶ κι ἐκεῖ,
κυνηγάω τὴ σιωπὴ
μὲ τραγούδια χαρωπά.
Καὶ μιὰ
μέρα, τί νὰ δῶ;
Στὸ γαλάζιον οὐρανό,
ἕνα τόσο δὰ παιδάκι,
πάνω σ᾿ ἕνα
συννεφάκι,
νὰ μοῦ
λέει γελαστά:
«Παῖξε κι ἕνα τραγουδάκι
ποὺ μοῦ
ἀρέσει, γιὰ τ᾿ ἀρνάκι.
Παῖξε, κάνε μου τὴ χάρη!»
Ἔπαιξα μὲ
τόση χάρη
ποὺ ἔβαλε
τὰ κλάματα.
«Παῖξε πάλι!»
Παίζω πάλι.
Κλαίει μὲ κάτι δάκρυα νά!
«Ἄσε τώρα τὴ φλογέρα.
Σκόρπισε πέρα ὣς πέρα
τὴ γλυκιά σου τὴ φωνή».
Εἶχα καὶ
καλὴ φωνή...
κλαίει, κλαίει ἀπὸ χαρά!
«Μπράβο! Πρέπει νὰ τὰ γράψεις,
τὸ βιβλίο σου νὰ φτιάξεις».
Χάθηκε σὰν τὸν καπνό,
πρὶν προλάβω νὰ τὸ ῾δῶ
κι ἔμεινα σὰν...καλαμιά!
Ἔκοψα ἕνα
καλάμι,
πῆρα κι ἀπὸ τὸ
ποτάμι
γιὰ μελάνι τὸ νερὸ
κι ἔγραψα ὅλα αὐτὰ ἐδῶ
τὰ τραγούδια γιὰ παιδιά.
Τί κοιτᾶτε;
Προχωρᾶτε
γιὰ νὰ
βρεῖτε τὴ
χαρά!
Ὁ βοσκός
Τί γλυκιὰ ζωὴ ποὺ ζεῖ
ὁ καλός μας ὁ βοσκός!
Τὸ κοπάδι ἀκολουθεῖ,
πότ᾿ ἐδῶ καὶ
πότ᾿ ἐκεῖ.
Ὅλη μέρα τριγυρίζει
καὶ συνέχεια μουρμουρίζει:
«Τί σοφὸς ποὺ εἶν᾿ ὁ
Θεὸς!
Ἄκου ἐκεῖ, πῶς
κλαψουρίζει
τὸ ἀρνάκι
στὴ μαμά του!
Λέει τὰ παράπονά του
καὶ αὐτὴ τοῦ
ἀπαντᾶ
μὲ βελάσματα γλυκά.
Κι ὅταν ἔρχεται
κοντά,
δὲς ἐκεῖ, πῶς
ἡσυχάζουν!
Μὲ τὸ
νοῦ τους σὰν νὰ βὰζουν:
εἶναι φύλακας πιστὸς
ὁ καλός μας ὁ βοσκός!»
Ὅλη ἡ πλάση ξεφωνίζει
Βγαίνει ὁ ἥλιος κι οἱ σκιὲς
τρέχουν, κάνουνε χαρές.
Γέλια στὰ καμπαναριά,
ἦρθε ἡ
Ἄνοιξη, παιδιά!
Νάτος ὁ κορυδαλλὸς
κι ὁ σπουργίτης ὁ μικρός.
Νάτη ἡ τσίχλα ἡ πεταχτή.
Δὲς, φωνὴ
καὶ ταραχή!
Μὲς στὰ
θάμνα οἱ πουλομάνες
παραβγαίνουν τὶς καμπάνες.
Ἡ παρέα παιχνίδι ἀρχίζει
κι ὅλη ἡ
πλάση ξεφωνίζει
Τρέχει καὶ ὁ Μπαρμπαγιάννης
- στὶς χαρὲς του, δὲν τὸν πιάνεις -
κάτω ἀπ᾿
τὴ βελανιδιὰ
μ᾿ ὅλα
τὰ μπαρμπαπαιδιά.
Κάθονται καὶ μᾶς κοιτᾶνε,
τὰ κεφάλια τους κουνᾶνε:
«Ἂχ! Τὰ
νιάτα πῶς περνᾶνε
κι εἶναι μόνο μιὰ φορά!»
Ἡ παρέα τοὺς τριγυρίζει
κι ὅλη ἡ
πλάση ξεφωνίζει.
Μὰ, γιὰ
δεῖτε τὸ
μικρό!
Δὲ μπορεῖ
ἄλλο χορό.
Τὀτε ὁ
ἥλιος κατεβαίνει
κι ἡ παρέα κουρασμένη
τὸ παιχνίδι παρατᾶ.
Τρέχουν ὅλα τὰ παιδιὰ
ν᾿ ἀγκαλιάσουν
τὴ μαμά τους,
σὰν πουλάκια στὴ φωλιά τους.
Πρῶτο τὸ
μικρὸ νυστάζει
κι ὅλη ἡ
πλάση σκοτεινιάζει.
Τὸ ἀρνάκι
Πές μου, ἀρνάκι μου μικρό,
ξέρεις, σὲ παρακαλῶ,
ποιὸς σοῦ
δίνει τὴ ζωή;
Ποιὸς σοῦ
δίνει τὸ φαΐ,
τὸ νερό, τὸ χορταράκι;
Ποιὸς σοῦ
φτιάχνει ρουχαλάκι
ἀπὸ
φωτεινὸ μαλλί;
Ποιὸς σοῦ
κάνει τὴ φωνὴ
τόσο, ἄχ, τόσο τρυφερή;
Πές μου, ἀρνάκι μου μικρὸ,
ξέρεις, σε παρακαλῶ;
Ὄχι; Τέντωσε τ᾿ αὐτιά σου!
Ξέρεις... ἔχει τ᾿ ὄνομά σου.
Ἔτσι λέει τὸν ἑαυτό του.
Τὸ παρουσιαστικό του
εἶναι ἥμερο
πολύ.
Κάποτ᾿ ἔγινε
παιδὶ
κι ἔτσι παίζουμε μαζί:
τὸ παιδὶ
καὶ τὸ
ἀρνί.
Ὁ Θεὸς
νὰ σ᾿
εὐλογεῖ.
Τὸ ἀραπάκι
Ἡ μάνα μου μὲ γέννησε στὴ μαύρη ἐρημιά.
Εἶμαι ἀραπάκι,
μέσα μου ὅμως εἶμαι καλός.
Ἐσεῖς
εἴσαστε κάτασπρα, σὰν ἀγγελούδια
μὲ φτερὰ
κι ἐγὼ
ἕνα παλιοκάντηλο ποὺ τοῦ
῾σβησαν τὸ
φῶς.
Βρῆκε ἕνα
δέντρο ἡ μάνα μου, γιὰ νά ῾χουμε
σκιά,
ὅταν ἡ
μέρα θ᾿ ἄρχιζε
τὸν κόσμο μας νὰ καίει.
Καθίσαμε, μ᾿ ἀγκάλιασε, μοῦ ἔδωσε φιλιά,
μοῦ ῾δειξε
τὴν ἀνατολὴ καὶ
ἄρχισε νὰ
λέει:
«Κοίτα τὸν ἥλιο, γιόκα μου! Ἐκεῖ μένει ὁ
Θεός.
Σκορπίζει φῶς καὶ ζεστασιά, μὲ τὸ καλό του χέρι.
Τὰ πλάσματα ὅλα χαίρονται κι ὁ
κόσμος μένει ζωντανός:
λίγη δροσούλα τὸ πρωί, ζέστη τὸ μεσημὲρι.
Ἐμᾶς,
λοιπόν, μᾶς ἔδωσε ἕνα μικρὸ κομμάτι γῆ,
νὰ μάθουμε ν᾿ ἀντέχουμε τῆς καλοσύνης τὸν
καημό.
Κι αὐτὸ
τὸ μαῦρο
σῶμα μας, ἡ λιοκαμένη μας μορφή,
ἂν θὲς
νὰ ξέρεις, σύννεφο εἶναι καὶ
δάσος σκοτεινό.
Γιατὶ ὅταν
μάθουμε καλὰ ζέστη τί πάει νὰ πεῖ,
τὸ σύννεφο θὰ διαλυθεῖ καὶ ἡ
γλυκιὰ φωνή του
θὰ μᾶς
καλέσει τρυφερά. Θά ῾μαστε τότε οἱ ἐκλεκτοί:
ἀρνάκια θά ῾μαστε λευκά, τριγύρω στὴ
σκηνή του».
Ἔτσι μοῦ
εἶπε ἡ
μάνα μου καὶ μοῦ ῾δωσε κι ἄλλα φιλιά.
Τὰ ἴδια
θὰ σᾶς
λέω κι ἐγώ, λευκά μου φιλαράκια,
ὅταν θὰ
βγοῦμε ὅλοι
μας ἀπ᾿
τῶν συννέφων τὴ σκλαβιά,
ὅταν θὰ
γίνουμε ὅλοι μας μικρὰ κι ἀθῶα ἀρνάκια.
Θ᾿ ἀντέχω
ἐγὼ
τὴ ζέστη μου καὶ θὰ σᾶς κάνω καὶ
σκιά,
γύρω ἀπὸ
τὸν πατέρα μας νὰ ζοῦμε εὐτυχισμένοι.
Ὕστερα θὰ
κοιτάζουμε τὰ ὁλόλευκά μας τὰ μαλλιὰ
καὶ θά ῾μαστε
ἴσοι, φίλοι μου. Ἴσοι κι ἀγαπημένοι.
Τὸ ἀνθάκι
Σπουργιτάκι μιὰ σταλιά,
ἔφυγε ἀπ᾿ τὴ
φυλλωσιά του.
Ἦρθε κι ἔκανε
φωλιὰ
στὴ μικρή μου ἀγκαλιά.
Κι ἕνα ἀνθάκι
εὐτυχισμένο,
τὸ κοιτάζει ξαφνιασμένο
ποὺ ῾φυγε
ἀπ᾿
τὴ φυλλωσιά του
καὶ ζηλεύει μιὰ σταλιά!
Καρδερίνα τόση δά,
ἔφυγε ἀπ᾿ τὴ
φυλλωσιά της.
Κλαψουρίζει δυνατά,
στὴ μικρή μου ἀγκαλιά.
Κι ἕνα ἀνθάκι
εὐτυχισμένο,
τὴν κοιτάζει ξαφνιασμένο
ποὺ ῾φυγε
ἀπ᾿
τὴ φυλλωσιά της
καὶ ζηλεύει μιὰ σταλιά!
Ὁ καπνοδοχοκαθαριστής
«Ὅταν πέθανε ἡ μαμά μου, ἤμουνα πολὺ μικρὸ
καὶ μὲ
πούλησε ὁ μπαμπάς μου, πρὶν ἀρχίσω
νὰ τσιρίζω.
Τζάκια τώρα καθαρίζω
καὶ κοιμᾶμαι
ὅπου βρῶ
στάχτη, σκόνη καὶ καπνό!»
Τσίριζε ὁ μικρὸς ὁ Δάκρης ποὺ τοῦ
κόβαν τὰ μαλλιά.
«Εἶναι ὄμορφα»
τοῦ εἶπα,
«καὶ σγουρά, μὰ μὴ σὲ νοιάζει.
Κάτσε, Δάκρη, δὲν πειράζει.
Στὰ μαλλιὰ
δὲ θά ῾χεις
πιὰ
στάχτη, σκόνη καὶ καπνιά!»
Ἔκατσε, λοιπόν, ὁ Δάκρης καὶ τοῦ κόψαν τὰ
μαλλιά,
μὰ τὸ
βράδυ, στ᾿ ὄνειρό του, εἶδε χίλια
φερετράκια
μὲ κατάμαυρα καπάκια.
Εἶχαν ὅλα
τους παιδιά
πεθαμένα ἀπ᾿ τὴν καπνιά.
Τότε, ἦρθε ἀπὸ πάνω ἕνας ἄγγελος
καλός.
Ἄνοιξε τὰ
φερετράκια, τὰ παιδάκια σηκωθῆκαν,
σὲ λιβάδι ξεχυθῆκαν.
Ἦταν κι ἕνας
ποταμός...
μπῆκαν κι ἔλαμψαν στὸ φῶς.
Ἂφησαν τὰ
ἐργαλεῖα
κι ὅπως ἤτανε
γυμνά,
μὲς στὰ
σύννεφα πετάξαν, μέχρι τ᾿ οὐρανοῦ
τὴν ἄκρη.
Εἶπε ὁ
ἄγγελος στὸ Δάκρη:
«Ἅμα κάθεσαι καλά,
θά ῾χεις τὸ Θεὸ μπαμπά».
Ξύπνησε. Ἔκανε κρύο κι ἤτανε πολὺ
πρωί,
μὰ δὲν
κρύωνε, μιὰ φλόγα ἔκαιγε μὲς
στὴν καρδιά του.
Πῆγε πρῶτος
στὴ δουλειά του.
Ὅποιος ἔχει
ὑπομονή,
βγαίνει πρῶτος στὴ ζωή.
Τὸ ἀγοράκι
χάθηκε
Παρερούλη, πατερούλη μου, ποῦ πᾶς;
Γρήγορα μὴν περπατᾶς!
Μίλα λίγο, πατερούλη, στὸ μικρούλι σου
παιδί,
ἂν σὲ
χάσει, θὰ χαθεῖ!
Ἦταν νύχτα σκοτεινὴ
κι ὁ πατέρας δὲ φαινόταν πουθενά.
Ἀπ᾿
τὸ βάλτο βγαίνει ἡ ὁμίχλη,
γιὰ νὰ
πάρει τὸ παιδί.
Κλαίει ἐκεῖνο, χύνει δάκρυα καυτά,
τὰ φοβᾶται
ἡ ὁμίχλη,
τρέχει, φεύγει μακριά.
Τὸ ἀγοράκι
βρέθηκε
Τὸ ἀγοράκι
χάθηκε, τρέχοντας πίσω ἀπὸ τὸ
φῶς
κι ὁ βάλτος θὰ τὸ ρούφαγε, ἂν ὁ
καλὸς Θεὸς
ποὺ ἔμοιαζε
τοῦ μπαμπᾶ
του
δὲν ἔβγαινε
μπροστά του
φρουρός.
Τὸ φίλησε, τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι τόσο στοργικὰ
καὶ τὸ
῾φερε στὸ
ξέφωτο ποὺ ἡ καλὴ μαμὰ
ἔψαχνε τὸ
παιδί της
κι ἔτρεμε ἡ ψυχή της
βαθιά.
Τραγουδάκι γιὰ
γέλια
Ὅταν γελᾶνε
τὰ δέντρα καὶ κάνουν χαρές,
ὅταν γελᾶνε
καὶ κάνουν λακκάκια οἱ πηγές,
ὅταν γελάει ὁ ἀέρας καὶ λέει ἐξυπνάδες
καὶ γελᾶνε
οἱ λόφοι καὶ γελᾶνε οἱ κοιλάδες,
ὅταν γελᾶνε
τὰ χόρτα μὲ φρέσκες φωνές,
καὶ γελάει ἡ ἀκρίδα καὶ γελᾶνε
οἱ βοσκὲς,
ὅταν ἡ
Μαίρη, ἡ Σούζαν, ἡ Ἔμη,
ἡ Χαρά,
τραγουδᾶνε γλυκά: χαχαχά, χαχαχά,
ὅταν γελᾶνε
οἱ κουρτίνες ποὺ ἔχουνε πάνω πουλάκια
καὶ γελάει τὸ τραπὲζι ποὺ ἔχει
γύρω-γύρω φρουτάκια,
ἔλα, μπὲς
στὴν παρέα, ὅπως τ᾿ ἄλλα παιδιὰ
καὶ τραγούδα μαζί τους: χαχαχά, χαχαχά!
Νανούρισμα
Νάνι, ὁ ὕπνος
νὰ τὸ
πάρει
μέσα σὲ μιὰ ζωγραφιά,
νά ῾χει ὄνειρα
γλυκά,
ἥσυχα σὰν
τὸ φεγγάρι.
Νάνι, μέχρι τὴν αὐγή.
Φωτοστέφανο φοράει
κι ἀγγελούδι τὸ φυλάει,
τὸ καλό μου τὸ παιδί.
Μὲς στὸν
ὕπνο του γελάει,
μοῦ δροσίζει τὴν καρδιά.
Νὰ τί θέλει μιὰ μαμὰ
κι ἡ ζωὴ
γλυκὰ περνάει.
Περιστέρι μου, κοιμήσου.
Μὴν τὸ
ἀφήνεις ὕπνε,
μὴ!
Νά ῾ναι πάντα τρυφερή,
σὰν περιστεριοῦ ἡ ζωή σου.
Νάνι, νάνι τὸ μωράκι.
Ὅλα ἔχουν
κοιμηθεῖ,
νάνι, στὴν καλή μας γῆ.
Σοῦ κρατάω τὸ χεράκι.
Στὰ γλυκὰ
χαμόγελά σου,
σὰν νὰ
βλέπω τὸ Χριστό.
Ἤτανε κι αὐτὸς μωρὸ
κι ἔκλαιγε γιὰ τὴ μαμά σου.
Ἔκλαψε πολὺ πικρά,
ὅταν ἤτανε
μωρό.
Τὼρα ὅταν
σὲ κοιτῶ
μοῦ κρυφοχαμογελᾶ.
Μοῦ κρυφοχαμογελᾶ
κι εἶναι ἕνα
γλυκὸ μωρό.
Μ᾿ ἕνα
γέλιο παιδικό,
γίνονται ὅλα μιὰ χαρά.
Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ
Εὐλογία, ἀγάπη
εἰρήνη καὶ
συμπόνια
θέλει κάθε ἀπελπισμένος
καὶ αὐτὰ δοξολογεῖ
ὅταν εἶναι
εὐτυχισμένος.
Εὐλογία, ἀγάπη,
εἰρήνη καὶ
συμπόνια
εἶναι ὁ
Δημιουργὸς
καὶ παιδί του ἀγαπημένο
κάθε ἄνθρωπος καλός.
Ἡ συμπόνια ἔχει πρόσωπο ἀνθρώπου,
ἡ εὐλογία
ἔχει ἀνθρώπινη
καρδιά,
ἡ ἀγάπη
ἔχει ἀνθρώπινη
μορφὴ
κι ἡ εἰρήνη
ροῦχο ἀνθρώπινο
φορᾶ.
Εὐλογία, ἀγάπη,
εἰρήνη καὶ
συμπόνια
ὅταν θέλει ὁ ἀπελπισμένος,
ἕναν ἄνθρωπο
ζητάει,
γιὰ νὰ
εἶναι εὐτυχισμένος.
Εὐλογία, ἀγάπη,
εἰρήνη καὶ
συμπόνια
σ᾿ ὅλους
μοίρασε ὁ Θεός.
Ν᾿ ἀγαπᾶτε τοὺς
ἀνθρώπους,
ὅπως ὁ
Δημιουργός.
Ἡ πρώτη Πέμπτη τοῦ Μάη
Τὴν πρώτη Πέμπτη κάθε Μάη, λάμπουν τὰ πρόσωπά τους.
Δυό-δυὸ μέσα στὰ κόκκινα, τὰ μπλέ, τὰ πράσινά τους,
περνοῦν παιδιά, παιδιὰ ὀρφανά.
Οἱ παιδονόμοι πᾶν μπροστά.
Ἔχουνε χιόνια στὰ μαλλιὰ
κι ἔχουνε χέρια καθαρὰ.
Τώρα ποὺ φτάνουνε κοντὰ
στὸν Ἅγιο
Παῦλο, ὁ
Τάμεσης, λές, φούσκωσε, ζυγώνει!
Γιὰ δές ἐκεῖ, τῆς
πολιτείας τ᾿ ἀνθάκια μαζεμένα:
πλῆθος μεγάλο, συντροφιές, ὁλόκληρα λουσμένα
μέσα σὲ φῶς
ἀγγελικό.
Ξάφνου ἀκούεται βουητό,
σὰν νὰ
περνάει χαρωπὸ
κοπάδι ἀρνιά. Στὸν οὐρανὸ
κάθε παιδάκι δύστυχο τ᾿ ἀθῶα
χέρια ὑψώνει.
Κορίτσια ἀγόρια τραγουδοῦν χιλιάδες. Πῶς
φυσάει
ἡ μελωδία δυνατά κι ἀστράφτει καὶ
βροντάει,
ἐκεῖ
ψηλὰ στοὺς
οὐρανοὺς
ποὺ περιμένουν τοὺς σοφούς:
ὅσους βοήθησαν φτωχούς.
Ἔλεος γιὰ
τοὺς ὀρφανοὺς!
Ὅποιος κλείνει τὴν πόρτα του σ᾿ ἄγγελο, μετανιώνει.
Νύχτα
Ὁ ἥλιος
πάει νὰ κοιμηθεῖ
κι ὁ ἀποσπερίτης
βγαίνει.
Μὲς στὴ
φωλιά του τὸ πουλὶ
κουρνιάζει καὶ σωπαίνει.
Μόνο ἐγὼ
μόνος γυρνῶ
τὴ δική μου γιὰ νὰ βρῶ.
Τὸ φεγγάρι εἶναι λουλούδι
κι ὁ οὐρανὸς περιπλοκάδι
Λάμπει, ἀνθίζει τὸ λουλούδι
καὶ χαμογελάει στὸ βράδυ.
Χλωρὲς βοσκές, ἔχετε γειά!
Ἔχετε γειά, λαγγάδια!
Ἐκεῖ
ποὺ ἔπαιζαν
ἀρνιὰ
κι ἀπόσταιναν κοπάδια,
τώρα οἱ ἄγγελοι
πατοῦν
καὶ κρυφολαμποκοποῦν.
Δὲν τοὺς
βλέπεις στὸ σκοτάδι
κι ὅμως πέτονται, ἀνεμίζουν
τοῦ ἐλέους
τὸ μαγνάδι:
ἄνθη, ἀνθρώπους
νανουρίζουν.
Ἂν προστατεύει τὰ πουλιὰ
κάθε φωλιὰ κοιτᾶνε
καὶ κάθε ἀγριμιοῦ σπηλιὰ
ἀπ᾿
τὸ κακὸ
φυλᾶνε.
Κι ἂν κανένα δὲν μπορεῖ
μόνο του νὰ κοιμηθεῖ
κι ὅλο κλαίει καὶ τυραννιέται,
ὕπνο βάλσαμο τοῦ φέρνουν
κι ὅταν γλυκοαποκοιμιέται,
πλάι του στὸ κρεβάτι μένουν.
Ὅταν βρυχᾶται
δυνατὰ
ὁ τίγρης καὶ οὐρλιάζει
ὁ λύκος φοβεριστικά,
τῆς πείνας τὸ μαράζι
νιώθουν, στέκονται κοιτοῦν
νὰ τοὺς
θρέψουν προσπαθοῦν.
Κι ἂν ὁρμήσουν
ἀγριεμένοι,
οἱ ἄγγελοι
θὰ μεριμνήσουν:
κόσμος νέος περιμένει
τὶς ψυχοῦλες
ποὺ θὰ
σβήσουν.
Τοῦ λιονταριοῦ τὰ πορφυρὰ
τὰ μάτια ἐκεῖ θ᾿ ἀστράψουν,
θὰ τρέξουν δάκρυα χρυσὰ
κι ὅταν γλυκὰ βελάξουν
πρόβατα μὲς στὸ μαντρί,
γύρω τους θὰ μαζευτεῖ,
λέγοντας «τὸ μίσος πάει,
τό ῾διωξε ἡ καλὴ καρδιά του
ποὺ καλούς, κακοὺς χωράει.
Πάει ὁ φόβος τοῦ θανάτου.
Μπορῶ λοιπόν, μικρό μου ἀρνί,
κοντά σου νὰ πλαγιάσω
νὰ κοιμηθῶ
καὶ θαλπωρὴ
ἀθώα νὰ
χορτάσω.
Κι ἂν ποτέ συλλογιστῶ
τὸν γλυκύτατο Χριστό,
σὰν ἀρνί
θὰ τὸν
θρηνήσω.
Κι ὅπως εἶμαι
βαφτισμένος
στὸ ποτάμι τῆς ζωῆς,
μὲ χρυσάφι ἀρματωμένος,
θὰ φυλάω νὰ κοιμηθεῖς».
Ἄνοιξη
Μιὰ φλογέρα
πότε παίζει,
πότε λίγο
σταματᾶ.
Τὰ πουλάκια
στὸν ἀέρα
πέτονται παι-
χνιδιστά.
Καὶ τ᾿
ἀηδόνι
στή λαγγάδα
ξαφαντώνει
μιὰ χαρά.
Τί γαλάζιος οὐρανός!
Δὲς, νὰ
κι ὁ κορυδαλλός!
Ἄντε, φτάνει ἡ νέα Χρονιά.
Νὰ τῆς
ποῦμε: «πέρνα, μπρὸς!»
μὲ τραγούδια καὶ βιολιά.
Ἀγοράκι
ὅλο γέλια
καὶ παιχνίδια,
ζωηρά.
Κοριτσάκι
μιὰ σταλίτσα,
ὅλο νάζια
θηλυκά.
Τὶ μαγεία
τῶν παιδιῶν
ἡ
κομπανία κι ἀ-
πὸ κοντά:
κικιρίκου ὁ πετεινός,
σοβαρός, καμαρωτός.
Ἄντε, φτάνει ἡ νέα Χρονιά.
Νὰ τῆς
ποῦμε: «πέρνα, μπρὸς!»
μὲ τραγούδια καὶ βιολιά.
Βρὲ ἀρνάκι,
δές με, νά ῾μαι!
Ἔλα λίγο
πιὸ κοντά.
Φίλησέ με
στὸ λαιμάκι.
Νὰ σὲ
πάρω
ἀγκαλιά;
Ἄσε με νὰ
σοῦ χαϊδεύω
ὀλοένα
τὰ μαλλιά.
Νὰ φιλάω σὰν τρελὸς
τὸ μουσούδι σου. Ἐμπρός!
Ἄντε, φτάνει ἡ νέα Χρονιά.
Νὰ τῆς
ποῦμε: «πέρνα, μπρὸς!»
μὲ τραγούδια καὶ βιολιά.
Τὸ
τραγούδι τῆς νταντᾶς
Ὅταν ἀκούω
τὰ παιδιὰ
νὰ παίζουν στὸ λιβάδι
κι ἀκούω στὸ λόφο νὰ γελοῦν, νὰ
τρέχουν νὰ φωνάζουν,
μέσα στὰ στήθη μου ἡ καρδιά νιώθει κάτι σὰν χάδι
κι ὅλα γύρω μου ἡσυχάζουν.
Ἐλάτε πιὰ
παιδάκια μου, ὁ ἥλιος πάει νὰ δύσει.
Βάζει ἡ δροσιά ἀποβραδίς μιὰ ψύχρα! Πῶς πουντιάζει!
Ἀφῆστε
τὰ παιχνίδια πιά. Ἐλάτε, ἔχουμ᾿ ἀργήσει.
Μέρα κι αὔριο χαράζει.
Ἄσε μας λίγο, ντάντα μας, εἶναι ἀκόμα
μέρα!
Κι ἂν πᾶμε
στὰ κρεβάτια μας, ὕπνος δὲ
θὰ μᾶς
πιάνει!
Δὲς τὰ
πουλάκια! Εἶναι μικρά, μὰ παίζουν στὸν
ἀέρα!
Δὲς τ᾿
ἀρνάκια! Λίγο φτάνει!
Καλά, καλά, πηγαίνετε, μέχρι νὰ
σουρουπώσει.
Ὕστερα ὅμως,
σπίτι μας, ἡ νύχτα μὴ μᾶς
φτάσει.
Κι ἕνα μικράκι, τσίριξε ἀπ᾿ τὴ χαρὰ
τὴν τόση.
Τσίριξε μαζὶ κι ἡ πλάση!
Μικρὴ εὐτυχία
- Ὄνομα δὲν
ἔχω,
εἶμαι μιὰ
σταλιά!
- Πῶς νὰ
σὲ φωνάζω;
- Εἶμαι ὅλο
χαρά.
Λέγε με χαρά.
- Νά ῾σαι πάντα μιὰ χαρά,
ὄμορφη χαρούλα
ποὺ εἶσαι
μιὰ σταλιά!
Γλύκα θὰ σὲ λέω,
θὰ σὲ
λέω χαρά.
Γέλα μου γλυκά,
νά ῾σαι πάντα μιὰ χαρά!
Ἕνα ὄνειρο
Ἄγγελοι μὲ
φυλούσανε κι ἐγὼ βαθιὰ κοιμόμουν.
Ἔξω, νύχτα σκοτεινή.
Μὰ ξάφνου κάτι σάλεψε πίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα:
ἕνα ὄνειρο
εἶχε μπεῖ.
Καθόμουν, λέει, στὴν ἐξοχὴ
κι ἕνα μικρὸ μυρμήγκι
στὸ χορτάρι εἶχε χαθεῖ.
Τὸ δύστυχο, ξεστράτησε, νυχτώθηκε
μονάχο
κι εἶχε ἀπ᾿ ὥρα
κουραστεῖ.
Ὁ δρόμος τὸ σμπαράλιασε, τό ῾πνιξε
τὸ σκοτάδι,
ἔφτασε ν᾿
ἀπελπιστεῖ.
Μὲς στὰ
πυκνὰ κι ἀδιάβατα
χορτάρια ἀκούω τότε,
μιὰ σπαραχτικὴ φωνὴ:
«Παιδάκια μου, σᾶς ἔχασα, μὲ
χάσατε, ποῦ εἶστε;
Ὁ μπαμπάς σας ποῦ θρηνεῖ;
Τὸ ξέρω πὼς
μὲ ψάχνατε! Γυρίσατε στὸ σπίτι;
Εἶμαι πιὰ
γιὰ σᾶς
νεκρή;»
Μέσα ἡ καρδιά μου σπάραξε καὶ μοῦ
῾τρεξε ἕνα
δάκρυ,
μὰ νά, ἡ κωλοφωτιὰ
πετιέται ἀπὸ τὶς σκοτεινιές. Στὸ δύστυχο μυρμήγκι
μὲ ζωντάνια ἀπαντᾶ:
«Ποιὸ πλάσμα ἀσήμαντο καλεῖ μὲ κλάματα τῆς
νύχτας
τὸν ἀκοίμητο
φρουρό;
Μπρός, σήκω, πάρ᾿ τὰ πόδια σου! Τὸ
σκοτεινὸ χορτάρι
τὸ φωτίζω τώρα ἐγὼ.
Γιὰ κοίτα! Βγαίνει ὁ μπάμπουρας καὶ
φέρνει γύρα. Τρέξε,
ἄντε, βιάσου, μὴν ἀργεῖς.
Πετᾶ, βουίζει, ἄκου τον, πήγαινε ὅπου
πηγαίνει.
Στὸ σπίτι σου θὰ βγεῖς».
Ἡ λύπη τοῦ ἄλλου
Μπορῶ νὰ
δῶ τὸ
διπλανό μου
νὰ κλαίει καὶ νὰ μὴ λυπηθῶ;
Μπορῶ νὰ
δῶ ἄλλον
θλιμμένο
καὶ νὰ
μὴ συμπαρασταθῶ;
Μπορῶ νὰ
δῶ νὰ
τρέξει δάκρυ
κι ἐγῶ
νὰ μὴ
τὸ μοιραστῶ;
Μπορεῖ ὁ
μπαμπᾶς νὰ
ὑποφέρει
νὰ κλαίει τ᾿ ὀμορφο μικρό;
Μπορεῖ ἡ
μαμὰ νὰ
μὴν τρομάξει,
ὅταν τρομάξει τὸ παιδί;
Ἀποκλείεται, δὲν μπορεῖ!
Ὄχι, ὄχι,
δὲν μπορεῖ!
Μπορεῖ αὐτὸς ποὺ
ὅλο γελάει
ν᾿ ἀκούει
τὰ δύστυχα μικρὰ
τοῦ τρυποφράχτη νὰ θρηνοῦνε,
νὰ βαλαντώνουν τὰ μωρά,
καὶ νὰ
μὴν τρέξει στὴ φωλιά τους
νὰ τοὺς
χαρίσει ὕπνο γλυκό,
νὰ μὴν
καθίσει πλάι στὴν κοὺνια
νὰ ταχταρίσει τό μωρό;
Τὰ δάκρυα νὰ μὴ μᾶς σκουπίζει
μὲ καλοσύνη καὶ στοργή,
μπορεῖ; Ἂχ!
Ὄχι, δὲν
μπορεῖ!
Ἀποκλείεται, δὲν μπορεῖ!
Σ᾿ ὅλους
δίνει τὴ χαρά του:
γίνεται μικρὸ παιδί,
ἄντρας στενοχωρημένος
κι ὅλους μᾶς παρηγορεῖ.
Κάθε φορὰ ποὺ κλαῖς γιὰ κάποιον,
σὲ βάζει ὁ
καλὸς Θεός.
Κι ὅταν δακρύζεις δάκρυ ἄλλου,
σὲ ὁδηγεῖ ὁ
Δημιουργός.
Μᾶς χαρίζει τὴ χαρά του
ποὺ ἡ
πίκρα μας σκοτώνει.
Ἀλλὰ
μέχρι νὰ σωθοῦμε,
δίπλα μας θὰ μετανιώνει.
Οιωνοί της Αθωότητας
Για να δεις τον
κόσμο σε ένα κόκκο άμμου
Και τον παράδεισο
σε ένα αγριολούλουδο
Κράτησε το άπειρο
στην παλάμη του χεριού σου
Και την
αιωνιότητα σε μία ώρα.
Ένας
κοκκινολαίμης πετρίτης σε κλουβί
Φέρνει όλο τον
ουρανό σε οργή.
Ένας περιστερώνας
γεμάτος περιστέρια
Φέρνει ρίγος σε
όλες τις περιοχές της κόλασης
Ένα πεινασμένο
σκυλί στην πύλη του αφεντικού
Προβλέπει την
καταστροφή του κράτους.
Ένα άλογο που το
κακομεταχειρίστηκαν στο δρόμο
Ζητά από τον
ουρανό ανθρώπινο αίμα
Κάθε κραυγή ενός
κυνηγημένου λαγού
Σχίζει μια ίνα
από τον εγκέφαλο.
Μια σιταρήθρα*
τραυματισμένη στο φτερό
Ένα χερουβείμ
σταματά να τραγουδά
Ένας ψαλιδισμένος
κόκορας έτοιμος για μάχη
Φοβίζει τον ήλιο
που ανατέλλει.
Κάθε λύκου και
λιονταριού η κραυγή
Από την κόλαση
εγείρει μια ανθρώπινη ψυχή.
Το άγριο ελάφι
που περιπλανάται εδώ και εκεί
Εμποδίζει την
φροντίδα της ανθρώπινης ψυχής
Το
κακομεταχειρισμένο αρνί τρέφει την δημόσια διαμάχη
Και όμως συγχωρεί
την λεπίδα του χασάπη.
Η νυχτερίδα που
φευγαλέα πετά στο τέλος του απογεύματος
Άφησε το μυαλό
που δεν θέλει να πιστέψει
Η κουκουβάγια που
καλεί τη νύχτα
Μιλά στον τρόμο
του άπιστου.
Αυτός που θα
πληγώσει έναν τρυποφράχτη**
Δεν θα αγαπηθεί
ποτέ από άνθρωπο
Αυτός που στο
βόδι θυμό προκάλεσε
Δεν θα αγαπηθεί
ποτέ από γυναίκα.
Το αχαλίνωτο
αγόρι που σκοτώνει τη μύγα
θα νιώσει την
αγριότητα της αράχνης
Αυτός που
βασανίζει το δαιμόνιο του σκαραβαίου
Υφαίνει κλήματα
σε ατέλειωτη νύχτα.
Η κάμπια πάνω στο
φύλλο
Σου επαναλαμβάνει
τη θλίψη της μητέρας της
Μην σκοτώνεις
ούτε το σκόρο, ούτε την πεταλούδα
Διότι η τελική
κρίση πλησιάζει.
Αυτός που θα
εκπαιδεύσει άλογο για πόλεμο
Δεν θα περάσει
ποτέ το αντιδιαμετρικό εμπόδιο
Το σκύλο του
ζητιάνου και τη γάτα της χήρας
Τάισε τα και θα
παχύνεις.
Η σκνίπα που
τραγουδά το τραγούδι του καλοκαιριού
Παίρνει δηλητήριο
από τη γλώσσα του συκοφάντη
Το δηλητήριο του
φιδιού και της σαλαμάνδρας
Είναι ο ιδρώτας
του ποδιού της ζήλιας.
Το δηλητήριο της
μέλισσας
Είναι η ζήλια του
καλλιτέχνη.
Το ένδυμα του
πρίγκηπα και τα κουρέλια του ζητιάνου
Είναι δηλητηριώδη
μανιτάρια στα σακούλια του φιλάργυρου
Μια αλήθεια
ειπωμένη με κακό σκοπό
Νικάει όλα τα
ψέματα που μπορείς να επινοήσεις.
Είναι σωστό, έτσι
έπρεπε να είναι
Ο άνθρωπος έγινε
για την χαρά και την λύπη
Και όταν αυτό
εμείς σωστά γνωρίζουμε
Τον κόσμο με
ασφάλεια διασχίζουμε.
Χαρά και λύπη
είναι τέλεια υφασμένα,
Μια ενδυμασία για
τη θεϊκή ψυχή.
Κάτω από κάθε
θλίψη και πεύκο
Τρέχει μια χαρά
με μεταξωτό νήμα.
Το μωρό είναι
κάτι περισσότερο από φασκιά
Σε όλα αυτά τα
ανθρώπινα κράτη
Φτιάχτηκαν
εργαλεία, και ανθρώπινα χέρια γεννήθηκαν
Κάθε αγρότης
καταλαβαίνει.
Κάθε δάκρυ από
κάθε μάτι
Γίνεται ένα μωρό
στην αιωνιότητα.
Αυτό
συλλαμβάνεται από τη λαμπρότητα του θηλυκού
Και επιστρέφει
στη δική του απόλαυση.
Το βέλασμα, το
αλύχτισμα, το μούγκρισμα και ο βρυχηθμός
Είναι κύματα που
σκάνε στην ακτή του Ουρανού.
Το μωρό που
κλαίει κάτω από την βέργα
Γράφει την
εκδίκηση στα βασίλεια του θανάτου
Τα κουρέλια του
ζητιάνου, κυματίζοντας στον αέρα,
Σχίζουν
κουρελιάζοντας τους Ουρανούς.
Ο στρατιώτης,
οπλισμένος με σπαθί και όπλο
Παραλυμένος χτυπά
ο καλοκαιρινός ήλιος.
Το φαρδίνι*** του
φτωχού αξίζει περισσότερο
Από όλο το χρυσό
στις ακτές της Αφρικής.
Μισό φαρδίνι
στυμμένο από τα χέρια του εργάτη
Θα αγοράσει και
θα πουλήσει τις εκτάσεις του φιλάργυρου
Ή, αν
προστατεύεται από ψηλά
Και αυτό ολόκληρο
το έθνος πουλά και αγοράζει.
Αυτός που
εμπαίζει την πίστη του βρέφους
Θα εμπαιχτεί σε
μεγάλη ηλικία και στο θάνατο.
Αυτός που θα
διδάξει το παιδί να αμφιβάλλει
Από το σάπιο τάφο
ποτέ δεν θα ξεφύγει.
Αυτός που σέβεται
την πίστη του βρέφους
Θριαμβεύει πάνω
στην κόλαση και στο θάνατο.
Τα παιχνίδια του
παιδιού και η λογική του γέροντα
Είναι οι καρποί
των δύο εποχών.
Ο ερωτών, που
κάθεται έτσι πονηρός,
Ποτέ δεν ξέρει
πώς να απαντήσει.
Αυτός που απαντά
με τα λόγια της αμφιβολίας
Σβήνει το φως της
γνώσης.
Το ισχυρότερο
δηλητήριο που έχουμε γνωρίσει
Προέρχονταν από
το δάφνινο στέμμα του Καίσαρα.
Το τίποτα μπορεί
να παραμορφώσει το ανθρώπινο γένος
Όπως το σιδερένιο
στήριγμα της πανοπλίας.
Όταν ο χρυσός και
οι πολύτιμοι λίθοι κοσμούν το άροτρο,
Η ζήλια θα
προσκυνήσει τις ειρηνικές τέχνες.
Ένα αίνιγμα, ή η
κραυγή του τριζονιού,
Είναι μια
ταιριαστή απάντηση στην αμφιβολία.
Η ίντσα του
μυρμηγκιού και το μίλι του αετού
Κάνει την ανάπηρη
φιλοσοφία να χαμογελάσει.
Αυτός που
αμφιβάλλει από αυτό που βλέπει
Ποτέ δεν θα
πιστέψει, κάνε αυτό που σ' ευχαριστεί.
Αν ο ήλιος και το
φεγγάρι αμφέβαλλαν
Αμέσως θα
έσβηναν.
Το να έχεις πάθος
μπορεί να σου κάνει καλό,
Αλλά δεν υπάρχει
καλό αν το πάθος είναι μέσα σου.
Η πόρνη και
χαρτοπαίκτης, από το κράτος
Αδειοδοτημένοι,
οικοδομούν τις τύχες του έθνους.
Η κραυγή της
πόρνης από δρόμο σε δρόμο
Θα υφάνει το
σάβανο της παλιάς Αγγλίας.
Η κραυγή του
νικητή, η κατάρα του ηττημένου,
Χορεύουν μπροστά
από την νεκροφόρα της νεκρής Αγγλίας.
Κάθε νύχτα και
κάθε αυγή
Μερικοί στη
μιζέρια γεννιούνται,
Κάθε αυγή και
κάθε νύχτα
Μερικοί
γεννιούνται σε γλυκιά απόλαυση.
Μερικοί
γεννιούνται σε γλυκιά απόλαυση,
Μερικοί
γεννιούνται στην ατελείωτη νύχτα.
Οδηγούμαστε στο
να πιστεύουμε ένα ψέμα
Όταν βλέπουμε όχι
με το μάτι,
Το οποίο γεννήθηκε
σε μια νύχτα για να χαθεί σε μια νύχτα,
Όταν η ψυχή
κοιμόταν στις ακτίνες του φωτός.
Ο Θεός φαίνεται,
και ο Θεός είναι φως,
Σε αυτές τις
φτωχές ψυχές που κατοικούν στην νύχτα.
Μόνο η ανθρώπινη
μορφή φανερώνεται,
Σ' αυτούς που
κατοικούν στα βασίλεια της ημέρας.
*είδος
κορυδαλλού
**είδος
πουλιού γένος τρωγλοδύτη
***παλιό
νόμισμα της Αγγλίας ισότιμο με το 1/4 της πέννας
Μετάφραση: Ιπτ. Ολλανδός
Ουίλλιαμ Μπλέηκ
Από τη
Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χαρακτηρίζεται
συχνά ως ο «Προφήτης» της αγγλικής λογοτεχνίας και υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους
πλέον εκκεντρικούς και πολύπλευρους καλλιτέχνες. Αν και στην εποχή του
χλευάστηκε ως παράφρων, σήμερα τιμάται ως μεγαλοφυΐα και συγκαταλέγεται ανάμεσα
στους μείζονες ποιητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Νεανικά χρόνια
Ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ
γεννήθηκε στο Λονδίνο και η οικογένειά του ανήκε στη μεσαία τάξη. Ο
πατέρας του Τζέημς Μπλέηκ ήταν αξιοσέβαστος έμπορος και μητέρα του ήταν η
Catherine Hermitage. Οι γονείς του συνειδητοποίησαν από νωρίς πως το τρίτο από
τα συνολικά πέντε παιδιά τους, διέθετε έντονη καλλιτεχνική κλίση και
προσπάθησαν να βοηθήσουν τον Μπλέηκ προς αυτή την κατεύθυνση. Επέτρεψαν μάλιστα
να εγκαταλείψει το συμβατικό σχολείο σε ηλικία δέκα ετών ώστε να αρχίσει να
παρακολουθεί μαθήματα σε σχολή ζωγραφικού σχεδίου. Από μικρός, όπως ομολογούσε
ο ίδιος βυθιζόταν σε εκστατικά οράματα.[1]
Από την ηλικία
των δώδεκα μόλις ετών ξεκίνησε να γράφει ποιήματα. Τον Αύγουστο του 1772, ο χαράκτης James
Basire του προσέφερε θέση μαθητευόμενου, γεγονός που θεωρείται σημαντικό στην
μετέπειτα εξέλιξη του Μπλέηκ. Συνολικά μαθήτευσε για επτά χρόνια και στο
διάστημα αυτό εκπαιδεύτηκε σε όλες τις διαφορετικές χαρακτικές μεθόδους και
τεχνικές. Παρά την κατάρτιση του, αποφάσισε να μαθητεύσει και στη σχολή
ζωγραφικής της Βασιλικής Ακαδημίας, το1779. Ένα χρόνο
αργότερα, το 1780,
παρουσιάστηκε δημόσια ένα υδατογράφημα του Μπλέηκ, στην ετήσια έκθεση της
Ακαδημίας.
Το 1782 ο Μπλέηκ
γνωρίστηκε με τον John Flaxman, ο οποίος επρόκειτο να γίνει προστάτης του. Την
ίδια χρονιά παντρεύτηκε την Catherine Boucher, ένα φτωχό και αναλφάβητο
κορίτσι, την οποία ο Μπλέηκ θα εκπαίδευε, όχι μόνο στη γραφή και την ανάγνωση,
αλλά και στη χαρακτική τέχνη. Εκείνη την περίοδο, ο George Cumberland, ένας από
τους ιδρυτές της εθνικής πινακοθήκης του Λονδίνου, ήρθε σε επαφή με τα έργα του
Μπλέηκ τα οποία και θαύμασε.
Η πρώτη συλλογή
ποιημάτων του Ουίλλιαμ Μπλέηκ, Poetical Sketches (Ποιητικά
Σχεδιάσματα), δημοσιεύτηκε του 1783 με τη
χρηματική ενίσχυση του Flaxman και του αιδεσιμότατου A. S. Mathew. Ο Ρόμπερτ
Σίλλιμαν Χίλλυερ αναφέρει για τα ποιήματα της συλλογής αυτής: "...είναι
αποκαλυπτικά όχι μόνο της ιδιοφυΐας του αλλά και των επιδράσεων του από τη
λυρική ποίηση της Ελισαβετιανής εποχής, από το Σαιξπήρειο δράμα, από το Γοτθικό ύφος, από
τον Οσσιανό, από τη δίχως ρίμες "Ωδή προς την Εσπέρα" του Κόλλινς και
από την υψηλή ρητορική του καιρού του".
Μετά από το
θάνατο του πατέρα του, το 1784, λειτούργησε ένα κατάστημα ειδών σχεδίου και ζωγραφικής,
μαζί με τον αδερφό του Ρόμπερτ. Συνεργάστηκαν με τον εκδότη Joseph Johnson,
γεγονός που επέτρεψε στον Μπλέηκ να έρθει σε επαφή με σημαντικούς εκπροσώπους
της αγγλικής διανόησης, όπως τον επιστήμονα Joseph Priestley, τον φιλόσοφο Richard Price, τον ζωγράφο John Henry Fuseli,
με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά, την φεμινίστρια Mary Wollstonecraft, αλλά και τον αμερικανόθεωρητικό και επαναστάτη Tom Paine. Ο Μπλέηκ έτρεφε
μεγάλες ελπίδες για την αμερικανική και γαλλική Επανάσταση αλλά αργότερα
απελπίστηκε με την άνοδο τουΡοβεσπιέρου. Η Mary Wollstonecraft έγινε επίσης στενή
φίλη του και το 1788 ο
Μπλέηκ εικονογράφησε το έργο της Original Stories from Real Life.
Μοιράζονταν ακόμη παρόμοιες απόψεις σχετικά με τη σεξουαλική ισότητα των δύο
φύλων και το θεσμό του γάμου. Ο Μπλέηκ καταδίκαζε ανοιχτά την επιβεβλημένη
αγνότητας της γυναίκας και τον προκαθορισμένο γάμο.
Το 1788 ο Μπλέηκ
άρχισε να πειραματίζεται πάνω στη μέθοδο που θα χρησιμοποιούσε για να
δημοσιεύσει τα ποιήματα του, όντας δύσπιστος απέναντι στους εκδότες της εποχής.
Τελικά υιοθέτησε μια πρωτότυπη τεχνική εκτύπωσης συνδυάζοντας την ιδιότητα του
χαράκτη και ζωγράφου με αυτή του ποιητή. Ιδιαίτερες λεπτομέρειες για την
τεχνική του Μπλέηκ δεν είναι γνωστές. Η εκτύπωση αυτή περιελάμβανε σύμφωνα με
εκτιμήσεις την εξής διαδικασία: αρχικά το γράψιμο των στίχων πάνω σε πλάκεςχαλκού με τη βοήθεια μελανιού και πινέλων,
χρησιμοποιώντας παράλληλα ένα ανθεκτικό στα οξέα μέσο. Στη συνέχεια οι πλάκες
εμβαπτίζονταν σε οξύ προκειμένου να διαλυθεί ο μη επεξεργασμένος χαλκός. Στο
τελικά στάδιο, οι πλάκες χρωματίζονταν με υδατοχρώματα και τοποθετούνατν μαζί
ώστε να αποτελέσουν έναν ενιαίο τόμο. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε από τον Μπλέηκ
"Πεφωτισμένη εκτύπωση" (Illuminated printing) και συχνά τα
έργα αυτής της μορφής αναφέρονται και ως "Πεφωτισμένα βιβλία". Ο
Μπλέηκ χρησιμοποίησε τη "φωτισμένη" εκτύπωση για όλα τα του τα έργα
από τη στιγμή που την επινόησε. Κάθε ένα από τα "φωτισμένα" βιβλία
του αποτελούσε ένα μοναδικό έργο τέχνης. Ο Μπλέηκ θεωρούσε ότι η αυτόνομη
δημοσίευση των βιβλίων θα μπορούσε να ελευθερώσει τον καλλιτέχνη από την
τυραννία της λογοκρισίας από την εκκλησία και το κράτος. Ο μελετητής του έργου του Μπλέηκ Geofrey Keynes,
αναφέρει πως τα "φωτισμένα" βιβλία του Μπλέηκ εμφανίζουν ομοιότητες
με μεσαιωνικά χειρόγραφα που περιείχαν επίσης διακόσμηση.
Σε μια επιστολή, ο Μπλέηκ αναφέρει ακόμα πως τη μέθοδο αυτή του την αποκάλυψε ο
νεκρός αδελφός του Ρόμπερτ όταν πρόβαλε μπροστά του σε ένα νυχτερινό όραμα.
Ώριμα χρόνια
Το 1790 ο Μπλέηκ
μετακόμισε με τη γυναίκα του στο Lambeth όπου θα παρέμενε για περίπου δέκα
χρόνια. Εκεί συνέχισε να κατασκευάζει χαρακτικά για τα ποιήματα του και να
εξελίσσει τα θέματα του. Είναι η περίοδος που εκδίδει έργα όπως Το
βιβλίο του Ούριζεν (1794), Ευρώπη: μία προφητεία (1794), Το
Τραγούδι του Λος' (1795) και Το βιβλίο του Λος (1795). Παράλληλα με
αυτά τα έργα, σημαντικός καρπός της ιδιαίτερα δημιουργικής του παραμονής στο
Lambeth ήταν και Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης (1790-1793).
Από το 1800 εως το 1803, το ζεύγος Μπλέηκ
έζησε στο χωριό Felpham του Σάσσεξ. Σε αυτό το διάστημα, συντηρούνταν οικονομικά
από τον ποιητή William Hayley του οποίου έργα εικονογραφούσε ο Μπλέηκ.
Επιπλέον, την περίοδο αυτή, ο Μπλέηκ συννελήφθη με αστήρικτες κατηγορίες πως σε
καιρό πολέμου ενεργούσε ενάντια στη χώρα του. Είναι γεγονός πως ο Ουίλλιαμ
Μπλέηκ ήταν πολέμιος των αξιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που αποτύπωσε
σαφώς και στα ποιήματά του, ωστόσο ποτέ δεν προέβει σε αντιεξουσιαστικές
ενέργειες. Η παραμονή στο Felpham σημαδεύτηκε και από την ολοκλήρωση του
ποιήματος Μίλτον(1803-1808).
Αξίζει να αναφερθεί πως ο Μπλέηκ θεωρούσε τον Μίλτον ως τον μεγαλύτερο των
ποιητών, αν και παράλληλα πίστευε πως είχε υποπέσει και σε ολέθρια σφάλματα.
Το επόμενο
σημαντικό του έργο ήταν οι εικονογραφήσεις του για μια έκδοση του Τάφου του
Robert Blair που εκδόθηκε το 1808 και συγκέντρωσε μεγαλύτερη προσοχή από όλα τα υπόλοιπα
ποιητικά του έργα. Ωστόσο οι κριτικοί της εποχής δεν αντιμετώπισαν θετικά τις
εικονογραφήσεις αλλά περισσότερο με διάθεση καχύποπτη και χλευαστική.
Την περίοδο 1809 εως 1815 ολοκλήρωσε το
τελευταίο και μακροσκελές προφητικό του βιβλίο, την Ιερουσαλήμ, ενώ
αργότερα δημιούργησε και μια σειρά εικονογραφήσεων για το Βιβλίο του Ιώβ (Book
of Job), που θεωρούνται ως η σημαντικότερη καλλιτεχνική παραγωγή του
Μπλέηκ. Το έργο του αυτό αποτέλεσε παραγγελία στις αρχές του 1820 του John
Linnell, μέλος μιας ομάδας καλλιτεχνών που αυτοαποκαλούνταν
"Αρχαίοι". Η ομάδα αυτή θαύμαζε το έργο του Μπλέηκ και τον στήριξαν
τόσο οικονομικά όσο και ηθικά στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Μετά την
ολοκλήρωση της Ιερουσαλήμ ο Μπλέηκ έγραψε ελάχιστη ποίηση αλλά
αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και τη χαρακτική. Εξαίρεση αποτελεί το Αιώνιο
Ευαγγέλιο (The Everlasting Gospel) που ολοκληρώθηκε το 1818.
Ακόμα και στο
τέλος της ζωής του παρέμενε ακμαίος και ιδιαίτερα οξυδερκής. Χαρακτηριστικό
είναι το γεγονός πως προσπάθησε να μάθει ιταλικά με σκοπό να διαβάσει Δάντη. Σχεδίαζε επίσης να εικονογραφήσει τη Θεία Κωμωδία, έργο που ξεκίνησε περίπου το 1825 αλλά δεν
πρόλαβε να ολοκληρώσει. Πέθανε τον Αύγουστο του 1827.
Αποδοχή
Η στάση των
κριτικών απέναντι στον Ουίλλιαμ Μπλέηκ, την εποχή που έζησε, κυμάνθηκε από την
καχυποψία και την επιφύλαξη ως την απόλυτη εχθρότητα. Ακόμα, οι οραματισμοί του
Μπλέηκ εκλαμβάνονταν από την πλειοψηφία ως δείγμα παραφροσύνης του ποιητή. Ο
Μπλέηκ συχνά απογοητευόταν καθώς έβλεπε πως η δουλειά του αντιμετωπιζόταν με
χλεύη. Το 1809 διοργάνωσε
μια ιδιωτική έκθεση των πινάκων του με σκοπό να δημοσιοποιήσει το έργο του αλλά
και να το υπερασπιστεί. Η έκθεση αυτή έτυχε ωστόσο πολύ ψυχρής υποδοχής.
Ενδεικτική είναι η κριτική που άσκησε η εφημερίδα The Examiner:
"...ο
Ουίλλιαμ Μπλέηκ, ένας δυστυχής παράφρων, ακίνδυνος κατά τα άλλα και γι' αυτό
έξω από το άσυλο, θα περνούσε εντελώς απαρατήρητος αν δεν διακήρυσσαν δημόσια
τον θαυμασμό τους για αυτόν πολλοί διακεκριμένοι καθηγητές και ερασιτέχνες. Οι
έπαινοι τους οποίους οι κύριοι αυτοί επεφύλαξαν πέρυσι στις εικονογραφήσεις του
Τάφου (του Robert Blair) που φιλοτέχνησε ο δυστυχής, κατόρθωσαν να τον ωθήσουν
να δημοσιοποιήσει την τρέλα του και έτσι να τον εκθέσουν και πάλι αν όχι στη
χλεύη, στον οίκτο του κοινού."
Ο ίδιος ο Μπλέηκ,
υπερασπιζόμενος κάποτε το έργο του, παρατήρησε:
"Το Υψηλό
παραμένει κατ' ανάγκη σκοτεινό για τους Αδύναμους ανθρώπους. Αυτό που μπορεί να
είναι σαφές για έναν ηλίθιο δεν είναι άξιο της προσοχής μου."
Σήμερα
αναγνωρίζεται ως ο αυθεντικότερος και πιο εκλεκτός από τους ρομαντικούς ποιητές και θεωρείται μια από τις
σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είναι κοινή διαπίστωση των
μελετητών του, πως η αξία του Μπλέηκ δεν περιορίζεται μόνο στο γεγονός πως
αποτέλεσε έναν αξιόλογο ρομαντικό ποιητή αλλά κυρίως στο ότι κατόρθωσε
παράλληλα να δημιουργήσει και να απεικονίσει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο
προσωπικό μυθολογικό σύστημα.
Επιλεγμένα έργα
- Poetical Sketches (1783)
- There
is no Natural Religion (1788)
- All Religions are One (1788)
- Songs of innocence (1789)
- Book of Thel (1789)
- Marriage
of Heaven and Hell (1793)
- Visions
of the Daughters of Albion (1793)
- America: A Prophecy (1793)
- Songs of Experience (1794)
- The Book of Urizen (1794)
- The Song of Los (1794)
- The Book of Ahania (1795)
- The Book of Los (1795)
- Milton (1804-1808)
- Jerusalem (1809-1815)
- Everlasting Gospel (1818)
Σχετική βιβλιογραφία
Μελέτες πάνω
στη ζωή και το έργο του Μπλέηκ:
- Jacob
Bronowski, William Blake and the Age of Revolution. Routledge
and K. Paul. ISBN 0-7100-7277-5 (1972)
- S.
Foster Damon, A Blake Dictionary. Shambhala. ISBN
0-394-73688-5 (1979)
- Peter
Ackroyd, Blake. Sinclair-Stevenson. ISBN
1-85619-278-4 (1995)
- E.P.
Thompson, Witness against the Beast. Cambridge University Press. ISBN
0-521-22515-9 (1993)
- Victor
N. Paananen, William Blake. Twayne Publishers. ISBN
0-8057-7053-4 (1996)
- George
Anthony Rosso Jr., Blake's Prophetic Workshop: A Study of The Four
Zoas. Associated University
Presses. ISBN
0-8387-5240-3 (1993)
- G.E.
Bentley Jr., The Stranger From Paradise:
A Biography of William Blake. Yale University Press. ISBN
0-300-08939-2 (2001)
- Peter
F. Fisher, The Valley
of Vision: Blake as
Prophet and Revolutionary (1961)
- Harold Bloom, Blake's
Apocalypse (1968)
- Geofrey
Keynes, William Blake: Poet, Painter, Prophet (1965)
- Geofrey Keynes, Blake Studies (1971)
Εκδόσεις έργων
του Μπλέηκ:
- The
Complete Writings of William Blake, επιμ. Geofrey Keynes
(1966)
- The
Complete Poetry and Prose of William Blake, επιμ. David V. Erdman (1988)
Ελληνική βιβλιογραφία:
- Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης, εκδ. Νεφέλη
- Ποιήματα, εκδ. Καστανιώτης
- Ποιήματα, εκδ. Αρμός
- Τα Τραγούδια της Αθωότητας
- Τα Τραγούδια της Πείρας
- Το Βιβλίο της Θελ
Σημειώσεις
- ↑ Τα
παιδικά οράματα του Μπλέηκ δεν θα πρέπει να θεωρούνται ασυνήθιστα καθώς
πολλά παιδιά εμφανίζουν την δυνατότητα να βλέπουν "ειδητικές
εικόνες", δηλαδή λεπτομερείς οπτικές εικόνες που αναπαράγονται από
παρελθούσες εντυπώσεις. Είναι ωστόσο αξιοπρόσεκτο, το γεγονός πως ο Μπλέηκ
φαίνεται να διατήρησε μια τέτοια παιδική ικανότητα ως το τέλος της ζωής
του.
Δείτε επίσης
Εξωτερικοί σύνδεσμοι