γράφει ο Δημήτρης Καλαντζής για το http://www.postmodern.gr/
Το 1862 δημοσιεύτηκε το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Ιβάν Τουργκένιεφ «Πατέρες και γιοί» και ξέσπασε σάλος στη Ρωσία. Ένας από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου, ο Μπαζάροφ, δεν αμφισβητούσε απλά το φεουδαρχικό σύστημα της αχανούς χώρας, αλλά μισούσε κάθε ιδέα μεταρρύθμισης, πιστεύοντας μόνο στην άρνηση και στην καταστροφή οποιασδήποτε τάξης. Ήταν ο πιο «επικίνδυνος» χαρακτήρας, που είχε παρουσιαστεί μέχρι τότε στη ρώσικη λογοτεχνία. Ένας αρνητής των πάντων. Ένας μηδενιστής.
Ο Τουργκένιεφ αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρωσία για την κεντρική Ευρώπη, όπου ο χαρακτήρας του βιβλίου του, ο «μηδενιστής», έγινε με τα χρόνια φιλοσοφική θεωρία και χαρακτήρισε πολλές και ποικίλες «σχολές» επαναστατικής δράσης του 19ου αιώνα.
Ο μηδενισμός μέχρι σήμερα απορρίπτει και αποδοκιμάζει το περιβάλλον του, διαμαρτύρεται ή και επαναστατεί εναντίον της καθεστηκυίας τάξης. Διακρίνεται σε θεωρητικό μηδενισμό (δεν παραδέχεται καμιά αλήθεια), μεταφυσικό μηδενισμό (αρνείται την ύπαρξη νοήματος στη ζωή, την ύπαρξη θεού και λογικής τάξης στον κόσμο), κοινωνικό μηδενισμό (απορρίπτει όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς) και ιστορικό μηδενισμό (υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τελικός σκοπός ή νόημα στην ιστορική εξέλιξη και αν υπάρχει τελικός σκοπός, αυτός είναι η καταστροφή και το αδιέξοδο).
Στη σκέψη του Νίτσε (και στην ελληνική πραγματικότητα, στη σκέψη του Καζαντζάκη), ο μηδενισμός απέκτησε τελικό προορισμό: μετά την καταστροφή της τάξης των «μικρών ανθρώπων», θα εμφανιστεί ο υπερ-άνθρωπος, ένα ον που η απόσταση του από τον κανονικό άνθρωπο, θα είναι μεγαλύτερη από την απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και στον πίθηκο. Θα είναι ο άνθρωπος που θα εφεύρει τη νέα γνώση, θα «φωτίσει» τον κόσμο και θα αλλάξει κάθε υπάρχουσα αντίληψη για τη ζωή. Οι «μικροί άνθρωποι» θα αναγνωρίσουν τον υπεράνθρωπο ως σωτήρα και θα τρέξουν να τον ακούσουν για να πάψουν να είναι απλά «ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και στον υπεράνθρωπο, ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο».
Τη μεταφυσική προσδοκία του Νίτσε δεν συμμερίστηκε το σύνολο των θιασωτών του μηδενισμού, επιμένοντας ότι το τελολογικό αδιέξοδο, είναι η φυσική και αναπόδραστη κατάληξη των ανθρωπίνων κοινωνιών συνολικά, όπως ακριβώς είναι και του κάθε ατόμου.
Ο Κώστας Καρυωτάκης μέσα σε πέντε λιτά τετράστιχα, με περίσσευμα σαρκασμού και βωβού σπαραγμού, περιγράφει τον εαυτό του ως αποφασισμένο αυτόχειρα να ετοιμάζεται να κρεμαστεί από το ταβάνι νεοκλασικού σπιτιού, αφού όλα στη ζωή είναι μάταια, μη μαχητά και μη αναστρέψιμα.
Πρόκειται για το «Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο» της συλλογής «Ελεγείες και Σάτιρες» του 1927:
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Mαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
H ευτυχία μου, σκέπτομαι, θά ‘ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα
Aμάλθειο κέρας.
(Tαπεινή τέχνη δίχως ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα ‘ρθώ κοντά σου
κατακορύφως.
Oι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.
Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Ά! πρέπει τώρα να φορέσω
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ’ αρέσω.
Ο Καρυωτάκης δεν πίστευε ούτε στη δυνατότητα αλλαγής των κοινωνικών συνθηκών (παρότι συνδικαλίστηκε), ούτε σε παρηγορητικές μεταφυσικές θεωρίες και ιδεαλισμούς. Μία μόνο καταληκτική λύτρωση έβλεπε κι αυτή ήταν η επίσπευση του τέλους του. Στο «Εμβατήριο» τοποθέτησε απέναντι στην τραγικότητα της ζωής, την πραγματικότητα του θανάτου, αποδραματοποιημένη και υπονομευμένη σαρκαστικά με στίχους όπως: “Ά! Πρέπει να φορέσω / τ΄ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι. / Έτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνι, / πολύ θ΄ αρέσω.”
Στην εποχή της δημοσίευσης του ποιήματος, γράφτηκε ότι επρόκειτο για ένα “παραλήρημα από ένα κουρασμένο μυαλό που βλέπει αραβουργήματα να σαλεύουν και να μπερδεύονται αδιάκοπα”. Άλλοι πάλι είπαν ότι προσπαθούσε να ξορκίσει με κυνικό χιούμορ την ακραία “τελική πράξη”, που επρόκειτο να κάνει, χιούμορ αντίστοιχο με εκείνο του σημειώματος αυτοκτονίας του («…κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου» ).
Ο Τέλλος Άγρας* έγραψε στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» το 1935: “Οι σφαίρες του Καρυωτάκη έπληξαν τη ζωή του, αλλά όχι την Ποίησή του. Η ποίησις του είχε τελειώσει πριν από την αυτοκτονία του: οι Ιδανικοί Αυτόχειρες, το Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο, η Δικαίωσις, η Πρέβεζα μας το λέγουν καθαρά ! Η αυτοκτονία έχει γίνει κιόλας θέμα της ποιήσεώς του – φυσικά, το τελευταίο (…) Η ζωή του Καρυωτάκη έφερε τη μελαγχολία του. Η μελαγχολία του, την ταραγμένη φαντασία (…) Η φαντασία έφερε τις Ελεγείες. Οι Ελεγείες έφεραν τις Σάτιρες. Οι Σάτιρες την αυτοκτονία. – Αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει''...
Η σπουδή των συγγενών του Καρυωτάκη να εξαφανίσουν στοιχεία που θα σκιαγραφούσαν ολοκληρωμένα την προσωπικότητά του, άφησε αναπάντητα ερωτήματα για τη ζωή και την αυτοχειρία του. Θεωρίες ότι έπασχε από σύφιλη, είχε απελπιστεί από τις δυσμενείς μεταθέσεις ή είχε απογοητευτεί από τη μέτρια αποδοχή του έργου του, έχουν αμφισβητηθεί κατά καιρούς με σοβαρά στοιχεία.
*όλο το κείμενο στο τέλος του άρθρου
Αδιαμφισβήτητο μένει το κενό που κραυγάζουν οι στίχοι του.
Το μηδέν στην ελπίδα.
Η ύπαρξη χωρίς προσδοκίες.
Η αβάσταχτη συνέχεια, όταν γνωρίζεις το τέλος.
«Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,/ αγώνες για το ψωμί και το αλάτι, / έρωτες, πλήξη».
Ο Δημήτρης Καλαντζής γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο κέντρο της Αθήνας. Σπούδασε δημοσιογραφία στο «Εργαστήρι» και Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, ραδιοφωνικούς & τηλεοπτικούς σταθμούς και τώρα διερευνά τους κώδικες του διαδικτύου. Αγαπά τις ανθρώπινες ιστορίες και τις γάτες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Beaton R., Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996.
Γαραντούδης Ε., «Η ποίηση του Κ.Γ. Καριωτάκη» στο Βαρελάς Λ., κ.α., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Καγιαλής Τ., «Η Μοντέρνα Ποίηση και η Γενιά του ΄30» στο Βαρελάς Λ., κ.α., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Καριωτάκης, Κ.Γ., «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» στο Δανιήλ Χ. (επιμέλεια), Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος – 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων (19ος – 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Ντουνιά Χ., «Κ.Γ.Καρυωτάκης – Η αντοχή μίας αδέσποτης τέχνης», Καστανιώτης, 2000.
Παράσχος Κ., «Ένας αντιπροσωπευτικός Λυρικός» στο Σαββίδη Γ.Π. κ.α. Χρονογραφία Κ.Γ.Καρυωτάκη, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1989.
Πολίτης Λ., Ιστορία της Νεοελληνική Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2012.
Προκοπάκη Χ., «Η πορεία προς τη Γκραγκάντα ή οι περιπέτειες του οράματος (απόσπασμα)» στο Μπακογιάννης Μ. (επιμέλεια), Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος – 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για τη Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Ρώτας Β., «Δύο Νέα Βιβλία» στο Σαββίδη Γ.Π. κ.α. Χρονογραφία Κ.Γ.Καρυωτάκη, ΜΙΕΤ,
Αθήνα, 1989.
Άγρας Τ., «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες στο περ. Νέα Ελληνικά Γράμματα το 1935», http://karyotakis.awardspace.com/theory/articles/agras.htm
''Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες'' Του Τέλλου Άγρα κείμενο δημοσιευμένο στα 1935 στο περ. Νέα Γράμματα
Έχουν περάσει τρία χρόνια, από τότε που η εφημερίς «Πρωία» και συγκεκριμένως ένας από τους τότε συντάκτες της, ο κ. Κωστής Μπαστιάς, έλαβε συνεντεύξεις από τους κορυφαίους του τόπου, επάνω σ' ερωτήματα φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά και φιλολογικά. Από τις κυριώτερες συνεντεύξεις, εστάθηκε τότε η συνέντευξις του ποιητού και μεταφραστού Γρυπάρη. Κάθε φορά άλλως τε που έτυχε να δεχθή ν' απαντήση ο Γρυπάρης επάνω σε δεδομένο θέμα, η απάντησή του ήταν από τις πιο σημαντικές: έγραψε ένα ουσιαστικώτερο άρθρο για τον ποιητή Καβάφη, μέσα σ' ένα αναμνηστικό τεύχος του περιοδικού Νέα Τέχνη που εξέδιδε το 1923 ο κ. Βαγιάνος· εξεχώρισε, πρώτος, τον ίδιο εκείνο καιρό, το όνομα του νέου πεζογράφου που σήμερα μεσουρανεί, του Στρατή Μυριβήλη· στην Εικονογραφημένη της Ελλάδος, τ' ολιγόζωο περιοδικό του κ. Λέκου, όπου ο Γρυπάρης ήταν για λίγον καιρό διευθυντής, εκάλεσε για την παρακολούθηση της ξένης λογοτεχνίας τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Απαντώντας λοιπόν τότε στα φιλολογικά ερωτήματα της «Πρωίας», ο Γρυπάρης έλεγε περίπου στον κ. Μπαστιά: «Εγώ νομίζω ότι οι ποιηταί κ' οι συγγραφείς μας δεν μένουν καθόλου ξένοι από το κοινόν. Αν προσέξετε, θα ιδήτε ότι κάθε εποχή βρίσκει τον αντιπροσωπευτικό της. Παλαιότερα, τον ευρήκε στον Καβάφη. Έπειτα στον Βάρναλη. Τελευταία, στον Καρυωτάκη».
Και εδώ ήθελα να καταλήξω. Γιατί, χωρίς να υποτιμήσω διόλου τις άριστες, τις οξυδερκείς κι αναλυτικές κριτικές που έγραψαν για τον Καρυωτάκη ιδίως ο Αρίστος Καμπάνης, ο Κλ. Παράσχος, ο Κώστας Ουράνης, αλλά κι άλλοι πολλοί ακόμη, εν τούτοις υποθέτω να μη διαφωνήση κανείς, αν αυτά προπάντων τα λόγια, από το στόμα του Γρυπάρη, τα πάρω, για πολλούς λόγους, ωσάν την επισημότερην απ' όλες καθιέρωση, του έργου του ποιητού. Αληθινά, ο Καρυωτάκης είναι ο αντιπροσωπευτικός ποιητής μιανής εποχής.
Τον Καβάφη και τον Βάρναλη ο Γρυπάρης τους ήξερε, βέβαια, από χρόνια και τους παρακολουθούσε· τον Καρυωτάκη, όχι. Ο Καρυωτάκης έγινε γνωστός, προσφιλής, αντιπροσωπευτικός, κάπως απότομα και ξαφνικά.
Πρωτοδιάβασα, θυμούμαι, τ' όνομά του στα 1912, ανάμεσα στους βραβευμένους του παιδικού περιοδικού Παιδικός Αστήρ, που το αγόραζα τότε κι εγώ. Κι έπειτα, τον ξέχασα...
Έξη χρόνια αργότερα, το 1918, η πρώτη ποιητική του συλλογή, Ο πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων, μικρό τεύχος από δεκάεξη μόλις σελίδες -- μερικά τρυφερά μουσικά, γνήσια συμβολιστικά ποιήματα -- πέρασε σχεδόν απαρατήρητη.
.......................
Η δική μας γενεά εβγήκε, σχεδόν όλη, από τη Βιβλιοθήκη του Φέξη. Απ' εκεί επήγασαν τ' αγαθά της, απ' εκεί και τα ελαττώματά της: κι ο λυρισμός της, αλλά κι η μεγαλοστομία της· η θεωρητική της μόρφωση, αλλά κι ο προφητικός της τόνος -- ο "μεσσιανισμός" της· απ' εκεί τέλος η γερμανοπάθεια κι η ασιανοπάθεια που ζωηρά άλλως τε καθρεπτίστηκαν όλ' αυτά στα τότε αντιπροσωπευτικά φιλολογικά περιοδικά των νεωτέρων.
Ο Καρυωτάκης απ' όλ' αυτά έλειπεν.
Αμέτοχος ο άνθρωπος, η εργασία του άγνωστη. -- Αυτός ερχόταν, μόνος του, απ' αλλού. Ερχόταν αργά, από δρόμο δικό του.
....................
Τον εγνώρισα τέλος και προσωπικά. Τον εγνώρισα σ' ένα λαμπρό -- τουλάχιστον τότε -- και, υπηρεσιακώς σχεδόν ανεξάρτητο, Παράρτημα του Υπουργείου της Πρόνοιας στην οδό Κοραή, μέσα σ' ένα ευρύχωρο κι αξιοπρεπέστατο γραφείο, με χαλιά, με καλοριφέρ, με καινούρια έπιπλα, με πέτσινες πολυθρόνες -- κι εκείνος μόλις είχε γυρίσει από τη χειμωνιάτικη Ευρώπη, άψογα ντυμένος -- όπως πάντα, άλλως τε -- υπάλληλος με πολύ καλή θέση, πρόθυμος και περιποιητικός, τουλάχιστον στο φαινόμενο, ομηλιτικός και συνετός. Ήταν μάλλον κοντόσωμος, του έλειπε κάποιος αέρας, κάποια άνεση· τα μάτια του έπαιζαν ανήσυχα και άστατα. Το στόμα και το πηγούνι ήσαν χαρακτηριστικά βαρυθυμίας. Μα κατά τα λοιπά, σχεδόν τίποτε πάνω του δεν έδειχνε κάτι το ιδιόρρυθμο ή το αποκαλυπτικό. Όσο για την ομιλία του, ήταν από τις λίγες τίμιες, στρωτές ομιλίες: ανεπιτήδευτη, κανονική, διαφωτιστική -- και απλή. Το γέλιο του, μόνον αυτό δεν ήταν τόσο απλό.Ο Καρυωτάκης γελούσε συχνά, δηλαδή μάλλον χαμογελούσε συχνά· μα -- παράξενο πράγμα! Ακριβώς αυτό το χαμόγελο ήταν το μόνο που φανέρωνε όλη του την πικρία! Χαμογελούσε, μπορεί να πη κανείς, μόνο με το μισό του πρόσωπο. Τ' άλλο μισό έμενε όπως και πριν. Κι έτσι, η φυσιογνωμία του γινόταν, θαρρείς, ακανόνιστη, διχασμένη, δισυπόστατη. Και κατέβαζεν αμέσως τα μάτια κάτω, σα νάκανε αμαρτία.
.....................................
-- «Τι κρίμα! αν δεν αυτοκτονούσε θα γινόταν μεγάλος ποιητής!», έτσι είπαν, όσοι κατά βάθος πιστεύουν (κι είναι οι περισσότεροι) ότι η Τέχνη, και ειδικώτερα η Ποίησις, είναι απλή ασχολία -- πράγμα ανεξάρτητο από τη ζωή.
Μα συχνά έχουν λάθος. Για έναν αληθινό ποιητή, και μάλιστα γι' αντιπροσπωευτικό ποιητή, ζωή και τέχνη γίνονται ένα. Για έναν αληθινό ποιητή, το έργο του, σαρξ εκ της σαρκός του και οστούν εκ των οστών του, δεν είναι άλλο, παρά τυχαία -- και μοιραία -- έκφραση της ζωής του, όμοια μ' όλες τις άλλες, σε τρόπο που η τέχνη του να είναι η ζωή του και η ζωή του να είναι η τέχνη του, μαζί ν' αρχίζουν, μαζί να προχωρούν και μαζί να τελειώνουν.
Ένας μεγάλος ποιητής έπινε αψέντι. Έγινε αλκοολικός. Δεν έπινε βέβαια αψέντι για να γράψει. Αλλ' ούτε κι έπαψε να πίνη για να γράφη! Τα ποιήματά του είναι ποιήματα του ανθρώπου που είχε το πάθος του αλκοολισμού, έργα και σταθμοί του ανθρώπου που κατάντησε να γίνη αλκοολικός και να σέρνεται στα νοσοκομεία. Μα έτσι είναι! Διαφορετικά, θα ήσαν έργα άλλου ποιητού. Έτσι κι οι σφαίρες του Καρυωτάκη. Έπληξαν τη ζωή του, αλλά όχι την Ποίησή του. Η ποίησις του -- εκείνη είχε τελειώσει πριν από την αυτοκτονία του. Οι Ιδανικοί Αυτόχειρες, το Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο, η Δικαίωσις, η Πρέβεζα μας το λέγουν καθαρά! Η αυτοκτονία έχει γίνει κιόλας θέμα της ποιήσεώς του -- φυσικά, το τελευταίο. Αν λοιπόν ο Καρυωτάκης επιζούσε, θα επιζούσε ο άνθρωπος· αλλά όχι ο ποιητής. Και ποιος ξέρει πώς θα επιζούσε ο άνθρωπος! Μήπως ολίγοι καλλιτέχναι επέζησαν από το έργο τους; Ποιήματα όμως, ποιήματα αληθινά δεν υπήρξαν, παρά οσάκις ο ποιητής έφυγεν, ελέυθερος, από την πρόχειρη και μηχανικήν αντίληψη της ζωής -- ελεύθερος, κι ας γίνη ό,τι γίνη! Δόξα αληθινή δεν υπήρξε, παρά μόνο για τους απόντας -- δηλαδή μόνο για κείνους, που αφημένοι εντελώς είτε μέσα στους εσωτερικούς των σπαραγμούς, είτε μέσα στην εσωτερική των ικανοποίηση, την είχαν προσπεράσει, και την έβλεπαν αδιάφορα και μακρινά. -- Και μόνο η Ποίησις; Και μόνον η Δόξα; Αληθινά, κανένα στοιχείον από τον εσωτερικόν κόσμο, τον κόσμο της αναγκαίας τελειοποιήσεως, κανένα στοιχείο δεν ημπορούμε ν' αφήσωμε και για τους άλλους, παρά μόνο από τη στιγμή που εμείς οι ίδιοι το έχομε προσπεράσει.
Η ζωή του Καρυωτάκη έφερε τη μελαγχολία του. Η μελαγχολία του, την ταραγμένη φαντασία -- τη δίψα του αντι-λογικού, του φαουστικού. Η φαντασία έφερε τις Ελεγείες. Οι Ελεγείες έφερεαν τις Σάτιρες. Οι Σάτιρες την αυτοκτονία. -- Αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει.
..............................
Αυτό λοιπόν είναι που τον κατατρώγει: η απουσία των ωραίων πραγμάτων, η απουσία των σπάνιων πραγμάτων, η απουσία των μεγάλων πραγμάτων, η απουσία -- έστω -- των τραγικών. Η μονοτονία κ' η πεζότης της ζωής. Μ' άλλους λόγους, είναι ρωμαντικός. Εφαντάσθηκε την αλήθεια, την ομορφιά, την καθαυτό πραγματικότητα -- έξω από τη ζωή. Πέρα από τη ζωή. Αφηρημένην.
................................
Αυτός ο διχασμός, αυτός ο δυϊσμός, αυτό το διαφορετικό, το αντίθετο περπωμένο του κορμιού-και της ψυχής, του πνεύματος-και του χώματος, αυτή η επίγνωση: είναι η δευτέρα όψις του ρωμαντισμού του Καρυωτάκη.
Ημπορούσε και να πλάση, όπως άλλοι ρωμαντικοί, τη ρωμαντική του ψευδαίσθηση. Με πόσα ονόματα δεν την ωνόμασαν όσοι με τη σειρά τους την έπλασαν! Εδέμ, Ελδοράδο, Ουτοπία, Μάγυα, Ελεφάντινος Πύργος! Ο Νίτσε, στο βιβλίο του Η Γέννηση της Τραγωδίας, την ονομάζει «Απολλώνιο Πνεύμα», «Διονυσιακό Πνεύμα», κι αυτά έσωσαν, λέγει, τους αρχαίους από την πεισιθανασία. -- Ημπορούσε κι ο Καρυωτάκης να δημιουργήση ψευδαίσθηση. Έγινε, αντιθέτως, ρεαλιστής.
Ημπορούσε να μείνη, όπως οι άλλοι ρωμαντικοί, μελαγχολικός. Η μελαγχολία δεν είναι, παρά ευγένεια. Η μελαγχολία είναι τεκμήριο ευαισθησίας, κ' η ευαισθησία δεν είναι πρόσφορη μόνο για τη λύπη, παρά εξ ίσου για τη χαρά, την τρυφερότητα, το θαυμασμό, την έκσταση, τη λατρεία! Η μελαγχολία είναι πιο πρόσφορη στην ευθυμία, από την καθαυτό ευθυμία, που καταντά άβαθη, ξώδερμη και μηχανική. -- Ημπορούσε να μείνη μελαγχολικός. Έγινε τραγικός.
Ημπορούσε να φιλοσοφήση, ημπορούσε «ν' αναχωρήση εις την Τέχνη». Ημπορούσε να ξέρη ότι, άνθρωπος ποτισμένος με το «φαρμάκι που το λέμε ωραίο» (όπως έγραψε κάπου ο Παπαντωνίου), προικισμένος με της φαντασίας τα υπερφυσικά δώρα, δεν έχει ν' απολαύση πια τίποτε κ' έξω από την φαντασία -- κ' ότι με την πραγματικότητα πρέπει να έρχεται μόνο σε συμβιβασμούς. -- Ημπορούσε να γίνη φιλόσοφος. Έγινε σατυρικός.
Αυτό το χάσμα, ανάμεσα στα χοϊκά και στα πνευματικά, ανάμεσα στην ομορφιά και στην ανάγκη, δεν το έκλεισε ποτέ, με τίποτε -- ως το τέλος. Μήτε το ένωσε· μήτε το γέμισε. Μήτε καν το ξέφυγε. Εστάθηκε ίσα-ίσα εκεί, εμπρός του, να το βλέπη και να το πιστοποιή, αδιάκοπα, με όλους τους τρόπους, με όλους τους τόνους, και να το φωνάζη και στους άλλους.
Ο ρωμαντισμός της φαντασίας -- που μισεί το ρεαλισμό της λογικής. Ο ρεαλισμός της λογικής -- που πνίγει τον ρωμαντισμό της φαντασίας.Ελευθερία και μίσος. Κίνδυνος, αλλά και πείσμα.
Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλη,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μια φουρκέτα τάδειο σας κεφάλι!
Ιδού, μέσα σ' ένα τετράστιχο, σφιχτοδεμένες οι δυο του ψυχικές καταστάσεις, ανάγλυφες. Ό,τι απέναντι στα νέα κορίτσια, αισθάνεται να του λείπη ο ποιητής, είν' αυτή η θαυμάσια ασυνειδησία, η -- τρόπον τινά -- φυτική. Μα ό,τι κι απέναντι στον ποιητή, είν' ολοφάνερο πάλι πως λείπει απ' αυτά τα νέα κορίτσια, είναι η εσωτερικότης, η εμβάθυνση, η συνείδηση του είναι. Κι ο ποιητής μάς αφήνει στο δίλημμα: Ποιο να 'ναι το προτιμότερο; Το πρώτο ή το δεύτερο; Ο Καρυωτάκης ήθελε να είναι ωραίος· μα και τη σοφία του λυπάται να τη χωρισθή...
Ιδού και αλλού οι δυο του ψυχικές καταστάσεις:
Τι να σου πω φθινόπωρο...
Τι να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα
της πολιτείας και φτάνεις ως τα νέφη τ' ουρανού;
Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,
φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη του νου.
Γίγας, αυτοκρατορικό φάσμα, καθώς προβαίνεις
στο δρόμο της πικρίας και της περισυλλογής,
αστέρια με τιο πρόσωπο, με της χρυσής σου χλαίνης
το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής,
είσαι ο άγγελος της φθοράς, ο κύριος του θανάτου,
ο ίσκιος που, σε μεγάλα βήματα· φανταστικά,
χτυπώντας αργά κάποτε στους ώμους τα φτερά του,
γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά...
Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,
τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρημη προτομή.
Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώμα οι οπώρες,
ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορμή.
Ανδρείκελα
Και την κριτική τέτοιων ποιημάτων -- την κάνει τέλος αυτός ο ίδιος, με το τετράστιχο που επιγράφεται Κριτική:
Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει
σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη της νυχτός,
κάποιου πόχει πεθάνει.
Αλλ' επί τέλους! Ημπορεί να παρατείνεται επ' άπειρον τέτοια δυστυχία, τέτοια απελπισία;
«Mettons le doigt sur la plaie» -- «ας θέσωμεν τον δάκτυλον επί της πληγής», λέγει τέλος και ο Καρυωτάκης: κι οπλίζεται με θάρρος. Ας προχωρήσωμεν στη ρίζα του κακού! «Εις τον τύπον των ήλων!»
Και τώρα -- για όσους έφθασαν στο βυθό της πικρίας· για όσους ανάδωσαν τους παθητικώτερους τόνους που είχαν να αναδώσουν· ποιος τρόπος μένει, αν θέλουν να εξακολουθήσουν να υπάρχουν -- παρά η Σάτυρα;
Ποιο συναίσθημα περιμένει τον άνθρωπο, αν εξακολουθήση να ζη και δεν συντριβή, ύστερ' από την απογοήτευση την πλέον οριστική; -- Η Σάτυρα.
Και ποιο είναι το θέμα όπου θα στραφή ο ποιητής, αν εξακολουθήση να γράφη κ' ύστερα από τα σπαρακτικώτερα ελεγεία; -- Η Σάτυρα.
«Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». Όλοι οι δρόμοι οδήγησαν τον Καρυωτάκη στη Σάτυρα.
Αν η μεγάλη δυστυχία της ζωής γίνεται τραγωδία, τι γίνεται η μικροδυστυχία η καθημερινή; τι άλλο από Σάτυρα;
Αν η μεγάλη έκσταση της ζωής γίνεται Ποίηση, τι γίνεται η μικροκαλοπέραση, η ψευτασφάλεια, η ταπεινή ικανοποίηση; Τι άλλο από Σάτυρα;
Αν από τα μοιραία πάθη πηγάζη Παλαμάς και Μαλακάσης, τι άλλο θα πηγάση από τα μικρά και τ' ανάξια, παρά Καβάφης και Καρυωτάκης;
Αυτές οι «έγνοιες μικρές και λύπες» -- το μοτίβο του Καρυωτάκη -- αυτές είναι η καθαυτό, η συγκεκριμένη ρίζα του κακού. Αυτές έγιναν κι ο οριστικός, ο τελευταίος, ο αντιπροσωπευτικώτερος ποιητικός του κύκλος. Ο αντιπροσωπευτικώτερος -- γιατί αν κάποτε το περιεχόμενο υπολείπεται από τον τόνο των ελεγειακών του ποιημάτων, οι «Σάτιρες» όμως είναι έργο εντελώς γεμάτο μέσα στις διαστάσεις του, εντελώς massif. Τα πράγματα. Αλλοτε λέγονται πια με τ' όνομά τους -- άλλοτε είν' αιτία, άλλοτε είν' αποτέλεσμα, ένα ένα... Κια ποια είναι λοιπόν;
Στη νεοελληνική φιλολογία ο ρεαλισμός δεν είναι πράγμα νέο. Κατέχει σχεδόν ολόκληρη τη σφαίρα της πεζογραφίας μας. Ολίγην όμως από τη σφαίρα της ποιήσεως. Αλλ' ο ρεαλισμός μας υπήρξεν, έως εδώ και λίγα χρόνια, ηθογραφικός. Δηλαδή γραφικός, ζωγραφικός, περιγραφικός, εξωτερικός, παρμένος από τη ζωή της επαρχίας, ή μάλλον του βουνού και του υπαίθρου ολοένα και περισσότερο ασύγχρονος, ακατανόητος για τη χωή της πολιτείας, κ' αδιάφορος.
Ο ρεαλισμός, ο αστικός ρεαλισμός του πραγματικού περιβάλλοντός μας, επρόβαλε καθαρός στην ποίηση, με το έργο του Καβάφη.
Με την ποίηση του Καρυωτάκη αυτός ο ρεαλισμός έγινε νεοαστικός.
Ποια είναι η πλατύτερη, η χαρακτηριστικώτερη, η συνηθέστερη πλευρά του νεοαστικού ρεαλισμού, το ξέρομε όλοι: είναι η ιεραρχία, η υπαλληλία, το γραφείο, η γραφειοκρατία.
Στην πρώτη περίοδο των Νεοελληνικών Γραμμάτων, την Επτανησιακή, ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο ευγενής, ο ευπατρίδης. Στη δεύτερη περίοδο, την αθηναϊκη -- κλασική και ρωμαντική -- είν' ο λόγιος. Στην τρίτη, την προπολεμική, είν' ο δημοσιογράφος. Στην τετάρτη, την μεταπολεμική (η κατάπτωση συνεχίζεται) ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο υπάλληλος.
Αυτήν την εποχή έζησε κι ο Καρυωτάκης. Κι αυτήν έγραψε. Ο ρεαλισμός του είναι ο γραφειοκρατικός. Έτσι ζουν άλλως τε κι αυτοί που τον διαβάζουν. Κι έτσι τους αντιπροσωπεύει.
Και πώς όχι -- όταν μιλή, χωρίς ποιητικές μεταφορές, απροκάλυπτα, για τη «μίσθια δουλειά» και τους σωρούς των χαρτιών, για το Γραφιά, που
διπλώνοντας το στήθος του γυρεύει αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιών του
και για τους δημοσίους υπαλλήλους -- με την ίδια τους τυπική φρασεολογία από την επίσημη αλληλογραφία των εγγράφων; («Δημόσιοι Υπάλληλοι»).
Από άλλον πάλι κύκλον ποιημάτων του Καρυωτάκη, τα φιλολογικά του αντιπροσωπεύεται ο φιλολογικός ρεαλισμός.
Στις Ελεγείες απαντήσαμε τον μεταφυσικό και τον μουσόληπτο. Στις Σάτυρες, το νεοαστικό κατάντημά του, τη συγκεκριμένη του μορφή: τον γραφιά -- Παρόμοια, στις Ελεγείες απαντούμε τον ποιητή: στις Σάτιρες, το λόγιο -- το νέο λόγιο της σημερινής εποχής. Ο Καβάφης που, και στην ποίηση και στην πεζογραφία μας, άνοιξεν ένα πλήθος πρωτοτυπίες, είχε δώσει κι εδώ το σύνθημα. Είχε προηγηθή. Είχε πλάσει πρώτος τον τύπο του λογίου -- στους κύκλους της Αλεξανδρινής εποχής και των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού. Είχεν ανοίξει λοιπόν τον δρόμο. Ο Καρυωτάκης όμως έγινε σύγχρονος. και τούτο στάθηκε βέβαια έν' από τα πιο σημαντικά του θέλγητρα, από τα στοιχεία του τα πιο αντιπροσωπευτικά. Έγραψε τα πρώτα ποιήματα μέσα από τη ζωή και την παράδοση των νεοελληνικών γραμμάτων, αυτήν που τη ζούμε κι εγώ και συ και ο διπλανός μας -- και που ποτέ δεν την είχε εκφράσει ακόμη κανείς. Ακούσατε ήδη το Μαλακάση. Αν εδιαβάζαμε κι άλλες Σάτυρες, θ' ακούγαμε κι ένα σωρό άλλους: να, ο Σπυρίδων Βασιλειάδης, ο Μαρτζώκης, η Ελένη Λαμάρη, πεθαμένοι ποιηταί, ο Ρώμος Φιλύρας, η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, οι σύγχρονοι -- τέλος ο εκδότης Γ.Βασιλείου, που το κατάστημά του, μαζί με το καφενείο του Μαύρου Γάτου και ταγραφεία του Νουμά στάθηκε, για χρόνια, φιλολογικό εντευκτήριο· κι όχι μόνο εντευκτήριο, παρά η εστία του νεανικού βιβλίου, η μικρογραφία της Βιβλιοθήκης του Φέξη -- με βιβλία όμως μόνο φιλολογικά -- τέλος ο δρόμος για τη δόξα. Η Δελφική Εορτή, η Σταδιοδρομία, το Όλοι μαζί, είν' επίσης από τα καλύτερα δείγματα του φιλολογικού ρεαλισμού του Καρυωτάκη. Αν η Τέχνη είναι μίμηση -- όπως λέγει ο Αριστοτέλης -- τότε αυτές οι Σάτυρες είναι τέχνη αριστουργηματική. Η περιγραφή του τόπου, η ψυχολογία των ανθρώπων, οι φράσεις του κύκλου τους, οι φιλοφοξίες τους, τα ενδιαφέροντά τους, οι συνήθειες... Μικρό πράμα τάχα είναι για την τέχνη -- «για την τέχνη μας» όπως θαλεγε πάλι ο Καβάφης -- όλ' αυτά τ' απαραίτητα -- τ' αληθινά και τα πρωτότυπα, τα τολμηρά και τα πρωτοειπωμένα, τ' αντιποιητικά κι όμως ειπωμένα ποιητικά;
Όλοι Μαζί
Καιρός είναι να θυμηθούμε εδώ και τον Λαφόργκ. «Il a transpose notre Laforgue» είπε, αληθινά, για τον Καρυωτάκη, κάποιος Γάλλος φίλος μας. Πραγματικώς, ο Καρυωτάκης εμετατόπισε τον Λαφόργκ στην Ελλάδα· τον εμετατόπισε σ' ό,τι κινητό και γενικό και καθολικό ημπορούσε να έχη ο ολογόζωος Γάλλος ποιητής με την κλαυσίγελη φαντασία, σ' ό,τι που να μην είναι αδιάσπαστα συνενωμένο με τον γαλλικό πολιτισμό -- τον «υπερπολιτισμό» καλύτερα -- και με την γαλλική litterature.
Αν σ' όλα αυτά προσθέσωμε και την αρρώστεια, αυτήν που μισο-περιγράφει, μισο-υπονοεί σε μιαν άλλη του σάτυρα, έχομε ήδη εύρει, με τ' όνομά τους, όλες τις «έγνοιες μικρές και λύπες» που τυραννούν τον ποιητή, κι όλον τον κόσμο των ανθρώπων που αντιπροσωπεύει.
Ναι. Κι όταν το αισθάνεται οριστικώς ότι το πεπρωμένο του είναι αυτό, ότι ανωφελής κι ανάξιος είν' όλος αυτός ο κόσμος που τον περιτριγυρίζει, α! τότε γίνεται ο μισάνθρωπος...
Υποθήκαι
Αχ αυτοί οι άνθρωποι που όταν «θέλουν το κακό, του δίνουν όψη ν' αρέσει», κι όταν «διαφιλονικούν τη σάρκα σου και το αίμα» τότε «του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν με την πειθώ, με το ψέμα»!
Κ' οι γυναίκες; Αχ αυτοί οι άνθρωποι με «το φρικτό γέλιο» που όλο
...φεύγουν, ή όταν πλησιάζουν,
στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια
.................................
Κυττάζουνε με φόβο με απορία,
έπειτα φεύγουν πάλι στους αγώνες...
[«Ποια θέληση θεού»]
και που όμως δεν ακούνε μήτε κι όταν ανοίξης, μεσάνυχτα, το παράθυρο σου και κραυγάσεις μέσα στο κενό «Δυστυχία!».
Και μόνο «όταν θέλουν να πονείς» μόνον αυτό το «μπορούνε με χίλιους τρόπους».
πηγή http://karyotakis.awardspace.com/
Το 1862 δημοσιεύτηκε το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Ιβάν Τουργκένιεφ «Πατέρες και γιοί» και ξέσπασε σάλος στη Ρωσία. Ένας από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου, ο Μπαζάροφ, δεν αμφισβητούσε απλά το φεουδαρχικό σύστημα της αχανούς χώρας, αλλά μισούσε κάθε ιδέα μεταρρύθμισης, πιστεύοντας μόνο στην άρνηση και στην καταστροφή οποιασδήποτε τάξης. Ήταν ο πιο «επικίνδυνος» χαρακτήρας, που είχε παρουσιαστεί μέχρι τότε στη ρώσικη λογοτεχνία. Ένας αρνητής των πάντων. Ένας μηδενιστής.
Ο Τουργκένιεφ αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρωσία για την κεντρική Ευρώπη, όπου ο χαρακτήρας του βιβλίου του, ο «μηδενιστής», έγινε με τα χρόνια φιλοσοφική θεωρία και χαρακτήρισε πολλές και ποικίλες «σχολές» επαναστατικής δράσης του 19ου αιώνα.
Ο μηδενισμός μέχρι σήμερα απορρίπτει και αποδοκιμάζει το περιβάλλον του, διαμαρτύρεται ή και επαναστατεί εναντίον της καθεστηκυίας τάξης. Διακρίνεται σε θεωρητικό μηδενισμό (δεν παραδέχεται καμιά αλήθεια), μεταφυσικό μηδενισμό (αρνείται την ύπαρξη νοήματος στη ζωή, την ύπαρξη θεού και λογικής τάξης στον κόσμο), κοινωνικό μηδενισμό (απορρίπτει όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς) και ιστορικό μηδενισμό (υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τελικός σκοπός ή νόημα στην ιστορική εξέλιξη και αν υπάρχει τελικός σκοπός, αυτός είναι η καταστροφή και το αδιέξοδο).
Στη σκέψη του Νίτσε (και στην ελληνική πραγματικότητα, στη σκέψη του Καζαντζάκη), ο μηδενισμός απέκτησε τελικό προορισμό: μετά την καταστροφή της τάξης των «μικρών ανθρώπων», θα εμφανιστεί ο υπερ-άνθρωπος, ένα ον που η απόσταση του από τον κανονικό άνθρωπο, θα είναι μεγαλύτερη από την απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και στον πίθηκο. Θα είναι ο άνθρωπος που θα εφεύρει τη νέα γνώση, θα «φωτίσει» τον κόσμο και θα αλλάξει κάθε υπάρχουσα αντίληψη για τη ζωή. Οι «μικροί άνθρωποι» θα αναγνωρίσουν τον υπεράνθρωπο ως σωτήρα και θα τρέξουν να τον ακούσουν για να πάψουν να είναι απλά «ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και στον υπεράνθρωπο, ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο».
Τη μεταφυσική προσδοκία του Νίτσε δεν συμμερίστηκε το σύνολο των θιασωτών του μηδενισμού, επιμένοντας ότι το τελολογικό αδιέξοδο, είναι η φυσική και αναπόδραστη κατάληξη των ανθρωπίνων κοινωνιών συνολικά, όπως ακριβώς είναι και του κάθε ατόμου.
Ο Κώστας Καρυωτάκης μέσα σε πέντε λιτά τετράστιχα, με περίσσευμα σαρκασμού και βωβού σπαραγμού, περιγράφει τον εαυτό του ως αποφασισμένο αυτόχειρα να ετοιμάζεται να κρεμαστεί από το ταβάνι νεοκλασικού σπιτιού, αφού όλα στη ζωή είναι μάταια, μη μαχητά και μη αναστρέψιμα.
Πρόκειται για το «Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο» της συλλογής «Ελεγείες και Σάτιρες» του 1927:
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Mαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
H ευτυχία μου, σκέπτομαι, θά ‘ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα
Aμάλθειο κέρας.
(Tαπεινή τέχνη δίχως ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα ‘ρθώ κοντά σου
κατακορύφως.
Oι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.
Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Ά! πρέπει τώρα να φορέσω
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ’ αρέσω.
Ο Καρυωτάκης δεν πίστευε ούτε στη δυνατότητα αλλαγής των κοινωνικών συνθηκών (παρότι συνδικαλίστηκε), ούτε σε παρηγορητικές μεταφυσικές θεωρίες και ιδεαλισμούς. Μία μόνο καταληκτική λύτρωση έβλεπε κι αυτή ήταν η επίσπευση του τέλους του. Στο «Εμβατήριο» τοποθέτησε απέναντι στην τραγικότητα της ζωής, την πραγματικότητα του θανάτου, αποδραματοποιημένη και υπονομευμένη σαρκαστικά με στίχους όπως: “Ά! Πρέπει να φορέσω / τ΄ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι. / Έτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνι, / πολύ θ΄ αρέσω.”
Στην εποχή της δημοσίευσης του ποιήματος, γράφτηκε ότι επρόκειτο για ένα “παραλήρημα από ένα κουρασμένο μυαλό που βλέπει αραβουργήματα να σαλεύουν και να μπερδεύονται αδιάκοπα”. Άλλοι πάλι είπαν ότι προσπαθούσε να ξορκίσει με κυνικό χιούμορ την ακραία “τελική πράξη”, που επρόκειτο να κάνει, χιούμορ αντίστοιχο με εκείνο του σημειώματος αυτοκτονίας του («…κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου» ).
Ο Τέλλος Άγρας* έγραψε στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» το 1935: “Οι σφαίρες του Καρυωτάκη έπληξαν τη ζωή του, αλλά όχι την Ποίησή του. Η ποίησις του είχε τελειώσει πριν από την αυτοκτονία του: οι Ιδανικοί Αυτόχειρες, το Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο, η Δικαίωσις, η Πρέβεζα μας το λέγουν καθαρά ! Η αυτοκτονία έχει γίνει κιόλας θέμα της ποιήσεώς του – φυσικά, το τελευταίο (…) Η ζωή του Καρυωτάκη έφερε τη μελαγχολία του. Η μελαγχολία του, την ταραγμένη φαντασία (…) Η φαντασία έφερε τις Ελεγείες. Οι Ελεγείες έφεραν τις Σάτιρες. Οι Σάτιρες την αυτοκτονία. – Αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει''...
Η σπουδή των συγγενών του Καρυωτάκη να εξαφανίσουν στοιχεία που θα σκιαγραφούσαν ολοκληρωμένα την προσωπικότητά του, άφησε αναπάντητα ερωτήματα για τη ζωή και την αυτοχειρία του. Θεωρίες ότι έπασχε από σύφιλη, είχε απελπιστεί από τις δυσμενείς μεταθέσεις ή είχε απογοητευτεί από τη μέτρια αποδοχή του έργου του, έχουν αμφισβητηθεί κατά καιρούς με σοβαρά στοιχεία.
*όλο το κείμενο στο τέλος του άρθρου
Αδιαμφισβήτητο μένει το κενό που κραυγάζουν οι στίχοι του.
Το μηδέν στην ελπίδα.
Η ύπαρξη χωρίς προσδοκίες.
Η αβάσταχτη συνέχεια, όταν γνωρίζεις το τέλος.
«Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,/ αγώνες για το ψωμί και το αλάτι, / έρωτες, πλήξη».
Ο Δημήτρης Καλαντζής γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο κέντρο της Αθήνας. Σπούδασε δημοσιογραφία στο «Εργαστήρι» και Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, ραδιοφωνικούς & τηλεοπτικούς σταθμούς και τώρα διερευνά τους κώδικες του διαδικτύου. Αγαπά τις ανθρώπινες ιστορίες και τις γάτες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Beaton R., Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996.
Γαραντούδης Ε., «Η ποίηση του Κ.Γ. Καριωτάκη» στο Βαρελάς Λ., κ.α., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Καγιαλής Τ., «Η Μοντέρνα Ποίηση και η Γενιά του ΄30» στο Βαρελάς Λ., κ.α., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Καριωτάκης, Κ.Γ., «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» στο Δανιήλ Χ. (επιμέλεια), Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος – 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων (19ος – 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Ντουνιά Χ., «Κ.Γ.Καρυωτάκης – Η αντοχή μίας αδέσποτης τέχνης», Καστανιώτης, 2000.
Παράσχος Κ., «Ένας αντιπροσωπευτικός Λυρικός» στο Σαββίδη Γ.Π. κ.α. Χρονογραφία Κ.Γ.Καρυωτάκη, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1989.
Πολίτης Λ., Ιστορία της Νεοελληνική Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2012.
Προκοπάκη Χ., «Η πορεία προς τη Γκραγκάντα ή οι περιπέτειες του οράματος (απόσπασμα)» στο Μπακογιάννης Μ. (επιμέλεια), Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος – 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για τη Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2008.
Ρώτας Β., «Δύο Νέα Βιβλία» στο Σαββίδη Γ.Π. κ.α. Χρονογραφία Κ.Γ.Καρυωτάκη, ΜΙΕΤ,
Αθήνα, 1989.
Άγρας Τ., «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες στο περ. Νέα Ελληνικά Γράμματα το 1935», http://karyotakis.awardspace.com/theory/articles/agras.htm
''Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες'' Του Τέλλου Άγρα κείμενο δημοσιευμένο στα 1935 στο περ. Νέα Γράμματα
Έχουν περάσει τρία χρόνια, από τότε που η εφημερίς «Πρωία» και συγκεκριμένως ένας από τους τότε συντάκτες της, ο κ. Κωστής Μπαστιάς, έλαβε συνεντεύξεις από τους κορυφαίους του τόπου, επάνω σ' ερωτήματα φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά και φιλολογικά. Από τις κυριώτερες συνεντεύξεις, εστάθηκε τότε η συνέντευξις του ποιητού και μεταφραστού Γρυπάρη. Κάθε φορά άλλως τε που έτυχε να δεχθή ν' απαντήση ο Γρυπάρης επάνω σε δεδομένο θέμα, η απάντησή του ήταν από τις πιο σημαντικές: έγραψε ένα ουσιαστικώτερο άρθρο για τον ποιητή Καβάφη, μέσα σ' ένα αναμνηστικό τεύχος του περιοδικού Νέα Τέχνη που εξέδιδε το 1923 ο κ. Βαγιάνος· εξεχώρισε, πρώτος, τον ίδιο εκείνο καιρό, το όνομα του νέου πεζογράφου που σήμερα μεσουρανεί, του Στρατή Μυριβήλη· στην Εικονογραφημένη της Ελλάδος, τ' ολιγόζωο περιοδικό του κ. Λέκου, όπου ο Γρυπάρης ήταν για λίγον καιρό διευθυντής, εκάλεσε για την παρακολούθηση της ξένης λογοτεχνίας τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Απαντώντας λοιπόν τότε στα φιλολογικά ερωτήματα της «Πρωίας», ο Γρυπάρης έλεγε περίπου στον κ. Μπαστιά: «Εγώ νομίζω ότι οι ποιηταί κ' οι συγγραφείς μας δεν μένουν καθόλου ξένοι από το κοινόν. Αν προσέξετε, θα ιδήτε ότι κάθε εποχή βρίσκει τον αντιπροσωπευτικό της. Παλαιότερα, τον ευρήκε στον Καβάφη. Έπειτα στον Βάρναλη. Τελευταία, στον Καρυωτάκη».
Και εδώ ήθελα να καταλήξω. Γιατί, χωρίς να υποτιμήσω διόλου τις άριστες, τις οξυδερκείς κι αναλυτικές κριτικές που έγραψαν για τον Καρυωτάκη ιδίως ο Αρίστος Καμπάνης, ο Κλ. Παράσχος, ο Κώστας Ουράνης, αλλά κι άλλοι πολλοί ακόμη, εν τούτοις υποθέτω να μη διαφωνήση κανείς, αν αυτά προπάντων τα λόγια, από το στόμα του Γρυπάρη, τα πάρω, για πολλούς λόγους, ωσάν την επισημότερην απ' όλες καθιέρωση, του έργου του ποιητού. Αληθινά, ο Καρυωτάκης είναι ο αντιπροσωπευτικός ποιητής μιανής εποχής.
Τον Καβάφη και τον Βάρναλη ο Γρυπάρης τους ήξερε, βέβαια, από χρόνια και τους παρακολουθούσε· τον Καρυωτάκη, όχι. Ο Καρυωτάκης έγινε γνωστός, προσφιλής, αντιπροσωπευτικός, κάπως απότομα και ξαφνικά.
Πρωτοδιάβασα, θυμούμαι, τ' όνομά του στα 1912, ανάμεσα στους βραβευμένους του παιδικού περιοδικού Παιδικός Αστήρ, που το αγόραζα τότε κι εγώ. Κι έπειτα, τον ξέχασα...
Έξη χρόνια αργότερα, το 1918, η πρώτη ποιητική του συλλογή, Ο πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων, μικρό τεύχος από δεκάεξη μόλις σελίδες -- μερικά τρυφερά μουσικά, γνήσια συμβολιστικά ποιήματα -- πέρασε σχεδόν απαρατήρητη.
.......................
Η δική μας γενεά εβγήκε, σχεδόν όλη, από τη Βιβλιοθήκη του Φέξη. Απ' εκεί επήγασαν τ' αγαθά της, απ' εκεί και τα ελαττώματά της: κι ο λυρισμός της, αλλά κι η μεγαλοστομία της· η θεωρητική της μόρφωση, αλλά κι ο προφητικός της τόνος -- ο "μεσσιανισμός" της· απ' εκεί τέλος η γερμανοπάθεια κι η ασιανοπάθεια που ζωηρά άλλως τε καθρεπτίστηκαν όλ' αυτά στα τότε αντιπροσωπευτικά φιλολογικά περιοδικά των νεωτέρων.
Ο Καρυωτάκης απ' όλ' αυτά έλειπεν.
Αμέτοχος ο άνθρωπος, η εργασία του άγνωστη. -- Αυτός ερχόταν, μόνος του, απ' αλλού. Ερχόταν αργά, από δρόμο δικό του.
....................
Τον εγνώρισα τέλος και προσωπικά. Τον εγνώρισα σ' ένα λαμπρό -- τουλάχιστον τότε -- και, υπηρεσιακώς σχεδόν ανεξάρτητο, Παράρτημα του Υπουργείου της Πρόνοιας στην οδό Κοραή, μέσα σ' ένα ευρύχωρο κι αξιοπρεπέστατο γραφείο, με χαλιά, με καλοριφέρ, με καινούρια έπιπλα, με πέτσινες πολυθρόνες -- κι εκείνος μόλις είχε γυρίσει από τη χειμωνιάτικη Ευρώπη, άψογα ντυμένος -- όπως πάντα, άλλως τε -- υπάλληλος με πολύ καλή θέση, πρόθυμος και περιποιητικός, τουλάχιστον στο φαινόμενο, ομηλιτικός και συνετός. Ήταν μάλλον κοντόσωμος, του έλειπε κάποιος αέρας, κάποια άνεση· τα μάτια του έπαιζαν ανήσυχα και άστατα. Το στόμα και το πηγούνι ήσαν χαρακτηριστικά βαρυθυμίας. Μα κατά τα λοιπά, σχεδόν τίποτε πάνω του δεν έδειχνε κάτι το ιδιόρρυθμο ή το αποκαλυπτικό. Όσο για την ομιλία του, ήταν από τις λίγες τίμιες, στρωτές ομιλίες: ανεπιτήδευτη, κανονική, διαφωτιστική -- και απλή. Το γέλιο του, μόνον αυτό δεν ήταν τόσο απλό.Ο Καρυωτάκης γελούσε συχνά, δηλαδή μάλλον χαμογελούσε συχνά· μα -- παράξενο πράγμα! Ακριβώς αυτό το χαμόγελο ήταν το μόνο που φανέρωνε όλη του την πικρία! Χαμογελούσε, μπορεί να πη κανείς, μόνο με το μισό του πρόσωπο. Τ' άλλο μισό έμενε όπως και πριν. Κι έτσι, η φυσιογνωμία του γινόταν, θαρρείς, ακανόνιστη, διχασμένη, δισυπόστατη. Και κατέβαζεν αμέσως τα μάτια κάτω, σα νάκανε αμαρτία.
.....................................
-- «Τι κρίμα! αν δεν αυτοκτονούσε θα γινόταν μεγάλος ποιητής!», έτσι είπαν, όσοι κατά βάθος πιστεύουν (κι είναι οι περισσότεροι) ότι η Τέχνη, και ειδικώτερα η Ποίησις, είναι απλή ασχολία -- πράγμα ανεξάρτητο από τη ζωή.
Μα συχνά έχουν λάθος. Για έναν αληθινό ποιητή, και μάλιστα γι' αντιπροσπωευτικό ποιητή, ζωή και τέχνη γίνονται ένα. Για έναν αληθινό ποιητή, το έργο του, σαρξ εκ της σαρκός του και οστούν εκ των οστών του, δεν είναι άλλο, παρά τυχαία -- και μοιραία -- έκφραση της ζωής του, όμοια μ' όλες τις άλλες, σε τρόπο που η τέχνη του να είναι η ζωή του και η ζωή του να είναι η τέχνη του, μαζί ν' αρχίζουν, μαζί να προχωρούν και μαζί να τελειώνουν.
Ένας μεγάλος ποιητής έπινε αψέντι. Έγινε αλκοολικός. Δεν έπινε βέβαια αψέντι για να γράψει. Αλλ' ούτε κι έπαψε να πίνη για να γράφη! Τα ποιήματά του είναι ποιήματα του ανθρώπου που είχε το πάθος του αλκοολισμού, έργα και σταθμοί του ανθρώπου που κατάντησε να γίνη αλκοολικός και να σέρνεται στα νοσοκομεία. Μα έτσι είναι! Διαφορετικά, θα ήσαν έργα άλλου ποιητού. Έτσι κι οι σφαίρες του Καρυωτάκη. Έπληξαν τη ζωή του, αλλά όχι την Ποίησή του. Η ποίησις του -- εκείνη είχε τελειώσει πριν από την αυτοκτονία του. Οι Ιδανικοί Αυτόχειρες, το Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο, η Δικαίωσις, η Πρέβεζα μας το λέγουν καθαρά! Η αυτοκτονία έχει γίνει κιόλας θέμα της ποιήσεώς του -- φυσικά, το τελευταίο. Αν λοιπόν ο Καρυωτάκης επιζούσε, θα επιζούσε ο άνθρωπος· αλλά όχι ο ποιητής. Και ποιος ξέρει πώς θα επιζούσε ο άνθρωπος! Μήπως ολίγοι καλλιτέχναι επέζησαν από το έργο τους; Ποιήματα όμως, ποιήματα αληθινά δεν υπήρξαν, παρά οσάκις ο ποιητής έφυγεν, ελέυθερος, από την πρόχειρη και μηχανικήν αντίληψη της ζωής -- ελεύθερος, κι ας γίνη ό,τι γίνη! Δόξα αληθινή δεν υπήρξε, παρά μόνο για τους απόντας -- δηλαδή μόνο για κείνους, που αφημένοι εντελώς είτε μέσα στους εσωτερικούς των σπαραγμούς, είτε μέσα στην εσωτερική των ικανοποίηση, την είχαν προσπεράσει, και την έβλεπαν αδιάφορα και μακρινά. -- Και μόνο η Ποίησις; Και μόνον η Δόξα; Αληθινά, κανένα στοιχείον από τον εσωτερικόν κόσμο, τον κόσμο της αναγκαίας τελειοποιήσεως, κανένα στοιχείο δεν ημπορούμε ν' αφήσωμε και για τους άλλους, παρά μόνο από τη στιγμή που εμείς οι ίδιοι το έχομε προσπεράσει.
Η ζωή του Καρυωτάκη έφερε τη μελαγχολία του. Η μελαγχολία του, την ταραγμένη φαντασία -- τη δίψα του αντι-λογικού, του φαουστικού. Η φαντασία έφερε τις Ελεγείες. Οι Ελεγείες έφερεαν τις Σάτιρες. Οι Σάτιρες την αυτοκτονία. -- Αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει.
..............................
Αυτό λοιπόν είναι που τον κατατρώγει: η απουσία των ωραίων πραγμάτων, η απουσία των σπάνιων πραγμάτων, η απουσία των μεγάλων πραγμάτων, η απουσία -- έστω -- των τραγικών. Η μονοτονία κ' η πεζότης της ζωής. Μ' άλλους λόγους, είναι ρωμαντικός. Εφαντάσθηκε την αλήθεια, την ομορφιά, την καθαυτό πραγματικότητα -- έξω από τη ζωή. Πέρα από τη ζωή. Αφηρημένην.
................................
Αυτός ο διχασμός, αυτός ο δυϊσμός, αυτό το διαφορετικό, το αντίθετο περπωμένο του κορμιού-και της ψυχής, του πνεύματος-και του χώματος, αυτή η επίγνωση: είναι η δευτέρα όψις του ρωμαντισμού του Καρυωτάκη.
Ημπορούσε και να πλάση, όπως άλλοι ρωμαντικοί, τη ρωμαντική του ψευδαίσθηση. Με πόσα ονόματα δεν την ωνόμασαν όσοι με τη σειρά τους την έπλασαν! Εδέμ, Ελδοράδο, Ουτοπία, Μάγυα, Ελεφάντινος Πύργος! Ο Νίτσε, στο βιβλίο του Η Γέννηση της Τραγωδίας, την ονομάζει «Απολλώνιο Πνεύμα», «Διονυσιακό Πνεύμα», κι αυτά έσωσαν, λέγει, τους αρχαίους από την πεισιθανασία. -- Ημπορούσε κι ο Καρυωτάκης να δημιουργήση ψευδαίσθηση. Έγινε, αντιθέτως, ρεαλιστής.
Ημπορούσε να μείνη, όπως οι άλλοι ρωμαντικοί, μελαγχολικός. Η μελαγχολία δεν είναι, παρά ευγένεια. Η μελαγχολία είναι τεκμήριο ευαισθησίας, κ' η ευαισθησία δεν είναι πρόσφορη μόνο για τη λύπη, παρά εξ ίσου για τη χαρά, την τρυφερότητα, το θαυμασμό, την έκσταση, τη λατρεία! Η μελαγχολία είναι πιο πρόσφορη στην ευθυμία, από την καθαυτό ευθυμία, που καταντά άβαθη, ξώδερμη και μηχανική. -- Ημπορούσε να μείνη μελαγχολικός. Έγινε τραγικός.
Ημπορούσε να φιλοσοφήση, ημπορούσε «ν' αναχωρήση εις την Τέχνη». Ημπορούσε να ξέρη ότι, άνθρωπος ποτισμένος με το «φαρμάκι που το λέμε ωραίο» (όπως έγραψε κάπου ο Παπαντωνίου), προικισμένος με της φαντασίας τα υπερφυσικά δώρα, δεν έχει ν' απολαύση πια τίποτε κ' έξω από την φαντασία -- κ' ότι με την πραγματικότητα πρέπει να έρχεται μόνο σε συμβιβασμούς. -- Ημπορούσε να γίνη φιλόσοφος. Έγινε σατυρικός.
Αυτό το χάσμα, ανάμεσα στα χοϊκά και στα πνευματικά, ανάμεσα στην ομορφιά και στην ανάγκη, δεν το έκλεισε ποτέ, με τίποτε -- ως το τέλος. Μήτε το ένωσε· μήτε το γέμισε. Μήτε καν το ξέφυγε. Εστάθηκε ίσα-ίσα εκεί, εμπρός του, να το βλέπη και να το πιστοποιή, αδιάκοπα, με όλους τους τρόπους, με όλους τους τόνους, και να το φωνάζη και στους άλλους.
Ο ρωμαντισμός της φαντασίας -- που μισεί το ρεαλισμό της λογικής. Ο ρεαλισμός της λογικής -- που πνίγει τον ρωμαντισμό της φαντασίας.Ελευθερία και μίσος. Κίνδυνος, αλλά και πείσμα.
Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλη,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μια φουρκέτα τάδειο σας κεφάλι!
Ιδού, μέσα σ' ένα τετράστιχο, σφιχτοδεμένες οι δυο του ψυχικές καταστάσεις, ανάγλυφες. Ό,τι απέναντι στα νέα κορίτσια, αισθάνεται να του λείπη ο ποιητής, είν' αυτή η θαυμάσια ασυνειδησία, η -- τρόπον τινά -- φυτική. Μα ό,τι κι απέναντι στον ποιητή, είν' ολοφάνερο πάλι πως λείπει απ' αυτά τα νέα κορίτσια, είναι η εσωτερικότης, η εμβάθυνση, η συνείδηση του είναι. Κι ο ποιητής μάς αφήνει στο δίλημμα: Ποιο να 'ναι το προτιμότερο; Το πρώτο ή το δεύτερο; Ο Καρυωτάκης ήθελε να είναι ωραίος· μα και τη σοφία του λυπάται να τη χωρισθή...
Ιδού και αλλού οι δυο του ψυχικές καταστάσεις:
Τι να σου πω φθινόπωρο...
Τι να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα
της πολιτείας και φτάνεις ως τα νέφη τ' ουρανού;
Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,
φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη του νου.
Γίγας, αυτοκρατορικό φάσμα, καθώς προβαίνεις
στο δρόμο της πικρίας και της περισυλλογής,
αστέρια με τιο πρόσωπο, με της χρυσής σου χλαίνης
το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής,
είσαι ο άγγελος της φθοράς, ο κύριος του θανάτου,
ο ίσκιος που, σε μεγάλα βήματα· φανταστικά,
χτυπώντας αργά κάποτε στους ώμους τα φτερά του,
γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά...
Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,
τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρημη προτομή.
Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώμα οι οπώρες,
ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορμή.
Ανδρείκελα
Και την κριτική τέτοιων ποιημάτων -- την κάνει τέλος αυτός ο ίδιος, με το τετράστιχο που επιγράφεται Κριτική:
Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει
σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη της νυχτός,
κάποιου πόχει πεθάνει.
Αλλ' επί τέλους! Ημπορεί να παρατείνεται επ' άπειρον τέτοια δυστυχία, τέτοια απελπισία;
«Mettons le doigt sur la plaie» -- «ας θέσωμεν τον δάκτυλον επί της πληγής», λέγει τέλος και ο Καρυωτάκης: κι οπλίζεται με θάρρος. Ας προχωρήσωμεν στη ρίζα του κακού! «Εις τον τύπον των ήλων!»
Και τώρα -- για όσους έφθασαν στο βυθό της πικρίας· για όσους ανάδωσαν τους παθητικώτερους τόνους που είχαν να αναδώσουν· ποιος τρόπος μένει, αν θέλουν να εξακολουθήσουν να υπάρχουν -- παρά η Σάτυρα;
Ποιο συναίσθημα περιμένει τον άνθρωπο, αν εξακολουθήση να ζη και δεν συντριβή, ύστερ' από την απογοήτευση την πλέον οριστική; -- Η Σάτυρα.
Και ποιο είναι το θέμα όπου θα στραφή ο ποιητής, αν εξακολουθήση να γράφη κ' ύστερα από τα σπαρακτικώτερα ελεγεία; -- Η Σάτυρα.
«Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». Όλοι οι δρόμοι οδήγησαν τον Καρυωτάκη στη Σάτυρα.
Αν η μεγάλη δυστυχία της ζωής γίνεται τραγωδία, τι γίνεται η μικροδυστυχία η καθημερινή; τι άλλο από Σάτυρα;
Αν η μεγάλη έκσταση της ζωής γίνεται Ποίηση, τι γίνεται η μικροκαλοπέραση, η ψευτασφάλεια, η ταπεινή ικανοποίηση; Τι άλλο από Σάτυρα;
Αν από τα μοιραία πάθη πηγάζη Παλαμάς και Μαλακάσης, τι άλλο θα πηγάση από τα μικρά και τ' ανάξια, παρά Καβάφης και Καρυωτάκης;
Αυτές οι «έγνοιες μικρές και λύπες» -- το μοτίβο του Καρυωτάκη -- αυτές είναι η καθαυτό, η συγκεκριμένη ρίζα του κακού. Αυτές έγιναν κι ο οριστικός, ο τελευταίος, ο αντιπροσωπευτικώτερος ποιητικός του κύκλος. Ο αντιπροσωπευτικώτερος -- γιατί αν κάποτε το περιεχόμενο υπολείπεται από τον τόνο των ελεγειακών του ποιημάτων, οι «Σάτιρες» όμως είναι έργο εντελώς γεμάτο μέσα στις διαστάσεις του, εντελώς massif. Τα πράγματα. Αλλοτε λέγονται πια με τ' όνομά τους -- άλλοτε είν' αιτία, άλλοτε είν' αποτέλεσμα, ένα ένα... Κια ποια είναι λοιπόν;
Στη νεοελληνική φιλολογία ο ρεαλισμός δεν είναι πράγμα νέο. Κατέχει σχεδόν ολόκληρη τη σφαίρα της πεζογραφίας μας. Ολίγην όμως από τη σφαίρα της ποιήσεως. Αλλ' ο ρεαλισμός μας υπήρξεν, έως εδώ και λίγα χρόνια, ηθογραφικός. Δηλαδή γραφικός, ζωγραφικός, περιγραφικός, εξωτερικός, παρμένος από τη ζωή της επαρχίας, ή μάλλον του βουνού και του υπαίθρου ολοένα και περισσότερο ασύγχρονος, ακατανόητος για τη χωή της πολιτείας, κ' αδιάφορος.
Ο ρεαλισμός, ο αστικός ρεαλισμός του πραγματικού περιβάλλοντός μας, επρόβαλε καθαρός στην ποίηση, με το έργο του Καβάφη.
Με την ποίηση του Καρυωτάκη αυτός ο ρεαλισμός έγινε νεοαστικός.
Ποια είναι η πλατύτερη, η χαρακτηριστικώτερη, η συνηθέστερη πλευρά του νεοαστικού ρεαλισμού, το ξέρομε όλοι: είναι η ιεραρχία, η υπαλληλία, το γραφείο, η γραφειοκρατία.
Στην πρώτη περίοδο των Νεοελληνικών Γραμμάτων, την Επτανησιακή, ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο ευγενής, ο ευπατρίδης. Στη δεύτερη περίοδο, την αθηναϊκη -- κλασική και ρωμαντική -- είν' ο λόγιος. Στην τρίτη, την προπολεμική, είν' ο δημοσιογράφος. Στην τετάρτη, την μεταπολεμική (η κατάπτωση συνεχίζεται) ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο υπάλληλος.
Αυτήν την εποχή έζησε κι ο Καρυωτάκης. Κι αυτήν έγραψε. Ο ρεαλισμός του είναι ο γραφειοκρατικός. Έτσι ζουν άλλως τε κι αυτοί που τον διαβάζουν. Κι έτσι τους αντιπροσωπεύει.
Και πώς όχι -- όταν μιλή, χωρίς ποιητικές μεταφορές, απροκάλυπτα, για τη «μίσθια δουλειά» και τους σωρούς των χαρτιών, για το Γραφιά, που
διπλώνοντας το στήθος του γυρεύει αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιών του
και για τους δημοσίους υπαλλήλους -- με την ίδια τους τυπική φρασεολογία από την επίσημη αλληλογραφία των εγγράφων; («Δημόσιοι Υπάλληλοι»).
Από άλλον πάλι κύκλον ποιημάτων του Καρυωτάκη, τα φιλολογικά του αντιπροσωπεύεται ο φιλολογικός ρεαλισμός.
Στις Ελεγείες απαντήσαμε τον μεταφυσικό και τον μουσόληπτο. Στις Σάτυρες, το νεοαστικό κατάντημά του, τη συγκεκριμένη του μορφή: τον γραφιά -- Παρόμοια, στις Ελεγείες απαντούμε τον ποιητή: στις Σάτιρες, το λόγιο -- το νέο λόγιο της σημερινής εποχής. Ο Καβάφης που, και στην ποίηση και στην πεζογραφία μας, άνοιξεν ένα πλήθος πρωτοτυπίες, είχε δώσει κι εδώ το σύνθημα. Είχε προηγηθή. Είχε πλάσει πρώτος τον τύπο του λογίου -- στους κύκλους της Αλεξανδρινής εποχής και των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού. Είχεν ανοίξει λοιπόν τον δρόμο. Ο Καρυωτάκης όμως έγινε σύγχρονος. και τούτο στάθηκε βέβαια έν' από τα πιο σημαντικά του θέλγητρα, από τα στοιχεία του τα πιο αντιπροσωπευτικά. Έγραψε τα πρώτα ποιήματα μέσα από τη ζωή και την παράδοση των νεοελληνικών γραμμάτων, αυτήν που τη ζούμε κι εγώ και συ και ο διπλανός μας -- και που ποτέ δεν την είχε εκφράσει ακόμη κανείς. Ακούσατε ήδη το Μαλακάση. Αν εδιαβάζαμε κι άλλες Σάτυρες, θ' ακούγαμε κι ένα σωρό άλλους: να, ο Σπυρίδων Βασιλειάδης, ο Μαρτζώκης, η Ελένη Λαμάρη, πεθαμένοι ποιηταί, ο Ρώμος Φιλύρας, η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, οι σύγχρονοι -- τέλος ο εκδότης Γ.Βασιλείου, που το κατάστημά του, μαζί με το καφενείο του Μαύρου Γάτου και ταγραφεία του Νουμά στάθηκε, για χρόνια, φιλολογικό εντευκτήριο· κι όχι μόνο εντευκτήριο, παρά η εστία του νεανικού βιβλίου, η μικρογραφία της Βιβλιοθήκης του Φέξη -- με βιβλία όμως μόνο φιλολογικά -- τέλος ο δρόμος για τη δόξα. Η Δελφική Εορτή, η Σταδιοδρομία, το Όλοι μαζί, είν' επίσης από τα καλύτερα δείγματα του φιλολογικού ρεαλισμού του Καρυωτάκη. Αν η Τέχνη είναι μίμηση -- όπως λέγει ο Αριστοτέλης -- τότε αυτές οι Σάτυρες είναι τέχνη αριστουργηματική. Η περιγραφή του τόπου, η ψυχολογία των ανθρώπων, οι φράσεις του κύκλου τους, οι φιλοφοξίες τους, τα ενδιαφέροντά τους, οι συνήθειες... Μικρό πράμα τάχα είναι για την τέχνη -- «για την τέχνη μας» όπως θαλεγε πάλι ο Καβάφης -- όλ' αυτά τ' απαραίτητα -- τ' αληθινά και τα πρωτότυπα, τα τολμηρά και τα πρωτοειπωμένα, τ' αντιποιητικά κι όμως ειπωμένα ποιητικά;
Όλοι Μαζί
Καιρός είναι να θυμηθούμε εδώ και τον Λαφόργκ. «Il a transpose notre Laforgue» είπε, αληθινά, για τον Καρυωτάκη, κάποιος Γάλλος φίλος μας. Πραγματικώς, ο Καρυωτάκης εμετατόπισε τον Λαφόργκ στην Ελλάδα· τον εμετατόπισε σ' ό,τι κινητό και γενικό και καθολικό ημπορούσε να έχη ο ολογόζωος Γάλλος ποιητής με την κλαυσίγελη φαντασία, σ' ό,τι που να μην είναι αδιάσπαστα συνενωμένο με τον γαλλικό πολιτισμό -- τον «υπερπολιτισμό» καλύτερα -- και με την γαλλική litterature.
Αν σ' όλα αυτά προσθέσωμε και την αρρώστεια, αυτήν που μισο-περιγράφει, μισο-υπονοεί σε μιαν άλλη του σάτυρα, έχομε ήδη εύρει, με τ' όνομά τους, όλες τις «έγνοιες μικρές και λύπες» που τυραννούν τον ποιητή, κι όλον τον κόσμο των ανθρώπων που αντιπροσωπεύει.
Ναι. Κι όταν το αισθάνεται οριστικώς ότι το πεπρωμένο του είναι αυτό, ότι ανωφελής κι ανάξιος είν' όλος αυτός ο κόσμος που τον περιτριγυρίζει, α! τότε γίνεται ο μισάνθρωπος...
Υποθήκαι
Αχ αυτοί οι άνθρωποι που όταν «θέλουν το κακό, του δίνουν όψη ν' αρέσει», κι όταν «διαφιλονικούν τη σάρκα σου και το αίμα» τότε «του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν με την πειθώ, με το ψέμα»!
Κ' οι γυναίκες; Αχ αυτοί οι άνθρωποι με «το φρικτό γέλιο» που όλο
...φεύγουν, ή όταν πλησιάζουν,
στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια
.................................
Κυττάζουνε με φόβο με απορία,
έπειτα φεύγουν πάλι στους αγώνες...
[«Ποια θέληση θεού»]
και που όμως δεν ακούνε μήτε κι όταν ανοίξης, μεσάνυχτα, το παράθυρο σου και κραυγάσεις μέσα στο κενό «Δυστυχία!».
Και μόνο «όταν θέλουν να πονείς» μόνον αυτό το «μπορούνε με χίλιους τρόπους».
πηγή http://karyotakis.awardspace.com/