Ο Massimiliano Damaggio είναι ένας λιποτάκτης του λογοτεχνικού κόσμου και ένας φυγάς από την Ιταλία. Ένας αλλοδαπός, κατά μία έννοια. Αγαπά την Λατινοαμερικάνικη ποίηση περισσότερο από την ιταλική και μάλιστα, δεν μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει. Παραμορφώνει τα ιταλικά που γράφει. Για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχε εκδώσει ή είχε αρνηθεί να δημοσιεύσει. Παρακολούθησε τον κόσμο της ποίησης στο Μιλάνο, στη δεκαετία του ενενήντα, στη συνέχεια, στις αρχές του νέου αιώνα, έφυγε για την Ελλάδα, όπου κατοικεί. Εγκατέλειψε, όπως καταλαβαίνω, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και ο κόσμος της ιταλικής ποίησης. Εγκατέλειψε, μετά από όλα, τη λογοτεχνική δημιουργία, απομονώθηκε. Συνέχισε να γράφει. Η γλώσσα του είναι περίεργη. Η δικιά του φαίνεται να είναι η παραμόρφωση ενός ξένου.
Damaggio δεν διαγράφει τα ίχνη του. Δεν είναι έξυπνο. Δεν πετά τις σκουριές. Και «αφελείς, όπως λένε στον λογοτεχνικό κόσμο. Αλλά η ποίησή του έχει τη δύναμη, ισχύ και ρεύμα. Ο Damaggio έχει μια ισχυρή έλξη με την πραγματικότητα. Η ποίηση του αφηγηματική, περιγραφική. Αλλά σε αυτήν την περιγραφή δεν σταματάει στην επιφάνεια. Κατασκευάζει με οπτικό υλικό, από ρεπορτάζ σχεδόν τηλεοπτικό, θα μπορούσαμε να πούμε, με οράματα, χωρίς σκιές, γεμάτη χρώματα στις μεταφορές του. Η πραγματικότητα είναι πάντα εκεί. Αλλά παίρνει μια ιδιαίτερη σημασία.
Massimiliano Damaggio
Μαξιμιλιανός Μαΐου
Κάποια ποιήματα
Αθήνα, Μάιος 2011 άνθρωποι βγαίνουν απ’ τις τρύπες της νύχτας γεμάτοι δόντια τσιγάρα μικρές κραυγές στην μεγάλη νύχτα πολύ μεγάλη υπερβολικά μεγάλη ακολουθούν την διαδρομή προς την πλατεία την δακρυγονούσα “άκου, μου λένε, έχασα την δουλειά τώρα κοιμάμαι στους κάδους έχει καταπιεί η τράπεζα το ένα μου χέρι είμαι κουτσός δεν μπορώ πια να παρέχω χάδια ούτε κλοτσιές τι μπορεί απόψε, αύριο αυτή η αράδα, αυτό το στυλό, αυτό το πράγμα εδώ που ονομάζετε ποίηση; δεν είναι ψάρια ή όρνιθες ή γλώσσα τώρα πια “ και πηδάνε στις κάθετες πυρκαγιές των περιπτέρων και τα δέντρα ρίχνουν λάδι στην φωτιά | Atene, maggio 2011 uomini escono dai buchi della notte pieni di denti sigarette piccole grida nella notte grande molto grande eccessivamente grande seguono il cammino verso la piazza lacrimogena “ascolta, mi dicono, ho perso il lavoro adesso dormo nei cassonetti la banca m’ha mangiato un braccio sono zoppo non posso più elargire carezze né calci cosa può stasera, domani questa riga, questa penna, questa roba qua che chiamate poesia? non è carne né pesce né lingua oramai” e saltano tra gli incendi verticali dei chioschi e gli alberi soffiano sul fuoco |
Preghiera Oggi la poesia deve essere una pietra. Prendete e scagliatene tutti. Questa è la mia pietra offerta in dono per voi. Nel breve tragitto fra la mano e l’obbiettivo una poesia sibila come una corda nel vento. Beati quelli che ne verranno colpiti. Ma come potrà una poesia, ci chiediamo pagare la spesa, la luce e la chemioterapia? Cosa potrà contro lo sportello bancario contro il mutuo che vien di notte con le scarpe tutte rotte? Esatto: cosa potrà se tu che stendi le lenzuola dei versi incolonni parole sulla pagina bianca perché, anche scritta, rimanga bianca e poi alzi il braccio per scagliare una piuma o peggio per chiedere il permesso d’andare a pisciare? *** Questa sera passo da piazza Omònia dove le siringhe conficcate nell’asfalto splendono come piccole candele votive nel bagliore del mondo finanziario. Sulla facciata del centro commerciale una cascata di luci di natale: lunghe colonne di consumatori di droga e di beni s’inginocchiano, pregano e offrono monete. Tu mi dici: “Io ti dico che la lingua è potente perché con essa si può dire di tutto.” Ma lo vedi da te solo se scrivi SCONTI! s’affacciano dai palazzi il telegiornale ne parla. E anche tu mi dici: “La poesia è come il pane, è di tutti”. Ma lo vedi da te oggi il pane è un’offerta sul volantino. Prendete e compratene tutti questo è il mio volantino offerto in offerta per voi. *** La pioggia scivola sui cassonetti scioglie l’immondizia che gocciola muta sulle mani di chi ci scava dentro. Guardali, come ti dicevo non mi sembra raccolgano poesia non mi sembra che cerchino una pietra e se la poesia fosse pietra non potrebbero masticarla. Nello specchio delle pozze uomini obliqui come pali arrugginiti malati di fame siedono da anni sul marciapiede. *** Ma quindi, allora, tutto ciò premesso: che cosa deve essere oggi la poesia? Oggi la poesia deve essere un seme. Aprite in due i corpi di questi morti e seminatene tutti questo è il mio seme che crescerà dentro di voi. Se il chicco di grano, caduto in terra non muore, rimane solo; se invece muore, produce molto frutto. Oggi la poesia deve essere una preghiera. Nient’altro che una preghiera in forma di pietra scagliata con la mano. | Προσευχή Σήμερα η ποίηση πρέπει να είναι μια πέτρα. Πάρτε και ρίξτε όλοι σας. Αυτή είναι η πέτρα μου που προσφέρω ως δώρο για εσάς. Στην μικρή απόσταση απ’ το χέρι ως το στόχο ένα ποίημα σφυρίζει σαν σχοινί στον άνεμο. Μακάριοι αυτοί που θα χτυπηθούν. Αλλά πως μπορεί ένα ποίημα, αναρωτιόμαστε να πληρώσει τα ψώνια, το φως και την χημειοθεραπεία; Τι μπορεί ενάντια το τραπεζικό ταμείο ενάντια το δάνειο, που όργανο βαστάει που το κερί κρατάει; Ακριβώς: τι μπορεί εάν εσύ που διπλώνεις το σεντόνι των στίχων βάζεις τις λέξεις σε στήλη στην σελίδα την λευκή για να παραμείνει, αν και γραπτή, λευκή και μετά σηκώνεις το χέρι σου να ρίξεις ένα φτερό ή χειρότερα να ζητήσεις την άδεια για να πας για κατούρημα; *** Αυτό το βράδυ περνάω απ’ την Ομόνοια όπου οι σύριγγες καρφωμένες στην άσφαλτο λάμπουν σαν μικρά αφιερωτικά κεριά στη λάμψη του χρηματοπιστοτικού κόσμου. Στην πρόσοψη του εμπορικού κέντρου ένας καταρράχτης από χριστουγεννιάτικα φώτα: μακρές φάλαγγες από καταναλωτές αγαθών ή ναρκωτικών γονατίζουν, προσεύχονται και προσφέρουν κέρματα. Εσύ μου λες: “Εγώ σου λέω ότι η γλώσσα είναι δυνατή διότι με αυτή μπορείς να λες τα πάντα.” Αλλά το βλέπεις κι από μόνος σου μόνον εάν γράφεις ΕΚΠΤΩΣΗ! ξεπροβάλλουν στα κτίρια οι ειδήσεις μιλάνε γι’ αυτό. Κι εσύ που μου λες: “Η ποίηση είναι σαν το ψωμί, όλων”. Αλλά το βλέπεις κι από μόνος σου σήμερα το ψωμί είναι μια προσφορά στην προκήρυξη. Πάρτε και αγοράστε όλοι αυτό είναι το φυλλάδιο μου που σας προσφέρω σαν συμπαράσταση. *** Η βροχή κυλάει στους κάδους διαλύει τα σκουπίδια που στάζουν βουβά στα χέρια εκείνων που σκάβουν μέσα της. Κοίταξέ τους, όπως σου έλεγα δεν μου φαίνεται να μαζεύουν ποίηση δεν μου φαίνεται να ψάχνουν μια πέτρα ή αν η ποίηση ήταν πέτρα δεν θα μπορούσανε να την μασήσουν. Στον καθρέπτη των νερόλακκων άνθρωποι πλάγιοι, σκουριασμένοι στύλοι πάσχουν από πείνα χρόνια κάθονται στο πεζοδρόμιο. *** Άρα, λοιπόν, ως εκ τούτου: τι πρέπει να είναι σήμερα η ποίηση; Σήμερα η ποίηση πρέπει να είναι ένας σπόρος. Ανοίξτε στα δυο τα σώματα τούτων των νεκρών και να τα σπείρετε όλοι αυτός είναι ο σπόρος μου που θα μεγαλώσει μέσα σας. Εάν ο κόκκος του σίτου δεν πέσει εις την γην και αποθάνει, αυτός μόνος μένει· εάν όμως αποθάνει, πολύν καρπόν φέρει. Σήμερα η ποίηση πρέπει να είναι μια προσευχή. Τίποτε άλλο από μια προσευχή σε μορφή πέτρας που το χέρι εκσφενδονίζει. |
Poesia odierna Colleghi poeti, chi l’avrebbe detto che avremmo scritto per non avere voce che ci saremmo impegnati così a fondo per ritornare, convinti, al geroglifico? Che avremmo chiacchierato fra te e un tè allegri carcerati nei nostri circoli illetterari mentre l’universo è ancora in espansione e più s’espande e più siamo ininfluenti e petulanti - affollatissimo gruppo di coliformi? Stamattina, in piazza, si tirano pietre (colleghi poeti, chi l’avrebbe detto?) e nessuna di queste è una nostra poesia. | Τωρινή ποίηση Συνάδελφοι ποιητές, ποιός θα το ‘λεγε ότι θα γράφαμε για να μην έχουμε φωνή ότι θα δουλεύαμε, τόσο βαθιά, για να γυρίσουμε, πεπεισμένοι, στα ιερογλυφικά; Ότι θα μονολογούσαμε μεταξύ ημών κι έναν καφέ ιλαροί φυλακισμένοι μες στις α-λογο-τεχνικές λέσχες μας ενώ το συμπάν συνεχίζει να επεκτείνεται και όσο συνεχίζει τόσο είμαστε αναξιόλογοι κι οχληροί - πολυσύχναστη ομάδα κολοβακτηρίδιων; Αυτό το πρωί, στην πλατεία, ρίχνουν πέτρες (συνάδελφοι ποιητές, ποιός θα το έλεγε;) και καμία απ’ αυτές δεν είναι δικό μας ποίημα. |
Ritorno ad Atene E’ la mia notte del ritorno. Per favore, siate educati. Fate silenzio. E’ la notte di molti per le strade cioè la solita cioè una delle tante. E’ anche la sua notte del ritorno in questo buio pieno di cassonetti bruciati. (I piccioni immobili sui fili. I drogati immobili sui semafori. I semafori immobili sul suolo.) E’ anche la notte di molti uomini che urlano dalle finestre. Ma in silenzio, per favore. Perché questa è la notte che mi riporta la sua bocca come un frutto maturo. Ma io non ho più denti. | Επιστροφή στην Αθήνα Είναι η δική μου νύχτα να επιστρέψω. Να είστε ευγενικοί, παρακαλώ. Κάντε σιωπή. Είναι η νύχτα πολλών στους δρόμους δηλαδή η συνήθης δηλαδή η μια από τις πολλές. Είναι και η δική της νύχτα της επιστροφής σ’ αυτό το σκοτάδι γεμάτο καμένους κάδους. (Τα περιστέρια ακίνητα στα σύρματα. Οι πρεζάκηδες ακίνητοι στα φανάρια. Τα φανάρια ακίνητα στο έδαφος.) Είναι και η νύχτα πολλών ανθρώπων που ουρλιάζουν απ’ τα παράθυρα. Αλλά σιωπηλά, παρακαλώ. Γιατί αυτή είναι η νύχτα που μου επιστρέφει το στόμα της σαν ώριμο φρούτο. Αλλά εγώ δεν έχω δόντια πια. |
Scarpe Un callo, duro, sotto il piede. Perché la strada è stata molta. E' stata molta in aereo è stata molta in macchina è stata molta in nave ma soprattutto è stata molta a piedi. Mondo, mondo, vasto mondo sono 40 anni che ti guardo e nell'abbruttimento nella pedofilia nello sterminio nel delirio dei numeri intravedo ancora qualcosa tutto sommato ancora non s'è spenta una luce negli occhi. Arrivare partire tornare ripartire. Tutta la mia poesia tutta la mia vita è stata un verbo di moto. Un callo, duro, sopra il cuore. Perché la fatica è stata molta. E' stata molta amando disamando nella moltitudine nella solitudine nelle facili rime negli opposti banali. I giorni sono scomparsi nei tombini del tempo. Oggi è uguale a ieri. Tutto è diverso dall'altro ieri. Contro l'orizzonte liquido enormi punti di domanda brillano inquieti nel tramonto. Nella girandola isterica delle ore resiste ancora la poesia stanza piena di vento. Oramai scrivo poco ma oggi ho comprato un quaderno e una penna. Ancora una volta seduto in un autogrill alle 18 e 50 in punto c'è qualcosa che intravedo in tutto il già visto. Qualcosa è rimasto nonostante tutta questa strada. Un callo, duro, sotto al piede. Eppure continuo a mettermi le stesse scarpe. | Παπούτσια Ένας κάλος, σκληρός, στο πόδι. Επειδή ο δρόμος ήταν πολύς. Ήταν πολύς με το αεροπλάνο ήταν πολύς με το αυτοκίνητο ήταν πολύς με το καράβι αλλά πάνω από όλα ήταν πολύς με τα πόδια. Κόσμε, κόσμε, απέραντε κόσμε 40 χρόνια τώρα που σε κοιτάζω και στην ζωοποίηση στην παιδοφιλία στην εξόντωση στο παραλήρημα των αριθμών ακόμα ψιλοβλέπω κάτι μετά απ όλα ακόμα δεν έσβησε το φως στα μάτια. Φτάνω φεύγω γυρίζω ξαναφεύγω. Όλη η ποίηση μου όλη η ζωή μου ήταν ρήμα κίνησης. Ένας κάλος, σκληρός, στην καρδιά. Επειδή η κούραση ήταν πολλή. Ήταν πολλή αγαπώντας ξαγαπώντας στη πληθώρα στη μοναξιά στην εύκολη ομοιοκαταληξία στις τετριμμένες αντιθέσεις. Η μέρες εξαφανίστηκαν Στα φρεάτια του χρόνου. Σήμερα είναι σαν χθες. Όλα δεν είναι σαν προχθές. Ενάντια στον υγρό ορίζοντα τεράστια ερωτηματικά ανήσυχα λάμπουν στο ηλιοβασίλεμα. στους υστερικούς ανεμόμυλους των ωρών η ποίηση ακόμα αντιστέκεται δωμάτιο γεμάτο αέρα. Λίγο γράφω τώρα πια αλλά σήμερα αγόρασα ένα τετράδιο κι ένα στυλό. Και πάλι μια φορά κάθομαι σ’ ένα Σ.Ε.Α. στις 18 και 50 ακριβώς έχει κάτι που ψιλοβλέπω σ’ όλα αυτά που είδα. Κάτι έχει μείνει παρά όλος αυτός ο δρόμος. Ένας κάλος, σκληρός, στο πόδι. Όμως επιμένω να βάζω τα ίδια παπούτσια. |
Gente che beve il caffè davanti al mare Il mare è liquido l'atmosfera è umida e la vita evapora lentamente veloce. Dentro l'acqua salata distinguiamo pesci che stasera mangeremo al ristorante. Poi i camerieri getteranno gli avanzi nei bidoni o nei gatti, e andremo avanti. Metalli, gas, nuvole, sismi: tutto questo continuerà sempre uguale. Nomi, cognomi, documenti, nipoti: tutto questo torna a circolare nel ciclo dell'azoto. Mentre il sole si coniuga al passato guardiamo l'orizzonte liquido e abbiamo paura. Sembra appurato che anche noi un giorno o una notte raggiungeremo lo stato gassoso ma anche questo (soprattutto questo) indica che il sangue circola nel corpo e che il corpo non ha un senso ma è piacevole indossarlo. Tuttavia soprassediamo e in questo momento ci coniughiamo nel verbo esistere. Esistere soltanto. | Κόσμος που πίνει το καφέ του μπροστά στη θάλασσα Η θάλασσα είναι υγρή η ατμόσφαιρα ρευστή κι η ζωή εξατμίζεται αργά, αλλά γρήγορα. Στ’ αλμυρό νερό διακρίνουμε ψάρια που θα φάμε απόψε στο εστιατόριο. Μετά οι σερβιτόροι θα ρίξουν τα απομεινάρια σε κάδους ή γάτους, και θα συνεχίζουμε. Μέταλλα, αέριο, σύννεφα, σεισμοί: αυτό θα συνεχίζει, πάντα το ίδιο. Ονόματα, επίθετα, έγγραφα, εγγόνια: αυτό θα ξαναγυρίσει, στον κύκλο του αζώτου. Καθώς ο ήλιος κλίνεται στο παρελθόν κοιτάζουμε τον ρευστό ορίζοντα και φοβόμαστε. Φαίνεται ασφαλώς πως κι εμείς μια μέρα μια νύχτα θα φτάσουμε την κατάσταση των αερίων αλλά και αυτό (πάνω απ’ όλα αυτό) δείχνει πως το αίμα κυκλοφορεί στο σώμα πως το σώμα δεν έχει νόημα μα ευχαρίστως το φοράμε. Αλλά αναβάλλουμε και αυτή τη στιγμή κλινόμαστε στο ρήμα υπάρχω. Μόνον υπάρχω. |
Neon verrà il neon e avrà i tuoi occhi i tuoi occhi così sepolti a volte inquadrati negli schermi è la metropolitana che urla o sono uomini bianchi, scomparsi che chiamano te, seduto o in piedi nello scompartimento impietoso? che posizione assumere per cessare d'esistere e non sperimentare più le protesi artificiali? gli architetti, pulitissimi sorridono lineari sotto i tubi luminosi - e noi camminiamo contenti di vedere meglio | Το νέον θα έρθει το νέον και θα έχει τα μάτια σου τα μάτια σου τόσο θαμμένα κάποιες φορές στο πλαίσιο της οθόνης είναι το μετρό που ουρλιάζει ή άσπροι άνθρωποι, εξαφανισμένοι που καλούν εσένα, καθισμένος, ή όρθιος στο βαγόνι το ανελέητο; τι θέση να πάρεις να πάψεις να υπάρχεις να μην πειραματιστείς πια τεχνητές προθέσεις; οι αρχιτέκτονες, πεντακάθαροι χαμογελούν γραμμικά κάτω από τους φωτεινούς σωλήνες - κι εμείς περπατάμε χαρούμενα που βλέπουμε καλύτερα |
La pietra Ecco una pietra sarajievska. Ma non la raccolgo. E' un calcare famoso e forse per lei c'è pure un mercato. Ma mi osserva, ferma forse spera che non la prenda a calci. Perché allungare un braccio e farne un simbolo da scrivania? Per dire: sapete, cari che sono stato a Sarajevo subito dopo la guerra? Ecco Sarajvo come una pietra e un nucleo umano. I turisti i giornalisti gli statisti tastano la superficie esterna fredda e scheggiata cercando una serratura. Ma serratura non s’apre più. All'interno un uomo attende lento che capiscano e se ne vadano. Rajvosa non ti preoccupare non ti farò nessuna domanda. Il ventre della pietra è pieno di luce. Altre pietre sparse in tutta la piazza illuminano il giorno notturno. Mi siedo fra loro. So che capire resterà un verbo della terza coniugazione: non raccoglierò la pietra. Poi m'addormentai disfatto. Il tempo cambiò dieci volte in venti minuti i minuti diventarono dati di fatto le pietre si evolsero in casa e furono dipinte di giallo. | Η πέτρα Να μια πέτρα sarajievska. Αλλά δεν τη μαζεύω. Διάσημος ασβέστης είναι και μπορεί να εκτιμάται στην αγορά. Αλλά με κοιτάζει, ακίνητος ίσως ελπίζει να μην τον κλωτσήσω. Γιατί να απλώσω ένα χέρι και να το κάνω σύμβολο γραφείου; Θέλω να πω: ξέρετε, αγαπημένοι πως ήμουνα στο Σεράγεβο αμέσως μετά τον πόλεμο; Να το Σεράγεβο σαν μια πέτρα κι ένας πυρήνας ανθρώπινος. Τουρίστες δημοσιογράφοι πολιτικοί πασπατεύουν την εξωτερική επιφάνεια κρύα και πελεκητή και ψάχνουν για μια κλειδαριά. Αλλά κλειδαριά δεν έχει πια. Μέσα ένας άνθρωπος περιμένει αργός να καταλάβουν και να φύγουν. Rajvosa μην ανησυχείς δεν θα σου κάνω ερωτήσεις. Η κοιλία της πέτρας είναι γεμάτη φως. Άλλες πέτρες διάσπαρτα στην πλατεία φωτίζουν την νυχτερινή μέρα. Κάθομαι μεταξύ τους. Ξέρω ότι καταλαβαίνω θα παραμείνει ένα ρήμα: αλλά δεν θα μαζέψω την πέτρα. Μετά έπεσα στον ύπνο σαν πτώμα. Ο καιρός άλλαξε δέκα φορές σε είκοσι λεπτά τα λεπτά έγιναν γεγονότα οι πέτρες εξελίχτηκαν σε σπίτι και βάφτηκαν με κίτρινο. |
Questo paesaggio (non) è duro come il silenzio Sono lontano come un paese lontano in un luogo lontano invoco liricamente l'amicizia delle pietre che non cambiano il loro progetto: esistere. Questo paesaggio non è duro come il silenzio. E' silenzioso come un uomo solo. La luce è molta l'organismo evapora: restano, scartavetrate dal sole, alcune ossa. Vorrei restare qui sulla sedia bianca del tempo e ascoltare le pietre e il vento finché il corpo, traforato dalla luce non si secchi obliquamente, come un'agave morta. | Ετούτο το τοπίο (δεν) είναι σκληρό σαν τη σιωπή Είμαι μακρινός σαν μακρινή χώρα σε μακρινό τόπο λυρικά επικαλούμαι την φιλία της πέτρας που δεν αλλάζει το σχέδιο της: να υπάρχει. Ετούτο το τοπίο δεν είναι σκληρό σαν τη σιωπή. Είναι σιωπηλό σαν άνθρωπος μονάχος. Το φως είναι πολύ ο οργανισμός εξατμίζεται: μένουν κάποια κόκκαλα, που ο ήλιος γυαλοκόπησε. Θα ήθελα να μείνω εδώ στην άσπρη καρέκλα του χρόνου να ακούσω τις πέτρες και τον άνεμο μέχρι το σώμα, διάτρητο από το φως να στεγνώσει λοξά, σαν μια νεκρή αγαύη. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου