Πέντε ποιήματα
Αιθρία με καιρό της σιωπής
πιά δεν είμαστε άλλο απ’ αυτή τη λάβρα
μαθαίνεται το αγρίεμα του ήλιου
που απορροφά κάθε ήχο
που γυμνούς μας γραπώνει
έως το διάβα του πόθου
***
Πώς και δε θα ‘τανε μετρημένες οι μέρες μας
όταν οι κόκκοι της άμμου πάνω σε τούτον τον πλανήτη είναι
όσο μαθηματικά υπολογίσιμοι και τα δισεκατομμύρια οι γαλαξίες
τα έκπληκτα μάτια των χτυπημένων πουλιών
καθώς πετάνε θα μπορούσαμε να τα λογαριάσουμε
όπως και την ακριβή χρονολογία της τέλειας εξαφάνισής τους
μπα όλα αυτά τ’ αριθμητά
είναι απείρως απαράδεκτα
ο θανατος μου κιόλας γνωστός για μένα μοναδικός
μετά απ’αυτόν δε θα μπορώ
να φορέσω την μαύρη μου μαντίλα για να σκορπίσω
τα δάκρυα και τα μοιρολόγια των θρήνων μου
ψευδέστατη μοναδικότητα
***
Ένα είδος γέλιου ή θάρρους
η ζήση περιέργεια αχόρταγη
η δυσανασχέτηση μπρος σ’ όποια καταστροφή
που δε θα μ’ άγγιζε εμένα ποτέ
θάνατος ή και γηρατειά
αυτό το γαλάζιο φυλαχτάρι
καταποντίστηκε μαζί μου
λίγο μετά τον πόλεμο
όταν αποτραβιόμουνα
ολοένα και πιό πολύ
όλα γίνανε αλάφιασμα
τοίχος βάραθρο απ’ όπου
καμιά υποχώρηση δεν έσωνε
ο εξευτελισμός του φόβου
δεν προσεγγίζει άλλο τίποτε
***
Απόψε πονάω σ’όλες μου τις απογνώσεις
κάνει πολύ κρύο κάτω απ’ τη σκιά
της ζωής μου που γέρασε
βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες
είναι πληρωμένοι δολοφόνοι
ας οργανωθεί πια η σφαγή
απ’ ό’τι αγαπάω ακόμα
***
Καρδιοδόχη σακάτικη
άναντρα ταγμένη στην άσπρη σελίδα
και τα μάτια αμήχανα να πηγαινόρχουνται
Το πένθος ως μέσον αυτοπραγμάτωσης
ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ
Όταν ο « Ίκαρος » κυκλοφόρησε τα ποιήματα της Μάτση Χατζηλαζάρου, μόνο οι υποψιασμένοι αναγνώστες εκτίμησαν αυτή την προσφορά. Είναι αλήθεια, πως άγνωστη στο ευρύ κοινό, μέχρι τώρα, έμεινε μακριά από θεωρητικές αναλύσεις και εκτιμήσεις, αλώβητη από την κατάταξή της σε ποιητικά ρεύματα, ανέγγιχτη από αποκωδικοποιήσεις και προσωπικές σταθερές.
Παρέμενε στη σκιά αλλά όχι στην αφάνεια, ποιήτρια ασφυκτικά γεμάτη από το πάθος, προσμένοντας μια μικρή χαραμάδα απ’ όπου θα μπορούσε να διεισδύσει ένα φτερούγισμα από το δικό της πέταγμα. Και πάντα ανακαλύπτεται αυτό που αξίζει να ανακαλυφθεί και ποιήματά της αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο από τους εραστές της ποίησης.
Συνηθίζεται να χρησιμοποιείται ο όρος «γυναικεία ποίηση» από τους κριτικούς της λογοτεχνίας, χωρίς αυτό να διευκρινίζεται πλήρως. Πρόκειται για την ποίηση που δημιουργείται από γυναίκες ή που απευθύνεται μόνο σε γυναίκες; Δεν νομίζω να αξίζει απάντηση αυτό το ερώτημα καθώς από μόνο του καθίσταται άκυρο. Όπως δεν έχουν φύλο τα συναισθήματα έτσι και η ποίηση δεν μπορεί να έχει αποδέκτες μόνο τις θηλυκές ευαισθησίες. Και παρόλο που η ευαισθησία είναι γένους θηλυκού, όπως και η αγάπη, και η αφοσίωση, ο έρωτας σαρώνει ολόκληρο το έργο της Μ.Χ. με την ευκολία που στροβιλίζονται τα φθινοπωρινά φύλλα. Την χαρακτηρίζουν μερικοί σαν γυναικεία ποιήτρια, προσδίδοντας της έτσι ένα εξιτήριο από την οικουμενική ποίηση, μια περιθωριοποιημένη ταυτότητα που στόχο της έχει να εξυπηρετεί τις ανάγκες των γυναικών. Άτοπος χαρακτηρισμός που ενέχει μια υποβάθμιση, και που σαφώς δεν αντιπροσωπεύει την Μ.Χ.
Κουβαλώντας ένα ενδιαφέρον παρελθόν με δυο αποτυχημένους γάμους, παντρεύεται τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ερωτεύεται τον Ανδρέα Καμπά, συζεί στο Παρίσι με τον ανιψιό του Νταλί και με τον Καστοριάδη, διαμορφώνει την προσωπική της άποψη για τη ζωή μέσα από το φάσμα των χρωμάτων του έρωτα. Αφοσιωμένη στο όραμα της επιθυμίας, διαπερνάται εξ ολοκλήρου από την ηδονή όχι μόνο της σάρκας αλλά και από την ηδονή της ενθύμησης. Άλλωστε ο έρωτας μόνο μέσα από την ανάμνηση ζει, έχοντας σαν απαραίτητο καθοδηγητή την φαντασία. H έμπνευση που προέρχεται από την αγάπη δεν σηματοδοτεί μόνο την γυναικεία λογοτεχνία, αν δεχτούμε αυτόν τον χαρακτηρισμό, και αποτελεί την παγκόσμια σταθερά για την καλλιτεχνική δημιουργία και διαφυλάττει την ποιητικότητα. Έτσι λοιπόν, η Μ.Χ. δεν δημιουργεί βάζοντας ρήτρα το φύλο της, αλλά εξελίσσεται μέσα στην παγκόσμια ψυχή.
Η Μάτση Χατζηλαζάρου δεν έγραψε απλά ποίηση, έζησε την ποίηση ανήκοντας σε κείνους τους τυχερούς, που έχουν την δυνατότητα να ταξιδέψουν προς την αρμονία. Χρησιμοποίησε σαν κύριο μέσο τον υπερρεαλισμό, χρωματίζοντας τις λέξεις, χρησιμοποιώντας την γλώσσα, όχι σαν εργαλείο και μέσο επικοινωνίας αλλά σαν αποδέκτη και συγχρόνως ως μέσον εκφοράς της αγάπης.
Κι αν αγάπη σημαίνει άγγιγμα, επαφή, τότε ο ορισμός που εμπεριέχεται σ’ όλα τα ποιήματα της αν και κρυμμένος σε σουρεαλιστικά πετάγματα και σε σκιές μοντερνισμού, βοηθά τον εραστή της ποίησης να συμμεριστεί αυτό το θείο όραμα, το θαύμα της «χαρμολύπης», την ταύτιση του απόλυτου με το θείο όπου αυτομάτως γεννιέται η έλλειψη, η απουσία, η νοσταλγία, συναισθήματα που υπάρχουν γιατί έχει προηγηθεί η πληρότητα, η παρουσία, ο φωτεινός έρωτας.
« Δεν εκοίταξα ποτέ μου πίσω απ’ τις παλιές φωτογραφίες/(εκεί που’μαι τόσο απροστάτευτη)- φοβάμαι μη μου φανερωθεί/το προσωπικό μου δράμα».
Η ερωτική προσμονή δηλώνεται στο έργο της μέσα από μια μεταφυσική ιδιοτυπία. Εργαλείο ο υπερρεαλισμός, στόχος το ονειρικό, το άπιαστο που η ποιήτρια αναγνωρίζει πως ακόμα κι αν διαφανεί δεν είναι η τελείωση…
«Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή/Σε περιέχω όπως το αραχωβίτικο κιούπι το λάδι/Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει/μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτι/Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθόδερμος/ κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει/τον καλπασμό του αλόγου».
Η Μάτση Χατζηλαζάρου πενθεί. Το πένθος είναι μια εσωτερική διεργασία που συνεισφέρει στην ψυχική ανάπτυξη σε σχέση με το αντικείμενο του έρωτα. Ολοκληρωτικά δεν είναι δυνατόν να συλληφθεί το εσωτερικό πρόσωπο του άλλου «…πώς να το ζυγώσουμε αυτό το πλάσμα/που χορεύει στα πλάγια εκεί μακριά/τα χέρια όλα τσακίσματα κρατάνε μια φλογέρα/…τα πόδια είναι η σφεντόνα του κορμιού πάνω στη γη…» Πάντα κάτι ξεφεύγει αφήνοντας πίσω του την αίσθηση του «χάους», της επικοινωνίας που γίνεται άκαιρη, χωρίς να μπορέσει καν να το προαισθανθεί. Και τότε αρχίζει η διαδικασία του πένθους, απαραίτητη για να απομείνει ένα ψήγμα του άλλου στην καρδιά της ποιήτριας.
«…σ’ αγαπώ σε σκέπτουμαι σε γράφω δεν ξέρω πια ν’ ανασάνω χωρίς
εσένα η καρδιά μου δε με αφορά σ’ αγαπώ αγαπώ αγαπώ σε κοιτάω πάντα έρωτα πως να σε σβύσω εγώ που ακούω τη φωνή σου εδώ
στην Ελλάδα ξέρω τα μάτια σου και τα χέρια σου που λύσανε τα
λουλούδια γύρω απ’ το λαιμό μου για σένα τα είχα φορεμένα»
Πενθώντας στην ουσία πραγματώνει την ανάμνηση, τη νοσταλγία που γίνεται προέκταση της ποιητικής γλώσσας και σε ακραίες περιπτώσεις φτάνει μέχρι την «θεία μανία». Απ’ αυτήν, κατά τον Σωκράτη, όμως πηγάζουν τα μεγαλύτερα αγαθά, εκείνα που εξυψώνουν την ψυχή και την τοποθετούν στο πεδίο του πνευματικού ευδαιμονισμού. Φτάνοντας σ’ αυτό το επίπεδο, επιτυγχάνεται η ταύτιση του θείου με το ανθρώπινο, η ταύτιση της αθανασίας με τον θάνατο. «Ένα είδος γέλιου ή θάρρους/η ζήση η περιέργεια αχόρταγη/η δυσανασχέτηση μπρος σ’ όποια καταστροφή/που δε θα μ’ άγγιζε εμένα ποτέ/θάνατος ή και γερατειά/ αυτό το γαλάζιο φυλαχτάρι/ καταποντίστηκε μαζί μου/ λίγο μετά τον πόλεμο/όταν αποτραβιόμουνα/ ολοένα και πιο πολύ/όλα γίνανε αλάφιασμα/τοίχος βάραθρο απ’ όπου/ καμιά υποχώρηση δεν έσωνε/ ο εξευτελισμός του φόβου/δεν προσεγγίζει άλλο τίποτε».
Και εδώ βρίσκεται το λεπτό ιδιότυπο σημείο της ποίησης της Μ.Χ. Στο πέρασμα των Συμπληγάδων, όπου η λυπομανία μετατρέπεται σε χαρμολύπη, όπου φωτίζεται το σκοτάδι, η ερωτική απουσία γεμίζει από την ερωτική αυτοπραγμάτωση και το παρελθόν γίνεται έτσι παρόν.
Έτσι λοιπόν το πένθος, λειτουργεί τελετουργικά στην σχέση ερρωμένου – εραστή, βιώνεται συνεχώς, αναπτύσσεται εν τη απουσία του άλλου, μετατρέπεται σε πόνο που όμως είναι απαραίτητος για τη ζωή. Μέσα από το πένθος η Μ.Χ. ζει, αναπνέει, ερωτεύεται ξανά από την αρχή, συγκινεί και συγκινείται, αυτοπραγματώνεται.«Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω/όλους τους ασφόδελους που φύτεψα στα βράχια, όλα μου/τα μεράκια, τα ντέρτια-το τσιφτετέλι και το ζεϊμπέκικο,/το κρεμεζί μου το μαντήλι και τις γαλάζιες μου τις χάντρες./Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,/ όλα μου τα κολύμπια στην Κινέτα, τον έρωτά μου με το φως/και τα βότσαλα, την αναπνοή μου όταν αγαπώ, το φόβο μου/όταν με διώχνουνε, την έξαρσή μου όταν θέλω, τη χαρά μου/όταν ζω.
Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,/όλες τις μέρες του χρόνου-δικές μου είναι, από τη μιαν/αυγή στην άλλη-με πλημμυρίζουνε ανοιξιάτικες ευωδιές/ξεφάντωμα και κορεσμός του ήλιου.»
Η άρνηση του άλλου γίνεται παντοδύναμη ώθηση για την ψυχική διεργασία, την ψυχική διαδρομή η οποία καταλήγει στην συνειδητοποίηση μιας περίεργης ευτυχίας. Ακόμα και ο συγκλονιστικός στίχος «Με εκριζώνεις» λειτουργεί σαν κινητήρια δύναμη στην καλλιέργεια του πάθους. Ο σπαρασσόμενος αποχωρισμός έχει αφήσει πίσω του τον σπόρο που θα βλαστήσει την ίδια ακριβώς στιγμή και θα δώσει τον καρπό ο οποίος και θα θεραπεύσει τον πόνο.
Το νόημα της ποίησης της Μ.Χ. βρίσκεται στην μαγεία της αλήθειας, στην ασυνέχεια του πένθους. Το πένθος διακόπτεται με την θύμηση αλλά την ίδια στιγμή ελλοχεύει για να επαληθεύσει την δημιουργία. Το απειροελάχιστο διάστημα που κρύβεται πίσω από τις λέξεις είναι η αληθινή δημιουργία της ποιήτριας. Η ποίησή της διαβάζεται μέσα από τις παύσεις, τις εναλλαγές πεζού με έμμετρου λόγου, την απόλυτη ασυμβατότητα του χρόνου και του χώρου, την χρησιμοποίηση συμβόλων, την εικόνα που δημιουργεί καθώς χωνεύει τις οσμές που ψηλαφεί με την ακοή, καταπίνει τα χρώματα των τοπίων με το βλέμμα.
Δεν οικτίρεται, δεν κλαίει, μόνο πενθεί για την αυτοχειρία του έρωτα, της εγκατάλειψης για να υποδεχτεί με μεγαλύτερη ζέση την ανάμνηση που την πραγματώνει μέσα της.« Ακούστε πως ανασαλεύει ο έρωτας/τώρα που είναι παραπανήσιος/κι ας αραδιάζω εδώ μονάχα λέξεις/για μένα έχει ακόμα σάρκα/οστά και επιδερμίδα/πως γίνεται της γαρδένιας το πέταλο/όταν μες στα χέρια μας κακοπάθει/έτσι δείχνουν οι πληγές του έρωτα».
Το πένθος δεν εξοστρακίζεται για να σκοτώσει την ποιήτρια. Αντίθετα αφομοιώνεται, σχηματοποιείται μέσα από τις λέξεις και χρησιμεύει σαν πρώτη ύλη στην αναγκαιότητα της συνέχισης της αγάπης. Διαπράττει υπέρβαση, αυτοδυναμώνεται και εκτοξεύει το πάθος, μέσα όμως από μια συνειδητοποιημένη διαδρομή που το τέλος βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο για τον κάθε αποδέκτη της ποίησης της Μ.Χ. Και αυτή η πολυσημία της υποκειμενικής τελείωσης είναι αυτό που συγκινεί και κάνει την ποίηση της τόσο οικεία. Είναι η ποίηση του καθένα, το πένθος του καθένα, ο έρωτας και το πάθος του καθένα, που λειτουργεί όμως οικουμενικά. Γιατί κάθε σημείο του δυνητικού τέλους αντανακλά συγχρόνως και μια βεβαιότητα της προσωπικής αλήθειας.
Λαμπρίνα Μαραγκού
Αραπιά
Ωχ! τη μάνα μου την καψερή, τη μάνα μου παρηγοριά
και βάλσαμο της νύχτας.
Απόψε δε χωράνε οι λύπες μου, ούτε μες στ’ απαλότερο φιλί.
«Θέλω να πάω στην Αραπιά
που μ’ έχουνε συστήσει
σε μια μεγάλη μάγισσα
τα μάγια να μου λύσει.»
Θέλω ν’ ακούσω πάλι τα βλέφαρά μου να γέρνουνε μπρος σ’ ένα όραμα ξανθό.
Θέλω να χορέψω, φούσκωμα και φύσημα τρυφερής κουρτίνας,
μην απελευθερωθεί από το παράθυρο.
Θέλω ν’ ανοίξω ένα πρωί με το φως, σαν το νούφαρο.
Είναι οι καρδιές μου ένας αρμαθός, τις άπλωσα στον ήλιο.
Ναι, άπλωσα στον ήλιο ένα άγριο κυκλάμινο στην άκρη της ρεματιάς,
μια χειραψία φίλων συνοδοιπόρων και συναγωνιστών,
λίγα κρόσσια που πέφτουνε στο μέτωπο ενός Κρητικού,
τα γόνατα μιας κοπέλας όταν βγαίνει στη θάλασσα
τη βραχνή φωνή του έρωτα,
ένα αυλάκι αίμα μιας μάχης για τον ήλιο,
κι ένα ασημένιο κουτάλι λαμπερό, στην άκρη των χειλιών του βρέθηκε ένα χθεσινό μου δάκρυ.
Από τα Δύο Διαφορετικά Ποιήματα (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), περιοδικό «Τετράδιο Πρώτο», Αθήνα, Απρίλης 1945
Πηγή: Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985 (εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1989)
Translatum: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα / Μάτση Χατζηλαζάρου
Μάτση Χατζηλαζάρου
Η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια
Εκδόσεις Τόπος
Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό
Λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και
Aqua Marina .
Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να
Πεθάνω όλους τους θανάτους…
Νομίζω πως θα πρέπει κανείς να συγχαρεί τις Εκδόσεις Τόπος που τόλμησαν σε μια τέτοια μίζερη εποχή να κυκλοφορήσουν αυτό το λεύκωμα –βιογραφία της Μάτσης Χατζηλαζάρου και ανθολόγιο των ποιημάτων της.
Σήμερα, σε αυτή τη μίζερη κατάσταση είναι που περισσότερο από ποτέ έχουμε ανάγκη να διαβάζουμε υπερρεαλιστικούς στίχους και να ονειρευόμαστε ένα μικρό παιδάκι που θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina.
Σημαντική ποιήτρια η Μάτση Ανδρέου – Χατζηλαζάρου και παράλληλα μια γυναίκα που διέσχισε τον 20ο αιώνα αναζητώντας μια προσωπική ταυτότητα, αδιαφορώντας για συμβάσεις, αναζητώντας την επαφή με τους μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής της, συμπλέοντας με ομάδες, ακολουθώντας μοναχικές πορείες και εν τέλει καταφέρνοντας να γεννήσει όλα τα μωρά της πλάσης, να πεθάνει όλους τους θανάτους…
Τα κείμενα της έκδοσης έχουν μια ‘ζωντανή’ δομή. Ακολουθούν τα βήματα της βιογραφούμενης με συντομία και επιλέγοντας καίριους σταθμούς της ζωής της.
Παράλληλα μεγάλο μέρος του έργου της εντάσσεται μέσα στη ροή της αφήγησης, όπως βέβαια και ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Ένα βιβλίο που φέρνει στο προσκήνιο μια εποχή όπου οι δημιουργοί δημιουργούσαν και οι άνθρωποι ονειρευόντουσαν.
Όχι και τόσο μακρινή, αλλά που κάποιοι τολμούσαν να γράψουν:
τα ποιήματα που αγαπώ, θέλω να τα ζήσω μαζί σου.
Μάτση Χατζηλαζάρου: "Πατρίδα της είναι η ποίηση..."
Κρημνιώτη Π.
"Γεννήθηκε δεν ξέρω πού. Έζησε, όπως κι εγώ, στην Κατοχή. Κι έφυγε από την Ελλάδα λίγο μετά το τέλος του πολέμου. Χάθηκε μες στην κατεστραμμένη Ευρώπη –τότες που η Ελλάδα ήταν Ελλάδα και η Ευρώπη, Ευρώπη. Χάθηκε... που λέει ο λόγος. Γιατί τα αληθινά κορίτσια, δεν χάνονται ποτέ. Δεν τ’ αρπάζει ο καιρός. Ξανάρχονται με τη μορφή βιβλίων, προσευχών και τραγουδιών..." έγραφε τόσο τρυφερά ο Μάνος Χατζιδάκις.
"Εγώ για ένα λόγο μόνο θα 'θελα να μην πεθάνω: από περιέργεια. Δεν μπορώ να σας πω τι τρομερή περιέργεια έχω για το τι θα 'ναι το 2020. Πώς θα 'ναι; Τα κομπιούτερ; Όλα αυτά... Μου φαίνεται περίεργο να φαντάζομαι πώς θα 'ναι τα μεταφορικά μέσα, ο computerised κόσμος..." έλεγε ένα μόλις χρόνο πριν τον θάνατό της
Εκείνο το κορίτσι "η μεγαλύτερη Ελληνίδα ποιήτρια" κατά τον Ανδρέα Εμπειρίκο, "η πολυτιμότερη ερωτική ποιήτρια που διαθέτει η γλώσσα μας" για τον Γ. Π. Σαββίδη, "χάθηκε... που λέει ο λόγος" την Τρίτη 16 Ιουλίου 1987. "Εγώ για ένα λόγο μόνο θα 'θελα να μην πεθάνω: από περιέργεια. Δεν μπορώ να σας πω τι τρομερή περιέργεια έχω για το τι θα 'ναι το 2020. Πώς θα 'ναι; Τα κομπιούτερ; Όλα αυτά... Μου φαίνεται περίεργο να φαντάζομαι πώς θα 'ναι τα μεταφορικά μέσα, ο computerised κόσμος..." έλεγε ένα μόλις χρόνο πριν τον θάνατό της.
Αν ζούσε σήμερα η Μάτση Χατζηλαζάρου, θα βίωνε αυτόν τον computerised κόσμο. Ίσως, έκπληκτη κι η ίδια, θα διαπίστωνε ότι αυτό που της στέρησε τόσα χρόνια η φιλολογική κοινότητα της το χαρίζει απλόχερα σήμερα, 25 χρόνια μετά τον θάνατό της, ο computerised κόσμος που δεν πρόφτασε να γνωρίσει. Ενα κλικ στο όνομά της αρκεί για να διαπιστώσουμε πως τα ποιήματά της κάνουν τον γύρο σε διάφορες ιστοσελίδες και blogs, μαζί με έγκυρες αναφορές στο έργο και τον βίο της, φωτογραφίες από διάφορες περιόδους της ζωής της και πορτρέτα της από ονομαστούς εικαστικούς. Ένα κλικ στο όνομά της διαδικτυακά αρκεί να μας καταστήσει κοινωνούς της πρόσληψης του έργου της από μια νέα κοινότητα αναγνωστών.
Τι κι αν επιμένουν πολλές ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας να την παρουσιάζουν ως την πρώτη σύζυγο του Ανδρέα Εμπειρίκου κι όχι ως την πρώτη υπερρεαλίστρια ποιήτρια, η Μαρία-Λουκία όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, παραμένει "η πρώτη Ελληνίδα ποιήτρια που συνέθεσε ποιήματα ακολουθώντας το νεωτερικό ποιητικό κλίμα που εισήγαγε στη χώρα μας η Γενιά του Τριάντα" όπως επισημαίνει ο Χρήστος Δανιήλ συγγραφέας του τόμου "... Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina: Μάτση Χατζηλαζάρου, η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια" (εκδ. Τόπος). Γύρω απ' αυτό άλλωστε το βιβλίο θα περιστραφεί η αυριανή μουσικοποιητική βραδιά (8.30 μ.μ.) στο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη (Βασιλίσσης Σοφίας 9 & Μέρλιν 1), που οργανώνεται για τα 25 χρόνια από το θάνατο της, στην οποία συμμετέχουν οι Χριστίνα Αλεξάνδρου (τραγούδι), Difonon duo: Παναγιώτης Δράκος-φλάουτο, Γιώργος Μαστρογιαννόπουλος - κιθάρα, Ζαχαρίας Τσίχλας - πιάνο, Αργύρης Γαρουφαλής - μπάσο. Ποιήματα της Μάτσης Χατζηλαζάρου και αποσπάσματα από το βιβλίο "Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina..." διαβάζουν οι: Κατερίνα Λέχου και Γιάννης Λιγνάδης (είσοδος ελεύθερη).
Το όνομά της συγκαταλέγεται ανάμεσα σε πολλές πρωτιές. "Κάνοντας πράξη την ελευθερία έκφρασης που ευαγγελίζεται ο υπερρεαλισμός και υιοθετώντας τη συνειρμική γραφή, καταθέτει τον δικό της έντονα προσωπικό, ιδιότυπο ποιητικό λόγο" σημειώνει ο Χρήστος Δανιήλ. Η ίδια χαρακτηρίζει "μεταϋπερρεαλιστικό" τον ποιητικό της λόγο, στον οποίο ο έρωτας, η αγάπη, η αφοσίωση, το πένθος του έρωτα αποτυπώνονται με πολλαπλές φωτοσκιάσεις. Ο Νάνος Βαλαωρίτης την τοποθετεί στα "περιθώρια του υπερρεαλισμού αλλά και του ανανεωτικού λυρισμού της περιόδου 1944-1985 όπως εμφανίζεται στο συνολικό της έργο", ενώ ο Χρήστος Δανιήλ αποτιμά την ποίησή της ως "μια λυρική, εν τέλει, ποίηση που, απευθυνόμενη με τρόπο ολοκληρωτικό και απόλυτο σε δεύτερο πρόσωπο, σ’ αυτό με το οποίο πραγματώνεται ο έρωτας, απευθύνεται με τρόπο καθολικό στον καθένα μας. Μια ποίηση καθολική των αισθήσεων που απαιτεί την ενεργή συμμετοχή των αναγνωστών της, κινητοποιεί και τις δικές τους αισθήσεις και ανακαλεί ανάλογες μνήμες". Ο Γιάννης Δάλλας είναι σαφής: "πατρίδα της Μάτσης Χατζηλαζάρου είναι η ποίηση. Εκεί κτίζει το σπίτι της, εκεί το κατοικεί [...]. Εκεί αποκτούν το ωράισμα και το αγλάισμα που αν ίσως η ζωή το στερεί, η αληθινή ποίηση το δίνει, αλλά πάντα υπό όρους και πάντα με ακριβό τίμημα".
Η ζωή της Μάτσης Χατζηλαζάρου υπήρξε θυελώδης. Κόρη πλουσιοτάτης οικογένειας της Θεσσαλονίκης, πρώτη σύζυγος του Ανδρέα Εμπειρίκου, έφυγε κι αυτή από την Ελλάδα με το περίφημο Ματαρόα για το Παρίσι, σύζυγος πλέον του ποιητή Ανδρέα Καμπά. Στην πόλη του φωτός συνδέεται ερωτικά με τον ανιψιό του Πάμπλο Πικάσο, ζωγράφο επίσης, Χαβιέρ Βιλατό αλλά και με τον φιλόσοφο Κορνήλιο Καστοριάδη. Ωστόσο, η Μάτση παρέμεινε πάντα αυτόφωτη, με ξεχωριστή ποιητική και πνευματική διαδρομή τέτοια που την κατέστησε ισότιμη συνομιλήτρια με τη γαλλική και ελληνική διανόηση. Και τη φέρνει στις μέρες μας έτσι όπως συνήθιζε να την αποκαλεί ο Μάνος Χατζιδάκις, ως τη "Μάτση των ονείρων...".
Η Μαρία (Μάτση) Λουκία Χατζηλαζάρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1914. Παππούς της ήταν ο Περικλής Χατζηλαζάρου, πρόξενος της Αμερικής που έλαβε ενεργό μέρος στα γεγονότα του Μαΐου 1876 στη Θεσσαλονίκη υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα της Ελληνοχριστιανικής Κοινότητας απέναντι στη βαρβαρότητα του τουρκικού όχλου της πόλης. Η Μάτση, αφού γνώρισε την οικονομική καταστροφή και τις συνέπειές της, και αφού για κάποια διαστήματα, έζησε στη νότια Γαλλία και στην Ιταλία, επανέρχεται στην αγαπημένη της Θεσσαλονίκη. Το 1934 χάνει και τους δύο γονείς της μέσα σε 6 μήνες. Δοκιμάζεται ψυχικά με τρεις αποτυχημένους γάμους εκ των οποίων ο τρίτος το 1939 με τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο. Στην ποίηση εμφανίζεται το 1944 με το ψευδώνυμο «Μάτση Ανδρέου». Κατά την περίοδο 1948-1957 και ενώ βρίσκεται με υποτροφία στο Παρίσι, δημοσιεύει ποιήματά της και στα Γαλλικά και συζεί για δύο χρόνια με τον φιλόσοφο Κορνήλιο Καστοριάδη. Το 1958 επέστρεψε στην Ελλάδα και πέθανε στις 16 Ιουνίου 1987.
Πηγή για το βιογραφικό: εφημερίδα Μακεδονία
Ποιητικές συλλογές:
«Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης» (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1944 (με μια ξυλογραφία του Διαμαντή Διαμαντόπουλου)
«Δύο Διαφορετικά Ποιήματα» (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), περιοδικό «Τετράδιο Πρώτο», Αθήνα, Απρίλης 1945
«Cinq Fois», εκδ. GLM, Παρίσι, 1949 (με έξι χαλκογραφίες του Javier Vilató)
«Chants Populaires des Grecs» (ελληνικά λαϊκά τραγούδια μεταφρασμένα στα Γαλλικά), εκδ. GLM, Παρίσι, 1951
«Κρυφοχώρι», εκδ. Τετράδιο, Αθήνα, 1951 (με τέσσερις χαλκογραφίες του Javier Vilató)
«La Frange de Mots (Τα λόγια έχουν κρόσσια)», εκδ. GLM, Παρίσι, 1954
«Έρως Μελαχρινός», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1979 (με μια χαλκογραφία του Javier Vilató)
«7 Χ3. Εφτά γραπτά στα ελληνικά - sept textes en français - seven writings in English», τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1984
«Το δίχως άλλο. Αντίστροφη αφιέρωση - dédicace à rebours», τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1985
«Μάτση Χατζηλαζάρου: Ποιήματα, 1944-1985», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1989
Μεταφράσεις:
«Αποσπάσματα από τον Πίνδαρο» (Ισθμιόνικος Α', Νεμεόνικος ΣΤ') [μεταφρασμένα στα Γαλλικά], περιοδικό «Mercure de France», Ιανουάριος-Απρίλιος 1956
«Εύκολο» (ποιήματα Paul Eluard, φωτογραφίες Man Ray), τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1987
Ποιήματα δημοσιευμένα στο Translatum:
[Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω...] - Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (1944)
[Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;] - Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (1944)
[Μην είναι γητειά; μην είναι όνειρο; μην είναι θαύμα;] - Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (1944)
[Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή...] - Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (1944)
[Σκέπτουμαι μια ζωή που θα 'τανε βαριά σα σήμερα...] - Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (1944)
Αραπιά - Δύο Διαφορετικά Ποιήματα (1945)
Χαμόγελα - Δύο Διαφορετικά Ποιήματα (1945)
Άσμα - Κρυφοχώρι (1951)
Πρωί - Κρυφοχώρι (1951)
αφιέρωση - La Frange de Mots (Τα λόγια έχουν κρόσσια) (1954)
Σφήκες - La Frange de Mots (Τα λόγια έχουν κρόσσια) (1954)
http://www.translatum.gr/forum/index.php?PHPSESSID=d4eaf98f94f74de664beb92b00a66bcd&topic=36865.0#ixzz1qrQxvGux
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου