Η Νόρα Nαντζαριάν είναι μια βραβευμένη Κύπρια ποιήτρια και διηγηματογράφος. Γεννήθηκε στη Λεμεσό και διαμένει στη Λευκωσία, έχει δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές και δύο βιβλία με διηγήματα της "Ledra Street"(2006) και το "Girl, Wolf, Bones" (2011). Έχει κερδίσει βραβεία και επαίνους σε διάφορες διεθνείς διαγωνισμούς. Πρόσφατες δημοσιεύσεις περιλαμβάνουν μια δίγλωσση έκδοση (Αγγλικά-Γερμανικά) επιλεγμένων ποιημάτων του Hochroth (Γερμανία) και η συμμετοχή στις ανθολογίες Best European Fiction 2011 (Dalkey Archive Press, USA) και Being Human (Bloodaxe Books, UK)
Πρόσφατα, έχει συνδιάσει το γράψιμο με έργα τέχνης ή / και φωτογραφία. Είναι η δημιουργός του βίντεο με τίτλο "My Face Is My Own" (2010), όπου το κείμενο και φωτογραφίες χαρτογραφούν τα ανθρώπινα πρόσωπα μιας τυχαίας διαλογής από τους δρόμους της Κύπρου.
Συνεργάστηκε με το διακεκριμένο Κύπριο καλλιτέχνη Νικόλα Παναγή στο έργο του ''Δέκα Θάλασσες'' - μέρος της έκθεσης «Μητέρα Μνήμη» του 2011 - όταν δύο οθόνες πρόβαλλαν το κείμενο του ποιήματός της να αναδύεται σταδιακά μέσα από τις φωτογραφικές εικόνες του μελαγχολικού τοπίου (Ζύγι) και το κύμα - χείλη, της απαγγελίας της ποιήτριας.
Το 2011 πήρε μέρος στο "The Fiction Project", με το έργο "It Touches Everything", ένα βιβλίο χειροποίητων σελίδες των διηγημάτων και κολάζ όπου το κείμενο εμπλουτίζεται οπτικά και παρουσιάζεται με πρωτότυπο τρόπο.
Πρόσφατα, έχει συνδιάσει το γράψιμο με έργα τέχνης ή / και φωτογραφία. Είναι η δημιουργός του βίντεο με τίτλο "My Face Is My Own" (2010), όπου το κείμενο και φωτογραφίες χαρτογραφούν τα ανθρώπινα πρόσωπα μιας τυχαίας διαλογής από τους δρόμους της Κύπρου.
Συνεργάστηκε με το διακεκριμένο Κύπριο καλλιτέχνη Νικόλα Παναγή στο έργο του ''Δέκα Θάλασσες'' - μέρος της έκθεσης «Μητέρα Μνήμη» του 2011 - όταν δύο οθόνες πρόβαλλαν το κείμενο του ποιήματός της να αναδύεται σταδιακά μέσα από τις φωτογραφικές εικόνες του μελαγχολικού τοπίου (Ζύγι) και το κύμα - χείλη, της απαγγελίας της ποιήτριας.
Το 2011 πήρε μέρος στο "The Fiction Project", με το έργο "It Touches Everything", ένα βιβλίο χειροποίητων σελίδες των διηγημάτων και κολάζ όπου το κείμενο εμπλουτίζεται οπτικά και παρουσιάζεται με πρωτότυπο τρόπο.
Μια Νύχτα στην Αμαθούντα
Την κατασκεύασες από μάρμαρο
αυτή τη γυναίκα, άσπρη σαν γάλα,
και την έλουσες μέσ’ το φεγγαρόφωτο.
Της έδωσες αστέρια για μάτια, μαλλιά,
χείλη και τη χάιδεψες - Ω! Μα τόσο απαλά -
κι εκείνη, πότε μάρμαρο, πότε γυναίκα, μίλησε.
Πυγμαλίωνα, είπε, αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ-
αυτή την ώρα, τη φωνή της νύχτας, τη σιωπή,
τα πέτρινα τραγούδια, το πρώτο μου πρόσωπο.
‘Ηταν η νύχτα που την έκανες γυναίκα,
και που σ’έκανε άντρα.
Και τα κύμματα διέσχιζαν την άμμο
στις μύτες των ποδιών τους.
Gar ou Chgar (Μια Φορά κι ένα Καιρό)
Ξαναπές μου εκεινό το παραμύθι, πατέρα.
Τό παραμύθι για την ακρωτηριασμένη χώρα
και τα όνειρα της που εξοντώθηκαν.
Για την εκκλησία που έκλαψε,
την αλήθεια που κατηγορήθηκε πως έλεγε ψέματα,
τις φωνές που ξεσχίστηκαν σαν άκρα του σώματος.
Πες μου για την χώρα όπου δεν γεννηθήκαμε
αλλά που εκεί πεθαίνουμε κάθε μέρα της ζωής μας.
Πές μου για άλλη μιά φορά
γιατί οι Αρμένικες ιστορίες ειναι τόσο θλιβερές
και γιατί υπάρχουν τόσα πολλά γράμματα που σε πνίγουν
όταν οι λέξεις σου σβήνουν και τα χείλη σου τρέμουν.
Πες μου πόσο θα ήθελες να μην υπάρχουν όλα αυτά,
αλλά υπάρχουν. Και δεν είναι παραμύθι
Είναι η ιστορία μας.
Gar ou chgar.
Υπήρχε μια φορά, και δεν υπήρχε.
Είναι τόσο πολύ πιο εύκολο ν’ αρχίσει κανείς
‘Μια φορά κι εναν καιρό’ και να τελείωσει ‘ ...αυτοί καλύτερα’.
Αλλα τίποτα δεν είναι εύκολο στα παραμύθια που μου λες.
ΓΙΑΣΕΜΙ
Πλησίασε στη γραμμή.
Το άρωμα, η λευκή ευωδιά
την καθοδηγούσε. Γιασεμί.
Ήταν η παιδική της ηλικία και πάλι
που την επισκεπτόταν. Όπως μια μικρή ανάσα
λουλουδιών απ’ τον κήπο κάποιου άλλου
σαν περνούσε, κοριτσάκι που μελωδούσε
τα κάγκελα σαν να ήταν άρπα.
Έλα, έλα, το άρωμα την τραβούσε
Πάντοτε. Μα ο κήπος δεν ήταν δικός της,
της έλεγαν. Ούτε και το άρωμα που την παρέσερνε
και την προκαλούσε να μπει παράνομα.
Τώρα, ενώ περνούσε την μη ευθεία,
την αόρατη, την αδιαπέραστη γραμμή,
και καθώς ο στρατιώτης με τον γαλάζιο μπερέ
παρακολουθούσε τα πόδια της, μετρώντας τα χιλιοστά
με τα μάτια, και άνοιγε το στόμα του
για να φωνάξει το ΑΛΤ!
αυτή ήταν μικρό παιδί που έτρεχε, δυνατή.
ΑΛΤ! της φώναζαν αλλά δεν γυρνούσε.
Εξοργισμένες σελίδες έλειπαν απ’ το βιβλίο
της ζωής της. Με κομμένη την ανάσα σκεφτόταν ολοένα
το γιασεμί που θα εύρισκε, το σπίτι που θα έβλεπε,
τον κήπο, τον φράχτη –
Και τη θαμμένη καρδιά
του πατέρα της.
Όταν είμαι κουρασμένη
Όταν είμαι κουρασμένη
σκέφτομαι το λαιμό σου
που ήτανε τό μαξιλάρι μου,
ένα βαθούλωμα που το γέμιζαν
μέρη του προσώπου μου –
στόμα, μύτη, μάτια, μαλλιά –
κάθε νύχτα, γιά χίλιες και μια νύχτες,
τότε που μέναμε άγρυπνοι και λέγαμε
ιστορίες ο ένας στον άλλο.
Τη χιλιοστή νύχτα
μας τελείωσαν τα λόγια
και την χιλιοστή πρώτη
ήμουν τόσο κουρασμένη
που σταμάτησα να μιλώ.
Έτσι ακούγαμε τη Σιωπή
να μας διαβάζει ιστορίες
κάθε νύχτα, και το πρόσωπό μου
κοιμόταν πάνω στο λαιμό σου –
μέχρι που μια νύχτα άκουσα
την αναπνοή της πάνω στό δέρμα σου.
Βραβευμένο διήγημα από το διαγωνισμό στη μνήμη της Νίκης Μαραγκού
Το Λάθος - Νόρα Νατζαριάν
Το κινητό της κτυπά τριανταεπτά, τριανταοκτώ φορές. Στο μέτωπό της, αμέτρητες ρυτίδες.
Ολόκληρη μέρα περιφέρεται άσκοπα μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, μ’ ένα σωρό αναπάντητα
ερωτήματα, ολομόναχη στο κέντρο της Ρώμης. Κι απ ́το παράθυρο μπαίνει το εκτυφλωτικό
καλοκαιρινό φως.
Γυρεύει κάποια ασφάλεια, κάποια σιγουριά, στρώνει το κρεβάτι να πλαγιάσει. Εκεί στρωμένο το άσπρο σεντόνι και ξαφνικά ανοίγουν οι πληγές, πού πήγε, πού χάθηκε, αδειάζει το κορμί της από δύναμη, ζαλίζεται, εξαφανίζεται ο εαυτός της, σαν να αιμορραγεί, σαν να κτυπάει η καρδιά της πάνω σε βράχους, δεν μπορώ, χάνομαι, δεν μπορώ, ό,τι υπάρχει μέσα της αδειάζει. Παλεύει να επανακολλήσει στο μυαλό της τα συντρίμμια.
- Πού πάμε; τη ρωτάει ο ταξιτζής.
- Δεν ξέρω, του απαντά. Non lo so.
Η κίνηση στον δρόμο είναι μεγάλη και η ζέστη αφόρητη. Στο ραδιόφωνο μια περίεργη ανδρική φωνή μιλάει ασταμάτητα για κάποιο σκάνδαλο. Περνάνε ένα ανθοπωλείο, και προσόψεις άλλων μαγαζιών, τι όμορφα και πολύχρωμα όλα, κι όμως...
- Aριστερά παρακαλώ, στη γωνία και σταματήστε.
- Tredici euro, signora. Grazie. Τα μάτια της γυναίκας ζητάνε βοήθεια, τι να ’χει άραγε, αναρωτιέται ο ταξιτζής. Πού πάει;
Κατεβαίνει κι αποφασίζει να περπατήσει μέχρι τη Φοντάνα ντι Τρέβι. Ακούει το σιντριβάνι, ο
ήχος τη δροσίζει για λίγο . Επιταχύνει το βήμα της και παρακολουθεί το έδαφος να γλιστράει και να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Σαν να κοιτάζει τον εαυτό της από ψηλά, να γλιστράει και να φεύγει, να γλιστράει και να φεύγει. Περιτριγυρισμένη από τουρίστες, από όλων των ειδών ανθρώπινες ιστορίες, χάνομαι, σκέφτεται. Τουρίστες, σανδάλια, ψάθινα καπέλα, φωτογραφικές μηχανές, παγωτά, καύσωνας, ελαφριά ζαλάδα, γλιστράω.
- Καλημέρα μαμά. Άλλαξα γνώμη, δε χάθηκα. Μ’αγαπάς ;
- Κυρία μου, όταν τελειώσετε να ρίχνετε κέρματα, μπορείτε ν’ απαντήσετε το κινητό σας ;
Τελείωσαν όλα λοιπόν, τα πίσω, τα μπροστά, τα παντού, τα πάντα, τελείωσαν οριστικά, εκείνο το απόγευμα πριν από χρόνια.
Είχα ένα μικρό ατύχημα. Γλίστρισα.
Έπεσα από τα σκαλιά.
Έχασα το παιδί.
Σκορπίζονται όλα σαν σκόνη, χάνονται από τα μάτια της. Το παιδί, αυτό το παιδί που αγαπά
περισσότερο απ’ την ίδια της τη ζωή το χάνει και όλος ο κόσμος θεατής σε μια παράσταση ρωτά, ζητά εξηγήσεις. Τι έγινε, πού και πώς και πότε; Πότε το είδατε τελευταία φορά;
Πριν από τρία χρόνια έγιναν όλα αυτά. Σύνελθε επιτέλους, λέει στον εαυτό της. Φάε ένα παγωτό. Καταλαβαίνω, θέλεις να κλάψεις, να μη σου δίνει κανείς σημασία, συνέχεια σκέφτεσαι και βουλιάζεις και ψάχνεις να βρεις την άκρη, δεν είναι εύκολο αλλά η ζωή προχωράει, άνοιξε τα μάτια σου διάπλατα.
Πόσο μπερδεμένη αυτή η ιστορία. Πού είναι η έξοδος; USCITA. Στο κινητό της λένε πάντοτε τα ίδια. Δυστυχώς, δεν έχουμε κανένα νεότερο. Όλα τα τμήματα και όλες οι περίπολοι έχουν ειδοποιηθεί. Ώρες, μέρες, βδομάδες, το κινητό χτυπάει, το παιδί μεγαλώνει. Ο ταξιτζής οδηγά και σκέφτεται πως αυτοί που μπαίνουνε στο ταξί του συνήθως μυρίζουνε επιτυχία, χρυσές πιστωτικές κάρτες, ακριβές δερμάτινες ζώνες. Άλλοι έχουνε λιώσει σόλες και σόλες, κουράζονται, παίρνουνε ταξί. Και κάποτε, αραιά και πού, ένα μυστήριο, κάποιο πρόσωπο απελπισμένο, μια ψυχή τραυματισμένη.
- Καπνίζω, πίνω εσπρέσσο πικρό και η ζωή, κυρία μου, συνεχίζεται. Μένω στον δεύτερο όροφο πολυκατοικίας και ακούω συνέχεια τους Αλβανούς από δίπλα να καυγαδίζουν, και τους δύο σκύλους να γαβγίζουν. Οι τοίχοι είναι λεπτοί, χάρτινοι, ακούγεται το κάθε τι. Με πνίγουν χρέη και μιζέριες, φτώχυνε ο κόσμος ξαφνικά και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο οικονομικό, κυρία μου, η Ιταλία βυθίζεται, θέλω να τα παρατήσω όλα, να φύγω οριστικά... Πού όμως; Η γυναίκα μου δεν λέει τίποτα, λες και τα έχουμε πει όλα, μα όλα, για μια ολόκληρη ζωή. Κάποτε ήθελα να γίνω δάσκαλος, ήμουν καλός στα μαθηματικά. Ανάβω τσιγάρο, κι άλλο, κι άλλο. Η κυβέρνηση, λέει, αντιμετωπίζει προβλήματα. Δουλεύω σκληρά, δεν ξέρω πόσες ώρες την ημέρα. Κάποτε ήμουν ο πρόεδρος της τάξης, κάποτε ήθελα να γίνω πλούσιος, κέρδισα το λαχείο, τα ’παιξα όλα στον τζόγο, μου φαίνεται αστείο τώρα. Όλοι βιάζονται, ο χρόνος είναι χρήμα και η ζωή ένα κλουβί, signora...
Είμαστε παγιδευμένοι όλοι σε μια περίεργη μοίρα, σε κάποιο λάθος. Κι εγώ πλάθω ιστορίες για να περνά η ώρα. Και το μεγάλο ερώτημα είναι αυτό: Πώς περνάνε οι μέρες όταν μια μέρα είναι η ίδια με τη χθεσινή; Να, αυτή είναι η ζωή μου, ένα μικρό, πικρό εσπρέσσο.
Οι σειρήνες δεν άργησαν ν’ακουστούν. Ένα ξανθό παιδί με μεγάλα, ζωηρά μάτια αφήνει το χέρι της μάνας του και χάνεται μέσα στο πλήθος κόσμου, ζητούνται μάρτυρες. Οι παλάμες του είχαν ιδρώσει. Ζητoύνται μάρτυρες.
Έχασα το παιδί.
Τι εννοείς;
Χάθηκε το παιδί.
Μα τι λες τώρα; Έχεις τρελλαθεί;
Μα τι λες τώρα; Έχεις τρελλαθεί; Μα τι λες τώρα; Έχεις τρελλαθεί; Μα τι λες τώρα;
Ψάχνω το παιδί με λύσσα, μέχρι που οι μέρες σβήνουνε, οι νύχτες φεύγουν, τριγυρνάω από
τετράγωνο σε τετράγωνο κι από πρόσωπο σε πρόσωπο, σε υπόγεια, σε ταράτσες, σε πιάτσες
και μουσεία. Λέω ψέματα όταν εξηγώ πως το παιδί ήταν έμβρυο, πως δεν είχε καν γεννηθεί,
θα λέω ψέματα μέχρι το τέλος του κόσμου, σε όλες τις πόλεις που επισκέπτομαι, γιατί το παιδί εξαφανίστηκε σε κλάσμα δευτερολέπτων κι εγώ από τότε τρέχω, τρέχω να προλάβω κάτι, να ξεφύγω από κάτι, δεν ξέρω κι εγώ από τι. Το κινητό μου κτυπά τριανταεπτά, τριανταοκτώ φορές.
Ολόκληρη μέρα περιφέρομαι άσκοπα, ολομόναχη στο κέντρο της Ρώμης, μετράω τις ανάσες μου. Στέκομαι μπροστά στην Πιετά του Μιχαήλ Άγγελου. Μπροστά στη Μητέρα του Θεού, που κρατά στην αγκαλιά της τον σταυρωμένο της γιο. Νιώθω αναστάτωση, νιώθω άδεια, νιώθω πόνο.
- Κοίτα με πώς μεγάλωσα, μαμά!
Έχουνε μακρύνει τα μαλλιά σου. Τα χρυσά σου μαλλιά, τα βλέπω κάθε νύχτα στα όνειρά μου.
Και τρέμω μήπως σε χάσω, τρέμω μήπως μου πεις πως φταίω εγώ, πως έφταιγα εγώ που ήμουν απρόσεκτη, πως δεν ήμουν καλή μητέρα, πως δεν θα με συγχωρέσεις ποτέ, και τρέχω σαν τρελλή στους δρόμους των ονείρων μου, και μετά δεν σε βλέπω, δεν σε βρίσκω πουθενά, μάταιο... και ξυπνώ.
Σιωπηλή, χαμένη στις σκέψεις της, χαμένη η κυρία. Πάνε κι έρχονται διάφορα στο μυαλό της, το βλέπω στα μάτια της, δυο μεγάλα, μελαγχολικά μάτια, χαμένα στους λαβύρινθους της ενοχής. Μοιραστήκαμε την ιστορία της, χωρίς καν να μιλήσουμε.
Κάποιος κορνάρει επίμονα, η κυρία φεύγει κι η ιστορία συνεχίζεται. Την κοιτάζω καθώς μου ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα. Η πόρτα του ταξί κλείνει και μου αφήνει για παρέα μια βουβή ησυχία. Τι έλεγα λοιπόν; Κάπου έχει γίνει κάποιο λάθος, signora. C'è un errore. Αύριο θα τα ξαναγράψω όλα απ’ την αρχή, κυρία μου, θα δείτε. Οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια θα είναι άδεια, τα μαγαζιά κλειστά. Θα προχωρήσετε με αργά και αποφασιστικά βήματα στη Βία ντε λα Κοντσιλιατσιόνε, στην Οδό της Συμφιλίωσης.
Στο τέρμα της οδού θα σας περιμένει ένα αγοράκι με ξανθά μαλλιά.