Επί του Υφαντηρίου
5
Όλοι καθόντουσαν φρόνιμα
κανένας δεν ήθελε
μια αταξία ακόμη στο κεφάλι του.
Αρκετός μπελάς ήταν κιόλας η νύχτα.
Όταν ξημερώσει...
Θα περάσω στη σάλα
με όλα τα φώτα αναμμένα
λαμπεροί πολυέλαιοι κρύσταλλα λόγια.
Πες μου για τα πράγματα.
Όχι πώς είναι, αλλά πώς απλώνουν το χέρι τους
μες την ακίνητη ζωή μας.
Θα γλιστρήσω στην έναστρη νύχτα
που στρώνεις κρεβάτι
στην άφεγγη βραδιά των ματιών σου
γυναίκα ο πόθος σου
θα ξημερώσω το φως σου.
Πες μου για πράγματα.
Όχι πώς είναι, αλλά πώς νιώθεις το αίμα τους
όταν ξυπνήσαμε.
(Brighton, Αύγουστος 2006)
Από την συλλογή «Το Μέσα Φόρεμα»
από τον Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος
Κάποτε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αποτυγχάνοντας για δεύτερη φορά στις πανελλήνιες εξετάσεις, πήρα τη μεγάλη απόφαση να αποκαλύψω στον πατέρα μου, τι πραγματικά ήθελα να κάνω στη ζωή μου.
- Πατέρα, θέλω να γίνω μουσικο-δημοσιογράφος.
- Πολύ καλή επιλογή, αλλά δεν έχει χρήμα, γι’ αυτό θα πας Ιταλία να σπουδάσεις μηχανικός τηλεπικοινωνιών (όπως ήταν κι αυτός, εκτός από στρατιωτικός), μου απάντησε.
Ιταλία πήγα, αλλά μηχανικός τηλεπικοινωνιών δεν σπούδασα. Προτίμησα να γίνω γεωπόνος, οινολόγος και γευσιγνώστης.
Κάπου την ίδια περίοδο, μου γεννήθηκε η ανάγκη να γράψω, να γράψω ποίηση. Ίσως γιατί δεν έβρισκα άλλο τρόπο να βγάλω προς τα έξω τα εσώψυχά μου.
Τα χρόνια πέρασαν. Η ποίηση μέσα μου δυναμώνει, η δημοσιογραφία έχει βρει ένα είδος ικανοποίησης μέσω της ποιητικής έρευνας μέσα από αυτό το μπλογκ που το έχετε αγκαλιάσει με τόση αγάπη και σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό.
Πριν λίγο καιρό, μου ήρθε η ιδέα να αναβαθμίσω το μπλογκ με μια σειρά συνεντεύξεων από σύγχρονους ποιητές. Έτσι ξεκινά αυτός ο κύκλος στο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ, από την Κύπρο, που τόσο φιλόξενα με έχει αγκαλιάσει τα τελευταία πέντε χρόνια.
Δευτέρα απόγευμα, μετά από μια κουραστική μέρα γεμάτη στρες και δουλειά, κάθομαι και απολαμβάνω το cappuccino μου στην καφετέρια του πολύ όμορφου βιβλιοπωλείου Rivergate με την Ευφροσύνη Μαντά – Λαζάρου, εκπαιδευτικό, συγγραφέα, ποιήτρια.
Την Ευφροσύνη την είχα γνωρίσει πριν δύο χρόνια σε ένα πιλοτικό πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για την απασχόληση των παιδιών του δημοτικού και γυμνασίου της Φανερωμένης στην Παλιά Λευκωσία, μετά το πέρας των διδακτικών ωρών. Η Ευφροσύνη ήταν καθηγήτρια του σχολείου κι εγώ δίδασκα Ιταλικά και μαθηματικά, σε αυτό το πρόγραμμα.
Πώς ήταν η πρώτη σου επαφή με την ποίηση;
Συνάντησα την ποίηση πολύ νωρίς, από την παιδική μου ηλικία. Ο πατέρας μου, μου απάγγελνε στίχους, ποιήματα. Το όνειρό του ήταν να γίνει δάσκαλος, αλλά λόγω των δυσκολιών της εποχής, ασχολήθηκε με το εμπόριο. Αγαπούσε όμως πολύ το βιβλίο. Έγραφε κι ο ίδιος ποίηση. Ακόμα όταν ψάχνω στα πράγματά του, βρίσκω τιμολόγια, παλιά τεφτέρια κι ανάμεσα σε αριθμούς και λογαριασμούς τους στίχους του.
Όταν τον είχα ρωτήσει πώς ήξερε όλους αυτούς τους στίχους απ’ έξω, μου εξομολογήθηκε ότι τότε στο χωριό τα βιβλία ήταν σπάνιο είδος και ότι από ένα φίλο του δανείστηκε μια ποιητική ανθολογία. Κάποια ποιήματα τα αντέγραψε, άλλα τα αποστήθισε για να είναι δικά του για πάντα, όπου κι αν βρεθεί.
Ο πατέρας μου λοιπόν, μου απάγγελνε ποιήματα, ήταν η επένδυση ενός ονείρου, που έκανε πάνω μου. Από τότε, απ’ το δημοτικό κατάλαβα τη σημαντικότητα της ποίησης κι έτσι ξεκίνησα να γράφω από μικρή. Ήταν ένας τρόπος να βγάζω από μέσα μου και να βάζω στο χαρτί ερωτήματα και ερωτηματικά που είχα. Ήταν ο μοναδικός τρόπος να υπάρχω.
Αλλά και το χωριό, όπου μεγάλωσα και ζω ακόμα, η Δευτερά, με ώθησε στην ποίηση· έχει κάτι το μαγικό. Όπως φαίνεται και στο έργο του Θεοκλή Κουγιάλη «Η Δική μου Δευτερά.» Έχει μεταφραστεί στα αγγλικά και γαλλικά. Ίσως η εξοχή που το περιτριγυρίζει. Είναι ένας τόπος που γεννούσε ποιητές και για παραμύθια ήταν οι άνθρωποι κι οι ιστορίες τους, πότε ευτράπελες, πότε σοβαρές. Ποιητές που είναι πιο γνωστοί είναι ο Θεοκλής Κουγιάλης, ο Κώστας Βασιλείου, ο Αντρέας Ιακώβου. Ο Παντελής Μηχανικός έζησε κάποια χρόνια στη Δευτερά. Το σπίτι όπου μια περίοδο έμεινε με την πρώτη του γυναίκα και τα παιδιά του, λειτούργησε για μια χρονιά και σαν σχολική αίθουσα. Το σχολείο τότε δεν είχε αρκετές αίθουσες και το σπίτι μια και έμενε άδειο προσφέρθηκε από την οικογένεια για να λύσει το στεγαστικό πρόβλημα. Φαντάζομαι πως για τους δασκάλους μας δεν ήταν το πιο εύκολο να κάνουμε εκεί μαθήματα κι ακόμη δυσκολότερη θα ήταν γι αυτούς η ώρα του διαλείμματος τις χειμωνιάτικες μέρες μέσα στο μεγάλο χωλ του σπιτιού, εμένα όμως με γοήτευε η εμπειρία μαθημάτων σε εκείνο το σπίτι αντί στις σχολικές αίθουσες. Συναρπαστικό. Αλλά και οι κάτοικοι του χωριού, δυο κόσμοι αντιφατικοί· από τη μια αρκετοί μορφωμένοι, δάσκαλοι, κι άλλοι πάλι αγράμματοι, που όμως αγαπούσαν και αγκάλιαζαν με θαυμασμό τους ποιητές και τους δασκάλους. Πολλές φορές αναγνωρίζω μια ποίηση στα έργα και στην ομιλία τους. Κι από την άλλη όλοι εκείνοι που ο κόσμος τους είναι ξένος με το βιβλίο και προ πάντων με την ποίηση. Όλα αυτά μαζί ήταν καταλυτικοί παράγοντες για την ενασχόληση μου με την ποίηση.
Αν και θα σου εξομολογηθώ ότι σε μια περίοδο της ζωής μου, δέκα χρόνια περίπου κράτησε, αρνήθηκα την ποίηση και οποιαδήποτε συγγραφή. Ήμουν πεπεισμένη: «Σε τι χρησιμεύει η ποίηση μπροστά στη σιωπή του δεύτερού μου γιου, όταν από εκεί που είχε έναν πλούσιο λόγο οδηγήθηκε στη σιωπή λόγω αυτιστικών χαρακτηριστικών;» Μου γεννήθηκαν υπαρξιακά ερωτήματα, ενοχές. «Πώς μπορώ να απολαμβάνω εγώ το λόγο κι όχι αυτός;» Ήταν μια περίοδος που μέσα μου ως θεωρητικό υπόβαθρο υπήρχε έντονα αυτό που είχε πει ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία», και το παραφράζω έτσι: Η ποίηση δεν λύνει προβλήματα. Είχα μια ανάγκη να αποσυρθώ από τον κόσμο της, να γίνω η φωνή του γιου μου και των ομοίων του κι έτσι ασχολήθηκα με κοινωνικό έργο για να προσπαθήσω να προωθήσω την κατανόηση γύρω από αυτά τα θέματα, για να προσπαθήσω να βελτιώσω έστω και ελάχιστα τις συνθήκες και την ποιότητα της εκπαίδευσης και της ζωής για τα άτομα αυτά. Ο λόγος μου γραπτός και προφορικός υπηρετούσε μόνο αυτούς τους στόχους. Δημοσιεύματα, επιστολές, αιτήσεις, σύλλογοι γονιών, υπηρεσίες, νομοθεσίες … κούραση και ματαίωση.
Κι έπειτα, πώς επανήλθες στη συγγραφή;
Δεν ξέρω. Ένιωσα ότι ξεχείλιζα κι ήθελα να βγουν όλα από μέσα μου. Όσα ανέσυρα από τους βυθούς όπου βρέθηκα. Έτσι βγήκε το μυθιστόρημα «Χωρίς την Αριάδνη» με τον επεξηγηματικό υπότιτλο «στη χώρα του αυτισμού παρέα με την ποίηση», από τις Εκδόσεις Γκοβόστη. Παράλληλα βγήκε το «Φίλε μου εγώ δεν είμαι σαν και σένα, το γράμμα ενός μοναχικού παιδιού.»
Ήταν σα να κρατούσα χρόνια ένα ημερολόγιο μέσα μου, ένα κολύμπι στα βαθιά παρέα με το γιο μου. Ένιωσα την ποίηση της σιωπής. Μια ποίηση βασισμένη στους κώδικες έκφρασης του γιου μου. Στίχοι μυστικής επικοινωνίας μαζί του. Ένιωθα κάποια στιγμή την ώρα της ολοκλήρωσης του έργου ότι «κλέβω» το γιο μου, για να γίνω ποιήτρια. Μέσα από αυτήν τη σύνδεση της ποίησης με τον αυτιστικό λόγο ξαναβρήκα τον τρόπο να ξαναγράψω. Μετά από αυτά τα δυο πεζά έργα συνέχισα με ποιητικό έργο.
Ξέρεις μπορεί να φαίνονται πολλά τα δέκα χρόνια σιωπής, αλλά δεν νιώθω ότι χάθηκαν ποιητικά και δημιουργικά. Νιώθω ότι υπήρξε μια απόσταξη, ένας πιο ουσιώδης τρόπος γραφής. Αν ο στίχος έχει γέλιο, είναι γέλιο αληθινό, ουσιώδες. Αν έχει πένθος το ίδιο.
Τι είναι για σένα ποίηση;
Λακωνικά θα σου απαντήσω τι δεν είναι ποίηση. Ποίηση δεν είναι λέξεις, ιδέες, ούτε εκδήλωση με τσάι και γλυκά!
Δύσκολη ερώτηση... Είναι το ξεγύμνωμα της ψυχής. Μιας ψυχής με πολλά ερωτηματικά που αιωρούνται σαν αίσθηση· μια ομορφιά που αισθάνεσαι ό,τι έρχεται ή συναντάς, ένα εσωτερικό μυστικό που αναβλύζει κι απαιτεί να φανερώσει μια πραγματικότητα, μια ζωή. Είναι ένα αληθινό άνοιγμα ψυχής. Μου έρχεται στο νου τώρα επίσης αυτό που είπε ο Rilke. «Αν αισθάνεσαι ότι αν δεν γράψεις θα πεθάνεις τότε και μόνο να γράφεις». … Τις εμπειρίες, τα βιώματα, να δράξεις την στιγμή, να την αποτυπώσεις για να της χαρίσεις την αιωνιότητα.
Ίσως αυτή είναι η διαφορά του ποιητή από τον «ποιητή». Η ποίηση είναι τρόπος ζωής. Ο ποιητής ζει ποιητικά, προϋπόθεση, έχει ένα ήθος, όποιο κι αν είναι αυτό. Για τον άλλο μπορεί να μην είναι σωστό ή και ηθικό, με τα δικά του μέτρα και σταθμά πάντα, δεν έχει σημασία. Και γι’ αυτό πολλές φορές οι ποιητές θεωρούνται ιδιότροποι και παράξενοι. Είναι όμως προϋπόθεση. Όχι οι παραξενιές, που μπορεί να είναι και μια πόζα. Το ποιητικό ήθος· μπορεί να είναι μια δυο αλήθειες που πίστεψε πραγματικά και παραμένει όμως συνεπής, πιστός στις αλήθειες του.
Κάποτε ο Αδαμάντιος Διαμαντής είχε κάτι δυσκολίες με την πολεοδομία για το σπίτι του και τον συμβούλεψαν να πει ένα ασήμαντο, μικρό ψέμα με το οποίο θα λυνόντουσαν αμέσως τα προβλήματά του. Του φάνηκε ανυπέρβλητο εμπόδιο. «Κι αυτό το ψέμα δεν θα φανεί μετά στο έργο μου;» είχε απαντήσει. Αυτό είναι ποιητικό ήθος.
Το ημερολόγιο των Ελαχίστων
1
Με φυλακίζουνε τα όνειρά μου
τις νύχτες βγάζουν μάτια κλαδιά
περικοκλάδες αναφιλητά.
Αδύνατο, σου λέω, να γλιτώσεις από όνειρα
σχέδια ανεκπλήρωτα
που τα έκανες εαυτό σου.
Βγάλε το δέρμα σου αν χρειαστεί
να τα διαχωρίσεις.
Εκείνα όνειρα να σε ντύσουν
να ξορκίσουν το φόβο σου
κι εσύ...
Κοίταξα βαθιά στα μάτια σου
και σε είδα.
2
Μόλις συνάντησα τον εαυτό μου.
Τι κρίμα που του αντιστέκομαι ακόμη.
Είμαι κοχύλι στην έρημο της κλειστής καρδιάς σου
γίνομαι κορυδαλλός στο κλαδάκι της αγάπης σου.
Από την συλλογή «Το Μέσα Φόρεμα»
Ποια είναι η αίσθηση που έχεις όταν πιάνεις ένα βιβλίο στα χέρια σου;
Μπορεί να φανεί κοινότυπο, αλλά είναι μια αίσθηση μαγείας και αιωνιότητας. Το βιβλίο είναι ένας πλούτος ανθρώπων, ιδεών, χαρακτήρων που δεν τον συναντάς στο πλαίσιο της περιορισμένης φυσικής σου ύπαρξης.
Είναι ένα αίσθημα ελευθερίας, ανοικτοσύνης, ειδικά για εμάς που ζούμε σε νησί, έναν τόπο μικρό. Είναι το οξυγόνο από άλλους κόσμους. Είναι το πιο σπουδαίο ταξίδι.
Θυμάμαι την πρώτη στιγμή που έμαθα ανάγνωση στο σχολείο. Ήταν συγκλονιστικό να μπορώ να διαβάζω από το μαυροπίνακα. Μια τεράστια χαρά κι ευτυχία όταν κατάλαβα το μηχανισμό της συλλαβής, της λέξης, του νοήματος. Με το που χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα, πήρα το αναγνωστικό και πήγα τρέχοντας στο σπίτι. Ένιωθα ως να ήμουνα ο πρώτος άνθρωπος που ανακάλυπτε την ανάγνωση. «Ξέρω να διαβάζω!» τους φώναζα. Τους φάνηκε πολύ παράξενο. Διαβάζοντας το πρώτο μου βιβλίο ένιωσα τον έρωτα· ο πρώτος μου έρωτας και παντοτινός.
Και χαίρομαι όταν σαν εκπαιδευτικός βλέπω παιδιά με τον ίδιο έρωτα για το βιβλίο και την ίδια αγάπη για το διάβασμα.
Τα πρώτα σου διαβάσματα;
Τα πρώτα μου διαβάσματα ήταν παραμύθια και βιβλία από τη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου. Μου άρεσε πολύ το «Κορίτσι με τα σπίρτα» και δε μου άρεσε η «Σταχτοπούτα». Διάβασα Πηνελόπη Δέλτα, Ντίκενς, Βίκτωρα Ουγκώ, Ντε Αμίτσις, Δημήτρη Λιπέρτη, Βασίλη Μιχαηλίδη, Διονύσιο Σολωμό, Κάλβο, Βαλαωρίτη, Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Θεοτοκά, Ροϊδη, Κονδυλάκη, Τολστόη, Ντοστογιέφσκι, Λόρκα, Βενέζη, Παλαμά, Μυριβήλη, Καζαντζάκη, Σαμαράκη, Ελύτη, Σεφέρη, Σικελιανό, Καβάφη, Κώστα Μόντη… Ότι διδασκόμασταν στο σχολείο κι ό,τι άλλο τύχαινε να συναντήσω.
Οτιδήποτε ήταν τυπωμένο το διάβαζα. Είχα και έχω βουλιμική σχέση με το διάβασμα. Ακόμα και χαρτιά, αποκόμματα για μένα είναι μια πρόκληση.
Μετά στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα λάτρεψα τον Μπωντλαίρ. Ήταν μια απλή αναφορά σε κάποιο μάθημα για τους καταραμένους ποιητές. Κάποια ποιήματά του μου έκαναν εντύπωση και άρχισα να τον μελετώ. Με εντυπωσίασε και σαν προσωπικότητα, αν και πιστεύω ότι αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι το δημιούργημα και όχι ο χαρακτήρας του δημιουργού. Ο Μπωντλαίρ ακόμη με γοητεύει.
Άλλους ποιητές;
Περιέργως στο Πανεπιστήμιο διάλεξα τον κλάδο της κλασικής φιλολογίας, Λατινικά, Γλωσσολογία, Αρχαία Ελληνικά. Δε μου φαινόταν τόσο μακριά από τα Νέα Ελληνικά. Για μένα η μετάφραση ήταν παιχνίδι, ό,τι πιο εύκολο υπήρχε. Όταν το λέω, όλοι με κοιτούν περίεργα, όπως εσύ τώρα.
Εκεί (στο πανεπιστήμιο) αγάπησα ξανά τον Όμηρο και τους τραγικούς ποιητές. Γοητεύτηκα από τα επιτύμβια επιγράμματα. Τι ποίηση πάνω στις επιτύμβιες στήλες, στους τάφους απλών ανθρώπων. Μέσα από τις συναναστροφές και τις φοιτητικές παρέες γνώρισα την ποίηση του Καρυωτάκη και άλλων ποιητών. Μου άρεσε να πηγαίνω στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας και να αγοράζω στα τυφλά. Έτσι γνώρισα για παράδειγμα τότε τον Πωλ Ελιάρ, πρόσφατα τον Κόρσο, τον Τζων Μπέρρυμαν... Τα βιβλιοπωλεία είναι αγαπημένοι τόποι επίσκεψης και συναναστροφής ακόμη και σε πόλεις ξένες όπου θα συναντήσω βιβλία σε άγνωστες μου γλώσσες. Ή σε μικρά βιβλιοπωλεία όπως πρόπερσι στη Σάμο. Σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο με ελάχιστα βιβλία αλίευσα ένα διαμάντι. “Ο θρύλος του αγίου πότη”, του Joseph Roth.
Δουλεύοντας τώρα στην εκπαίδευση, ως αντιπερισπασμό ίσως σε ό, τι πρέπει να παραδώσω, διαβάζω ασταμάτητα αυτά που εμένα με αναπαύουν. Ποίηση και πεζογραφία, ξένα και ελληνικά, κάποιους σύγχρονους Κύπριους ποιητές και πεζογράφους. Ας μείνουμε όμως στο διάβασμα των φοιτητικών χρόνων…
Αχ! Μου λείπει η Αθήνα. Πιο πολλά έμαθα εξερευνώντας την πόλη απ’ ότι στο πανεπιστήμιο, τριγυρνώντας μέσα στο πλήθος, αναζητώντας ιδέες, ανθρώπους, συζητήσεις, παρέες, ζώντας καταστάσεις … Αυτός ο πλούτος εικόνων, ήχων, ανθρώπων. Για μια περίοδο πίστευα ότι η ζωή μου θα ήταν εκεί. Δεν ήθελα να φύγω...
Και την ώρα που ετοιμαζόμουνα να την ρωτήσω, τελικά επέστρεψε στην Κύπρο, οι ιδιοκτήτες του Rivergate μας είπαν ότι ετοιμάζονταν να κλείσουν. Έτσι έμεινα με την περιέργεια. Θα της κάνω αυτή την ερώτηση στην επόμενη συνέντευξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου