ΑΣ ΚΟΙΤΑΞΟΥΜΕ
Ας κοιτάξουμε για μια στάλα αγάπη
όπως οι φτωχοί ψωνίζουν κουβέρτες στα πανηγύρια.
Η γαλήνη, είναι κάτι που δεν εξαγοράζεται,
και οι άνθρωποι έχουνε μια μοναξιά τέτοια, σου έλεγα,
όπως, δυο μαύρα βαπόρια φορτηγά
αραγμένα απόγευμα σε επαρχιακό λιμάνι.
Και ήταν που αγαπηθήκαμε μετά όπως κουλοί στα τρένα
σ' ένα κόσμο δικό τους πυρπολημένοι από το αδέξιο πλήθος.
Ύστερα πια, έφυγες, όπως γίνεται, κρυφά.
Σούρουπο παχύρευστο σερνόταν στους δρόμους.
Από κάπου ακούγονταν ένας δίσκος.
Η φωνή έπεφτε, σηκωνόταν, έπεφτε, σηκωνόταν,
σαν βιαστικός μεθυσμένος που τρέκλιζε.
Ο άνθρωπος της πάνω γειτονιάς
που λέγαν ότι του έφυγε η γυναίκα του
και η κόρη της τρελής.
Κουρασμένα τραγούδια έπεσαν μάλλον σε πάτωμα
και έσπασαν σαν γυαλικά που τα έριξε κλέφτης.
Πώς να κάνω και πάλι ένα ποίημα για σένα.
Θέλει λέξεις ξεχασμένες
όπως το φουστάνι που πέταξες
στην τελευταία τάξη του γυμνασίου και έγινες γυναίκα.
Θέλει πέτρες πρωτόγονες, άγριες.
Και εγώ δεν είμαι θαλασσινός να ψάχνω στα ακρογιάλια.
Και ούτε που γνωρίζω από πέτρες.
από την ποιητική συλλογή: "Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση" εκδόσεις Καστανιώτη
ΣΤΗΝ ΜΑΝΤΡΑ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ
Καθόμασταν μια Κυριακή
στην αντηλιά της μάντρας του ασύλου
ώσπου ξάφνου σηκώθηκε ένας και είπε:
"να μας πεις για εκείνη".
Και ο άλλος άρχισε:
"σπίτι εξοχικό η ψυχή της το χειμώνα
όπου έβλεπες κάθε πρωί τα πορτοκάλια στην αυλή
και έλεγες κάποιος θα έρχεται
κάποιοι κληρονόμοι θα τα κόβουν αυτά τα δέντρα.
Άνοιξα τότε και μπήκα.
Πυροβολεία εγκαταλειμμένα στα βουνά
από μιαν άλλη κατοχή συνάντησα.
Νεκροταφεία στην πτέρυγα των μωρών
με λαμπαδίτσες του Πάσχα
και μικρά στέφανα από λευκές και ροζ λεμονίτσες.
Και περνούσεν ο καιρός
κοινωνώντας πάντα μόνος τη βοήθεια μοναξιάς της
όπως τα θηρία το νερό στη δική τους πηγή
ώσπου μετά από χρόνια
βρέθηκα στο γάμο της.
Όλοι γλεντούσαν σε εκείνο το θλιμμένο πανηγύρι
και αυτός ο πατέρας της
διαρκώς έπλενε τα χέρια του
πριν παραδώσει τη σφαγμένη θέληση της
στο μεγάλο χρόνο
πανδαμάτορα των επιθυμιών.
Έμεινα από τη γωνιά να την κοιτάζω.
Ήταν σφαγμένη
με το στήθος γυμνό και τα μαλλιά της λυμένα.
Ωραιότατη κοιμωμένη για το τάφο της, φώναξα
Στον άλλο κόσμο
θέλω να γίνω ποτάμι και αυτή πηγή
o σκοτεινός Πηνειός και η μακρυνή Αρεθούσα
για να σμίγουν τα νερά μας
κάπου στα βάθη της θάλασσας.
Λεπτομέρειες δε συγκρατώ πια
Την άνοιξη μόνο
στα φωτεινά μου διαλείμματα
αμυδρά τη θυμούμαι".
Και μελαγχόλησαν όλοι και κανένας δε μίλησε.
Το σούρουπο μόνο
εκεί που πάλευε ο ήλιος με τη νύχτα
μού φώναξε ένας:
Περνάει στον ορίζοντα εκείνη που μας έλεγες".
Γύρισα και κοίταξα πέρα μακριά.
Καραβάνι περνούσαν οι άνθρωποι
γέροντες και νέοι του περασμένου κόσμου
με παλτά. Σκισμένοι. Με μια κομμένη ζώνη στη μέση.
Εξομοιωμένοι.
Και στο τέλος εσύ. Μόνη.
Με το ραβδί ανιχνεύοντας τον δρόμο όπως οι τυφλοί.
από την ποιητική συλλογή: "Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση" εκδόσεις Καστανιώτη
Ἡ φοβερὴ πατρίδα μου
Ἄθλιος καιρὸς στὴ φοβερὴ πατρίδα μου
καὶ λίβας ἀνελέητος σκληρὸς τοῦ Ἰουλίου!
Τὴν πεθαμένη ταξιδεύαμε τὴ μάνα μας
μὲ τὸ
βαγόνι τῆς γραμμῆς
κόσμος πολὺς μέσα στὸ διάδρομο καὶ ἡ ἀποθήκη
του γεμάτη
μὲ μπαοῦλο, οἰκοσκευές,
καὶ ἀνάμεσά
τους, στὰ ψηλά, τὸ φέρετρό της
ἔτσι καθὼς πηγαίναμε παλιὰ κουτί, στῶν συγγενῶν μας,
μὲ κοῦκλες,
τὰ παιδιά.
Τὸ κοιμητήριο ἥσυχο, ὅταν ἐφτάσαμε μετά,
τῆς φοβερῆς πατρίδας μου,
καὶ πρόσχαροι οἱ συμπατριῶτες μας καὶ γελαστοί τους ὅλοι
στὶς φωτογραφίες τους ἐπάνω στοὺς σταυροὺς
οἱ νεόκτιστες ἀνάμεσα βεράντες καθισμένοι καὶ ὀρτανσίες
ἐνῷ φυσοῦσε
θάνατος στὴ μάντρα, ὁ ἥλιος
τοῦ σπιτιοῦ
κι ἕνα κομμάτι ἀπὸ σῶμα ἑρπετοῦ
μυρμήγκια τὸ τραβοῦσαν στὴ φωλιά, μυρμήγκια τὸ τραβοῦσαν.
Ὁ Βιβάλντι κάποτε μικρὰ ἔφερνε,
κοριτσάκια, στὸ σαλόνι
(σταθήκαμε γιὰ μία στιγμὴ ὅλοι θυμούμενοι καὶ πάλι)
μὲ κρινολίνα στὶς μαργαρῖτες χόρευαν,
καὶ χωράφια τῆς παιδικῆς εὐφροσύνης
μὲ σύννεφα καὶ χιλιάδες ἀρκαδίες, ὁ Μπρέγκελ, καὶ ζῷα,
καὶ ἀνάμεσά
τους μιὰ ἀγελάδα εἰρηνικὴ
νὰ περνᾷ τὸ σούρουπο μόνη
μὲ τοὺς
μαστούς της δυὸ λάμπες φωτοφόρες
τῶν ἑκατὸ κηρίων ἡ κάθε μία, καὶ κότες καὶ λίμνες,
καὶ σκάφες πλυσίματος μὲ χοντρὲς χωρικὲς ἔφερνε.
Ἐκείνη ποὺ κατέβηκε στὸν ποταμὸ
μὲ τὸ λευκὸ χιτῶνα της
νὰ βαπτισθεῖ
ἔχει τὰ πόδια της γυμνὰ κι ἔχει
λαιμὸ γιὰ σφάξιμο
Τὰ παιδάκια τραγουδοῦσαν μὲ τὰ μαντολῖνα–
ἀγόρια τρέχουν ἀνυποψίαστα
νὰ πιάσουν στὰ νερὰ τὸ σταυρὸ
χρυσίζει σὰν ψάρι τὸ κρᾶμα στὴν κοίτη,
ᾖρθα νὰ σὲ πάρω,
τῆς λέει ἐκεῖνος ὁ ἄγνωστος,
μὰ εἶναι τὰ μάτια μου μπλὲ ὅπως ὁ οὐρανὸς
κι ὅπως αὐτὸς δὲν
βλέπουν,
οἱ φωνὲς ἀπὸ τοὺς αἴνους
λάμψη τὸ μεσημέρι
καὶ ὁ
προδότης ἔχει ἀνήσυχο τὸ μάτι
τὶς κρύες φακές του στὸ χάνι, τρώγοντας, τῆς ὁσίας,
οἱ φλαμουριὲς ἔξω τὸν συντροφεύουν
καὶ τρέμουν οἱ λεῦκες σὰν τὸ κορμί
του.»
Δύσκαμπτη
πατρίδα, σικελική!
Βατομουριὲς σκονισμένες
καὶ σχοίνα ποὺ τὰ παντελόνια τραβολογοῦν!
Συναλλαγές,
ψευτιές, ἐνῷ ὁ «Πάντσο» ἰδοὺ
στὴν ταινία τοῦ ὑπαίθριου
νὰ χτυπήσει τὸ Νότο λέει τὸ βράδυ κατεβαίνει
σέρνει μαζί του
τομάρια
ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τά ῾χουν οἱ πόρνες σὰν ἀδελφάκια τους
κι ἔχουν οἱ ἴδιοι τὸ πιστόλι γιὰ παιχνίδι,
χαροτρομάζουν ἀκόμη καὶ αὐτὸν τὸν πατέρα τους,
τραυματίζουν τὴ μάνα τους γιὰ ἐπίδειξη
καὶ κάνουν τὸ γειτονόπουλό τους νὰ
τρέχει σὰν τὸ κοκόρι,
βρωμᾶνε τὰ χνότα
τους πιοτό,
ἀπὸ αὐγουστιάτικους
κάμπους ποὺ καῖνε τὸ ἄχυρο
κι ἀπὸ μικρὰ φιλέρημα μέσα νεκροταφεῖα, περνοῦν.
Μιὰ φωνή μου φώναζε χθὲς στὸν ὕπνο
«Ἔλα νὰ δεῖς τὰ
στέκια σου
ποὺ ἔτρεξες
–μοῦ ἔλεγε– παιδί»,
«ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ δῶ τὰ
στέκια μου
γιατὶ εἶναι ἡ καρδιά μου κάρβουνο –τῆς ἀπαντοῦσα–
«ἔλα νὰ δεῖς τὰ πρῶτα σου τὰ χρόνια
καὶ τὶς πηγὲς τὶς
δροσερές, ἔλα», μοῦ ξαναέλεγε ἡ φωνή!
Ἕναν τόπο ζητοῦσα ὅπου ὁ ἀρτοποιὸς θὰ κάνει
τὸ ψωμὶ
ὅπως τότε ποὺ ὁ φοῦρνος μύριζε τὴ νύχτα,
τὰ ροῦχα θὰ πλένονται στὸν κῆπο
μὲ ὅλες τὶς ἀτέλειες
ποὺ ἀφήνει τὸ χέρι
καὶ ὁ
τεχνίτης τοῦ σίδερου
θὰ λιώνει τὸ μέταλλο μὲ πρωτόγονους τρόπους
–τοῦ γύρεψα ἕναν ἀναπτῆρα αὐτοσχέδιο γιὰ ἐνθύμιο,
ἔψαξε– «πᾶρε –μοῦ εἶπε– αὐτὸν
μπορεῖ καὶ νὰ τὸν ἔχει φτιάξει ὁ θεῖος σου
δούλευε κάποτε ἐδῶ,
πέθανε καὶ δὲν τὸν γνώρισες»,
τὰ ἀπαιτούμενα
τοῦ ἔβαλε, τὸν ἄναψε,
τὸ πρόσωπό του μέσα στὶς τσακμακιὲς ἔπαιξε, φωτίστηκε,
ὅπως ἄστραφτε, μικροί, τὸν Ὀκτώβριο,
πρὶν ἀρχίσουμε,
δωδεκαετεῖς, τὸ σχολεῖο.
Ὢ πατρίδα, αἰώνια ταραχὴ τῆς πρώτης ἐρωμένης.
Ὢ ζωὴ κομμένη στὴ μέση,
καὶ ὦ
νεότητα ἀπὸ τότε, τέλος, τραυματισμένη
σὰν ἕνα
κοριτσάκι μὲ τὸ καλό του φόρεμα
ποὺ ἰσορροποῦσε πάνω στὴν ἐγκαταλειμμένη
γραμμὴ τοῦ
τραίνου, ἰσορροποῦσε.
Ὁ πατέρας μου ἤθελε νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι
Ὁ πατέρας μου ἔφαγε μιά ζωὴ γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι.
Ἀπογεύματα, Κυριακὲς στὸ
κουζινάκι χωρὶς ἕνα γλυκὸ ἢ ἕνα καφενεῖο.
Ὅταν πέθανε ἄφησε ἕνα
χορταριασμένο στρατὶ
ἕνα χτίσμα δίχως
κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...
Ἄλλαξαν οἱ καιροὶ ποὺ λέει κι ὁ λαός, γεγονότα συνέβησαν...
Χαθήκαμε μὲ τὸν ἀδελφό μου, μάθαμε πὼς πέθανε κι ὁ πατέρας.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ βράδυ σὲ κοιτῶ βαθιὰ στὰ
μάτια.
Εἶναι μήπως ζήσω ἐγὼ τὴν ταπεινὴ θαλπωρὴ ποὺ ἐκεῖνος δὲν ἔζησε.
Τραγούδι γιὰ τοὺς μοναχικοὺς ἄντρες
Τὸ
βράδυ, μαζεύεις ξύλα γιὰ τὸ τζάκι.
Καὶ τὸ πρωί,
ἂ τὸ πρωί,
τί πικρὴ ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ
ὅλο μὲ τὶς
στάχτες.
Γιώργος Μαρκόπουλος:
Ο ποιητής της πλατείας Βικτωρίας
Εφθασε χαμογελαστός την ώρα που εξαφανίζονταν οι λεπτές
νιφάδες του χιονιού και έβγαινε ο ήλιος. Μεσημέρι της περασμένης Τρίτης στην
πλατεία Βικτωρίας. Ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, από τους σημαντικότερους της
γενιάς του 1970, έσερνε μαζί του τη «μαούνα», όπως έχει ονομάσει το μπλε
καροτσάκι για τα ψώνια του. Είχε μόλις επιστρέψει στη γειτονιά του από τα
γραφεία των εκδόσεων Κέδρος, όπου «πήγα να κεράσω τα παιδιά
κασεροπιτάκια».
Αιτία ήταν το
Βραβείο Ποίησης 2011 του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας
Αθηνών για το σύνολο του έργου του και πιο πρόσφατα το Κρατικό Βραβείο Ποίησης
για τη συλλογή του Κρυφός
κυνηγός (2010). «Καλοδεχούμενα
βέβαια, μου φέρανε μεγάλη χαρά τα βραβεία, αλλά η δουλειά του ποιητή δεν είναι
να περιμένει βραβεία, η δουλειά του είναι να γράφει ποιήματα» μου είπε στο
φιλόξενο «Καφέ των Ποιητών».
Οι τοίχοι του
μαγαζιού όπου συνήθως συναντιέται με τον Γιάννη Κοντό και τον Κώστα
Παπαγεωργίου είναι διακοσμημένοι με τα πορτρέτα των μεγαλύτερων ποιητών μας. Η
αυστηρή ματιά του Βάρναλη διασταυρωνόταν με την ανέμελη ματιά του Εμπειρίκου
στο τραπέζι όπου ο 61χρονος ποιητής έπινε με αργές γουλιές τον καφέ του. «Η
αγαπημένη μου συλλογή είναι "Οι πυροτεχνουργοί" (1979). Τα ποιήματα
αυτά είναι παιδάκια με καλοκαιρινό μακό μπλουζάκι και φυσαρμόνικα, έτσι τα
θυμάμαι. Στη συλλογή του 1998 "Μη σκεπάζεις το ποτάμι" (Κρατικό
Βραβείο Ποίησης 1999) τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν και έγιναν καλοντυμένοι
κύριοι. Στον "Κρυφό κυνηγό" έχουν γίνει πονεμένοι άνθρωποι με
πιτζάμες στο νοσοκομείο» μου λέει ο ήπιων τόνων και εντάσεων ποιητής που
γράφει ότι η σιωπή «είναι η αδικημένη αδελφή της ομιλίας/ που κάποτε θα
βρει το δίκιο της».
«Αγαπώ καθετί καλό στην ελληνική ποίηση»
Το μόνο που μου είπε για το έργο του ήταν ότι «όλα τα ποιήματά μου είναι βιωματικά, είναι σκηνές από την πατρίδα μου, τις περισσότερες τις έχω δει ή τις έχω ζήσει». Ο Μαρκόπουλος μιλούσε συνεχώς για τους άλλους ποιητές και απήγγελλε από μνήμης στίχους τους. «Αγαπώ καθετί καλό στην ελληνική ποίηση, είναι πολύ δυνατή και έχω τραφεί από αυτήν. Από τον Σολωμό και τον Κάλβο, μετά τον Καβάφη που απελευθέρωσε την ποιητική μας γλώσσα, τη Γενιά του 1930... Αγαπώ τους λεγόμενους παρακμιακούς ποιητές του Μεσοπολέμου, απιθάνου τρυφερότητος ποιητές όπως ο Αγρας, ο Λαπαθιώτης, ο Καρυωτάκης».
Από την πρώτη
μεταπολεμική γενιά αγάπησε ιδιαίτερα τον Δ. Π. Παπαδίτσα και τον Τάσο Λειβαδίτη
για την ποίηση του οποίου έγραψε ένα βιβλίο (Εκάτη, 2009). «Ο
Λειβαδίτης με συγκινεί αφάνταστα, η τρυφερότητα, ο βαθύτατος ανθρωπισμός, το
κλίμα του. Επιπλέον με γοήτευαν ανέκαθεν οι ταπεινοί χώροι στους οποίους
εκινείτο η ποίησή του, οι βροχεροί δρόμοι με τις μαύρες ομπρέλες, τα παλιά
ραφτάδικα με τις ερειπωμένες μηχανές, τα παλαιά καφενεία. Μια φορά επιθύμησα να
μπω - να ρίχνει έξω δυνατή βροχή - σε ένα παλαιό καρβουνιάρικο, να πιω άσχημο
κρασί βαρελίσιο και να θυμηθώ στίχους του. Η τύχη τα έφερε έτσι και έγινε
κάποτε αυτό, ύστερα από μια παράσταση, κάπου στον Κεραμεικό. Μπήκα σε ένα
τέτοιο μαγαζί με τα καλά μου ρούχα αλλά γρήγορα κατάλαβα πως ήμουν τελείως
ξένος προς αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους. Εκανα ότι τάχα κάποιον έψαχνα μα
δεν τον βρήκα και έκλεισα πίσω μου την πόρτα φεύγοντας».
Οσο για τον Δ. Π.
Παπαδίτσα, «με συγκίνησε
η ρώμη του στίχου του, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο του έργου του. Νομίζω
ότι πιο ρωμαλέος ποιητής - χωρίς να είναι μεγαλόστομος, για μένα έχει σημασία -
σε εκείνη τη γενιά δεν υπήρξε. Τον έχω διαβάσει άπειρες φορές δυνατά στο σπίτι
μου. Τα ποιήματά του είναι ένα μουσικό όργανο, μόνιμα κολλημένο στα αφτιά μου,
χωρίς κανένα φάλτσο». Αλλωστε «η αυθεντική ποίηση έχει μια εσωτερική
μουσική που την ακούμε ανεξάρτητα από τη φόρμα του κάθε ποιητή».
«Βάφτισαν "λαό" τους εγκάθετους»
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος μου είπε «ότι το μεγαλύτερο δώρο
της φύσης προς τους ανθρώπους είναι η μνήμη» και ότι «η μοναξιά είναι
μια γενετήσια ερημιά που ενυπάρχει στη φύση του ανθρώπου».
Η κρίση τον έχει κάνει απρόθυμο να γράψει, προτιμά να ακούει
μουσική. «Οι κυβερνήσεις στη Μεταπολίτευση βάφτισαν "λαό" τους
κομματικούς εγκάθετους και βρέθηκαν σε θέσεις-"κλειδιά" άνθρωποι τόσο
απολίτιστοι που μέχρι προχθές σκουπίζανε τη μύξα με το μανίκι».
Μιλώντας για το πολιτικό σύστημα θυμήθηκε τον Σεφέρη: «Πεινούσαμε
στης γης τα πλάτη/ σα φάγαμε καλά/ πέσαμε εδώ στα χαμηλά/ ανίδεοι και χορτάτοι». Τον
ανησυχεί πολύ η ανεργία των νέων. Τότε επικαλέστηκε τον Νίκο Καρούζο - «μην
του μιλάτε, είναι άνεργος» - και λίγο μετά, με έναν αναστεναγμό, «μην
του μιλάτε, δε μιλούν στους καθρέφτες».
Μπάλα και εκκλησιαστικά κείμενα
Μπάλα και εκκλησιαστικά κείμενα
Ο Κρυφός κυνηγός «είναι βεβαιότατα παρμένος από το
ποδόσφαιρο», την άλλη μεγάλη αγάπη του Γιώργου Μαρκόπουλου. Ο γεννημένος στη
Μεσσήνη ποιητής υποστηρίζει την ΑΕΚ, έχει γράψει μια «Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ
και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου» και ένα βιβλίο (Εντός και εκτός έδρας,
εκδόσεις Καστανιώτη, 2006) για τη σχέση των ποιητών με το ποδόσφαιρο από τη
Γενιά του '30 ως σήμερα.
ᾨδὴ στον παίκτη τῆς ΑΕΚ καὶ τῆς Ἐθνικῆς
Χρῆστο Ἀρδίζογλου
Ἀπὸ τὸ ὅτι, ὁρμώμενος,
τὰ χρόνια περνοῦν γρήγορα
καὶ αὐτὸ τὸ
βρίσκω πικρὸ καὶ ἄδικο
καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ποιητὴς παλαιότερα Δικταῖος Ἄρης
ἐκράτησεν ὡς ἀφιλοκερδὴς τεχνίτης
στὴν πενιχρὴ ἀθανασία του
τὸν ἄλλοτε
σπουδαῖο παίκτη τῆς ποδόσφαιρας
Ἠλία υἱὸν τοῦ Ὑφαντῆ -τοῦ Ὀλυμπιακοῦ Πειραιῶς-
τονίζοντας τὰ κάλλη του καὶ τὴν εὐμορφιά του
παράλληλα μὲ τὸν
μακαρισμὸ εὐτυχισμένος (νά ῾ν᾿) ὁ
Πειραιᾶς
ποὺ ἔχει
φορτώσει τόσες ἀπ᾿ τὶς ἐλπίδες του
πάνω σὲ τέτοια ἀγόρια
θὰ ὑμνήσω
καὶ ἐγὼ μὲ τὴ φτωχὴ τὴν πένα
μου
τὸν ἰδιόρρυθμο
πλὴν ὅμως φιλότιμο χαρακτῆρα
τοῦ παίκτου τῆς ΑΕΚ καὶ τῆς Ἐθνικῆς Χρήστου Ἀρδίζογλου.
Θὰ ὑμνήσω,
γιατὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ
ἀπὸ τὶς
ταπεινὲς τὶς γειτονιὲς τοῦ Περισσοῦ προερχόμενο,
τῆς Ῥιζουπόλεως
καὶ τῆς Σαφράμπολης,
ἦταν τὸ μόνο ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους
ποὺ παρὰ τὴν ὑπεροψία
τῆς νεότητάς του
ἐκράτησεν ἑνὸς
λεπτοῦ στα μυστικὰ σιγὴ
γιὰ ὅσους
βετεράνους δὲν ἐπέτυχαν τὸ γκὸλ σὲ κρίσιμη στιγμή
ἀπορρίπτοντας ἔτσι ἀκόμη
καὶ τὸν θάνατο
μιὰ καὶ ἁγνόησε ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀθλητὲς
ποὺ τώρα βρίσκονται στο χῶμα.
Θὰ ὑμνήσω.
Γιατὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ κατεβαίνοντας - ὅπως προεῖπα -
ἀπὸ τοὺς
καλύτερους ἀέρηδες,
ἦταν τὸ μόνο που πάντα μὲ εὔστροφες
κινήσεις
ἐπετύγχανε τὴν ἐκπόρθηση
τῆς ἀντίπαλης ἐστίας
σὲ ξένα γήπεδα προπάντων
κάνοντας ἔτσι νὰ ἀκουστεῖ ἀνὰ τὴν ὑφήλιο
τὸ ὄνομα τῆς μικρῆς πατρίδας μας
ἐνῶ συνάμα ἐχάριζε, λέγω ἐχάριζε,
μὲ τὴν
πράξη του αὐτὴ
μία ὁλοφώτεινη νύχτα Χριστουγέννων
στοὺς ἀστέγους
τῆς πλατείας Ὁμονοίας.
Ὤ, δὲν ἠμπορῶ νὰ
φαντασθῶ τὸ γῆρας
στα ἀλογίσια πόδια τοῦ παίκτου Χρήστου Ἀρδίζογλου.
Δὲν ἠμπορῶ νὰ
φαντασθῶ τὴν ὥρα
ποὺ τὰ
παπούτσια του θὲ νὰ κρεμάσει θὰ φύγει ἀπὸ τὰ
γήπεδα
θὰ σταδιοδρομήσει ὡς ἐπιχειρηματίας
ἢ χωροφύλαξ ἔστω
καὶ θὰ βρεθεῖ ὑπὸ μετάθεσιν στὴν Ἀταλάντη.
Στὴν Ἀταλάντη
καὶ πάλι λέγω
ὅπου τὸ παιδί του μὴ γνωρίζοντας ἀπὸ γήπεδα, «ἀστέγους»,
φιστίκια - ἀστέρια στὰ πανέρια τῶν μικρῶν τοῦ σινεμᾶ
θὰ γράφει στις ἐκθέσεις του·
«Ὁ πατέρας μου ἐγεννήθη εἰς τὴν Ἀθήνα.
Ἦλθε ἐδῶ λόγῳ τῆς
φύσης τῆς δουλειᾶς του
ὅπου μεγάλωσα κι ἐγώ».
Τιμὴ καὶ δόξα
στον παίκτη Χρῆστο Ἀρδίζογλου,
ποὺ θὰ
σηκώσει γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τελεσίδικα πιά
ὅπως οἱ τρελοὶ τοὺς ἐπιταφίους τῶν νεκροταφείων
τὴν ἀσήκωτη
μοναξιά μας, καὶ θὰ φύγει.
«Οι περισσότεροι
ήταν αρνητικοί με την μπάλα. Υποθέτω ότι αυτή η στάση πήγαζε από μια
αίσθηση ότι το ποδόσφαιρο καταπολεμούσε την πνευματικότητα. Εγώ είμαι λαϊκών
καταβολών άνθρωπος και επιπλέον, αν είσαι σφαιρικός και ισορροπημένος, τα
συνδυάζεις όλα. Δεν είναι λίγοι και αυτοί που αγάπησαν και αγαπούν το
ποδόσφαιρο βέβαια, όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Βασίλης Στεργιάδης, ο Σωτήρης
Κακίσης, με τον οποίο μεγαλώσαμε μαζί στις εξέδρες, και ο Νάσος Βαγενάς».
Επίσης έχει επηρεαστεί από την κατανυκτικότητα της
θρησκείας: «Ενα από τα πιο συγκλονιστικά ποιήματα που έχω διαβάσει σε αυτή τη
ζωή είναι η Νεκρώσιμη Ακολουθία» και άλλα εκκλησιαστικά κείμενα, «τόσο σπουδαία
γραμμένα που δεν έχεις το δικαίωμα ούτε να γυρίσεις βάναυσα τη σελίδα με το
δάχτυλό σου».
Γιώργος Μαρκόπουλος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βιογραφικά στοιχεία
Σπούδασε
οικονομικά και στατιστική στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. και είναι διευθυντής στο Υπουργείο Πολιτισμού.
Το 1996 τιμήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με το Βραβείο Καβάφη και το 1999 με το Κρατικό Βραβείο
Ποίησης για τη συλλογή του «Μη σκεπάζεις το ποτάμι», η οποία, στη
συνέχεια, ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο του
2000. Επίσης το 2012 για δεύτερη φορά με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη
συλλογή του «Κρυφός Κυνηγός». Την προηγούμενη χρονιά (2011) βραβεύτηκε με το
Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη) για το σύνολο του
έργου του. Παράλληλα με την ποίηση γράφει λογοτεχνικές κριτικές και άλλα
κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων από
το 1982, ενώ κατά το διάστημα 1984-1986 υπηρέτησε και ως μέλος του Διοικητικού
της Συμβουλίου.
Εργογραφία
Ποιητικά έργα
Έβδομη Συμφωνία, Αθήνα 1968
Οκτώ συν ένα εύκολα κομμάτια και η κεφτουριά του κάτων
κόσμου, Αθήνα 1973, εκδόσεις Κούρος
Η θλίψις του προαστίου, Αθήνα 1976, εκδόσεις Κέδρος
Οι πυροτεχνουργοί, Αθήνα 1979, εκδόσεις Εγνατία/Τραμ
Ποιήματα 1968-1976, συγκεντρωτική έκδοση Αθήνα 1980
Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, Αθήνα 1987, εκδόσεις
Υάκινθος
Ποιήματα 1969-1987, συγκεντρωτική έκδοση Αθήνα 1992
Η φοβερή πατρίδα μου, Αθήνα 1994
Μη σκεπάζεις το ποτάμι, Αθήνα 1998, εκδόσεις Κέδρος.
Κρυφός Κυνηγός, Αθήνα 2010, εκδόσεις Κέδρος.
Δοκίμια
Εκδρομή στην άλλη
γλώσσα Α', Αθήνα 1991, εκδόσεις Ρόπτρον
Εκδρομή στην άλλη γλώσσα Β', Αθήνα 1994, εκδόσεις Νεφέλη
Λευτέρης Ιερόπαις - Μια παρουσουσίαση, Αθήνα 1999, εκδόσεις
Γαβριηλίδης
Ιστορικό κέντρο, Αθήνα 2005
Η ποίηση του Τάσου Λιβαδίτη, Αθήνα 2009, εκδόσεις Εκάτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου