Tο 1883, γεννήθηκε στη Βουλγαρία ο Κώστας Βάρναλης, Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Ήταν αγαπημένος «δάσκαλος» για μία ολόκληρη γενιά προοδευτικών ανθρώπων και λογοτεχνών, ενώ για την τέχνη του τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν το 1959.
O Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Έδειξε σε νεαρή ηλικία την κλίση του προς τα γράμματα, καθώς τελειώνοντας τις σπουδές του στο Ελληνικό Σχολείο ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.
Εργάστηκε για χρόνια ως καθηγητής στη δημόσια μέση εκπαίδευση σε Βουλγαρία και Ελλάδα και το 1919 έλαβε υποτροφία για μετεκπαίδευση στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής, ενώ ήρθε σε επαφή με τα προοδευτικά ιδεολογικά ρεύματα του μαρξισμού και του διαλεκτικού υλισμού και τον επαναστατικό αέρα του μεσοπολέμου.
Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου
Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.
Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!
Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.
Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.
Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.
Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.
Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!
Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.
Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!
Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!
-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!...
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»
Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!
Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),
Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!
Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.
Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!
Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!
Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.
Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:
«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.
Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.
Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.
Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».
Oι αριστερές ιδέες έγιναν έκδηλες στην ποίησή του, κάτι που αργότερα του κόστισε τη δουλειά του στο δημόσιο, απ’ όπου τον απέλυσε η δικτατορία του Πάγκαλου το 1925. Χωρίς προοπτική ακαδημαϊκής καριέρας στρέφεται στη δημοσιογραφία, μελετώντας παράλληλα όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα και μεταφράζοντας έργα της κλασικής ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας (Αριστοφάνης, Ευριπίδης, Μολιέρος κ.α.).
Βέβαια είχε κάνει την εμφάνισή του στα γράμματα πολύ νωρίτερα, το 1905 με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Κηρήθρες». Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ. Από τα πιο σημαντικά έργα του είναι «Το φως που καίει» (το οποίο εξέδωσε το 1922 στην Αλεξάνδρεια, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας), η συλλογή αφηγημάτων «Ο λαός των μουνούχων» (1923), το κριτικό δοκίμιο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925), το ποιητικό «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927), το αφηγηματικό «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1931) κ.α. Τη διετία 1956-1958 κυκλοφόρησαν τα άπαντά του σε τρεις τόμους και έκτοτε η παραγωγή του περιορίστηκε στο ελάχιστο.
Οἱ μοιραῖοι
Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.
Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!
(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)
Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ
τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα
στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,
στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη
κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.
-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.
Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!
Κώστας Βάρναλης θεωρείται μοναδικός κοινωνικός ποιητής και συγγραφέας: πουθενά στο έργο του δεν υπάρχουν τα ίχνη ενός διανοουμενισμού, πού συχνά συναντάται σε ανάλογες περιπτώσεις. Το ισχυρό ταλέντο του μετέβαλλε σε καθαρή «λαϊκή» τέχνη και σπαρταριστό υλικό οποιαδήποτε ιδέα ή ιδεολογία βρισκόταν στην αφετηρία της δημιουργίας του, μιλώντας στις καρδιές και των πιο απλών «προλεταρίων». Η ασυμβίβαστα κοινωνική στρατευμένη τέχνη του ήταν ο λόγος που τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν το 1959.
Έγραφε στη δημοτική, με καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Το έργο του χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα.
Παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου το 1929, ενώ πέθανε το 1974 πλήρης ημερών και έχοντας δρέψει τις δάφνες του, που δεν ήταν άλλες από την αγάπη του λαού. Αξίζει να σημειωθεί η καλλιτεχνική σημασία των μεταφράσεων του, του Αριστοφάνους, με τον όποιο τον συνέδεε μια πηγαία αγάπη προς τις άσεμνολογίες, ή όπως έλεγε ο ίδιος, τις ελευθεροστομίες.
Πρόλογος (Σκλάβοι Πολιορκημένοι)
Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.
Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς
μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»
«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»
Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.
Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.
Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-
ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.
Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;
Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!
Ἀρχὴ σοφίας
«Φρόνιμα καὶ ταχτικὰ
πάω μὲ κεῖνον ποὺ νικᾷ».
Ὁ ἕνας
Λίγη δροσιά, οὐρανέ μου,
καὶ χάηδεμα τ᾿ ἀνέμου,
κελάηδημα πουλιοῦ,
ξανάνιωμ᾿ Ἀπριλιοῦ!
Ἀνάσ᾿, ἀνάσα λίγη!
Χρόνια ἡ θελιὰ μᾶς πνίγει.
Λίγη χαρὰ σ᾿ ἀφτὰ
τὰ σκοτεινὰ γραφτά!
Σοῦ πήρανε, λαέ μου,
τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
πατριδοκαταλύτες,
ξένοι καὶ ντόπιο ἀλῆτες!
Ὁ ἄλλος
Ἂν θέλεις νὰ χαρεῖς
τὴ λεφτεριά, νωρὶς
γίνε προδότης, γίνε!
Τιμή, ντροπὴ δὲν εἶναι.
Θά ῾ναι μαζί σου οἱ νόμοι
κι ἡ πλερωμένη γνώμη!
Πέτα τὴν ἀνθρωπιά σου
κι ἀπ᾿ τὸν ἀφέντη πιάσου!
Κι ἅμα σὲ φτύνει ἀφτός,
νὰ κάθεσαι σκυφτὸς
καὶ θά ῾χεις τὰ πρωτεῖα
στὴ σάπια πολιτεία.
Ὁ λαός
Ἔξω τοῦ ἀφέντη ἁρμάδα
φυλάει, μὲ μπούκα ὀρθή,
τὸ λείψανό σου, Ἑλλάδα,
μὴν ξάφνου ἀναστηθεῖ!
Ἀνάσταση
Νὰ τ᾿ ἡ μεγάλη νύχτα! Καλὴ νύχτα!
Ψηλὰ τὸ κυπαρίσσι σὲ καλεῖ.
- Ἔλα, δὲν ἔχεις τίποτα νὰ χάσεις
μάιδε νὰ θυμηθεῖς καὶ νὰ ξεχάσεις.
Πατρίδα; Πουλημένη στὸ σφυρί!
Λεφτεριά; Μὲ χαλκᾶδες δὲν μπορεῖ!
Παιδιά; Ποῦ τὰ χεῖ ἂς κλαίει μέχρι θανάτου,
θά ῾ναι σκλαβ᾿ ἢ προδότες τὰ ὀρφανά του!
Εἰσ᾿ ἄδειος ἤσκιος μέσα σ᾿ ὅλα τ᾿ ἄδεια.
Δὲν εἶναι τόσο μάβρα τὰ σκοτάδια
τοῦ τάφου, ὅσο τὰ φέγγῃ τῆς ἡμέρας,
τὰ φέγγῃ τῆς σκλαβιᾶς καὶ τῆς φοβέρας.
Πιὸ σίχαμ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάθε γῆς σκουλῆκι,
οἱ θεόμορφοι δυνάστες σου καὶ λύκοι.
Μὴ λὲς ἀφανισμὸ τὸ θάνατό σου,
ἀφοῦ δὲ ζοῦσες γιὰ τὸν ἐαφτό σου.
Ἂν ἔκανες τὸ χρέος σου στὸ λαό,
σὰν ξεχυθεῖ μὲ πάθος παλαιὸ
τὴν πᾶσαν ἀτιμία νὰ συνεπάρει,
μ᾿ ἄλλους πολλοὺς θά ῾χει κ᾿ ἐσὲ μπροστάρη.
Πρωτοχρονιάτικο
Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».
Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ
Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.
Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,
τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν
κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,
νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!
Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!
Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.
Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,
μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.
Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ
τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.
Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι
καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια
καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,
τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.
Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.
Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου
στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!
Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!
Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .
Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη
κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,
τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!
Ἡ Μαγδαληνή
Μέσ᾿ σὲ παλάτια, ποὺ σὰ σπήλια ἀντήχαν ἀπ᾿ τὶς μουσικὲς
κι᾿ ἀστράβαν ἀπ᾿ τὰ μέταλλα καὶ τὰ δεμένα φῶτα,
στὰ μάγουλά μου, ποὺ κανεὶς δὲν τὰ εἶδεν ἥλιος, οἱ μοσκὲς
γλίστρααν μὲ λάγγεμα πολὺ καὶ τὰ δάγκωναν σὰν ὀχιὲς
στὴν κρουσταλλένια μου φωνὴ θαμπὴ ἐγλιστροῦσε νότα.
Στὴν τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία ἐγώ ῾μουν ἡ Πηγή:
τοῦ κόρφου μου τ᾿ ἀμάραντα καὶ μοσκοβόλᾳ κίτρα.
Ὡσὰν τὴ φλόγα τοῦ κορμιοῦ μου ἄλλη δὲ γνώρισεν ἡ Γῆ,
σὰν τῆς ἀγκάλης μου μεστὴ καμιὰ δὲν ὑπῆρχε σιγή.
Ὁ ἔρωτάς μου νίκαγε τὴ Ρώμη τὴ νικήτρα. . .
Σκοτάδια ἤτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι᾿ ἀμμουδιὰ
καὶ στὰ γλυκὰ τὰ χείλια μου πικρὰ πολὺ τὰ γέλια.
Καὶ μοῦ τινάζαν ἄξαφνα τ᾿ ἀγνώστου φόβοι τὴν καρδιὰ
καὶ μοῦ κοβόταν ἡ ἀναπνιὰ μέσ᾿ σὲ φορέματα φαρδιά-
ἀπ᾿ τοῦ θριάμβου τὴν κορφὴ μακριὰ ῾βλεπα συντέλεια.
Δὲν ἦταν ἄξαφνη ἀστραψιά. Τοῦτο συνέβη ἀργά, σιγά. . .
Ὡραῖος δὲν ἤσουν, τίποτα δὲν εἶχες πάνω σου ἄξο!
Κοίταγες χάμου τὰ χαλίκια, ὡς μίλαγες σιγὰ κι᾿ ἀργά.
Τὴν τρίτη ἢ τέταρτη φορὰν ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ ριγᾷ,
κι᾿ ὡς σήκωσες τὰ μάτια σου, δὲ βάσταα νὰ κοιτάξω.
Κι᾿ ἔνιωσα ὁρμὴ ἀσυγκράτητη στὰ πόδια σου νὰ κυλιστῶ.
Εἶδα νὰ σειέται μέσα μου ψυχὴ παρθένα ὡς τώρα.
Τὴν εὐτυχία τὴ γνώρισα στὸ δόσιμο χωρὶς μιστό,
τὴ λευτεριά-στὸ σκλάβωμα σὲ κάποιο ἰδανικὸ σωστὸ
καὶ τὴν ὑπέρτατ᾿ ἡδονὴ στὸν πόνον,-ἄξια γνώρα.
Καὶ στοὺς φτωχοὺς μοιράζοντας τὰ ὑπάρχοντά μου (ἀσημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες καὶ παλάτια)
τὰ βήματά σου ἀκλούθησα, ποὺ κι᾿ ἂν τὰ σβηοῦσε ταχτικὰ
στὸν ἄμμ᾿ ὁ ἀγέρας τοῦ βραδιοῦ, σὰ φῶτα μένανε γλυκὰ
γιὰ πάντα σ᾿ ἄμμο καὶ ψυχῇ καὶ σ᾿ ἀκοὲς καὶ μάτια.
Πράματα νέα δὲν ἔλεγες κι᾿ οὔτε, μὲ λόγια νέα, παλιά.
Ἀπὸ πολλοὺς κι᾿ ἀπὸ καιροὺς ὅλα ἦταν εἰπωμένα.
Μά ῾χες τὴ δύναμη ν᾿ ἀκοῦς τῶν οὐρανῶν τὴ σιγαλιὰ
κι᾿ ὅλα γιὰ σένα (κι᾿ ἄψυχα κι᾿ ἄνθρωποι) διάφανα γιαλιὰ
καὶ διάφαν᾿ ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα - καὶ γιὰ μένα!
Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω!
Πρόλογος «Στὸ φῶς ποὺ καίει»
Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω
ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ
στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω
ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.
Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας
μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ
χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας
ἥλιος χωρὶς μαντύ.
Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,
τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ
καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι
ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.
Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου
τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ
τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου
νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά.
Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους
ὡς μέσα στὸ νερὸ
τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα-κι᾿ αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους
νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.
Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου
μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ
καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.
Ὡς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,
στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τους ἀνθισμένους
καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυὰ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους ....
Τὸ ἀηδόνι
Μάννα, ζεστὴ ἀγουροξυπνᾷς μέσα σὲ χίλια ἀρώματα,
φῶτα πολλὰ καὶ χρώματα
καὶ μοναχὰ ἀπ᾿ τὸ γγίμα
τ᾿ ἀγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι καὶ κόσμοι χύμα!
Ἐρωτοφύσημα κι᾿ ἐγὼ τὸ λαμπερό σου φλούδι
τὸ σπάω μὲ τὸ τραγούδι,
ποὺ τὴν ἁπλὴ χαρά μου
ὑψώνει στὰ μεσούρανα πλέον ἄξια ἀπ᾿ τὰ φτερά μου.
Μες᾿ στ᾿ ἄνθη τῆς ροδακινιᾶς, στῆς λεύκας τὴν κορφή,
ὅπου ἤσκιωμα βαθὺ
κι᾿ ὅπου κρύες βρυσοῦλες
πάω τῆς καρδιᾶς μου καὶ μετράω λαχτάρες καὶ τρεμοῦλες.
Μ᾿ ἀστροφεγγιὲς ὁλόβαθες, τριανταφυλλιὰ χαράματα,
μὲ φεγγαρομαλάματα
κι᾿ ὅταν σιγὰ κι᾿ ἀγάλι
βρέχει οὐρανὸς σὲ μιὰ μεριὰ κι᾿ ἠλιοφωτάει στὴν ἄλλη,
τοῦ λαρυγγιοῦ δονῶ ἀψηλά τη φουσκωμένη φλέβα
κι᾿ ἀνέβα ὁ ἀχὸς ἀνέβα
ὅλο καὶ πιὸ μεστώνει
καὶ τὸν ἀγέρα, ξέχειλον ἀπὸ ἡδονές, ματώνει.
Κι᾿ ὅταν σωπάσῃ μου ἡ καρδιὰ καὶ τὸ λαρύγγι σπάσῃ,
στὴ μαγεμένη πλάση
καὶ στὴν καρδιά, ποὺ νιώθει,
καιρὸ βαστᾷ ὁ ἀντίλαλος, καιρὸ πονᾶνε οἱ πόθοι.
Ὤ! δὲ θαμπώνει τὴ λαλιά μου θανάτου φοβέρα :
γῆς καὶ νεροῦ κι᾿ ἀγέρα
δὲν ξέρουνε τὰ γένη,
πὼς ὅ,τι ζεῖ καὶ χαίρεται, σύντομ᾿ ἀργὰ πεθαίνει.
Ὁ χορτασμένος ἔρωτας, τῆς ζωῆς οἱ γλυκάδες,
τῆς πλάσης οἱ ὀμορφάδες
ἔτσι βαθιά με ὁρίζουν,
ποὺ τῆς καρδιᾶς τὸ ξέσπασμα λυγμό μου τὸ γυρίζουν!
Παράδεισος
Λεύτερος νά ῾σαι δοῦλος ὁποιανοῦ,
λεύτερος νὰ μιλᾷς, ὅταν κοιμᾶσαι,
λεύτερος, χρόνια νὰ τὰ κυνηγᾷς
τῶν Γιούρων τὰ ποντίκια μὴ σὲ φᾶνε.
Στὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς σου νὰ χιλιάζουν
τὰ ψέματα – τῆς μύγας τὰ σκουλήκια -,
νά ῾σαι τῆς Ἱστορίας γελοιογράφος,
ἀφέντης δίχως πιθαμὴ δικιά σου.
Σὰν τὴ στέρφα γουρούνα τ᾿ Ἅι-Ἀντώνη,
μισότυφλη ἀπὸ πάχητα καὶ νύστα,
νὰ νείρεσαι πὼς κολυμπᾷς σὲ κάτουρα
καὶ ξερατά, γρυλίζοντας: «παράδεισος»!
Τυχερός
Ἀνεμοδέρνουν μέρα νύχτα ἀπάνου
σὲ στύλους σταυροσήμαδα φτερά σου,
νὰ γελιέσαι πὼς εἶν᾿ Ἑλλάδα ὁ τόπος.
Μὰ δίπλα τ᾿ ἀγκαλιάζει νὰ τὰ σπάσει
τοῦ ξένου ἡ ἀστερομάτισσα κατάρα.
Ἂν φαρμάκωνε μόνη τὸν ἀέρα,
ἴσως, ραγιᾶ νὰ ξύπναες κάποιαν ὥρα:
«Στὴ χώρ᾿ αὐτὴ ποὺ τήνε λέω δικιά μου
ξένος εἶμαι καὶ τυχερὸς ποὺ ζῶ!»
Τάκης Φίτσος
Μὲ τὸ πικρὸ χαμόγελο καὶ τὰ σφιγμένα χείλη
βουβὰ τὸν ἴσκιο σου ἕλιωνες στὴν πολιτεία τῶν τάφων.
Ἐδῶ σὲ θάβουν ζωντανὸν ἂν θέλεις νά ῾σαι τίμιος.
Παιδὶ σὲ χτίσαν, γέρασες χωρὶς σταλιὰ νὰ ζήσεις.
Μῆνες καὶ χρόνια μέτραγες, δεκάχρονα κατόπι,
κι ὅλο ἡ πηγάδα βάθαινε κι ἀψήλωνεν ὁ τοῖχος,
παρηγοριὰ καὶ μάθημα φτωχολαοῦ δεμένου.
Καὶ μίαν αὐγὴ ἀνοιξιάτικην, ποὺ ἀνάκραζεν ἀγάπη,
τρυφερὰ σ᾿ ἀγκαλιάσανε οἱ ἀδερφομάχοι ἀγγέλοι
καὶ σὲ φορτώσανε. Κανεὶς δὲν ἄκουσε τὰ βόλια.
Καὶ τώρα, μέσα στὸ σωρὸ τὰ κόκαλα, μὴν ψάχνεις
νὰ ξεχωρίσεις τὰ δικά σου: εἶν᾿ ὅλα καθενοῦ!
Ὄχι συμπόνια, κλάμα, ὀργή. Ντροπή σου, μάνα Ἑλλάδα!
Αὐτονεκρολογία
Μισὸν αἰῶνα πάλευα κι ἀπάνου
γιὰ λευτεριὰ δικιά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ὅλο πιότερο μ᾿ ἔπνιγεν ὁ βρόχος,
κι οἱ γενναῖοι, ποὺ μὲ πνίγανε, πιὸ δοῦλοι.
Μὲ μπουκῶναν μωρὸ «Μεγάλη Ἰδέα»
κρύβοντάς μου τὸν πιὸ αἱμοβόρο ὀχτρό μου:
νά ῾μαι τοῦ ξένου ὁ πάτος, νὰ μισῶ
καὶ νὰ καταφρονῶ τ᾿ ἀνόσιο πλῆθος.
Τὰ σκολειά μου τὰ κλείνανε τὰ μάτια.
Μοῦ τ᾿ ἄνοιγαν ἡ ζούγκλα τῶν Ὀλίγων
καὶ τὰ «καταραμένα» τὰ βιβλία.
Κι ὁλάνοιχτ᾿ ἀπομεῖναν ὡς τὸ τέλος.
Ὅσο τὰ χρόνια ἀσπρίζαν στὴν κορφή μου,
τόσο βαθιὰ μοῦ μάτωνεν ἡ ἐλπίδα.
Μάθαινα πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι δειλία
κι ἡ καλοσύνη ἀγιάτρευτο κακό.
Ἥρωας δὲν ἤμουν, μ᾿ ἔκαμνεν ὁ φόβος
(ἢ θὰ σκοτώσεις ἢ θὰ σκοτωθεῖς)
νὰ μεγαλώνω τὴ γλυκιὰ πατρίδα
καὶ νὰ μικραίνω τὸ φτωχὸ λαό.
Νὰ γελιέμαι πὼς ζῶ, ξεπόρτιζα ἔξω.
Κάθε πατημασιά μου καὶ πληγή.
Πιανόμουν ἀπὸ κάγκελα καὶ πόρτες
μὴν πέσω – τὸ κουφάρι μου κι ὄχι ἐγώ!
Μ᾿ ἄφησαν ὅλοι στὰ κακὰ ὑστερνά μου:
γυναῖκες, συγγενάδια, ἄσπονδοι φίλοι.
Κανεὶς νὰ μὲ βαστάει, νὰν τοῦ μιλάω.
Μιλοῦσα μοναχὸς δίχως ν᾿ ἀκούω.
Μὲ βρήκανε στὸ τέλος ξυλιασμένον
τρεῖς μέρες στὸ ντιβάνι μου ἀπομόναχο,
μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ καὶ στηλωμένα
κατὰ σένα, ὅπως πάντα, Ἀνατολή.
Οἱ πεθαμενατζῆδες μεθυσμένοι
βλαστημοῦσαν, ὅπως μὲ κατεβάζαν
τυλιγμένον σὲ μία παλιοκουβέρτα,
ὄροφοι πέντε καὶ σκαλιὰ ἐνενῆντα!
Κι ἢ ραχοκοκαλιὰ νὰ μὴ λυγάει
γιὰ νὰ τοὺς εὐκολύνει στὴ δουλειά τους.
Δὲν τό ῾μάθε κανένας. Τ᾿ ὄνομά μου
μήτ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ λέω καὶ δὲν τὸ γράφω.
Τὰ μπουκωμένα στόματ᾿ ἀλυχτῆσαν:
–καλότυχοι, ἕνας Βούργαρος λιγότερο!
–κακότυχοι, ποὺ δὲν τόνε προλάβαμε!
–κόβουμ᾿ ἕναν, φυτρώνουνε σαράντα!
Εὐχαριστῶ σας, γερατειὰ καὶ πόνοι,
ποὺ ἐσεῖς μὲ ξαποστείλατε, ὄχι ὁ Νόμος
(δυὸ φορὲς «ἐπ᾿ ἐσχάτῃ προδοσίᾳ»!).
Κι οὔτε μὲ πολτοποίησε στὴ λάσπη
ἕνα τρίκυκλο ἀθῷο («τροχαῖον ἀτύχημα»!).
Ρίχτε με τώρα στὰ βαθιὰ τῆς θάλασσας.
Τ᾿ ἀδούλωτα κορμιὰ δὲ βρίσκουν οὔτε
μιᾶς πιθαμῆς Ἑλλάδα νὰ ἡσυχάσουν!
Νοέμβρης 1968
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω!
Πρόλογος
Ξαφνικὰ μοῦ φασκιώνουνε τὰ μάτια
γιὰ νὰ βλέπω τὸ φῶς τὸ ἀληθινό!
Μὲ καρυδώνουν, γιὰ νὰ μὴ φωνάζω:
«Ὄρσε, Ἑλλάδα Γραικύλων ἀντιχρίστων!»
Ἄχερα μὲ μπουκώνουν κάθε μέρα.
Καὶ ποιοί; Τοῦ σκλαβοπάζαρου ἡ σαβούρα.
Καὶ πῶς; Ἔχουν ἀφέντη τὰ σκυλιὰ
καὶ δαγκάνουν τὰ πόδια σου, Ἱστορία.
Πῶς θὰ σωθοῦμε ἀπ᾿ τὴν «ἐλευθερία»
τῆς σκλαβιᾶς μας κι ἀπὸ τὸν «ὑπὲρ πατρίδος»
τῶν προδοτῶν; Καὶ πότε ἀπ᾿ τοὺς θεοὺς
τῶν ἀθέων καὶ τῶν ἀνθρωποφάγων;
«Ἐθνικὴ Παιδεία»
Γανιάσατε, δασκάλοι, νὰ ξεμάθω
νά ῾μαι ἐγώ, νὰ στοχάζομαι, νὰ θέλω -
ψέματα ὅλο ν᾿ ἀκούω, νὰ λέω, νὰ πράττω,
γιὰ ψέματα νὰ ζῶ καὶ νὰ πεθαίνω.
Δὲν μπόρεσε ἡ σπουδὴ νὰ μὲ χαλάσει.
Ἀντέξανε σαρκίο, ψυχὴ καὶ γνώση
μὰ κάθε τόσο θάνατος νὰ ξέρεις
ὅτ᾿ εἶσαι πάντα πουλημένο κρέας.
Πῶς μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία»
Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ.
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.
Στὸ γιό του
Στὸν κόσμο γιατί σ᾿ ἔφερα; Ἂν μοῦ μοιάσεις
κυνηγημένος θά ῾σαι ὁλοζωὶς
ἢ νύχτα σκοτωμένος (πέμπτος ὄροφος)
θὰ σαλτάρεις στὸ δρόμο «διαλαθῶν»
ἀπ᾿ τὸ παραθυράκι τ᾿ ἀποπάτου,
ἢ μ᾿ ἀλλουνοὺς «εἰς τὸν συνήθη τόπον»
θὰ σὲ καρφώσουν ἄγνωστον μ᾿ ἀγνώστους
μὲ χέρια ἑλληνικὰ ντουφέκια ξένα,
χωρὶς ὄνομα, πῶς καὶ ποῦ. Οἱ προδότες
θ᾿ ἀπαγορεύουν καὶ τὰ κόλλυβά σας.
Ἂν ὅμως δὲ μοῦ μοιάσεις, ἡ ντροπὴ
καταδικιά μου θά ῾ναι, ὄχι δικιά σου.
Καταδότης, τσολιὰς καὶ μπλοκαδόρος,
ὅσο βουλιάζεις στὰ σκατά, ἄλλο τόσο
θὰ βγαίνεις καθαρὸς καὶ τιμημένος.
Κι ἅμα τὴν κάνει ὁ ὀχτρὸς τὴν Προδοσία
καθεστώς, θά ῾σαι πρῶτος : καὶ Θρησκεία
καὶ Νόμος κι Ἱστορία καὶ Λόγος, Κι ὅταν
οἱ κανονιὲς γιορτάζουν τῶν Ἑλλήνων
τὴν Ἀρετή, σὺ θά ῾σαι ὁ Ὑπερέλλην!
Τὰ λοίσθια
Ὅλα μπροστά σου μαῦρα, ἡ κάθε μέρα
πιὸ μαύρη ἀπὸ τὴ νύχτα. Ἡ φωτόσφαιρα
σβησμένη χρόνια πίσου ἀπ᾿ τὰ βουνά.
Κι ἂν κάποτες τὰ μάτια σου γυρνᾶνε
πίσου, διπλὰ πονᾷς, ῾τι βλέπεις νά ῾ναι
πιὸ μαύρ᾿ ἀπ᾿ τὰ παλιά, τὰ τωρινά!
*
Τί καλὰ νά ῾σαι πρῶτος! Ἀπὸ σένα
μόλις τώρα ἀρχινᾷ ἡ μεγάλη Τέχνη!
Ἂν τὸ πιστεύεις, εἶναι ἀλήθεια. Νόμος!
Τὴν κάθε μέρα πιὸ θὰ μεγαλώνεις,
ποὺ νὰ μὴ σὲ χωράει τουτ᾿ ἡ πατρίδα.
Ἀλλ᾿ ὅταν σ᾿ ἀγκαλιάσει ἡ μάνα Γῆς,
--δὲ θὰ σοῦ δώσει οὔτ᾿ ἕναν πόντο πιότερο
ἀπ᾿ τὸ μπόι σου. Μὰ τί σὲ νοιάζει ἐσένα;
Χρόνια τήνε μετροῦσαν οἱ πατοῦσες σου!
Νὰ λυπᾶσαι τὸν ἄλλον, ποὺ παιδεύεται
νὰ μὴ φανεῖ μικρὸς στὸν ἑαυτό του,
νὰ μὴ γελιέται καὶ νὰ μὴ γελάει,
νὰ μὴ στολίζει μὰ νὰ ξεγυμνώνει.
Κι ὅταν τὸν ἀγκαλιάσει ἡ μάνα Γῆς,
θὰ φανοῦνε τὰ σωστά του μέτρα.
Τρεῖς θάνατοι
Ζηλεύω σου τὸ θάρρος, Καρυωτάκη,
νὰ σμπαραλιάσεις τὴν τρανὴ καρδιά,
καὶ τὴν κακοτυχιά σου, Ὀλύμπιε Τάκη,
νὰ σὲ πάρουν τὰ κύματα βαθιά.
Μὲ πάει γελώντας ὁ Χάρος στὰ ἑκατό μου,
σιχάθηκα τὸν ἄχαρο ἑαυτό μου.
Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε,
κι ἂν ὄχι ἐμέ, τὴ θύμησή μου πᾶρε.
Ὅσο τὰ περασμένα ἀνακαλῶ,
τόσο δὲ βρίσκω τίποτα καλό.
Πόνοι, ἀρρώστιες, μὲ κάναν μοιρασιά,
μὰ θὰ πάω μονάχα ἀπὸ σιχασιά.
29-7-73
Πάνθεον Ἐθνικοφροσύνης
(Ὅλοι με πιστοποιητικόν)
Φανέ, ὅταν τὸ ἔλαιον σὲ λείψῃ, τί θὰ γίνῃς;
Τί; θὰ σβεσθῆς...
Δ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ
Μεγάλη πόρτα νὰ χωρᾷ ὁ Μεγάλος
ποὺ διπλὰ μεγαλώνει ἅμα ξαπλώσει.
Ὡς τὸ κατώφλι Θάνατος καὶ Λήθη
καὶ μέσα Αἰώνια Μνήμη καὶ Χαρά!
Ἀθάνατοι σὲ μάρμαρο καὶ μπροῦντζο
λαμποκοποῦν οἱ ἀχόρταγοι λαοφάγοι.
Τοὺς προσκυνᾷ ἡ Πατρίδα «εὐγνωμονοῦσα»
καὶ τοὺς φοβᾶται ὁ «Σκώληξ ὁ Ἀκοίμητος».
Τοῦ ἀκάνθινου στεφάνου ὁ κορονάτος
στὴν πίσσα ρίχνει τοὺς πιστούς σου, Φτώχεια.
Δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ τοῦ Παραδείσου
τὰ πλούτη, ὅσο θυμᾶται τὰ δικά του.
Καλαμαρὰς ποὺ τύφλωνε τ᾿ ἀηδόνια
καὶ δάσκαλος ποὺ βίαζε τὴν Ἀλήθεια,
γιὰ ν᾿ ἀνεβοῦν σερνότανε στὴ λάσπη
καὶ τοὺς ἔφαε κι αὐτοὺς καὶ τὰ χαρτιά τους.
Καὶ μία μεγαλουσιάνα, ἄφραγη λάμια,
νά ῾τανε, λέει, κάθε φορὰ παρθένα!
καὶ μία παρθένα πρώιμη, ποὺ δὲν πρόλαβε
νὰ ξεπεράσει τὴ μαμὰ στ᾿ ἀνάσκελα.
Τ᾿ ἁγνά μας ἐθνικόπουλα, ὁρκισμένα
τὸν ἅγιον ὅρκο τῶν ἀρχαίων ἐφήβων,
γράφουν στὴν πλάκα τῶν τουφεκισμένων
ἀπὸ τοὺς Γερμανούς: « Καλὰ σᾶς κάναν!»
Καὶ στὴν κορφὴν ἀπάνου ὁ Μαῦρος Ἥλιος!
Τὸν κοιτᾷς καὶ σαπίζουνε τὰ λούκια σου.
Διχτάτορας! Ὂλ᾿ ἡ κοπριὰ τοῦ αἰῶνα
κοιλοπονοῦσε γιὰ νὰ τὸν ξεράσει!
Αὐτοὶ Πατρίδα, Ἅγια Γραφὴ καὶ Σπόρος!
Κι ἀπ᾿ τὰ ἱερά μας κόκαλα βγαλμένη
ἡ Προδοσία στὸ μασκοφόρο δίνει
σπαθὶ μ᾿ ἕνα χρυσὸ πουγκὶ γιὰ φούντα!
Τῶν αἱμάτων σου οἱ ποταμοί, Λαέ,
δὲν κάνουν ἕνα ρόχαλο δικό τους.
Κι ἂν τὴ στερνή σου ἁρπάξανε μπουκιά,
σοῦ ἀφήσανε τὴ δόξα τοῦ Θανάτου.
Στὴ χώρα κάτω νύχτωσεν ἡ μέρα,
μαύρη καπνούρα κι οὐρλιαχτὰ καὶ θρῆνος.
Δικὰ καὶ ξέν᾿ ἀγριόσκυλα, ζευγάρι,
σὲ μαγαρίζουν, κοσμογόνε Βράχε!
Πασκαλιὰ στὸ βασίλειο τῶν Σκιῶν!
Ἀναστημένα μάρμαρα καὶ μπροῦντζοι
κατηφορᾶνε χορευτὰ μὲ πήδους
νὰ μοιραστοῦν τὴ σάρκα σου, λαουτζίκο!
Ὀρέστης
Σέλινα τὰ μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα νὰ φανεῖς, ὡς εἶσαι, ὡραῖος,
καὶ διῶξε ἀπὸ τὸ νοῦ σου πιὰ τὸ χρέος
τοῦ μεγάλου χρησμοῦ, μιὰ καὶ κανένα
τρόπο δὲν ἔχεις ἄλλονε! Καὶ μ᾿ ἕνα
χαμόγελον ἰδὲς πῶς σ᾿ ἔφερ᾿ ἕως
στοῦ Ἄργους τὴν πύλη ὁ δρόμος σου ὁ μοιραῖος
τὸ σπλάχνο ν᾿ ἀφανίσεις ποὺ σ᾿ ἐγέννα.
Κανεὶς δὲ σὲ θυμᾶτ᾿ ἐδῶ. Κι ἐσὺ ὅμοια
τὸν ἑαυτό σου ξέχανέ τον, κι ἄμε
στῆς χρυσῆς πολιτείας τὰ σταυροδρόμια
καὶ τὸ ἔργο σου σὰ νὰ ᾿ταν ἄλλος κάμε.
Ἔτσι κι ἀλλιῶς, θὰ παίρνει σε ἀπὸ πίσου
γιὰ τὸ αἷμα τῆς μητρός σου γιὰ ἡ ντροπή σου.
Συμπόσιον
Ἀνοῖχτε στὰ τραπέζι᾿ ἁπλοχωριὰ
γιὰ τὴν ὡριά,
ποὺ μὲ τ᾿ ἁψὸ
κορμὶ θὰ πεταχτεῖ τὸ μελαψὸ
χορεύοντας· κι ἀπὰ στὰ φιδωτὰ
ψηφιδωτὰ
ἁπλῶστε, ὢ νιὰ
σκλαβόπουλα, τὰ φρέσκα γιασεμιά.
Καὶ φέρε σὲ κροντήρι ξομπλιαστὸ
κρασὶ λιαστὸ
κι ἄλλο κρασί,
μὲ τὰ μικρὰ τὰ δαχτυλάκια ἐσύ.
Καὶ στὶς κολόνες, ποὺ πρασινωπὰ
κλαριὰ νωπά,
κισσοῦ κλαριά,
μὲ τὰ κομμένα φύλλα καὶ τ᾿ ἀριά,
τὶς ζώνουνε γιὰ τὴν καλὴ γιορτή,
ἂς μποῦνε ὀρτοὶ
καὶ σιμωτὰ
καθρέφτες μὲ στεφάνι᾿ ἀσημωτά,
νὰ χιλιάζουν τὸ κάλλι τῆς ἀχνὸ
μὲς στὸν ἀχνό,
ὅπου γι᾿ αὐτὴ
θὰ βγάνει ὅσο λιβάνι θ᾿ ἀναφτεῖ!…
Ὤ! ὑψῶστε τὶς φωνοῦλες τὶς ψιλές!
Τὶς ἀψηλὲς
δάδες, ὦ νιοί,
χαμηλῶστε! Τὰ πέπλα της ἀνοιεῖ
καὶ τὰ πετάει, καὶ λάμπουν στὸ γερό,
τὸ λυγερὸ
κορμί, ποὺ ἀχεῖ,
οἱ σκιές, ποὺ μὲ νάρδο ἔχουν βραχεῖ.
Φουντῶσαν οἱ καπνοὶ της κεφαλῆς.
–Φαλλής! Φαλλής!
Μὲ τὴν ὁρμή,
ποὺ ἀκράτητο μᾶς κάνει τὸ κορμί,
ἂς πάρει ὅποιο κορίτσι κάθε νιός,
ὀμορφονιός,
μὰ τὴ Γοργώ,
τὴ φλόγα τὴ χορεύτρα, μόνο ἐγώ!
Κώστας Βάρναλης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
O Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βουλγαρίας 1884- Αθήνα 1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.
Βίος
Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884[1], όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. (Το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς.) Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ[2]. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
Έργο
Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Ποίηση
«Οι μοιραίοι», χειρόγραφο του ποιητή
Ποιητικές συνθέσεις
Ο Προσκυνητής (1919)
Το Φώς που καίει (Αλεξάνδρεια 1922 με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)
Ποιητικές συλλογές
Κηρήθρες (1905)
Ποιητικά (1956)
Ελεύθερος κόσμος (1965)
Οργή λαού (1975)
Πεζά και κριτικά έργα
Ο λαός των μουνούχων (Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
Αληθινοί άνθρωποι (1938)
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
Πεζός λόγος (1957)
Σολωμικά (1957)
Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
Οι δικτάτορες (1965)
Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)
Θέατρο
Άτταλος ο Τρίτος (1972)
Μεταφράσεις
Αριστοφάνης - Βάτραχοι
Αριστοφάνης - Εκκλησιάζουσες
Αριστοφάνης - Ιππείς
Αριστοφάνης - Λυσιστράτη
Αριστοφάνης - Πλούτος
Ευριπίδης - Ιππόλυτος
Ευριπίδης - Τρωαδίτισσες
Κινέζικα τραγούδια
Μολιέρος - Μισάνθρωπος
Ευγένιος Ποτιέ - Η Διεθνής
Σημειώσεις [Επεξεργασία]
↑ Κατά τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, της οποίας υπήρξε συνεργάτης.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Πώς δεν ήθελα να σπουδάσω του Κ. Βάρναλη από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Δυσεύρετα και άγνωστα κείμενα του Κ. Βάρναλη από τις σελίδες του Νίκου Σαραντάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου