«Ο Πούσκιν
ήταν για όλους τους ποιητές σαν μια ποιητική φλόγα που έπεσε απ’ τα ουράνια και
από την οποία σαν κεράκια άναψαν άλλοι αυτοφυείς ποιητές. Γύρω του διαμορφώθηκε ολόκληρος αστερισμός»
είπε ο διάσημος Ρώσος συγγραφέας Nikolai Gogol για τον Αλεξάντρ Πούσκιν, τον ποιητή ο οποίος μέσα στη σύντομη ζωή
του δημιούργησε έργα που άλλαξαν δραματικά την πορεία της ρωσικής λογοτεχνίας.
O Aleksandr Sergeyevich Pushkin, γόνος παλαιότατης αριστοκρατικής οικογένειας,
γεννήθηκε στη Μόσχα στις 6 Ιουνίου του 1799. Από μικρός επέδειξε ισχυρή κλίση
προς τη λογοτεχνία, πιάνοντας την πένα από παιδί, ενώ γνωρίζεται με σπουδαίες
προσωπικότητες των τεχνών και των γραμμάτων στο σπίτι του, το οποίο αποτελεί
εστία συγκέντρωσης προσωπικοτήτων της εποχής.
Είναι μόλις 15 ετών όταν δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα, ενώ με την αποφοίτησή
του από το Αυτοκρατορικό Λύκειο είναι ήδη ευρέως γνωστός για το ταλέντο του
στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Η πρόσφατη Γαλλική Επανάσταση εμπνέει
το νεαρό Πούσκιν, ο οποίος προσηλώνεται στα φιλελεύθερα
ιδεώδη και τον ουμανισμό.
Σε ηλικία 20 περίπου ετών γνωρίζει το έργο του Λόρδου Βύρωνα ενώ σταδιακά αναδεικνύεται ως ο εκπρόσωπος των
ριζοσπαστικών λογοτεχνών, κάτι που προκαλεί τη σύγκρουσή του με την κυβέρνηση. Ως
αποτέλεσμα, εξορίζεται από την πρωτεύουσα και βρίσκεται στον Καύκασο, την
Κριμαία, την Καμένκα και το Τσισνάου, όπου έγινε μέλος της μασονικής στοάς αλλά
και της ελληνικής Φιλικής Εταιρίας, με σκοπό την απελευθέρωση της χώρας από τον
τουρκικό ζυγό.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση, ο Πούσκιν κρατούσε ημερολόγιο με τα σημαντικότερα γεγονότα του ελληνικού αγώνα,
ενώ συνέθεσε και αρκετά ποιήματα. Τα χρόνια αυτά γράφει τον «Αιχμάλωτο του
Καυκάσου», ενώ στη συνέχεια μετά από νέα σύγκρουση με το τσαρικό καθεστώς,
εξορίζεται στο κτήμα της μητέρας του, όπου αναγκάζεται να παραμείνει για δυο
χρόνια.
Στα χρόνια αυτά της εξορίας έγραψε το δράμα «Μπόρις Γκουντούνοφ», το όποιο όμως
δεν θα κατορθώσει να δημοσιεύσει πριν από το 1830, λόγω της λογοκρισίας την
οποία υφίσταται ακόμα και μετά την χάρη που λαμβάνει από τον τσάρο Νικόλαο τον
Α’. Το πρωτότυπο του δράματος ωστόσο, χωρίς λογοκριτικές επεμβάσεις δεν
δημοσιεύθηκε πριν από το 2007.
Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, θαυμαστής
του «Γκουντούνοφ», έγραψε αργότερα: «Θα μπορούσαν να γραφούν ολόκληρα
βιβλία πάνω στους χαρακτήρες του έργου αυτού, που ο Πούσκιν άντλησε από τη
ρωσική γη, που πρώτος αυτός ανακάλυψε, λάξεψε και έθεσε μπροστά στα μάτια μας,
για τώρα και για πάντα, μέσα στην αδιαφιλονίκητα σεμνή και μεγαλόπρεπη μαζί
ψυχική ομορφιά τους».
Στις 18 Φλεβάρη 1831 παντρεύεται την
διάσημη καλλονή της εποχής, Natalia Goncharova. Το 1833 δημοσιεύεται
η έμμετρη του σύνθεσή του «Ευγένιος Ονέγκιν», έργο το οποίο αποδεικνύεται
προφητικό αφού ο ποιητής θα έχει το ίδιο τέλος με αυτό του διάσημου ήρωά του. Ο
κορυφαίος Ρώσος κριτικός της εποχής Vissarion Belinsky χαρακτηρίζει
τον «Ευγένιο Ονέγκιν» «εγκυκλοπαίδεια της ρωσικής ζωής και καθρέφτη
της εθνικής συνείδησης στην πρώτη της αφύπνιση». Ο ίδιος ο Πούσκιν αποκαλεί
την αισθητική αντίληψή του που αποτυπώνεται στον «Ονέγκιν» ρομαντικό ρεαλισμό και τον εαυτό του «ποιητή της πραγματικότητας».
Στις 29 Γενάρη 1837, ο Πούσκιν τραυματίζεται θανάσιμα σε μονομαχία με
τον Ζορζ ντ' Αντές και δυο μέρες αργότερα πεθαίνει, είδηση που προκαλεί μεγάλη
συγκίνηση σε ολόκληρη τη χώρα. Ο ποιητής Mikhail Lermontov συνθέτει την
ωδή «Ο θάνατος του ποιητή», η οποία, ειρωνικά, προφητεύει και τον δικό του
θάνατο, επίσης σε μονομαχία.
Ο Αλεξάντρ Πούσκιν άφησε πίσω του περί τα 800
λυρικά και αφηγηματικά ποιήματα, πολιτικά κείμενα και δοκίμια, τα
περισσότερα από τα οποία δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον εξαιτίας της τσαρικής
λογοκρισίας. Χαρακτηρίζεται οθεμελιωτής της νέας ρωσικής λογοτεχνίας και τιμάται ως ο εθνικός
ποιητής της Ρωσίας. «Άδειος, είν' όποιος προσπαθεί να γεμίσει από
τον εαυτό του» Αλεξάντρ Πούσκιν
πηγή: http://tvxs.gr
Στο τελευταίο βαγόνι
Μοναχικός της
λευτεριάς σπορέας βγήκα,
νωρίς, προτού
καλοχαράξει
και με καθάριο
χέρι, μα κι αθώο,
σπόρο πετούσα,
ζωντανό,
φυτείες, σε
σκλαβωμένο όργο, να καρπίσει.
Μα τον καιρό μου
έχασα μονάχα,
τις ακριβές μου
σκέψεις και τους κόπους...
Βοσκήστε, ήμερων
λαών αγέλες!
Εσάς, φωνή τιμής
δε σας ξυπνάει...
Της λευτεριάς το
δώρο τι το θέλουν,
τάχατες, τ'
άβουλα κοπάδια;
Σ' αυτά το
σφάξιμο ταιριάζει
και η κουρά του
τομαριού τους μόνο·
κι από γενιά τους
σε γενιά κληροδοτούνε
σκλαβιάς ζυγό,
κουδούνια και καμτσίκι.
Alexander Sergeyevich Pushkin
(1799 – 1837)
Απόδοση: ΚΙΡΑ ΣΙΝΟΥ
Σπορέας της
Ελευθερίας μόνος
εβγήκα την αυγή
προτού φανεί το αστέρι.
Στους όργους της
σκλαβιάς ο ζωογόνος
σπόρος εσπάρθηκε
από αγνό και τίμιο χέρι,
μα άδικες
επήγανε, χαμένες
οι ώρες μου, οι
κόποι μου, οι σκέψεις μου οι ευλογημένες.
Βοσκάτε μη την
ησυχία σας, λαοί!
Κανένα σάλπισμα
τιμής να σας ξυπνήσει δεν μπορεί.
Το δώρο της
ελευθερίας για τα κοπάδια
είναι μονάχα μια
κουβέντα άδεια.
Τι να την κάμουν;
Η μόνη τους απαντοχή
είτε κουρά είτε
σφαγή,
από γενιά σ’ άλλη
γενιά
η κουδουνάτη
λαιμαργιά
και μόνο τους
βαγγέλιο
ο βούρδουλας και
το φραγγέλιο.
***
Στων μεταλλείων
της Σιβηρίας τα βάθη
αγέρωχα φυλάχτε
την υπομονή,
χαμένα δεν θα παν
του μαρτυρίου σας τα πάθη,
ούτε και των
ονείρων σας η σκέψη η υψηλή.
Η ελπίδα, αδερφή
πιστή στη δυστυχία,
στα έγκατα της
γης τα σκοτεινά
το πνεύμα θα
ξυπνήσει και την ανδρεία
- η ώρα θα ‘ρθει
η ποθητή ξανά:
Θα φτάσουν ως
εσάς η αγάπη κι η φιλία,
στη σκοτεινή θα
μπούνε φυλακή,
όπως στο κάτεργο
απ’ την ελευθερία
έρχεται η φωνή
μου να σας βρει.
Θα πέσουν τα
βαριά δεσμά,
οι φυλακές θα
γκρεμιστούν κι η λευτεριά
απόξω απ’ την
πόρτα θα σας καρτερεί
κι οι αδελφοί στο
χέρι σας θα ξαναβάλουν το σπαθί.
***
Από τον
Πιντεμόντε
Υπάρχουν
δικαιώματα ηχηρά,
ξέρω, πολλά
θαμπώνουνε μυαλά,
όμως εγώ δεν τα
τιμώ· παράπονα δεν κάνω που οι θεοί
μου αρνηθήκαν το
γλυκό προνόμιο στην πληρωμή
των φόρων να
μετέχω· ούτε κι εμπόδια να βάλω
στο ‘να βασίλειο
να πολεμάει τ’ άλλο.
Λίγο με νοιάζει
μπορεί ή δεν μπορεί η δημοσιογραφία
να σατιρίζει τους
μωρούς και η μυγιάγγιχτη λογοκρισία
των περιοδικών να
περικόβει την αμετρολογία.
Λόγια, λόγια,
λόγια όλα αυτά.
Άλλα, καλύτερα,
δικαιώματα μου είναι σεβαστά.
Άλλη, καλύτερη,
ζητώ ελευθερία:
Να σε ορίζει ο
τσάρος, να σε ορίζει ο λαός
το ίδιο δεν μας
κάνει;
Είθε ο θεός
να τους φυλάει! Μα
κανενός
υπόλογος ο
άνθρωπος δεν είναι, σημασία
ας δίνει μόνο στη
ζωή του
τον εαυτό του να
φροντίζει και να υπερετεί.
Για τη λιβρέα,
για την εξουσία,
η σκέψη, η
συνείδηση του
μην καμφθεί
- γι αυτά μην
σκύψει το κεφάλι.
Όπου θελήσει
γυρνάει τα βήματα του,
ό,τι ορίσει η
καρδιά και η ψυχή:
τις θεϊκές της
φύσης ομορφιές, της τέχνης πάλι
και της έμπνευσης
τα έργα
να τα γλεντήσει,
να τα χαρεί
- αυτά τα
δικαιώματα του…
***
Μετάφραση Μήτσος
Αλεξανδρόπουλος