Ερωτικό τοπίο
Καπνίζω στο μαύρο
τσιμπούκι μου ένα τοπίο·
κάτω από τ’
ανοιγμένα σκέλια σου ζω ένα τριγωνικό τοπίο·
δεν είσαι πια ο άνθρωπος
– πίθηκος·
ένα
άλλο τοπίο
πέρα από το
μηχανικό αιώνα
ζει
επάνω στην επιδερμίδα σου
μόνο δικό σου.
Οι δυο φούχτες σου δίνουν,
εγώ
ανάσκελα βλέπω
τον πρωτόγονον έρωτα
ωριμασμένο στις κόρες του ματιού σου.
Σε μιαν άκρη της
γενέθλιας γης
που
τα σφεντάμια θράσεψαν,
μίλησε το ένστικτο
την αλήθεια του
δώδεκα
χρονών
ως σήμερα κράτησα
την αίσθηση κείνη
σφηνωμένος
ανάμεσα στα πόδια
σου·
το
βρήκα:
τοπίο μόνο από κάκτους,
φρακοστάφυλα και σφεντάμια,
από γκρίζα βράχια
και ξεροψημένη γη,
από κοράκια και
χρυσούς σκαραβαίους,
στον
έρωτα σου,
και το καπνίζω
σαν τον πιο εκλεχτό καπνό
μου.
Είσαι
εγώ
τα δώδεκα χρόνια μου,
τότε
που δεν ήμουν άντρας,
δεν
ήμουν γυναίκα:
άγνωστος χώρος
μυστικός.
Σε
ζω επιτέλους σεληνιακή νύχτα
σε
ζω επιτέλους μυστική σάρκα
σε
ζω επιτέλους τοπίο του ενστίκτου
σε
ζω επιτέλους, Θεέ,
στη
φλύαρη γυμνότητα επάνω
σε
ζω επιτ...
σιωπή σιωπή σιωπή!
Ανθολογία «Σύγχρονη
Ερωτική Ποίηση» εκδόσεις Καστανιώτη
Το τελευταίο ποίημα του έρωτα
Δος μου την ηδονή
της ηδονής,
ζωή της ζωής, της
μέθης νύχτα, οδύνη.
Το ερωτικόν
απόσταγμα μού ηδύνει
την υπερφίαλη
σκέψη που πονεί.
Μόνο, τη γεύση
αγάπησα μόνο,
ω πονώ πέρ' απ'
την αίσθηση του χώρου τής γης,
πέρ' απ' τα μάκρη
αυτά πονώ!
Δε νιώθω, δεν
αισθάνομαι καθώς άνθρωπος,
μα αισθάνομαι
θεός
κι ως θεός ζούσα,
μεθούσα,
πλήρης από έρωτα
και δόξα κι ομορφιά...
Πάνω στα σουβλερά
καρφιά,
σαν ασκητής έλα
κι εσύ να γείρεις,
τον ίλιγγο να
δεις, το δέος να δεις,
να φτάσεις στη
σιγή και στο κενό να φτάσεις,
κι ως άνθος τον
εαυτό σου να μαδείς.
Κι όταν σταθείς
στο τελευταίο σκαλί
του έρωτα και του
πόνου, ένα φιλί
από την πείρα την
τόση να κρατείς:
φιλί άγριο και
ζεστό να με δαμάσεις.
Ομορφιά
Εὐγενικὸ ὅ,τι πέθανεν ἐδῶ,
ποὺ στοίχειωσε τὸ πέταγμα τῶν γλάρων.
Ἁβρὸν ὅ,τι κι
ἂν πέρασε ἀπ᾿ τὸ φάρο
κι ἔζησε λίγο στὴν ὑγρὰν ὁδό,
κι ὁ ψίθυρος ὡραῖος τῶν ἐπῳδῶν,
-μνήμης ρᾴθυμο κίνημα βλεφάρων -
γιὰ τὸν ἁρμονικὸ θάνατο Ἰκάρων
ποὺ ζήσανε τὴ ζωὴ τῶν εὐωδῶν
αἰθέρων. Τὸ βῆμα ἄρρωστων παιδιῶν,
ποὺ τοὺς
φλογίζει δέος ὑγρὸ τὰ
μάτια,
ἥρεμα ἀνησυχεῖ τὰ κρύα δωμάτια...
Ὅλα εἶναι ὡραῖα. Καί, μόνον, τῶν φιδιῶν
τὸ σῶμα,
νιώθουμε, τῆς ἁμαρτίας
τὰ τέκνα, οἱ ὠχροί, οἱ ξένοι ἄλλης πολιτείας.
Η Ποίηση
Μὰ ἐσὺ Ποίηση
ποὺ ἔντυνες
μία φορὰ τὴ γυμνὴ μέθη μας
ὅταν κρυώναμε καὶ δὲν εἴχαμε ροῦχο νὰ ντυθοῦμε
ὅταν ὀνειρευόμαστε, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ζωὴ νὰ
ζήσουμε
δὲ θὰ ὑπάρξουν πιὰ σύννεφα γιὰ νὰ ταξιδέψουμε τὴ ρέμβη μας;
δὲ θὰ ὑπάρξουν πιὰ σώματα γιὰ νὰ ταξιδέψουμε τὸν ἔρωτά
μας;
Μὰ ἐσὺ Ποίηση
ποὺ δὲν
μπορεῖς νὰ κλειστεῖς μέσα σὲ σχήματα
μὰ ἐσὺ Ποίηση
ποὺ δὲ μποροῦμε νὰ σ᾿ ἀγγίξουμε
μὲ τὸ λόγο
ἐσὺ
τὸ στερνὸ ἴχνος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας
σῶσε τὴν
τελευταία ὥρα τούτη τοῦ ἀνθρώπου
τὴν πιὸ στυγνὴ καὶ τὴν πιὸ ἀπεγνωσμένη
ποὺ ὁ
Θάνατος
ποὺ ἡ
Μοναξιὰ
ποὺ ἡ Σιωπὴ
τὸν καρτεροῦν σὲ μία στιγμὴ μελλούμενη
Ο Άρης Δικταίος
[1919-1983] (πραγματικό όνομα Κώστας Κωνσταντουλάκης) γεννήθηκε στο Ηράκλειο
της Κρήτης. Το 1938 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου
φοίτησε ως το 1940, οπότε επιστρατεύτηκε. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής
κατοχής έζησε στην Κρήτη. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1945 και ασχολήθηκε με τη
δημοσιογραφία στον Τύπο και το ραδιόφωνο, ως συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος
Ραδιοφωνίας από το 1946 ως το 1951. Μαθητής Γυμνασίου ακόμα δημοσίευσε ποιήματα
στο περιοδικό Νέα Γράμματα και το 1935 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή
με τίτλο «Δώδεκα εφιαλτικές βινιέτες». Είχε προηγηθεί η αποκηρυγμένη ποιητική
συλλογή «Στα κύματα της ζωής» (1934). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Νεοελληνικά
Γράμματα», «Νέοι Ρυθμοί», «Φιλολογικά Χρονικά», «Νέα Εστία», «Νέα Πορεία» κ.α.
Ιδιαίτερα ογκώδες είναι το δοκιμιακό και μεταφραστικό του έργο, ενώ εξέδωσε
επίσης ποιητικές και λογοτεχνικές ανθολογίες. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο
Ποίησης το 1956 από κοινού με το Γιάννη Ρίτσο και το Παράσημο του Α΄ Βαθμού των
Γραμμάτων Κύριλου και Μεθόδιου από την βουλγαρική κυβέρνηση (1977). Έργα του
έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες.
Η ποίηση του Άρη
Δικταίου τοποθετείται στη λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά της λογοτεχνίας
μας, με έντονα τα στοιχεία της υπαρξιακής αγωνίας και επιρροές από τη
λογοτεχνική και φιλοσοφική παραγωγή του Jean Paul Sartre. Για περισσότερα
βιογραφικά στοιχεία του Άρη Δικταίου βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Άρης Δικταίος», Η
ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.68-71. Αθήνα, Σοκόλης, 1982, Γιαλουράκης
Μανώλης, «Δικταίος Άρης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6.
Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και χ.σ., «Δικταίος Άρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό
3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Εὐχαριστῶ,
ΑπάντησηΔιαγραφήἤθελα νὰ διαβάσω ποιήματά του. Πολὺ καλὰ.
Να είσαι καλά!
Διαγραφή