Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νέα Εστία", Γ', 62, 15
Ιουλίου 1929. Το χειρόγραφο σώζεται ακόμη. Με τον ίδιο τίτλο είχε δημοσιεύσει
στη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας) ανάλογο ποίημα.
Ι
Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν
υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περισσότερο, τέλματα στα
οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου.
Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα σωστή περιπέτεια. Για
να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ' όλη της την έκταση, στην
ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα
βήματά μου.
ΙΙ
Είμαι ο Φαίδων ριγμένος στη λάσπη. Θαυμαστό
βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή, από τα
στοιχεία και τους ανθρώπους.
ΙΙΙ
Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι, εφόρεσα αληθινή πορφύρα, στέμμα
από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από τα πλήθη, κ' επήγαινα
ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά
επήγαινα σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Οι παλιάτσοι
έτρεχαν μπροστά μου ή εχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Εφώναζαν, εχτυπούσαν. Αλλά
εγώ επήγαινα βλέποντας τα σύννεφα και ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή.
Δυσκολότατα επροχωρούσα. Με τους αγκώνες άνοιγα τόπο, αφήνοντας πίσω μου ράκη.
Αποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στον ήλιο έσπαζαν οι καγχασμοί των
άλλων. Κ' ήμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σαν τσακισμένο δέντρο, άκουσα για
τελευταία φορά την εσωτερική μου φωνή.
ΙV
Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση. Πού ν' αφήσω το βάρος
του εαυτού μου; Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με του κήπους. Τα βουνά με ταπεινώνουν.
Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δύο
φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα. Οι χωρικοί που στέκονται απορημένοι, έχουν την
άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια παραμυθιού. Οι κατσίκες τους
δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω. Περπατώ ολόκληρες μέρες. Πού
πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ' αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου.
Ι
Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του
ιδανικού. Και τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.
Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα
από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό
του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που
περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά.
Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο
ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.
Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της,
το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.
Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν
δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα,
εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Άνθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την
άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια περιστέρια
ζυγίζονταν στις κεραίες.
Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις
έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια
μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά,
βουβά. Όλα τ' άλλα -- ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος -- ένα
τεράστιο μάυρο παραπέτασμα.
ΙΙ
Έζησε κανείς θλιβερά πράγματα. (Σπίτια μαύρα, κλειστά.
Αναιμικά, εξόριστα δέντρα του δρόμου. Η “μαντάμα” μετράει απογοητευμένη τις
μάρκες της. Στην πλατεία οι λούστροι, κουρασμένοι να κάθονται, σηκώνονται και
παίζουν μεταξύ τους. Ο νέος νομάρχης, με μονόκλ, επροσφώνησε τους υπαλλήλους.
Δίπλα εξύπνησαν για να πάρουν το τρένο. Ποτά ανδρών 10 δρ., ποτά γυναικών 32,50
δρ.) Στον άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο, κ' έρχεται μπροστά μας. Όλα ξεχνιούνται.
Είναι εκεί, άσπιλη, απέραντη, αιώνια. Με το πλατύ της γέλιο σκεπάζει την
ασχήμια της. Με τη βαθύτητά της μυκτηρίζει. Η ψυχή του εμπόρου πεθαμένη και
περπατεί. Η ψυχή της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της. η ψυχή του ανθρώπου
λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης. Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο
πόνος μας την έκφρασή του.
Δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα.
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ενα και, χαίδεύοντας
ηδονικά το μαύρο σεβιότ - παφ, παφ, παφ, παφ -, “έχετε λίγη σκόνη” να είπω
“κύριε Άλφα”.
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνιά, κι όταν αντίκριζα την
κοιλιά του άλλου, αφού θα 'χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και
το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: “Άχ, αυτός
ο Άλφα, κύριε Βήτα...”
Έπρεπε πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή
ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλωσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη
δεχθώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για
τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν' αρθρώσω: “Δούλος σας, κύριε μου”.
Αλλα πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί
η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία.
Στην αρχή δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα
οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική
τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε:
“πεντακόσιες χιλιάδες”. Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε:
“σύμφωνος”. Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο
κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: “Ο αυτόνομος
οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...”
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να
ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια
της κάμαρας μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που
θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο.
Επέρασα τρεις πόρτες, τρια πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν
βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από
τις πολεμίστριες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό
μου ασφαλή. Εμπήκα σ' ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει
συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας
μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η
νύχτα...
Βρέθηκε σε χειρόγραφο, γραμμένο με μολύβι και μάλλον
δυσανάγνωστο, γεμάτο διαγραφές, διορθώσεις, προσθήκες και παραπομπές, στο πίσω
μέρος ενός άγραφου υπηρεσικαού εντύπου του Υπουργείου Παιδείας και
Θρησκευμάτων, σε γαλάζιο χαρτί διαστάσεων 30Χ22,5 εκ. και χρονολογημένο Ιούνιος
1928.
Ξυπνώντας, ένιωθε γύρω του μια καθαρότητα, κάτι σαν
ατμόσφαιρα νοσoκομείου, μια εντύπωση ευχάριστη, σα να' χε βαθιά αναστενάξει -
ένιωθε πάντα μια σύντομη χαρά, όση χαρά του είχε απομείνει.
Καθώς κάποιο αόρατο χέρι να κρατούσε στο βυθό τα φύλλα και
τα νεκρά ξύλα και τον πηλό που θ' ανέβαιναν σε λίγο στην επιφάνειά της, η σκέψη
του μπορούσε τώρα να λαμποκοπά, στραμμένος προς τον ουρανό καθρέφτης, λίμνη
όπου πράσινες και χρυσές πλάκες φωτός απλώνονταν κι έσβηναν ασύλληπτες,
χωρίς να πάρουν σχήμα, μπαίνοντας σαν γενεές η μία στη θέση της άλλης, βιαστικά
βιαστικά, με το φόβο της πετριάς που θα τις διέλυε. Η εντύπωση εκείνη διαρκούσε
λίγα δευτερόλεπτα.
Ύστερα ερχόταν η μνήμη κρατώντας στο ένα χέρι τα φίδια του
παρελθόντος και στο άλλο τη σκοτεινή απαντοχή.
(Εδώ υπάρχει μια σιωπή μεγάλη, ένα κενό που θα μπορούσε να
χωρέσει όλες τις πλαδαρές φιγούρες της πραγματικότητος.)
Κάποιο πρωί, στην ατμόσφαιρα αληθινού ίσως νοσοκομείου, αφού
ανέπνευσε βαθιά, καθώς άλλοτε, δεν κατόρθωσε να ξυπνήσει.
Κι αυτό ήταν η ζωή και ο θάνατος του φίλου μου.
H αριστεροποίηση του Καρυωτάκη
* Οι ποικίλες
ανταποκρίσεις της Αριστεράς προς το έργο του Καρυωτάκη έχουν μακρά ιστορία
Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (22.2.2004)
χαρακτήριζα παράπλευρες εκείνες τις κριτικές απώλειες που προκαλούνται από την
προσπάθεια να υποστηριχθεί η ερμηνεία μιας ορισμένης παρανάγνωσης. Ελεγα ότι η
παρανάγνωση της ποίησης του Σεφέρη, στην οποία επιδίδονται πολλοί σήμερα στην
επιθυμία τους να δείξουν ότι η ποίηση αυτή είναι εθνοκεντρική, είχε ως
αποτέλεσμα την αντίρροπη παρανάγνωσή τους και της ποίησης του Καρυωτάκη και του
Εγγονόπουλου. Προσέθετα, ωστόσο, ότι οι απώλειες οι σχετικές με τους δύο αυτούς
ποιητές κατ' επίφαση μόνο θα μπορούσαν να θεωρηθούν παράπλευρες, γιατί είναι
τόσο σημαντικές όσο και οι σεφερικές.
Το αποκορύφωμα της σεφερικώ τω λόγω παρανάγνωσης του
Καρυωτάκη είναι ο χαρακτηρισμός της ποίησής του ως «ελλείπουσας κριτικής
συνείδησης της Αριστεράς», τον οποίο έχει διατυπώσει (1996) και προβάλλει με
ιδιαίτερη έμφαση ο Κώστας Βούλγαρης. Οι ποικίλες ανταποκρίσεις της Αριστεράς
προς το έργο του Καρυωτάκη έχουν βέβαια μακρά ιστορία (βλ. το βιβλίο K. Γ. Καρυωτάκης -
2000 - της Χριστίνας Ντουνιά)· όπως μακρά είναι και η ιστορία της μελέτης της
πολιτικής διάστασης αυτού του έργου, ιστορία που τις δύο τελευταίες δεκαετίες
διαδραματίζεται στην περιοχή του μύθου. Θα προσπαθήσω να παρακολουθήσω στα
κύρια σημεία της την πορεία προς αυτή τη μυθοποίηση.
Ο πρώτος που διακρίνει πολιτική διάσταση σε στίχους του
Καρυωτάκη είναι ο Τέλλος Αγρας, που το 1935 χαρακτηρίζει τέσσερα ποιήματά του
(«Ο Μιχαλιός», «Εις Ανδρέαν Κάλβον», «Στο Αγαλμα της Ελευθερίας, που φωτίζει
τον κόσμο», «H πεδιάς και το νεκροταφείον») ως ποιήματα «πολιτικής σάτιρας». Ως
τότε η Αριστερά, που περιγράφει τον Καρυωτάκη ως ποιητή της αστικής παρακμής,
θα παρατηρήσει μόνο - διά του Αιμίλιου Χουρμούζιου, 1928 - ότι στα τρία πρώτα
από αυτά τα ποιήματα, καθώς και στα «Αποστροφή», «Δημόσιοι υπάλληλοι» και «Ολοι
μαζί...» (τα οποία θεωρεί της ίδιας τάξεως), ο Καρυωτάκης «κοιτάζει τη ζωή με ανθρώπινο μάτι».
Και θα συνεχίσει η Αριστερά να τον θεωρεί ποιητή της αστικής τάξης, απρόθυμο ή
ανίκανο να βγει έξω από το περίφραγμά της, ως το 1955-56, όταν στην Επιθεώρηση
Τέχνης θα διεξαχθεί η συζήτηση για τα «φαινόμενα ακμής και παρακμής στη
νεοελληνική ποίηση». Εκεί θα διατυπωθεί για πρώτη φορά η άποψη από τον Μανόλη
Λαμπρίδη - άποψη μαρξιστικά αναθεωρητική - ότι ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης
«εκφράζουν την παρακμή, μα όχι pro domo της κυρίαρχης τάξης. Εκφράζουν την
παρακμή απέξω. Δεν ανήκουν ηθικά στην άρχουσα τάξη. Βρίσκονται αντιμέτωποί
της». Αποψη που θα αντικρούσουν οι ορθόδοξοι κριτικοί Μάρκος Αυγέρης, M. M.
Παπαϊωάννου και Τάσος Βουρνάς, που επιμένουν ότι ο Καρυωτάκης δεν αρνείται την
τάξη του αλλά την εκφράζει ή την κρίνει από μέσα.
Ο Λαμπρίδης δεν συνδέει τον Καρυωτάκη με την Αριστερά.
Ωστόσο η θέση του, όπως όλα δείχνουν, γίνεται η γραμματολογική βάση πάνω στην
οποία θα οικοδομηθεί σταδιακά η εικόνα ενός αριστερού Καρυωτάκη. Τη βάση αυτή
θα ενισχύσει το 1964 ο ίδιος ο Βουρνάς, που, παρότι εξακολουθεί να πιστεύει ότι
ο Καρυωτάκης κάνει κριτική της τάξης του «μέσα από τα τείχη της», ανακαλύπτει
ότι «από την ποίησή του βγαίνει ο ανθρωποκεντρικός - ουμανιστικός κλάδος της
ποίησής μας, που προμηθεύεται το ποιητικό του υλικό από την πραγματικότητα του
προοδευτικού μας κινήματος». Με φόντο αυτή τη βάση, η άποψη του Βύρωνα Λεοντάρη
(1973) ότι ο Καρυωτάκης είναι «κοινωνικός ποιητής και συγχρόνως ποιητής της
εσωτερικής περιπέτειας», παρότι προσεκτικά διατυπωμένη, αφού περιορίζει το
κοινωνικό στοιχείο της ποίησής του στην «κριτική του κοινωνικού είναι της
νεώτερης ελληνικής ποίησης», θα ενθαρρύνει την ιδέα ενός πολιτικού ποιητή
Καρυωτάκη. H οποία θα βρει μια διατύπωσή της (και μάλιστα εμφατική) στην
πεποίθηση του Τίτου Πατρίκιου (1979) ότι με τη σάτιρά του ο Καρυωτάκης γίνεται
«ο πρώτος ποιητής που εισάγει άμεσα την πολιτική, ακόμη και τη διεθνή, στη
νεώτερη ποίηση» (άποψη που επαναλαμβάνεται άκριτα έκτοτε).
Όλα αυτά, πιστεύω, θα προτρέψουν τον Βουρνά να κάνει (1980)
ένα βήμα προς την αριστεροποίηση του Καρυωτάκη με τη διαπίστωσή του - την οποία
θα επαναλάβει το 1988 - ότι «με το έργο του και την υπαλληλική συνδικαλιστική
του δραστηριότητα ο Καρυωτάκης πλησίασε πολλές φορές τους στόχους της
Αριστεράς» (το 1986 είχαν ανακαλυφθεί, από τη Γεωργία Δάλκου και τον Γιάννη
Παπακώστα, νέα στοιχεία γι' αυτή τη δραστηριότητα του ποιητή).
Την εποχή αυτή με την πορεία της αριστεροποίησης του
Καρυωτάκη διασταυρώνεται ο Σεφέρης. H ανάπτυξη των πολιτισμικών σπουδών και τα
προτάγματα της πολυπολιτισμικότητας παρέχουν "επιχειρήματα" σε όσους
προσπαθούν να ελευθερωθούν από τη « βαριά σκιά» του, προτρέποντας στην ανεύρεση
εθνοκεντρισμού στο έργο του και επαναφέροντας την παλαιότερη ιδέα των αριστερών
ενός συντηρητικού Σεφέρη, η οποία είχε ατονήσει κατά τη διάρκεια της χούντας. H
αναζήτηση ενός αντίπαλου προς τον Σεφέρη δέους θα οδηγήσει στον Καρυωτάκη, η
εικόνα του οποίου θα αποκαθαρθεί από κάθε μη προοδευτικό στοιχείο και θα
αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός αριστερού ποιητή, τον οποίο «είχε θάψει» η
γενιά του '30.
Θα συνεχίσω στην επόμενη επιφυλλίδα μου.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής
της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή: http://www.tovima.gr/
H παραμόρφωση του Καρυωτάκη
* Για τον
Βούλγαρη «η Αριστερά είναι η μόνη δυνατή "οργάνωση" της αλήθειας της
ποίησης του Καρυωτάκη»
Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (18.4.04) περιέγραψα
την ως το 1980 πορεία της πρόσληψης του Καρυωτάκη από τη λογοτεχνική κριτική
της Αριστεράς: τον σταδιακό μεταχαρακτηρισμό της καρυωτακικής ποίησης από
ποίηση της ατομικής και οντολογικής αγωνίας και της αστικής παρακμής σε ποίηση
πολιτική «που πλησίασε πολλές φορές τους στόχους της Αριστεράς». Και κατέληγα
με την παρατήρηση ότι η αριστεροποίηση του Καρυωτάκη θα ολοκληρωθεί όταν η
πορεία αυτής της πρόσληψης διασταυρωθεί με την εμφάνιση, τη δεκαετία του 1980,
της αμφισβήτησης του έργου του Σεφέρη.
H κριτική τύχη του Καρυωτάκη θα λάβει τότε μια νέα τροπή,
όταν τα αναδυόμενα εκείνη την εποχή προτάγματα της πολυ πολιτισμικότητας
φάνηκαν πως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να ανακουφίσουν από τη βαρειά
σκιά του Σεφέρη πολλούς από εκείνους που προσπαθούσαν να κάνουν αισθητή την
παρουσία τους. Μεταμοντέρνοι και μεταμοντερνίζοντες νεόφυτοι της πολιτικής
ορθότητας, αλλά και νεοτερικοί, αριστεροί και μη, θα συνασπιστούν στην
αποκάλυψη ενός ελληνοκεντρικού, δηλαδή συντηρητικού, Σεφέρη, προς τον οποίο θα
αντιτάξουν ως αντίπαλο ποιητικό δέος (χρονικά μακρινό από αυτούς και ως εκ
τούτου βολικό) τον «"θαμμένο" από τη γενιά του '30» «προοδευτικό»
Καρυωτάκη. Επειδή όμως η πολιτική προοδευτικότητα δεν είναι αρκετή για να καταστήσει
ένα αντίπαλο ποιητικό δέος επαρκώς ισχυρό, έπρεπε το καρυωτακικό δέος να
εμπλουτιστεί και με την κατάλληλη για τη συγκεκριμένη περίσταση καλλιτεχνική
προοδευτικότητα. Ετσι ανακαλύφθηκε και η ποιητική πρωτοποριακότητα του
Καρυωτάκη.
Τη μορφή ενός προοδευτικού-πρωτοποριακού Καρυωτάκη
εικονογράφησε πρώτος ο Δημήτρης Τζιόβας (1986). Σύμφωνα με την εικονογράφηση
αυτή ο Καρυωτάκης ανήκει στην κατηγορία των ποιητών της avant-garde («Rimbaud, Apollinaire,
φουτουριστές, ντανταϊστές, Brecht και μεταμοντερνιστές»), οι οποίοι, αντίθετα
από τους «συντηρητικούς μοντερνιστές» του τύπου του Σεφέρη, «αρνούνται την
εξουσία κάθε αισθητικής σύμβασης, [...] που μπορεί να περιορίσει τη δημιουργική
τους ελευθερία» και χαρακτηρίζονται από «κριτική στάση απέναντι στις κοινωνικές
και αισθητικές αξίες». «Ο Καρυωτάκης», καταλήγει ο Τζιόβας, «είναι ένας από
τους πιο πολιτικούς ποιητές μας, αν όχι ο πιο πολιτικός».
Με τον τρόπο αυτό, εκτός από την πλήρη προοδευτικοποίησή του
- αφού ανήκει πλέον στις τάξεις των από κάθε άποψη (πολιτική και αισθητική)
πρωτοποριακών (αριστερών στην πλειονότητά τους και διαφορετικών από τους
πειθαρχούντες κοινωνικά και άτολμους αισθητικά συντηρητικούς μοντερνιστές) - ο
Καρυωτάκης θα προαχθεί και σε ποιητή τεχνοτροπικά καινοτόμο, και μάλιστα
ριζοσπαστικότερο από τον Σεφέρη και τον Ελύτη: οι κάθε άλλο παρά αποφασιστικές
- σε σύγκριση με τις στιχουργικές αναζητήσεις της εποχής του - τάσεις του για
χαλάρωση των έμμετρων μορφών θα χαρακτηριστούν «στιχουργική ανταρσία», ενέργεια
δραστικότερη από την ανατροπή του προσωδιακού καθεστώτος, που πραγματοποίησαν
με τον ελεύθερο στίχο τους οι δύο παραπάνω ποιητές.
Οι απόψεις του Τζιόβα θα επαναλαμβάνονται έκτοτε άκριτα με
παρόμοια ή παρεμφερή διατύπωση και θα γίνουν η κυρίαρχη ως τις μέρες μας
κριτική βεβαιότητα για τον Καρυωτάκη και τον Σεφέρη (οι μόνοι που έχουν
αμφισβητήσει γραπτώς αυτή τη βεβαιότητα είναι η Τίνα Λεντάρη, 1997· ο Κώστας
Κουτσουρέλης, 2002· και η Αλεξάνδρα Σαμουήλ, 2003). Το αποκορύφωμα αυτής της
διπλής παρανάγνωσης (τεχνοτροπικής και θεματικής) του Καρυωτάκη, της
συναρτώμενης πλέον με την αντίστοιχη διπλή παρανάγνωση του Σεφέρη, θα
εμφανιστεί, όπως είπαμε (18.4.04) με τον Κώστα Βούλγαρη (1996), για τον οποίο
όχι μόνο «η ποίηση του Καρυωτάκη είναι η ελλείπουσα κριτική συνείδηση της Αριστεράς»,
αλλά και είναι ο Καρυωτάκης - και όχι η γενιά του '30 - «αυτός που πραγματώνει
(θεματικά, γλωσσικά και "μορφικά") την περιλάλητη "στροφή"
της ποίησής μας» (τα όσα έχουν γραφεί για τον ρόλο της γενιάς του '30 σε αυτή
τη στροφή αποτελούν «εμμονές και "φετίχ" κάποιων κριτικών»). Για τον
Βούλγαρη όχι μόνο «η πιστολιά της Πρέβεζας (ο ήχος της) έρχεται από αριστερά»,
αλλά «και η Αριστερά είναι η μόνη δυνατή (ιστορικά δυνατή...)
"οργάνωση" της αλήθειας της ποίησης του Καρυωτάκη». Το οποίο, αν
διαβάζω σωστά, σημαίνει ότι δεν μπορείς να συγκροτήσεις την αλήθεια της ποίησης
του Καρυωτάκη, αν δεν είσαι αριστερός - για την ακρίβεια, ο σωστός αριστερός,
αφού τόσοι και τόσοι αριστεροί κριτικοί προηγουμένως αδυνατούσαν να
"οργανώσουν" την αλήθεια αυτής της ποίησης, με αποτέλεσμα ως το 1996
η Αριστερά να μη διαθέτει κριτική συνείδηση.
Θα αποτελούσε υποτίμηση της νοημοσύνης όσων διαθέτουν επαρκή
γνώση της ποίησης και της ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης να προσπαθούσε να
εξηγήσει κανείς γιατί ο Καρυωτάκης δεν είναι ποιητής πρωτοποριακός ή
μοντερνιστής. Πιο ενδιαφέρον θα ήταν να επιχειρούσε να προσδιορίσει τους λόγους
για τους οποίους η ποίηση του Καρυωτάκη δεν μπορεί να διαβαστεί ως ποίηση της
Αριστεράς - καλύτερα: για τους οποίους δεν είναι ποίηση πολιτική, αν με τον όρο
πολιτική ποίηση εννοούμε κάτι πιο συγκεκριμένο από ένα ανοικονόμητο ιδεολογικό
νεφέλωμα. Θα ήταν ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί η ιδέα ενός αριστερού ποιητή
Καρυωτάκη έχει, γενικότερα, μεγάλη απήχηση στις μέρες μας, αλλά και γιατί η
κίνηση προς μια πολιτική ποίηση που βλέπουμε να οργανώνεται σήμερα φαίνεται να
έχει ως σηματοδότη της τον Καρυωτάκη.
Μια προσεκτικότερη πολιτική ανάγνωση του Καρυωτάκη θα
επιχειρήσω, στην επόμενη επιφυλλίδα μου.
Ο κ. Νάσος
Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα
Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου