του Κωνσταντίνου Κοκολογιάννη
Η ποίηση του Δήμου Χλωπτσιούδη είναι μια... μπουνιά στο στομάχι. Είναι ο επαναστατημένος εαυτός μας, που προσπαθεί να σηκώσει τον ωχαδερφιστη εαυτό μας από την πολυθρόνα και να του πει: Κοίτα, Σκέψου, Δράσε!
Η ποίηση του Δήμου Χλωπτσιούδη είναι ένα ρεπορτάζ της Ελληνικής κατάντιας, ένα ντοκυματέρ της κρίσης.
Σιγά μη φοβηθώ
ευάλωτε άνθρωπε,
γοητευμένε από το κέρδος κι ιστορίες πατρίδας και έθνους
ξεχνάς να πετάξεις λευκά περιστέρια μ’ ελπίδες
κρυμμένες κάτω απ’ τις φτερούγες
κραυγή το δρόμο λερώνει,
στάλες αίμα μολύνουν την άσφαλτο
σε μια αγκαλιά κλαίν’ οι φίλοι
ραπάροντας
για εκείνον πού ’φυγε
η μετριότητα συναντά το Νάρκισσο, σε λίμνη θολή απολαμβάνει
το παραμορφωμένο πρόσωπο πριν πνιγεί στο βυθό της βίας
Ροβινσώνες ιδεών σωθήκαμε
με μια σάπια καρίνα
με τον Παρασκευά σύντροφο πιστό
σε πείσμα αλαλαγμών καθαρόαιμου
μίσους
σιδερένια σκηνή
με ξύλινη κουρτίνα
τα αίματα στραγγίζει,
οι πόνοι κολυμπούν σε προσευχές,
μαρκαρισμένο δέρμα
στης μετανάστευσης το βυρσοδεψείο...
σε πλέγμα ατσάλινο καρφωμένα
ριγμένα κορμιά
στοιβαγμένες ελπίδες επιβίωσης
στης φράουλας το αίμα
από σφαίρες τρυπημένο
πλαστό διαβατήριο
ζωής θολής
σημαίες ανεμίζουν
σκιές απλώνουν σε χώματα υποτέλειας
κυματισμοί νεκρωμένης υπερηφάνειας
που παρελαύνει σε σιδερόφραχτη
φιέστα
σε καυτό τσιμέντο βήματα κι ιαχές
μπότες και συνθήματα
σβάστικες και αίματα
σκοταδιού αντανάκλαση
λεπίδα σκουριασμένη
άμπωτις μίσους κανιβάλων
θήραμα
λαθραίας ζωής
στου μίσους το διωγμό
από φαιά κτήνη
γέμισαν αίμα τα καρφιά
στης προσφυγιάς τις πλαγιές,
εξόριστοι θρησκευτικής μανίας
που αιώνες οι Χριστιανοί έχτιζαν
Και τώρα τι δικαιολογία
θα βρουν τα πρόβατα;
Πώς θ’ αντέξουν
χωρίς το λύκο;
κραυγή αγωνίας σε στοιχειωμένη κοινωνία
π’ αποζητά φαντάσματα συνωμοσιών
στου ένδοξου παρελθόντος τ’ αλώνια
τρύπιες ιδέες
με θυρεό μεσίστιο μίσος
χορεύουν στου ρατσισμού
το ανέμισμα
Κοινωνοί της Κρίσης
ξυπόλητος ποιητής σε δρόμους κοιμάμαι
ζωγραφίζω με λέξεις άστεγες πίνακες αυταπάτης
λέξεις χάρισα στη σιωπή
κι εκείνη απάντησε κρυφά
μ’ ένα ποίημα
αυτιστικό και κόκκινο
γεννήθηκα ένα πρωί
με ομίχλη στο παγκάκι,
άστεγη σύλληψη,
το μεσημέρι αναζήτηση
ταυτότητας,
το βράδυ
δελτίο απορίας
οι άνθρωποι αδειάσαν τους κάδους
και σκουπίδια γεμίσαν οι τηλεοράσεις,
ξεχείλισαν σύρματα ματωμένα, τα όνειρα δέσαν
σ’ ανταλλακτήριο επιδομάτων
προσφέρουμε όνειρα κι ελπίδες,
ενέχυρα σημειώματος
εκκαθαριστικού,
εξαθλίωσης απόδειξη
με συρματόπλεγμα δεμένο γένος
ανδράποδο κανιβάλων,
ευνουχισμένη γενιά,
όνειρα,
στάχτες βουτηγμένες
σε αυταπάτη δανεική.
όταν πεινούσε τον βοήθησε ένας φίλος κι ένας διάολος...
Τίμησε το φίλο εκείνον, τον έναν, το μοναδικό, τίμησε και το διάολο...
Όσοι κοιτούσαν και αποκαλούνταν φίλοι, όσοι μιλούσαν χωρίς να
συμπάσχουν, ας βρεθούν απέναντι από το διάολο...
εγκληματείς που αδρανείς
έγραφε ο στίχος του αυτόχειρα,
οι νέοι χωρίς μέλλον
κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα
έγραφε ο πρώτος επώνυμος
και η γριούλα κλαίγοντας δήλωνε
βάρος για την οικογένειά της.
Ψεύτικη ελευθερία,
που έμαθες να αποζητάς
σαν από συνήθειο,
σα γενετικό κληροδότημα.
σκουριασμένες λιμνοθάλασσες
χορεύουν σ’ ένα μουχλιασμένο λιμάνι
θίασος γυμνός
από ξεχασμένα μπορντέλα
που ισορροπούν σε άδεια ποτήρια
μπόμπας φτηνής και νοθευμένου έρωτα
στ’ ασπρόμαυρο λιβάδι
της πορνείας
σε πλακάκια
τακούνια ηχούν
νεκρόφιλων εραστών
π’ αναζητούν πουτάνες
να ξεράσουν περιπλανώμενη
ανικανότητα
στα λασπόνερα μπορντέλων
Δε φταίν' οι σφαίρες.
Τι έκανε σε διαδήλωση παιδί 15 χρονώ; Δεν έφταιγ' ο αστυνόμος.
Μα κανείς δε ρώτησετι έκανε παιδί 15 χρονώ στο ανθρακωρυχείο;
μέρα μαγιού εμίσεψες τη μάνα σου κι εσύ
δίχως να ζητιανεύεις
στου τρόμου στοές καρβουνιασμένες
με χέρια μαύρα και μάτια σβηστά
έφυγες και μόνη
κλαίει δίχως αγκαλιά
μα με μια φωτογραφία σου παλιά
άσπρος, ροδαλός.
στου μεροκάματου τις στοές
όνειρα ασπρόμαυρα από την καρβουνόσκονη
ταξιδεύουν με το Μεγάλο Βαρκάρη
δίχως κέρμα στο στόμα
τα τέλη μένουν ακόμα απλήρωτα
μουτζουρωμένα χέρια
δίχως σαπούνι και νερό
ταξιδεύουν
στου Απρίλη
το λιβάδι
άνθη θησαυρίζοντας...
φλογέρας ήχος παιδικός το όνειρο
μακριά φεύγει από μέλλον σκοτεινό
να δει της ζωής το φως
στους δρόμους νεκροί σπαρμένοι
παραστάδες που γεμίζουν σκιά
της νιότης τη φωνή,
του μέλλοντος το φως
στο μακελειό των παιδιών μην αναζητάς την ευθύνη του δολοφόνου
που πάτησε τη σκανδάλη,
αλλά εκείνου που υπερασπίζεται το δικαίωμά του να δολοφονεί.
βαμμένα μάτια στο δρόμο
περίγελος περαστικών
γραφική αδελφή, εκκεντρικός γκέι
εικάζεται
μα δε μάθαν ότι κάποτε
μόνο οι άνδρες βάφονταν
ένα παράθυρο μας χωρίζει απ’ τον κόσμο,
λίγο βλέπουμε απ’ το γυαλί
μα δεν ανοίγει να τον ακούσουμε
και κλειδωμένοι παραδιδόμαστε
στη μούχλα του
σπάστε με τη βαριά το τζάμι
ν’ ανοίξει το παραθύρι
να μπουν ήχοι κι αγέρας ουράνιος…
Ο Δήμος Χλωπτσιούδης είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Γράφει δοκίμια και κριτικές ποίησης παρακολουθώντας τις νέες τάσεις στην Τέχνη. Ασχολείται με επιμέλειες κειμένων και εκδόσεων. Έχει συγγράψει πολλές ιστορικές και κοινωνικές μελέτες. Άρθρα (πολιτικά, εκπαιδευτικά, λογοτεχνικά) του δημοσιεύονται στο tvxs.gr και στα "Ενθέματα" της Κυριακάτικης Αυγής, schooltime.gr, eklogika.gr κ.ά. Έχει συγγράφει τα πολιτικά δοκίμια βιβλία «η δημαγωγία της δημοκρατίας» (2009), «Τοπική Αυτοδιοίκηση, προοπτικές ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών» (δοκιμιακή μελέτη, 2011), και «η μεσαία τάξη στην αγχόνη της κρίσης» (2014). Επίσης, έχει εκδόσει τη συλλογή κοινωνικών δοκιμίων «7 δοκίμια» (2013) και τις ποιητικές συλλογές «η οργή της πεταλούδας» (2013) και «κατάστιχα» (2014). Έχει πάρει μέρος σε πολλές λογοτεχνικές δράσεις. Ανήσυχος πολιτικά και κοινωνικά δραστηριοποιείται ενεργά στα κοινωνικά κινήματα της Δυτικής Θεσσαλονίκης. Διατηρεί το κοινωνικής και πολιτικής κατεύθυνσης ιστολόγιο "ο δείμος του πολίτη" και το εκδοτικό "στη χώρα των κανιβάλων".
Η ποίηση του Δήμου Χλωπτσιούδη είναι μια... μπουνιά στο στομάχι. Είναι ο επαναστατημένος εαυτός μας, που προσπαθεί να σηκώσει τον ωχαδερφιστη εαυτό μας από την πολυθρόνα και να του πει: Κοίτα, Σκέψου, Δράσε!
Η ποίηση του Δήμου Χλωπτσιούδη είναι ένα ρεπορτάζ της Ελληνικής κατάντιας, ένα ντοκυματέρ της κρίσης.
Σιγά μη φοβηθώ
ευάλωτε άνθρωπε,
γοητευμένε από το κέρδος κι ιστορίες πατρίδας και έθνους
ξεχνάς να πετάξεις λευκά περιστέρια μ’ ελπίδες
κρυμμένες κάτω απ’ τις φτερούγες
κραυγή το δρόμο λερώνει,
στάλες αίμα μολύνουν την άσφαλτο
σε μια αγκαλιά κλαίν’ οι φίλοι
ραπάροντας
για εκείνον πού ’φυγε
η μετριότητα συναντά το Νάρκισσο, σε λίμνη θολή απολαμβάνει
το παραμορφωμένο πρόσωπο πριν πνιγεί στο βυθό της βίας
Ροβινσώνες ιδεών σωθήκαμε
με μια σάπια καρίνα
με τον Παρασκευά σύντροφο πιστό
σε πείσμα αλαλαγμών καθαρόαιμου
μίσους
σιδερένια σκηνή
με ξύλινη κουρτίνα
τα αίματα στραγγίζει,
οι πόνοι κολυμπούν σε προσευχές,
μαρκαρισμένο δέρμα
στης μετανάστευσης το βυρσοδεψείο...
σε πλέγμα ατσάλινο καρφωμένα
ριγμένα κορμιά
στοιβαγμένες ελπίδες επιβίωσης
στης φράουλας το αίμα
από σφαίρες τρυπημένο
πλαστό διαβατήριο
ζωής θολής
σημαίες ανεμίζουν
σκιές απλώνουν σε χώματα υποτέλειας
κυματισμοί νεκρωμένης υπερηφάνειας
που παρελαύνει σε σιδερόφραχτη
φιέστα
σε καυτό τσιμέντο βήματα κι ιαχές
μπότες και συνθήματα
σβάστικες και αίματα
σκοταδιού αντανάκλαση
λεπίδα σκουριασμένη
άμπωτις μίσους κανιβάλων
θήραμα
λαθραίας ζωής
στου μίσους το διωγμό
από φαιά κτήνη
γέμισαν αίμα τα καρφιά
στης προσφυγιάς τις πλαγιές,
εξόριστοι θρησκευτικής μανίας
που αιώνες οι Χριστιανοί έχτιζαν
Και τώρα τι δικαιολογία
θα βρουν τα πρόβατα;
Πώς θ’ αντέξουν
χωρίς το λύκο;
κραυγή αγωνίας σε στοιχειωμένη κοινωνία
π’ αποζητά φαντάσματα συνωμοσιών
στου ένδοξου παρελθόντος τ’ αλώνια
τρύπιες ιδέες
με θυρεό μεσίστιο μίσος
χορεύουν στου ρατσισμού
το ανέμισμα
Κοινωνοί της Κρίσης
ξυπόλητος ποιητής σε δρόμους κοιμάμαι
ζωγραφίζω με λέξεις άστεγες πίνακες αυταπάτης
λέξεις χάρισα στη σιωπή
κι εκείνη απάντησε κρυφά
μ’ ένα ποίημα
αυτιστικό και κόκκινο
γεννήθηκα ένα πρωί
με ομίχλη στο παγκάκι,
άστεγη σύλληψη,
το μεσημέρι αναζήτηση
ταυτότητας,
το βράδυ
δελτίο απορίας
οι άνθρωποι αδειάσαν τους κάδους
και σκουπίδια γεμίσαν οι τηλεοράσεις,
ξεχείλισαν σύρματα ματωμένα, τα όνειρα δέσαν
σ’ ανταλλακτήριο επιδομάτων
προσφέρουμε όνειρα κι ελπίδες,
ενέχυρα σημειώματος
εκκαθαριστικού,
εξαθλίωσης απόδειξη
με συρματόπλεγμα δεμένο γένος
ανδράποδο κανιβάλων,
ευνουχισμένη γενιά,
όνειρα,
στάχτες βουτηγμένες
σε αυταπάτη δανεική.
όταν πεινούσε τον βοήθησε ένας φίλος κι ένας διάολος...
Τίμησε το φίλο εκείνον, τον έναν, το μοναδικό, τίμησε και το διάολο...
Όσοι κοιτούσαν και αποκαλούνταν φίλοι, όσοι μιλούσαν χωρίς να
συμπάσχουν, ας βρεθούν απέναντι από το διάολο...
εγκληματείς που αδρανείς
έγραφε ο στίχος του αυτόχειρα,
οι νέοι χωρίς μέλλον
κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα
έγραφε ο πρώτος επώνυμος
και η γριούλα κλαίγοντας δήλωνε
βάρος για την οικογένειά της.
Ψεύτικη ελευθερία,
που έμαθες να αποζητάς
σαν από συνήθειο,
σα γενετικό κληροδότημα.
σκουριασμένες λιμνοθάλασσες
χορεύουν σ’ ένα μουχλιασμένο λιμάνι
θίασος γυμνός
από ξεχασμένα μπορντέλα
που ισορροπούν σε άδεια ποτήρια
μπόμπας φτηνής και νοθευμένου έρωτα
στ’ ασπρόμαυρο λιβάδι
της πορνείας
σε πλακάκια
τακούνια ηχούν
νεκρόφιλων εραστών
π’ αναζητούν πουτάνες
να ξεράσουν περιπλανώμενη
ανικανότητα
στα λασπόνερα μπορντέλων
Δε φταίν' οι σφαίρες.
Τι έκανε σε διαδήλωση παιδί 15 χρονώ; Δεν έφταιγ' ο αστυνόμος.
Μα κανείς δε ρώτησετι έκανε παιδί 15 χρονώ στο ανθρακωρυχείο;
μέρα μαγιού εμίσεψες τη μάνα σου κι εσύ
δίχως να ζητιανεύεις
στου τρόμου στοές καρβουνιασμένες
με χέρια μαύρα και μάτια σβηστά
έφυγες και μόνη
κλαίει δίχως αγκαλιά
μα με μια φωτογραφία σου παλιά
άσπρος, ροδαλός.
στου μεροκάματου τις στοές
όνειρα ασπρόμαυρα από την καρβουνόσκονη
ταξιδεύουν με το Μεγάλο Βαρκάρη
δίχως κέρμα στο στόμα
τα τέλη μένουν ακόμα απλήρωτα
μουτζουρωμένα χέρια
δίχως σαπούνι και νερό
ταξιδεύουν
στου Απρίλη
το λιβάδι
άνθη θησαυρίζοντας...
φλογέρας ήχος παιδικός το όνειρο
μακριά φεύγει από μέλλον σκοτεινό
να δει της ζωής το φως
στους δρόμους νεκροί σπαρμένοι
παραστάδες που γεμίζουν σκιά
της νιότης τη φωνή,
του μέλλοντος το φως
στο μακελειό των παιδιών μην αναζητάς την ευθύνη του δολοφόνου
που πάτησε τη σκανδάλη,
αλλά εκείνου που υπερασπίζεται το δικαίωμά του να δολοφονεί.
βαμμένα μάτια στο δρόμο
περίγελος περαστικών
γραφική αδελφή, εκκεντρικός γκέι
εικάζεται
μα δε μάθαν ότι κάποτε
μόνο οι άνδρες βάφονταν
ένα παράθυρο μας χωρίζει απ’ τον κόσμο,
λίγο βλέπουμε απ’ το γυαλί
μα δεν ανοίγει να τον ακούσουμε
και κλειδωμένοι παραδιδόμαστε
στη μούχλα του
σπάστε με τη βαριά το τζάμι
ν’ ανοίξει το παραθύρι
να μπουν ήχοι κι αγέρας ουράνιος…
Ο Δήμος Χλωπτσιούδης είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Γράφει δοκίμια και κριτικές ποίησης παρακολουθώντας τις νέες τάσεις στην Τέχνη. Ασχολείται με επιμέλειες κειμένων και εκδόσεων. Έχει συγγράψει πολλές ιστορικές και κοινωνικές μελέτες. Άρθρα (πολιτικά, εκπαιδευτικά, λογοτεχνικά) του δημοσιεύονται στο tvxs.gr και στα "Ενθέματα" της Κυριακάτικης Αυγής, schooltime.gr, eklogika.gr κ.ά. Έχει συγγράφει τα πολιτικά δοκίμια βιβλία «η δημαγωγία της δημοκρατίας» (2009), «Τοπική Αυτοδιοίκηση, προοπτικές ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών» (δοκιμιακή μελέτη, 2011), και «η μεσαία τάξη στην αγχόνη της κρίσης» (2014). Επίσης, έχει εκδόσει τη συλλογή κοινωνικών δοκιμίων «7 δοκίμια» (2013) και τις ποιητικές συλλογές «η οργή της πεταλούδας» (2013) και «κατάστιχα» (2014). Έχει πάρει μέρος σε πολλές λογοτεχνικές δράσεις. Ανήσυχος πολιτικά και κοινωνικά δραστηριοποιείται ενεργά στα κοινωνικά κινήματα της Δυτικής Θεσσαλονίκης. Διατηρεί το κοινωνικής και πολιτικής κατεύθυνσης ιστολόγιο "ο δείμος του πολίτη" και το εκδοτικό "στη χώρα των κανιβάλων".