Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Κώστας Καρυωτάκης - Μεταφρασμένη ποίηση





(Francis Viele - Griffin)

Toυ κόσμου πια δεν είναι ουτ' ένα
πράγμα σ' εμάς αγαπητό
-- ένα τραγούδι, μια παρθένα,
ένα βιβλίο, ένα φυτό --
ιερό δεν είναι σε μιαν άκρη,
κάτου απ' την όψη τ' ουρανού
-- 'ενα χαμόγελο, ένα δάκρυ,
μια γλυκιά θύμηση του νου --
δεν είναι γύρω ούτ' ένα πάθος,
υπέρτερο, θριαμβευτικό
-- μια δόξα, ή ένα ωραίο λάθος,
ή ένα μεγάλο μυστικό --
α! που οι ψυχές να το αγαπάνε
και να γελούν εδώ στη γης,
που να το βλέπουμε και να 'ναι
δικαιολογία της ζωής;





(Paul Verlain)

-- Μπα! Και η μοίρα μας έγινε πεζή.
Αν θέλετε, πεθαίνουμε μαζί;
-- Σπάνια η πρόταση, ορισμένως.
-- Ωραίο το σπάνιο. Λοιπόν εμπρός.
Ο τόπος θαυμάσιος και ο καιρός.
-- Χι! χι! χι! Απογοητευμένος!
-- Ίσως. Αλλά προπάντων εραστής
άψογος. Ανέκαθεν ιδεαλιστής.
Να πεθάνουμε τώρα ελάτε.
-- Περσότερο ειρωνεύεστε, θαρρώ,
παρά όσο κάνετε τον τρυφερό.
Πάψετε, κύριε, αν αγαπάτε.
Έτσι το βράδυ κείνο απάνω στη
χλόη, και στ' άνθη απάνω καθιστοί,
δυο περίεργοι ερωτευμένοι
αναβάλανε τέτοιο ζηλευτό
θάνατο, κι απομείνανε γι' αυτό
-- χι! χι! χι! -- καταγοητευμένοι.



  

(Heinrich Heine)

“Πες, η αγάπη τι έχει γίνει, 
στα τραγούδια σου που υμνούσες,
της καρδιάς η φλόγα εκείνη,
που σ' εθέρμαινε κι εζούσες;”
Είναι η φλόγα στάχτη κρύα,
είναι τάφος η καρδιά μου,
κι είναι οι στίχοι σαν υδρία
με την τέφρα του έρωτά μου.





Η ποίηση του Καρυωτάκη στον αντίποδα της παλαµικής µεγαληγορίας 

Ο Κώστας Καρυωτάκης συγκλίνει σε αρκετά σηµεία, µε τον Καβάφη.
Ο συσχετισµός των δύο ποιητών νοµιµοποιείται (χωρίς φυσικά να παραβλέπονται οι µεταξύ τους διαφορές) από το γεγονός ότι το έργο τους εµφανίζεται να λειτουργεί ως αντίδοτο στις ποιητικές υπερβάσεις, στα συνθετικά οράµατα, και στο µεσσιανισµό που χαρακτηρίζει την ποιητική προσπάθεια του Παλαµά και του Σικελιανού. Μ’ αυτή την έννοια -σχηµατικά- θα µπορούσαµε να θεωρήσουµε ότι οι τέσσερις ποιητές συντάσσουν δύο «αντίµαχα» ζεύγη, τα οποία εκπροσωπούν ισάριθµες -τις σηµαντικότερες ίσως- ροπές της νεοελληνικής ποίησης, στις πρώτες τρεις δεκαετίες του αιώνα: την ιδεολογική έπαρση και την προσγείωση του ποιητικού λόγου αντιστοίχως.
Ιδιαίτερα σηµαντική, στην ποιητική διαδροµή τόσο του Καβάφη όσο και του Καρυωτάκη, είναι η σχέση τους µε τον ευρωπαϊκό συµβολισµό. Για την αποκατάσταση της γραµµατολογικής τάξης, ωστόσο, θα έπρεπε να σηµειωθεί ότι η συµβολιστική ποίηση αρχίζει να καλλιεργείται στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα, κάτω από τη «βαριά σκιά του Παλαµά»• ο Παλαµάς δηµοσιεύει -όπως είναι γνωστό- τα πρώτα του συµβολιστικά ποιήµατα παράλληλα µε τον Καβάφη, στις αρχές της δεκαετίας του 1890. Στους πρώτους συµβολιστές συγκαταλέγονται επίσης και άλλοι ποιητές: οι Κ. Χατζόπουλος, Ι. Γρυπάρης και Λ. Πορφύρας, οι οποίοι πρωτοεµφανίζονται µε συµβολιστικά ποιήµατα πριν από το 1900. Σε γενικές γραµµές µπορούµε να πούµε ότι ο συµβολισµός ανοίγει ένα πεδίο νεωτερικών ποιητικών «δοκιµών» και γίνεται κεντρικό σηµείο αναφοράς στα χρόνια 1898-1899, κυρίως στο βραχύβιο περιοδικό Η Τέχνη.
Η βαθύτερη ουσία της ποίησης του Καρυωτάκη
Ο Άγρας αναζητεί τη βαθύτερη ουσία της ποίησης του Καρυωτάκη. Και κάνει τις εξής διαπιστώσεις: «Αυτό λοιπόν είναι που τον κατατρώγει• η απουσία των ωραίων πραγµάτων, η  απουσία των σπάνιων πραγµάτων, η απουσία των µεγάλων πραγµάτων, η απουσία -έστω- των τραγικών. Η µονοτονία και η πεζότης της ζωής. Μ’ άλλους λόγους, είναι ροµαντικός. Εφαντάσθηκε την αλήθεια, την οµορφιά, την καθαυτό πραγµατικότητα -έξω από τη ζωή. Πέρα από τη ζωή. Αφηρηµένην». Με βάση αυτή τη ροµαντική καταβολή ο Άγρας εξηγεί (κάπως, θα έλεγα, ροµαντικά) την πορεία και την εξέλιξη του Καρυωτάκη προς τη σάτιρα. Μπορούσε, λέει, να πλάσει, απογοητευµένος από τα πραγµατικά, την ψευδαίσθησή του: µιαν Εδέµ, ένα Ελντοράντο, µιαν Ουτοπία, τον ελεφάντινο πύργο του• αντ’ αυτού, έγινε ρεαλιστής. Μπορούσε να γίνει, όπως άλλοι ροµαντικοί, µελαγχολικός• αυτός έγινε τραγικός. Μπορούσε να φιλοσοφήσει, να γίνει φιλόσοφος• έγινε σατιρικός• έτσι, αντί να εξιδανικεύσει λ.χ. τη γυναίκα, ο Καρυωτάκης τη σαρκάζει. Ο Άγρας ρωτάει καταλήγοντας και απαντάει: «Ποιο συναίσθηµα περιµένει τον άνθρωπο, αν εξακολουθήσει να ζει και δεν συντριβεί, ύστερ’ από την απογοήτευση την πλέον οριστική; Η σάτιρα». (Η σάτιρα αυτή, κατά τον Άγρα, ασκείται εκείνα τα χρόνια από το νέο τόπο του λογοτέχνη, που είναι υπάλληλος. 





Ο Καρυωτάκης και η Αριστερά

 Στη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας Ο Ριζοσπάστης των μέσων της δεκαετίας του '40, κάτω από τον γενικό τίτλο «Νεοελληνική ποίηση», δημοσιεύονταν και ποιήματα έγκυρων νεοελλήνων ποιητών, σύγχρονων ή παλαιότερων. Ενας από τους ποιητές αυτούς ήταν και ο Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η καταχώρηση ποιήματος του Καρυωτάκη στις στήλες ενός κομματικού οργάνου (17 Ιουλίου 1947) προκαλεί έκπληξη. Εκπληξη που οφείλεται στο γεγονός ότι, ενώ κατά την προηγούμενη δεκαετία, λόγω του απαισιόδοξου χαρακτήρα της ποίησής του και της αυτοχειρίας του, από τους ίδιους χώρους (Πρωτοπόροι, Νέοι Πρωτοπόροι), ο ποιητής είχε τύχει δυσμενέστατης κριτικής, τώρα τα πράγματα αλλάζουν. Και η αλλαγή δεν οφείλεται σ' αυτό το μεμονωμένο περιστατικό όσο στο γεγονός ότι ανάμεσα στους τακτικούς συνεργάτες του φύλλου συγκαταλέγονται και συγγραφείς που στη ζωή τους κράτησαν θετική στάση απέναντι στον Καρυωτάκη. Στους συγγραφείς αυτούς προφανώς οφείλεται και η καταχώρηση ποιητικού του αποσπάσματος. Πρόκειται για τον Κώστα Βάρναλη και τον Γιώργο Κοτζιούλα, τη στάση των οποίων προς τον ποιητή θα διερευνήσουμε με κάθε συντομία.
Ο Βάρναλης κατά τα προηγούμενα χρόνια, όντας τακτικός συνεργάτης της Πρωίας, είχε αναφερθεί επανειλημμένως στον ποιητή, για το έργο του οποίου, παρά τις όποιες επιφυλάξεις του, κράτησε θετική στάση. Τον θεωρεί προικισμένο ποιητή και το έργο χαρακτηρίζεται για ειλικρίνεια, κριτική ευαισθησία και ρεαλισμό. Θεωρεί επίσης ότι η αυτοκτονία του στάθηκε «μια αναντίρρητη βεβαίωση της αλήθειας του έργου του», για τούτο και βρήκε μεγάλη απήχηση στην εποχή του. Η εκτίμηση του Βάρναλη προς τον Καρυωτάκη επισφραγίστηκε το 1973 με το δίστιχο:
Ζηλεύω σου το θάρρος Καρυωτάκη,
να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά,
κλείνοντας έτσι τρεις δεκαετίες και πλέον δημόσιας αναφοράς του στον ποιητή.
Ο Κοτζιούλας εξάλλου, το 1948, είκοσι χρόνια από την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, δημοσιεύει στο περιοδικό Ποιητική Τέχνη ένα τολμηρό όσο και αποκαλυπτικό άρθρο με τον τίτλο «Μια επέτειος. Η καθιέρωση του Καρυωτάκη», όπου αναφέρεται στην περίοδο του Μεσοπολέμου και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο ποιητής οδηγήθηκε στην αυτοκτονία. Το άρθρο γράφεται ύστερα από προσωπική περιπέτεια του Κοτζιούλα, αφού το 1941, με την πείνα και την Κατοχή, για να επιβιώσει, κατέφυγε στο χωριό του, στα Τζουμέρκα, και εν συνεχεία εντάχθηκε στην αντίσταση.
Στην Αθήνα επέστρεψε μετά την απελευθέρωση, το 1945. Το αξιοπρόσεκτο στην περίπτωση Κοτζιούλα είναι ότι, ενώ είχε ενταχθεί σ' έναν χώρο που ιδεολογικά στηρίζεται στον αγώνα και στην αισιοδοξία, για την έλλειψη των οποίων επικρίθηκε ο Καρυωτάκης, εκείνος, αντίθετα, δεν στέκεται σε τέτοιες οριοθετήσεις και χωρίς να υιοθετεί το απονενοημένο διάβημα του αυτόχειρα της Πρέβεζας, προσπαθεί να το ερμηνεύσει. Καθώς μάλιστα συνδέει την πράξη του και με τον «διωγμό» ­ είναι η φράση του ­ που είχε υποστεί, προσπαθεί, ως άτομο, να τον κατανοήσει. Εκείνο, ωστόσο, που έχει αξιοσημείωτη σημασία είναι ότι μιλάει για τόσο λεπτά και ευαίσθητα πράγματα σε μια περίοδο όπου οι ιδεολογικές ζυμώσεις και αντιθέσεις βράζουν, ενώ ο εμφύλιος μαίνεται. Αναφερόμενος λοιπόν ο Κοτζιούλας στο έργο του Καρυωτάκη, με εντυπωσιακή ειλικρίνεια θεωρεί ότι η συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες στάθηκε μια «αληθινή αποκάλυψη για όλους και μάταια οι στρυφνοί κήρυκες θεωριών έμειναν ασυγκίνητοι απ' αυτό το συμπυκνωμένο παράπονο».
«Θυμάμαι», συνεχίζει, «με τι λαχτάρα εμείς οι νεότεροι φοιτητές και φιλολογούντες νεαροί πιάσαμε στο χέρι μας αυτό το εξαίρετο βιβλίο που έδινε απάντηση στις ανησυχίες μας, διέξοδο στις καταπιέσεις μας. Εκεί μέσα βρίσκαμε ανάγλυφο τον εαυτό μας ή τουλάχιστον ένα πρότυπο που ασκούσε απάνω μας ισχυρή έλξη. Αυτός, μάλιστα, ήταν ποιητής. Και η συλλογή του δεν άργησε να γίνει Ευαγγέλιο για μας. Ετσι δημιουργήθηκε η περίφημη σχολή Καρυωτάκη, που όμως στην ουσία δεν λειτούργησε ποτέ». Είναι αυτό που μας παραδόθηκε ως «καρυωτακισμός», δηλαδή ως φαινόμενο φθοράς, κοινωνικής και αισθητικής χρεοκοπίας και ξεπεσμού, και τον οποίο ο Κοτζιούλας θεωρεί δημιούργημα «μερικών επιπόλαιων κριτικογράφων και κατά βάθος αναίσθητων πνευμάτων»· ατόμων δηλαδή που, αδυνατώντας να εξηγήσουν την ταχύτατη απήχηση του έργου του Καρυωτάκη, κατασκεύασαν τη θεωρία της φθοράς. Και γράφονται όλα τούτα δεκατρία χρόνια ύστερα από το επίμαχο άρθρο του Καραντώνη στα Νέα Γράμματα, όπου ο γνωστός κριτικός αποφαίνεται ότι το «κακό που προξένησε στους νέους η επίδραση του Καρυωτάκη» ήταν «ηθικό και αισθηματικό» και επίσης ότι «το έργο του Καρυωτάκη αντικατοπτρίζει και διασώζει ποιητικά τον ψυχικό και τον κοινωνικό ξεπεσμό των νέων μιας χαλαρής, ανήθικης και άρρωστης εποχής».
Από τα αποσπάσματα του Κοτζιούλα προκύπτει ευθέως η ομολογία του για την πλήρη αποδοχή του Καρυωτάκη· αποδοχή η οποία είχε απήχηση στο ποιητικό έργο και του ίδιου, ιδίως στη συλλογή Εφήμερα, απ' όπου αποδεικνύεται ότι ένας από τους νέους που «ένιωσαν δραματικά» τον Καρυωτάκη ήταν και εκείνος.
Η συλλογή Εφήμερα καλύπτει την ποιητική δημιουργία των ετών 1929-1931. Κύρια χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, η αθυμία, ο ψυχικός πόνος, η ανία, η μελαγχολία, η μοναξιά. Ενδεικτικοί είναι επίσης και οι τίτλοι κάποιων ποιημάτων, όπως: «Δειλινά», «Μονόλογος», «Βραδινό παράπονο» και αρκετοί άλλοι. Εδώ έχουμε επίσης και ποιήματα όπου γίνεται ευθεία αναφορά στο όνομα του Καρυωτάκη. Χαρακτηριστικό εν προκειμένω είναι το ποίημα «Ελεγεία στον Καρυωτάκη», όπου, με μια γλώσσα καθημερινή και οικεία, κινούμενος ο Κοτζιούλας ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο πρόσωπο, αφήνει να διαφανεί ο ανθρώπινος πόνος αλλά και η βαθύτερη πνευματική σχέση του με τον ποιητή με στίχους σαν αυτούς: στοχαστικό μου αδέρφι θλιβερό ή κι ο στίχος σου που ως πένθος τον φορώ.
Τα στοιχεία αυτά από μια πρώτη κιόλας ανάγνωση θεωρώ ότι είναι αρκετά για να μας οδηγήσουν σ' έναν ευρύτερο και αναλυτικό συσχετισμό· συσχετισμό επικοινωνίας, η οποία είναι άλλοτε εξόφθαλμη και άλλοτε λανθάνουσα. Το βέβαιον πάντως είναι ότι ο Κοτζιούλας, παρά τη νεότητά του, δεν παρασύρεται σε στείρα μίμηση και οι όποιες ομοιότητές του με τον Καρυωτάκη θεωρώ ότι προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής, την ιδιοσυγκρασία των δύο ανδρών κι ακόμη από τις βαθύτερες έμφυτες ροπές που τους κάνουν να «αναπνέουν στο ίδιο κλίμα» (είναι τα λόγια του Κλέωνα Παράσχου).
Αλλά τα ανωτέρω μπορεί να τα κατανοήσει κανείς καλύτερα αν ρίξει μια ματιά στον γνωστό ιδεολογικό διάλογο που ανοίχτηκε στα μέσα της δεκαετίας του '50 από τις σελίδες του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης και εξετάσει τον εξόχως αρνητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε ο ποιητής.
Το αξιοπαρατήρητο πάντως για την περίπτωσή μας είναι ότι κατά τη δεκαετία του '40, δεκαετία έντονων ιδεολογικών αντιθέσεων και συγκρούσεων, σε αντίθεση με την προηγούμενη ή την επόμενη, όχι μόνο δεν φαίνεται να γράφτηκε τίποτε αξιόλογο αρνητικό, αλλά, αντίθετα, η στάση που κράτησαν οι λόγιοι κύκλοι ήταν θετική. Πάντως, η ουσιαστική αναγνώριση του Καρυωτάκη και κατ' επέκτασιν η καθιέρωσή του πραγματοποιήθηκαν από τη δεκαετία του '60 κι εδώθε.
Ο κ. Γιάννης Παπακώστας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.





Το παράδοξο του Καρυωτάκη

Ο ποιητής των Ελεγείων και σατιρών (1927) μολονότι από την άποψη της τεχνοτροπίας ανήκει στην «παλαιά», στην προνεοτερική ποίηση, είναι και σήμερα από τους πλέον σύγχρονους ποιητές μαςΩ θέλω να πω πιο ζωντανός από πολλούς νεοτερικούς ποιητές, που ο στίχος τους ­ ο ελεύθερος στίχος ­ είναι περισσότερο απ' ό,τι ο έμμετρος σύμφωνος με τις εκφραστικές διαθέσεις της εποχής μας.
Καθώς αυτό δεν παρατηρείται σε κανέναν από τους άλλους «παλαιούς» ποιητές του αιώνα μας (από τους ποιητές μας του 19ου αιώνα συμβαίνει μόνο με τον Κάλβο), η περίπτωση του Καρυωτάκη αποκτά τον χαρακτήρα ενός φαινομένουΩ για την ακρίβεια ενός παραδόξου, η ανεπίγνωστη προσπάθεια επίλυσης του οποίου έχει ταλαιπωρήσει και εξακολουθεί να ταλαιπωρεί την κριτική μας. Λέω ανεπίγνωστη γιατί, μολονότι η κριτική αντιμετωπίζει την ασυμφωνία ανάμεσα στη μορφή των καρυωτακικών ποιημάτων και στο αποτέλεσμά τους ως ένα πρόβλημα, δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί ότι το μέγεθος του προβλήματος φτάνει τις διαστάσεις του παραδόξου. Ετσι προσπαθεί να εξηγήσει το παράδοξο με τα μέσα με τα οποία επιχειρεί να λύσει κανείς ένα πρόβλημα, με επακόλουθο να οδηγείται σε άστοχες ή ασύστατες διαπιστώσεις.
Τίποτε δεν δείχνει καλύτερα την αμηχανία των νεοτερικών απέναντι στην ποίηση του Καρυωτάκη από τη στάση του νεαρού Ελύτη στα μέσα της δεκαετίας του '30: «Ναι, χωρίς αμφιβολία, ήταν μια καινούργια γλώσσα. Ομως κάτι μ' ενοχλούσε εκεί μέσα. Δεν ξέρω να το πω, αλλά ίσως είναι αυτό: δεν εύρισκα να υπάρχει καμιά αναλογία ανάμεσα στο ύφος που είχε η ποίηση του Καρυωτάκη και στο ύφος που έπαιρνε η ζωή μας εκείνα τα χρόνια».
Το ερώτημα λοιπόν τίθεται ως εξής: πώς η ποίηση του Καρυωτάκη (τα ποιήματα της τελευταίας περιόδου του) κατορθώνει να δίνει την αίσθηση του καινούργιου με μιαν έκφραση που δεν απομακρύνεται από τα σχήματα της παλαιάς ποίησης και που δεν έχει τίποτε το κοινό με την έκφραση των νεοτερικών; Οι προσπάθειες της κριτικής μας να απαντήσει στο ερώτημα αυτό συνθέτουν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της ιστορίας της. Θα αναφέρουμε τις τοποθετήσεις εκπροσώπων τριών κριτικών γενεών.
Είδαμε την αμηχανία του Ελύτη. Κάτι ανάλογο βλέπουμε και στη στάση του Καραντώνη, του κυρίαρχου κριτικού της γενιάς του '30. Μολονότι πιστεύει ότι «τα στοιχεία της ανανέωσης που έφερνε ο Καρυωτάκης δεν ήταν ούτε αρκετά και, προ παντός, δεν ήταν καινούργια, ώστε να δικαιολογούν ένα νέο ξεκίνημα», ο Καραντώνης διαπιστώνει ότι η εμφάνισή του «γέμιζε τον χώρο της απουσίας του νέου ποιητή», γιατί ο Καρυωτάκης «είχε αρθρώσει το αντιπροσωπευτικό ποίημα, που άλλοι τόσα χρόνια μισοσυλλάβιζαν και προετοίμαζαν». Οπως και ο Ελύτης, ο Καραντώνης δεν επιχειρεί να εξηγήσει το ασύμβατο που υπάρχει ανάμεσα στις δύο διαπιστώσεις του (παρότι είναι βέβαιο ότι το αισθάνεται).
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Ζ. Λορεντζάτο, η ιδέα του οποίου για τον Καρυωτάκη διαμορφώνει, περισσότερο από κάθε άλλη, την έπειτα από το 1960 εικόνα της κριτικής για τον ποιητή. Η ερμηνεία του φαινομένου από τον Λορεντζάτο είναι κυρίως αυτή που καθιερώνει το Ελεγεία και σάτιρες ως σημείο μετάβασης από την παλαιά ποίηση στη νεοτερική. «Ολοι οι δρόμοι», γράφει, «που οδηγούν από τον Παλαμά ή το Σικελιανό και τους Minores του δημοτικισμού στον Σεφέρη και στον ελεύθερο στίχο περνούν από τον Καρυωτάκη. Δεν υπάρχει άλλο διάβα. [...] Σ' αυτόν έλαχε ο κλήρος να φανερώσει ανάγλυφα τα όσα συμβαίνουν την εποχή εκείνη στον χώρο της νεοελληνικής προσωδίας. [...] Κανένας άλλος δεν αποτόλμησε πριν από αυτόν τους παρατονισμούς που τόλμησε αυτός ή ένα συστηματικό, σχεδόν μουσικό, contratempo καταπάνω στο μετρονόμο».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν τα πράγματα είχαν έτσι η αίσθηση του καινούργιου που αναδίδουν τα ποιήματα του Καρυωτάκη θα ήταν ως έναν βαθμό εξηγήσιμη. Ο Καρυωτάκης όμως ούτε το μόνο πέρασμα είναι από την παλαιά στη νέα ποίηση ούτε το πιο σημαντικό. Για την ακρίβεια δεν αποτελεί καν πέρασμα, αφού η στιχουργία άλλων ποιητών πριν από αυτόν είχε ήδη θέσει τις βάσεις για τη μετάβαση στη νεοτερική έκφραση, ενώ η δική του, όπως είπαμε, δεν απομακρύνεται από τις παραδοσιακές μορφές. Ο Λορεντζάτος παραβλέπει τις μεγάλες προσωδιακές ζυμώσεις που τελούνται στην ποίησή μας από τις αρχές του αιώνα με τον Παλαμά και τον Σικελιανό, οι οποίες φτάνουν σε ριζικές ανακατατάξεις ήδη πριν από το 1927 με τον Καβάφη και τον Παπατσώνη, σε σύγκριση με τον στίχο των οποίων ακόμη και ο πλέον παρατονισμένος στίχος του Καρυωτάκη αποδεικνύεται συντηρητικός.
Αν η προσπάθεια εξήγησης του καρυωτακικού παραδόξου οδηγεί τον Λορεντζάτο στη διαγραφή κάθε πριν από τον Καρυωτάκη νεοτερικής πράξης, ορισμένους κριτικούς της νεότερης γενιάς τους πάει ακόμη πιο μακριά: τους κάνει να ανακαλύπτουν στην ποίηση του Καρυωτάκη ανύπαρκτα προσωδιακά χαρακτηριστικά. Αναφέρομαι κατά κύριο λόγο στη μελέτη του Δ. Τζιόβα «Η ποίηση του Καρυωτάκη ως πρόκληση στον μοντερνισμό» (1986). Για τον Τζιόβα, που ακολουθεί μια γνωστή διάκριση της νεοτερικής λογοτεχνίας σε (τολμηρή) πρωτοποριακή και (συντηρητική) μοντερνιστική, η ποίηση του Καρυωτάκη είναι ριζοσπαστικότερη από εκείνη των Σεφέρη και Ελύτη (που ανήκουν στους μοντερνιστές) όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τη μορφή της. Ο Καρυωτάκης είναι πρωτοποριακός. Θα πρέπει να συγκαταλεγεί στην ίδια κατηγορία στην οποία ανήκουν και «οι φουτουριστές, οι ντανταϊστές και οι υπερρεαλιστές», γιατί «είναι θιασώτης της στιχουργικής ανταρσίας» και γιατί «αρνείται την εξουσία κάθε αισθητικής σύμβασης [...] που μπορεί να περιορίσει τη δημιουργική του ελευθερία». Βέβαια σε αυτή την πρωτοποριοποίηση φαίνεται να συντελεί και ένας άλλος παράγοντας, καθώς είναι πρόδηλο ότι ο σκοπός του Τζιόβα δεν είναι τόσο η μελέτη της ποίησης του Καρυωτάκη όσο η επίκριση του Σεφέρη και του Ελύτη για ποιητικό συντηρητισμό.
Καθώς το παράδοξο του Καρυωτάκη δεν είμαστε σε θέση να το εξηγήσουμε, πιστεύω πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιοριστούμε στην περιγραφή του. Η ικανοποιητική μέχρι στιγμής απεικόνισή του βρίσκεται στην παρατήρηση του Κ. Στεργιόπουλου ότι το περιεχόμενο της ποίησης του Καρυωτάκη «θαρρείς κερδίζει την έκφρασή του εκβιάζοντας τη μορφή της». Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και τα εξής: Κάθε λογοτεχνική μορφή καθορίζεται χρονικά από τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της εποχής της και περιέχει το στοιχείο της συμβατικότητας που προϋποθέτει (και ως εκ τούτου της παλαιότητας που ενέχει) κάθε καθιερωμένος τρόπος καλλιτεχνικής γραφής. Αυτό που αποτελεί την ιδιοτυπία της ώριμης ποίησης του Καρυωτάκη είναι ότι η γεύση της υπερβαίνει την τεχνοτροπία της και συνεπώς και εκείνο το στοιχείο της παλαιότητας που παράγεται αναπόφευκτα από αυτήν. Συμβαίνει εδώ το ίδιο που συμβαίνει με τον ΚάλβοΩ με τη διαφορά ότι η μοναδική στιχουργία του Κάλβου καθιστά αδύνατον να εντάξουμε την ποίησή του σε μια συγκεκριμένη τεχνοτροπική παράδοση, ενώ στον Καρυωτάκη η παράδοση είναι ορατή αλλά καθίσταται αδρανής.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=82251

5 σχόλια:

  1. Χαίρετε! Η αλήθεια είναι πως τρέφω μια ιδιαίτερη αγάπη στον Καρυωτάκη, ωστόσο ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω γιατί χανόμαστε σε αδιάκοπα μονοπάτια κριτικών, επιδοκιμασιών και αποδοκιμασιών... Η ποίηση για μένα είναι κάτι τόσο τρυφερό... Εάν σε αγγίξει απλά της παραδίνεσαι και από εκεί και πέρα όλα είναι πιο απλά (τουλάχιστον όσον αφορά την προσωπική κατανόηση και είσπραξη του ποιήματος). Είναι μια έκφραση Δημοκρατίας ανεξαρτήτως εποχής... Μονολόγησα... Συγγνώμη, απλά μου γεννήθηκε η σκέψη διαβάζοντας τις τόσο διαφορετικές κριτικές του έργου του... Από την άλλη βέβαια και αυτό όμορφο είναι γιατί προωθείται ο διάλογος και ο προβληματισμός (τουλάχιστον όταν υπάρχει θέληση και ωριμότητα για κάτι τέτοιο και διάθεση σεβασμού της διαφορετικότητας).
    Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθώ κάθε φορά τις αναρτήσεις σου, οι οποίες μου είναι πολύτιμες! Ευχαριστώ πάρα πολύ!
    Καλή συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα! Συμφωνώ μαζί σου, όπως πιστεύω ότι απάντησες στο ερώτημά σου, με το δεύτερο σκέλος του σχολίου σου.
      Σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια! Να είσαι κι εσύ καλά!

      Διαγραφή
    2. Καλημέρα!
      Απλά φοβάμαι πως κάποιες φορές γίνονται κριτικές ιδιαίτερα αυστηρές χωρίς διάθεση προσέγγισης της πραγματικής αλήθειας της τέχνης... με την έννοια πως δύσκολα δέχονται τη διαφορετικότητα ή την οποιαδήποτε προσπάθεια τάραξης των στάσιμων νερών της όποιας εποχής. Δυστυχώς έχει ταλαιπωρήσει ποικιλοτρόπως αυτή η στάση πολλούς καλλιτέχνες... Η αλήθεια είναι πως κάθε κοινωνία χρειάζεται το χρόνο της για να αφομοιώσει το οτιδήποτε, ωστόσο θεωρώ σπουδαία την ικανότητα αποδοχής και αναγνώρισης της αξίας του διαφορετικού. Μπορεί να είμαι και υπερβολική... Δεν ξέρω...:)

      Διαγραφή
    3. Καλημέρα!
      Προσωπικά πιστεύω ότι οι κριτικές γίνονται από άτομα με κόμπλεξ! Σημασία έχει, εσύ να είσαι σε θέση να κρίνεις από μόνη σου αν κάτι σου αρέσει η όχι κι όχι να περιμένεις από τους άλλους να σου το υποδείξουν.
      Απλά απόλαυσε την ποίηση...

      Διαγραφή
    4. Συμφωνώ μαζί σου... Κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος κάνει τις επιλογές του και έχει το προσωπικό του γούστο. Αυτή είναι και η ομορφιά τής διαφορετικότητάς μας.
      Για τους κριτικούς μπορεί να έχεις και δίκιο... δεν ξέρω, δε μ' αρέσει να γενικεύω, αλλά θεωρώ μεγάλη ευθύνη να εκφράζει κανείς με στόμφο αρνητικές κριτικές "καταδικάζοντας" έργα... Άλλο είναι να πεις τι δε σου άρεσε (το οποίο είναι πραγματικά ωφέλιμο νομίζω) και άλλο να γενικεύεις... Και όλα αυτά φυσικά εντάσσονται στο πλαίσιο του προσωπικού γούστου... (για τις θετικές κριτικές δε θα πω τίποτα... παρόλο που και εκεί παίζονται πολλά). Ο ανοιχτός τρόπος σκέψης εκλείπει πολλές φορές ακόμη και σε εκείνους που θεωρούν τον εαυτό τους ιδιαίτερα προοδευτικό... Το θέμα είναι ο καθένας να προφυλάσσει τον εαυτό του όσο το δυνατόν από τη μονολιθικότητα...
      Το να είσαι σε θέση να κρίνεις αν κάτι σ' αρέσει είναι σπουδαίο, αλλά όταν γράφεις κάτι εσύ ο ίδιος, τότε τα πράγματα νομίζω είναι πιο δύσκολα... τουλάχιστον για μένα... Σχεδόν όλα όσα γράφω χάλια μού φαίνονται! :) Εκεί η ειλικρίνεια των άλλων μου φαίνεται πολύτιμη.
      Σε ευχαριστώ για τη συντροφικότητα! Το εκτιμώ πολύ!
      Καλή συνέχεια κ συγγνώμη που σε ζάλισα...

      Διαγραφή

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...