ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Οι μαθητές του φωτός πάντα ανακάλυπταν σκοτάδια πιο διάφανα.
Μες στα νερά του ο ποταμός κυλά ένα σώμα γυναικός μικρό το τέλος
δεν θ’ αργήσει.
Η χήρα με νυφιάτικα ακολουθεί λάθος πομπή· όλο μας φτάνουμε στο
μνήμα μας καθυστερημένοι.
Ένα καράβι σάρκινο βουλιάζει σε μικρή αμμουδιά. Ο τιμονιέρης
συνιστά στον κόσμο να σωπάσει.
Τα κύματα προσμένουνε, Θεέ μου, ανυπόμονα· όλο και πιο κοντά σου.
Ο τιμονιέρης συνιστά να μιλήσουν τα κύματα, κι αυτά μιλούν.
Η νύχτα σφραγίζει τις μποτίλιες της με αστέρια και θησαυρίζει
κάμνοντας εξαγωγή.
Μεγάλες αγορές οικοδομούνται για την πώληση αηδονιών, αλλά δεν
επαρκούν για να εκπληρώσουν την επιθυμία της βασίλισσας
τής Σιβηρίας που ζητά ένα αηδόνι λευκό.
Ένας εγγλέζος υπομοίραρχος ορκίζεται πως δεν θα τον συλλάβουν
να μαζεύει άλλη φορά τη νύχτα αλιφασκιές ανάμεσα στα πόδια
αλατένιων αγαλμάτων.
Την ίδια στιγμή μια μικρή αλατιέρα Κάλας ορθώνεται με δυσκολία
στις λεπτές της γάμπες.
Ρίχνει στο πιάτο μου ό,τι μου απομένει από ζωή.
Φτάνει και περισσεύει για ν’ αλατιστεί ολόκληρος ο Ειρηνικός.
Πάνω στο μνήμα μου να βάλετε ένα σωσίβιο.
Καλού κακού· ποτέ κανείς δεν ξέρει.
Μετάφραση: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου:
Από το βιβλίο: Χριστόφορος Λιοντάκης (επιμ.), «Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1988, σελ. 232-233.
Σε μιαν άγνωστη αγαπημένη (1926)
Μετάφραση Ζ. Δ. Αϊναλής
Ω, του έρωτα πίκρες!
Ω, του έρωτα πίκρες!
Πόσο μου ‘στε απαραίτητες, πόσο μου ‘στε ακριβές.
Τα μάτια μου που να κλείνοντας μπροστά σε φανταστικά δάκρυα,
Τα χέρια μου που να τείνοντας ασταμάτητα στο κενό.
Ονειρεύτηκα αυτή τη νύχτα τοπία παράφορα και τολμηρές περιπέτειες
Εξίσου από την οπτική του θανάτου κι από την οπτική της ζωής, που είναι ταυτόχρονα του έρωτα η οπτική.
Απ’ τη στιγμή που ξυπνώ είστε παρούσες, ω του έρωτα πίκρες, ω της έρημος μούσες, μούσες απαιτητικές.
Το γέλιο μου κι η χαρά μου συσπειρώνονται γύρω σας. Είναι τα ψιμύθια σας, η πούδρα σας, το κραγιόν σας, είν’ η φιδίσια τσάντα σας, το μεταξωτό σας εσώρουχο… Κι είναι ακόμα αυτή η πτυχή ανάμεσα στ’ αυτί και στο σβέρκο, στη γέννηση του λαιμού, το μεταξένιο σας παντελόνι και το λεπτό σας πουκάμισο και το γούνινο σας παλτό, η ολοστρόγγυλη σας κοιλιά το γέλιο μου κι οι χαρές μου οι γάμπες κι όλα σας τα κοσμήματα.
Πόσο είστε, στ’ αλήθεια όμορφα, ντυμένη και στολισμένη.
Ω, του έρωτα πίκρες, άγγελοι απαιτητικοί, έτσι εγώ σας φαντάζομαι στην ίδια την οπτασία του έρωτα μου συγχέοντας σας μαζί του…
Ω, του έρωτα πίκρες, εσείς που εγώ δημιούργησα κι έντυσα, συγχέεστε με τον έρωτα μου του οποίου δεν γνωρίζω παρά τα ρούχα μονάχα κι ακόμα τα μάτια, τη φωνή, το πρόσωπο, τα χέρια, τα μαλλιά, τα δόντια, τα μάτια…
***
Σ’ ονειρεύτηκα τόσο συχνά
Σ’ ονειρεύτηκα τόσο συχνά που τώρα αρχίζεις και χάνεις την πραγματικότητα σου.
Υπάρχει ακόμη καιρός να εγγίσω το ζωντανό τούτο κορμί και να φιλήσω σε τούτο το στόμα τη γέννηση της φωνής οπού μου ‘ν’ ακριβή;
Σ’ ονειρεύτηκα τόσο συχνά που τα μπράτσα μου συνηθισμένα ν’ αγκαλιάζουν τον ίσκιο σου σταυρώνοντας τον αέρα στο στήθος μου δεν θα υπακούσουν στο περίγραμμα του κορμιού σου, ίσως.
Και που, μπροστά στην πραγματική εμφάνιση εκείνου που με στοιχειώνει και που με κυβερνά μέρες και χρόνια τώρα θα καταντήσω το δίχως άλλο κι εγώ με τη σειρά μου σκιά,
αισθηματικές αμφιταλαντεύσεις.
Σ’ ονειρεύτηκα τόσο συχνά που δεν υπάρχει καιρός πια να ξυπνήσω. Κοιμάμαι όρθιος, έκθετο το κορμί σ’ όλες τις φαινομενικότητες, και της ζωής και του έρωτα και τις δικές σου, της μόνης που μετράει για μένα ακόμα, ότι είναι λιγότερο πιθανό ν’ αγγίξω το μέτωπο και τα χείλια σου παρά τα πρώτα χείλια και το πρώτο μέτωπο που θ’ απαντήσω μπροστά μου.
Σ’ ονειρεύτηκα τόσο συχνά, περπάτησα τόσο, μίλησα, πλάγιασα με το φάντασμα σου τόσες φορές, που δεν μου μένει κάτι περισσότερο πια, κι όμως, να γίνω ίσως περισσότερο φάντασμα απ’ όλα τα φαντάσματα, η σκοτεινότερη των σκιών μες τις άλλες σκιές που διαβαίνει και θα διαβαίνει ανάλαφρα μες το ηλιακό ρολόι της δικής σου ζωής.
***
Τα τοπία του ύπνου
Μέσα στη νύχτα υπάρχουν βέβαια τα επτά θαύματα του κόσμου, η γοητεία, το μεγαλείο κι η τραγικότητα.
Τα δάση συγκρούονται σύγχυση τα πλάσματα των θρύλων κρυμμένα στα ρουμάνια.
Υπάρχεις εσύ.
Μέσα στη νύχτα υπάρχει το βήμα του μακρινού στρατολάτη κι εκείνο του δολοφόνου κι εκείνο του λοχία της πόλης και το φως των φανοστατών και του φαναριού του ρακοσυλλέκτη.
Υπάρχεις εσύ.
Μέσα στη νύχτα περνάνε τα τρένα και τα βαπόρια και οι αντανακλάσεις των χωρών που ξημερώνει.
Οι τελευταίες ανάσες του λυκόφωτος κι οι πρώτες ανατριχίλες της αυγής.
Υπάρχεις εσύ.
Ένας ήχος πιάνου, και μία έκρηξη φωνής.
Η πόρτα που κλείνει. Ένα ρολόι.
Και όχι μόνο τα πλάσματα και τα πράγματα και οι ένυλοι ήχοι.
Αλλά ακόμα κι εγώ που με καταδιώκω αδιάκοπα χωρίς ποτέ να με ξεπερνώ.
Υπάρχεις εσύ ένα σφάγιο, εσύ που προσμένω.
Κάποτε γεννιούνται παράξενα πλάσματα μέσα στο βύθος του ύπνου κι εξαφανίζονται.
Όταν κλείνω τα μάτια, φωσφορίζουσες ανθοφορίες εμφανίζονται και μαραίνονται κι ανασταίνονται καθώς που σάρκινο πυροτέχνημα.
Άγνωστες χώρες που να διασχίζοντας με μόνη τη συντροφιά ανήκουστων πλασμάτων.
Υπάρχεις εσύ το δίχως άλλο, εσύ η διακριτική και η όμορφη η κατάσκοπος.
Και η ψυχή απτή η της έκτασης.
Και τ’ αρώματα τ’ ουρανού και τ’ αστέρια και το τραγούδι του κόκορα εδώ και 2000 χρόνια και οι κραυγές του παγονιού μες τα πυρπολημένα πάρκα και των εραστών.
Χέρια που χειράπτουν διεστραμμένα μέσα στο ύποπτο ημίφως τροχοί που να τρίζοντας πάνω σε μεδουσώδεις δρόμους.
Υπάρχεις εσύ το δίχως άλλο εσύ που γνώριζα, εσύ που δεν γνωρίζω.
Εσύ, η στα όνειρα μου παρούσα, κι η επιμένουσα να σε μαντεύω κι όχι να σε γνωρίζω.
Εσύ, η ασύλληπτος εντός της πραγματικότητας κι εντός του ονείρου.
Εσύ, η ανήκουσα βουλητικά σε μένα και να εξουσιάζοντας το φάσμα σου εσύ η μήποτε άπτουσα του προσώπου μου το δικό σου και κλειστά μου τα μάτια σ’ όνειρο και πραγματικότητα εξίσου.
Εσύ, η περιγραφομένη ρηχών ρητορικών οπού το κύμα ξεψυχά στις ακτές, οπού η κουρούνα πετά σ’ ερειπωμένα εργοστάσια, οπού σαπίζει το δάσος σπάζοντας κάτω από έναν μολύβδινο ήλιο.
Εσύ, ένα-ένα τα όνειρα μου που έχτισα πάνω σου όσο που ανατίναζες απ’ τα μέσα το πνεύμα μου μεστό των πιο απίθανων μεταμορφώσεων και που το γάντι σου μ’ άφηνες στα χείλια όσο που φιλούσα το χέρι σου.
Μέσα στη νύχτα υπάρχουν τ’ αστέρια κι η ζοφώδης της θάλασσας κίνηση, τα ποτάμια, τα δάση, οι πόλεις, τα χόρτα, οι πνεύμονες εκατομμυρίων κι εκατομμυρίων πλασμάτων.
Μέσα στη νύχτα υπάρχουν τα θαύματα του κόσμου.
Μέσα στη νύχτα δεν υπάρχουν φύλακες άγγελοι αλλά υπάρχει ο ύπνος.
Μέσα στη νύχτα υπάρχεις εσύ.
Μέσα στη μέρα επίσης.
***
Αν ήξερες μόνο
Μακριά από μένα και μοιάζοντας στ’ αστέρια και σ’ όλα τα μαραφέτια της ποιητικής μυθολογίας,
Μακριά από μένα κι ωστόσο παρούσα μες την άγνοια σου,
Μακριά από μένα και πιο πολύ ακόμα σιωπηλή γιατί συνέχεια σε σκέφτομαι,
Μακριά από μένα, γλυκέ μου αντικατοπτρισμέ κι αιώνιο όνειρο μου εσύ, εσύ δεν μπορείς να ξέρεις.
Αν ήξερες μόνο.
Μακριά από μένα κι ίσως να μ’ αγνοούσες εκ των προτέρων ακόμα, ακόμα να μ’ αγνοείς.
Μακριά από μένα γιατί το δίχως άλλο δεν μ’ αγαπάς ή, ακόμα κι αν, που αμφιβάλλω.
Μακριά από μένα γιατί επιμένεις προκλητικά ν’ αγνοείς το παθιασμένο μου πόθο.
Μακριά απόμένα γιατί είσαι σκληρή.
Αν ήξερες μόνο.
Μακριά από μένα, χαρούμενη καθώς που το άνθος χορεύοντας στο ποτάμι στο χείλος του υδάτινου μίσχου του, θλιμμένη καθώς που η έβδομη ώρα βαριά μες τους μανιταρώνες.
Μακριά από μένα σιωπηλή ακόμη κι αν ήμουν παρών και χαρούμενη ακόμα καθώς που οι ώρες με τη μορφή του πελαργού που πέφτοντας από ψηλά.
Μακριά από μένα τη στιγμή που τραγουδούν οι αποστακτήρες, τη στιγμή που η θάλασσα θορυβώδης και σιωπηλή διπλώνει σε προσκέφαλα λευκά.
Αν ήξερες μόνο.
Μακριά από μένα, παρούσα μου θύελλα, μακριά μου μες στον υπέροχο βόμβο των οστράκων των στρειδιών που σπάζοντας στο βήμα του υπνοβάτη, που ξημερώνοντας η μέρα όταν περνά μπροστά απ’ τις πόρτες των εστιατορίων.
Αν ήξερες μόνο.
Μακριά από μένα, αντικατοπτρισμέ μου εθελούσιε και υλικέ.
Μακριά από μένα, υπάρχει ένα νησί που συστρέφεται στο πέρασμα των πλοίων.
Μακριά από μένα ένα κοπάδι βοδιών ειρηνικών που χάνοντας το δρόμο απ’ τον ήλιο, να σταματά επίμονα στο χείλος ενός βαθιού γκρεμού, μακριά από μένα, εσύ σκληρή.
Μακριά από μένα, το πεφταστέρι να διαλέγοντας τη νυχτερινή μποτίλια του ποιητή. Κλείνει ζωηρά το φελλό κι έκτοτε καραδοκεί τ’ αστέρι έγκλειστο μες το γυαλί, καραδοκεί τους αστερισμούς που γεννιούνται μυστικά στα τοιχώματα, μακριά από μένα, είσαι μακριά από μένα πολύ.
Αν ήξερες μόνο.
Τα φιλιά των εραστών κι οι αυτοκτονίες ανά δυο κι η γδύμνια στις κάμαρες των άγνωστων καλλονών και τα όνειρα τους μεσάνυχτα, και τα ηδονικά μυστικά ξαφνιασμένα από τις λάμες της επιφάνειας ξύλινης του πατώματος.
Μακριά από μένα,
Αν ήξερες μόνο.
Αν ήξερες μόνο το πόσο σ’ αγαπώ παρόλο που καθόλου δεν μ’ αγαπάς, και το ξέρω, το πόσο είμ’ ευδαίμων, το πόσο είμ’ άλκιμος κι υπερήφανος να παίρνω τους δρόμους με την εικόνα σου στο μυαλό μου, να παίρνω τους δρόμους του σύμπαντος.
Το πόσο είμαι ευδαίμων πεθαίνοντας.
Αν ήξερες μόνο το πόσο ο κόσμος όλος μου υποτάχθηκε.
Κι εσύ, ανυπότακτη ακόμα καλλονή, το πόσο είσαι αιχμάλωτη μου δική μου μικρή.
Εσύ, μακριά από μένα, εσύ που σ’ εσένα έχω υποταγεί.
Αν ήξερες μόνο.
***
Όχι ο έρωτας δεν είναι νεκρός
Όχι, ο έρωτας δεν είναι νεκρός σ’ αυτήν την καρδιά σε τούτα τα μάτια σ’ αυτό το στόμα που ήδη διακήρυττε την απ’ ώρα αρχινισμένη κηδεία.
Ακούστε, μπούχτισα γραφικότητα, χρώματα, γοητεία.
Αγαπάω τον έρωτα, την τρυφερότητα του και την ανελέητη του σκληρότητα.
Ο έρωτας μου δεν έχει παρά ένα μονάχα όνομα, παρά μία μονάχα μορφή.
Τα πάντα ρει. Στόματα επικολλούνται σ’ αυτό το στόμα
Ω! εσύ του έρωτα μου όνομα και μορφή,
Μια μέρα στη θάλασσα ανάμεσα σ’ Ευρώπη κι Αμερική
Την ώρα που κι η έσχατη ακτίνα του ήλιου θα καθρεφτίζεται στην κυματώδη επιφάνεια των κυμάτων, ή σε μια νύχτα με καταιγίδα κάτω από ‘να δέντρο στην εξοχή, ή σ’ ένα γρήγορο αυτοκίνητο,
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό στη λεωφόρο Μαλεσέρμπ,
Μια μέρα βροχερή,
Πριν να ξαπλώσεις την χαραυγή,
Σκέψου, διατάζω το οικείο μου φάντασμα σου, πως υπήρξα ο μόνος που σ’ αγάπησε χωρίς να σε ξέρει και πως είναι κρίμα που ποτέ δεν με γνώρισες.
Σκέψου, πως ποτέ δεν πρέπει να μετανιώνεις· πριν από μένα ο Ρονσάρ κι ο Μπωντλαίρ τραγουδήσανε το παράπονο των γριών ακόμα και των νεκρών που περιφρόνησαν τον αγνότερο έρωτα,
Εσύ, όταν θα ‘σαι νεκρή,
Θα ‘σαι ακόμα όμορφη, ποθητή.
Εγώ, θα είμαι ήδη νεκρός, έγκλειστος ολάκερος μες στο αθάνατο σου κορμί, κι η στίλβουσα σου εικόνα παρούσα στο άπειρο ανάμεσα στ’ ακατάβλητα θαύματα της ζωής και της αιωνιότητας, αν, αν όμως είμαι ακόμα ζωντανός
Η φωνή σου κι ο τόνος της, το βλέμμα σου κι οι ακτίνες του,
Το άρωμα σου και των μαλλιών σου το άρωμα κι άλλα πολλά πράγματα ακόμα δικά σου θα ζούνε εντός μου,
Εντός μου που δεν είμαι μήτ’ ο Ρονσάρ μητ’ ο Μπωντλαίρ,
Παρά μονάχα ένας φτωχός Ρομπέρ Ντεσνός και που, για να ‘χοντας σε γνωρίσει και αγαπήσει,
Ξέρω να τα τιμώ ακριβά.
Εγώ, που είμαι ο Ρομπέρ Ντεσνός, μόνο για να σ’ αγαπώ,
Και που υστεροφημία άλλη καμιά δε ζητώ παρά μονάχα πως σε αγάπησα.
***
Καθώς που ένα χέρι τη στιγμή του θανάτου
Καθώς που ένα χέρι τη στιγμή του θανάτου και του ναυάγιου ντύνεται τις ακτίνες του δύοντος ήλιου, έτσι και τα μέλη σου όλα ακτινοβολούνε τα βλέμματα σου.
Δεν υπάρχει πλέον καιρός, ίσως δεν υπάρχει πλέον καιρός να με δεις,
Αλλά το φύλλο που πέφτει και ο δρόμος που στρίβει,
Θα σου πουν πως τίποτα δεν είν’ αιώνιο πάνω στη γη,
Εκτός απ’ τον έρωτα,
Και προσπαθώ μ’ αυτό να με πείσω.
Σωτήριες λέμβοι βαμμένες χρώματα ερυθρά,
Καταιγίδες που τρυπώνουν μέσα στα σύννεφα,
Κάποιο παρωχημένο βαλς που μεταφέροντας τον καιρό και τον άνεμο στα αχανή ουράνια διαστήματα.
Τοπία.
Εγώ δεν θέλω άλλο παρά την περίπτυξη εντός της οποίας μπορώ κι αναπνέω
Πεθαίνοντας το τραγούδι του κόκορα.
Καθώς που ένα χέρι, τη στιγμή του θανάτου, συσπάται, σφίγγεται η καρδιά μου.
Δεν έκλαψα ποτέ απ’ όταν σε γνώρισα.
Σ’ αγαπώ υπερβολικά αγάπη μου για να κλάψω.
Εσύ, θα κλάψεις στον τάφο μου,
Ή εγώ στον δικό σου.
Δεν θα είναι πολύ αργά.
Θα πω ψέματα. Πως ήσουν τάχα η ερωμένη μου.
Κι έπειτα είναι πράγματι άχρηστο.
Όπου να ‘ναι κι οι δυο θα πεθάνουμε.
***
Επωφελούμενος της νύχτας
Που να γλιστρώντας στον ίσκιο σου επωφελούμενος της νύχτας
Που ν’ ακολουθώντας τα βήματα σου, στο παράθυρο τη σκιά σου.
Αυτή η σκιά στο παράθυρο είσαι εσύ, δεν είναι μια άλλη, είσαι εσύ.
Μην ανοίγεις αυτό το παράθυρο πίσω τις κουρτίνες απ’ του οποίου κινείσαι.
Κλείσε τα μάτια.
Ήθελα με τα χείλη μου να τα κλείσω.
Μα το παράθυρο ανοίγει κι ο άνεμος, ο άνεμος που ταλαντεύει παράξενα τη φλόγα
και τη σημαία κυκλώνει τη φυγή μου απ’ το παλτό σου που ανεμίζει.
Το παράθυρο ανοίγει· δεν είσαι εσύ.
Το ήξερα ήδη.
***
Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό Βακχικόν, τ. 4 (Δεκέμβρης 2008 – Φλεβάρης 2009):
Μέσα στη νύχτα υπάρχουν φυσικά τα επτά θαύματα του κόσμου και το μεγαλείο και το τραγικό και η γοητεία.
Τα δάση εκεί σκοντάφτουν συγκεχυμένα με πλάσματα από το θρύλο κρυμμένα μέσα στα άβατα.
Υπάρχεις εσύ.
Μέσα στη νύχτα υπάρχει το βήμα του περιπατητή και το βήμα του δολοφόνου και το βήμα του αστυφύλακα και το φως του φαναριού του δρόμου και το φως του φαναριού του ρακοσυλλέκτη.
Υπάρχεις εσύ.
Μέσα στη νύχτα περνούν τα τρένα και τα καράβια και η οπτασία των τόπων που έχουν πάντα μέρα. Οι τελευταίες πνοές από το λυκόφως και τα πρώτα ρίγη της αυγής.
Υπάρχεις εσύ.
Ένας σκoπός από πιάνο, ένας πάταγος φωνών.
Μια πόρτα χτυπά. Ένα ρολόι.
Και όχι μόνο τα όντα και τα πράγματα και οι θόρυβοι από τ’ άψυχα
Μα ακόμα κι εγώ που διώκομαι και χωρίς σταματημό ξεπερνιέμαι.
Υπάρχεις εσύ η σφαγιασμένη, εσύ που περιμένω.
Καμιά φορά ξένες μορφές γεννιούνται στις στιγμές του ύπνου κι εξαφανίζονται.
Όταν κλείνω τα μάτια, ανθίσματα φωσφορικά εμφανίζονται και μαραίνονται και ξαναγεννιούνται σαν εύσαρκα πυροτεχνήματα.
Χώρες άγνωστες που τις διατρέχω με συντροφιά μου πλάσματα.
Υπάρχεις σίγουρα εσύ, ω όμορφη κι εχέμυθη κατασκοπίνα.
Και η χειροπιαστή ψυχή του εύρους.
Και τα αρώματα του ουρανού και τα αστέρια και το τραγούδι του κόκορα εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια και η κραυγή του παγωνιού μέσα σε πάρκα φλεγόμενα και φιλιά.
Χέρια που σφίγγονται σκυθρωπά μέσα σ’ ένα χλωμό φως και άξονες τροχών που τρίζουν πάνω σε τρομαγμένους δρόμους.
Υπάρχεις εσύ ασφαλώς που δε σε γνωρίζω, που σε γνωρίζω αντίθετα.
Αλλά, παρούσα στα όνειρά μου, επιμένεις ν’ αφήνεσαι να σε μαντεύω χωρίς να εμφανίζεσαι.
Εσύ που παραμένεις άπιαστη μες στην πραγματικότητα και μέσα στο όνειρο.
Εσύ που μου ανήκεις από τη θέληση μου να σε κατέχω μέσα στην αυταπάτη αλλά δεν πλησιάζεις το πρόσωπό σου στο δικό μου στα μάτια μου που είναι το ίδιο κλειστά στο όνειρο και στην πραγματικότητα.
Εσύ που είσαι η βάση των ονείρων μου και τραντάζεις το πνεύμα μου το γεμάτο μεταμορφώσεις και μου αφήνεις το γάντι σου όταν σου φιλώ το χέρι.
Μέσα στη νύχτα υπάρχουν τα άστρα και η σκοτεινή κίνηση της θάλασσας, ποτάμια, δάση, πολιτείες, χορτάρια, πνευμόνια εκατομμυρίων όντων.
Μέσα στη νύχτα υπάρχουν τα θαύματα του κόσμου.
Μέσα στη νύχτα δεν υπάρχουν φύλακες άγγελοι, όμως υπάρχει ο ύπνος.
Μέσα στη νύχτα υπάρχεις εσύ.
Μέσα στη μέρα το ίδιο.
Robert Desnos (1900-1945), “Σώμα κι Αγαθά”, μετφρ.: Κώστας Ριτσώνης
Τα δάση εκεί σκοντάφτουν συγκεχυμένα με πλάσματα από το θρύλο κρυμμένα μέσα στα άβατα.
Υπάρχεις εσύ.
Μέσα στη νύχτα υπάρχει το βήμα του περιπατητή και το βήμα του δολοφόνου και το βήμα του αστυφύλακα και το φως του φαναριού του δρόμου και το φως του φαναριού του ρακοσυλλέκτη.
Υπάρχεις εσύ.
Μέσα στη νύχτα περνούν τα τρένα και τα καράβια και η οπτασία των τόπων που έχουν πάντα μέρα. Οι τελευταίες πνοές από το λυκόφως και τα πρώτα ρίγη της αυγής.
Υπάρχεις εσύ.
Ένας σκoπός από πιάνο, ένας πάταγος φωνών.
Μια πόρτα χτυπά. Ένα ρολόι.
Και όχι μόνο τα όντα και τα πράγματα και οι θόρυβοι από τ’ άψυχα
Μα ακόμα κι εγώ που διώκομαι και χωρίς σταματημό ξεπερνιέμαι.
Υπάρχεις εσύ η σφαγιασμένη, εσύ που περιμένω.
Καμιά φορά ξένες μορφές γεννιούνται στις στιγμές του ύπνου κι εξαφανίζονται.
Όταν κλείνω τα μάτια, ανθίσματα φωσφορικά εμφανίζονται και μαραίνονται και ξαναγεννιούνται σαν εύσαρκα πυροτεχνήματα.
Χώρες άγνωστες που τις διατρέχω με συντροφιά μου πλάσματα.
Υπάρχεις σίγουρα εσύ, ω όμορφη κι εχέμυθη κατασκοπίνα.
Και η χειροπιαστή ψυχή του εύρους.
Και τα αρώματα του ουρανού και τα αστέρια και το τραγούδι του κόκορα εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια και η κραυγή του παγωνιού μέσα σε πάρκα φλεγόμενα και φιλιά.
Χέρια που σφίγγονται σκυθρωπά μέσα σ’ ένα χλωμό φως και άξονες τροχών που τρίζουν πάνω σε τρομαγμένους δρόμους.
Υπάρχεις εσύ ασφαλώς που δε σε γνωρίζω, που σε γνωρίζω αντίθετα.
Αλλά, παρούσα στα όνειρά μου, επιμένεις ν’ αφήνεσαι να σε μαντεύω χωρίς να εμφανίζεσαι.
Εσύ που παραμένεις άπιαστη μες στην πραγματικότητα και μέσα στο όνειρο.
Εσύ που μου ανήκεις από τη θέληση μου να σε κατέχω μέσα στην αυταπάτη αλλά δεν πλησιάζεις το πρόσωπό σου στο δικό μου στα μάτια μου που είναι το ίδιο κλειστά στο όνειρο και στην πραγματικότητα.
Εσύ που είσαι η βάση των ονείρων μου και τραντάζεις το πνεύμα μου το γεμάτο μεταμορφώσεις και μου αφήνεις το γάντι σου όταν σου φιλώ το χέρι.
Μέσα στη νύχτα υπάρχουν τα άστρα και η σκοτεινή κίνηση της θάλασσας, ποτάμια, δάση, πολιτείες, χορτάρια, πνευμόνια εκατομμυρίων όντων.
Μέσα στη νύχτα υπάρχουν τα θαύματα του κόσμου.
Μέσα στη νύχτα δεν υπάρχουν φύλακες άγγελοι, όμως υπάρχει ο ύπνος.
Μέσα στη νύχτα υπάρχεις εσύ.
Μέσα στη μέρα το ίδιο.
Robert Desnos (1900-1945), “Σώμα κι Αγαθά”, μετφρ.: Κώστας Ριτσώνης
Robert Desnos
From Wikipedia, the free encyclopedia
Robert Desnos (4 July 1900 – 8 June 1945), was a French surrealist poet who played a key role in the Surrealist movement of his day.
Biography
Robert Desnos was born in Paris on 4 July 1900, the son of a licensed dealer in game and poultry at the Halles market. Desnos attended commercial college, and started work as a clerk. After that he worked as a literary columnist for the newspaper Paris-Soir.
The first poems by Desnos to appear in print were published in 1917 in La Tribune des Jeunes (Platform for Youth) and in 1919 in the avant-garde review, Le Trait d’union(HYPHEN), and also the same year in the Dadaist magazine Littérature. In 1922 he published his first book, a collection of surrealistic aphorisms, with the title Rrose Sélavy (based upon the name (pseudonym) of the popular French artist Marcel Duchamp).
In 1919, he met the poet Benjamin Péret who introduced him to the Paris Dada group and André Breton, with whom he soon became friends. While working as a literary columnist for Paris-Soir, Desnos was an active member of the Surrealist group and developed a particular talent for "automatic writing". He, together with writers such asLouis Aragon and Paul Éluard, would form the literary vanguard of surrealism. André Breton included two photographs of Desnos sleeping in his surrealist novel Nadja.[1]Although he was praised by Breton in his 1924 Manifeste du Surréalisme for being the movement's "prophet", Desnos disagreed with Surrealism's involvement incommunist politics, which caused a rift between him and Breton. Desnos continued work as a columnist.
In 1926 he composed The Night of Loveless Nights, a lyric poem dealing with solitude curiously written in classic quatrains, which makes it more like Baudelaire than Breton. Desnos fell in love with Yvonne George, a singer whose obsessed fans made his love impossible. He wrote several poems for her, as well as the surrealist novel La liberté ou l'amour! (1927).
By 1929, Breton definitively condemned Desnos, who in turn joined Georges Bataille and Documents, as one of the authors to sign Un Cadavre (A cadaver) attacking "le boeuf Breton" (the ox Breton). He wrote articles on "Modern Imagery", "Avant-garde Cinema" (1929, issue 7), "Pygmalion and the Sphinx" (1930, issue 1), and Sergei Eisenstein, the Soviet filmmaker, on his film titled The General Line (1930, issue 4).
His career in radio began in 1932 with a show dedicated to Fantomas. During that time, he became friends with Picasso, Hemingway, Artaud and John Dos Passos; published many critical reviews on jazz and cinema; and became increasingly involved in politics. He wrote for many periodicals, including Littérature, La Révolution surréaliste, and Variétés. Besides his numerous collections of poems, he published three novels, Deuil pour deuil (1924), La Liberté ou l’amour! (1927), and Le vin est tiré(1943); a play La Place De L'Etoile, (1928; revised 1944) and a film script, L'Etoile de mer (1928), which was directed by Man Ray that same year.
Resistance and deportation
During World War II, Desnos was an active member of the French Résistance network Réseau AGIR, [2] under the direction of Michel Hollard, often publishing under pseudonyms. For Réseau Agir, Desnos provided information collected during his job at the journal Aujourd'hui and made false identity papers [2] and was arrested by the Gestapo on 22 February 1944.
He was first deported to the Nazi German concentration camps of Auschwitz in occupied Poland, then Buchenwald, Flossenburg in Germany and finally to Terezín (Theresienstadt) in occupied Czechoslovakia in 1945.
Susan Griffin relates a story that exemplifies Desnos' surrealist spirit:
One day Desnos and others were taken away from their barracks. The prisoners rode on the back of a flatbed truck; they knew the truck was going to the gas chamber; no one spoke. Soon they arrived and the guards ordered them off the truck. When they began to move toward the gas chamber, suddenly Desnos jumped out of line and grabbed the hand of the woman in front of him. He was animated and he began to read her palm. The forecast was good: a long life, many grandchildren, abundant joy. A person nearby offered his palm to Desnos. Here, too, Desnos foresaw a long life filled with happiness and success. The other prisoners came to life, eagerly thrusting their palms toward Desnos and, in each case, he foresaw long and joyous lives.
The guards became visibly disoriented. Minutes before they were on a routine mission the outcome of which seemed inevitable, but now they became tentative in their movements. Desnos was so effective in creating a new reality that the guards were unable to go through with the executions. They ordered the prisoners back onto the truck and took them back to the barracks. Desnos never was executed. Through the power of imagination, he saved his own life and the lives of others.
Desnos died in "Malá pevnost", which was an inner part of Terezín used only for political prisoners, from typhoid, only weeks after the camp's liberation. He wrote poems during his imprisonment which were accidentally destroyed following his death.[citation needed]
He was married to Youki Desnos, formerly Lucie Badoud, nicknamed "Youki" ("snow") by her lover Tsuguharu Foujita before she left him for Desnos. Desnos wrote several poems about her. One of his most famous poems is "Letter to Youki", written after his arrest.
He is buried at the Montparnasse cemetery in Paris .
Legacy
Desnos' poetry has been set to music by a number of composers, including Witold Lutosławski with Les Espaces du Sommeil (1975) and Chantefleurs et Chantefables (1991), Francis Poulenc (Dernier poème, 1956) and Henri Dutilleux with Le Temps l'Horloge (2007). Carolyn Forché has translated his poetry and names Desnos as a significant influence on her own work.
In 1974, at the urging of Robert Desnos' widow, Joan Miró published an “illustrated book” with Robert Desnos titled "Les pénalités de l'enfer ou les nouvelles Hébrides" (The Penalties of Hell or The New Hebrides), Maeght Editeur, Paris, 1974. It was a set of 25 lithographs, five in black, and the others in colors.
In 2006 the book was displayed in “Joan Miró, Illustrated Books” at the Vero Beach Museum of Art. One critic said it is “an especially powerful set, not only for the rich imagery but also for the story behind the book's creation. The lithographs are long, narrow verticals, and while they feature Miró's familiar shapes, there's an unusual emphasis on texture." The critic continued, “I was instantly attracted to these four prints, to an emotional lushness, that's in contrast with the cool surfaces of so much of Miró's work. Their poignancy is even greater, I think, when you read how they came to be. The artist met and became friends with Desnos, perhaps the most beloved and influential surrealist writer, in 1925, and before long, they made plans to collaborate on a livre d'artist. Those plans were put on hold because of the Spanish civil war and World War II. Desnos' bold criticism of the latter led to his imprisonment in Auschwitz, and he died at age 45 shortly after his release in 1945. Nearly three decades later, at the suggestion of Desnos' widow, Miró set out to illustrate the poet's manuscript. It was his first work in prose, which was written in Morocco in 1922 but remained unpublished until this posthumous collaboration.
A reading of "Relation d'un Reve" (Description of a Dream) recorded by Desnos for radio broadcast in 1938 can be heard on the audiobook CD Surrealism Reveiwed, issued in 2002.[3]
Works include
Deuil pour deuil (1924) /Mourning Mourning/
La Liberté ou l’amour! (1927) /Give Me Liberty or Give Me Love!/
Rrose Sélavy (1923/1930)
Corps et biens (1930) /Body and Goods/
The Night of Loveless Nights (1930/31)
Youki 1930 Poésie (1930/32)
La Ménagerie de Tristan (1932)
Le Parterre d'Hyacinthe (1932)
La Grande Complainte de Fantômas (1933)
La Géométrie de Daniel (1939)
Fortunes (1942)
État de veille (1943) /On Watch/
Le vin est tiré (1943) /The wine is drawn/
Contrée (1944) /Against the Grain/
Le Bain Avec Andromède (1944) /Bathing with Andromeda/
Calixto (1944)
Chantefables (1945) /Storysongs/
Chantefleurs (1945) /Flowersongs/
[edit]Film
L'Étoile de mer (1928) /The Starfish/ in collaboration with Man Ray
References
Notes
^ Sitney, P Adams. Modernist montage : the obscurity of vision in cinema and literature. New York : Columbia University Press, 1990. 28.
^ a b Conley, Katharine (2003). Robert Desnos, surrealism, and the marvelous in everyday life. Lincoln , Neb. : University of Nebraska Press. p. 154. ISBN 9780803215238.
Bibliography
Waldberg, Patrick. Surrealism. Thames and Hudson , 1965.
Durozi, Gerard. The History of the Surrealist Movement. University of Chicago Press, 2002.
Pollizzotti, Mark. Revolution of the Mind. Da Capo, 1997
Dada and Surrealist Film. Edited by Rudolf E. Kuenzli. MIT Press, 1996.
Modern French Theatre. Edied & translated by Michael Benedikt and George E. Wellwarth. E.P. Dutton, 1966
Desnos, Robert. Liberty or Love. Atlas Press, 1993
External links
Works by Robert Desnos (public domain in Canada )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου