Αρνείται το Βραβείο Λογοτεχνίας και τα χρήματα ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος
«Ούτε θα εμφανιστώ ούτε θα απλώσω το χέρι για να το πάρω. Δεν θέλω ούτε τα βραβεία ούτε τα λεφτά τους». Κατ' αυτόν τον τρόπο σχολίασε στο ΑΠΕ- ΜΠΕ τη διάκρισή του με το μεγάλο βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού, για το σύνολο του έργου του, ο 81χρονος ποιητής της Θεσσαλονίκης Ντίνος Χριστιανόπουλος, παραπέμποντας σε παλιότερο κείμενό του (1979) με τον εμβληματικό τίτλο Εναντίον.
«Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ' όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο υπείροχον έμμεναι άλλων, που μας άφησαν οι αρχαίοι. Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου …» αναφέρει, μεταξύ άλλων, σ' εκείνο το κείμενό του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
http://www.newpost.gr
Ντῖνος Χριστιανόπουλος - "Εναντίον"
Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ΄ όπου και αν προέρχεται....
Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου - και κάποτε πρέπει να απαλλαγούμε από την συγκατάβαση των μεγάλων. Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά - και κάποτε πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από την ζωή μας...
Είμαι εναντίον των χρηματικών επιχορηγήσεων, σιχαίνομαι τους φτωχοπρόδρομους που απλώνουν το χέρι τους για παραδάκι. Οι χορηγίες μεγαλώνουν την μανία μας για διακρίσεις και την δίψα μας για λεφτά΄ ξεπουλάνε την ατομική ανεξαρτησία μας.
Είμαι εναντίον των σχέσεων με το κράτος και βρίσκομαι σε διαρκή αντιδικία μαζί του. Πότε μου δεν πάτησα σε υπουργείο, και το καυχιέμαι. Η μόνη μου εξάρτηση απο το κράτος είναι η εφορεία, που με γδέρνει.
Είμαι εναντίον των εφημερίδων. Χαντακώνουν αξίες, ανεβάζουν μηδαμινότητες, προβάλλουν ημετέρους, αποσιωπούν τους απροσκύνητους΄ όλα τα μαγειρεύουν, όπως αυτές θέλουν. Δεξιές, αριστερές, κεντρώες - όλες το ίδιο σκατό....
Είμαι εναντίον κάθε ιδεολογίας, σε οποιαδήποτε απόχρωση και αν μας την πασέρνουν. Όσο πιο γοητευτικές και προοδευτικές είναι οι ιδέες, τόσο πιο τιποτένια ανθρωπάκια μπορεί να κρύβονται από πίσω τους. Όσο πιο όμορφα τα λόγια τους, τόσο πιο ύποπτα τα έργα τους. Όσο πιο υψηλοί οι στόχοι, τόσο πιο άνοστοι οι στίχοι.
Είμαι, προπάντων, εναντίον κάθε ατομικής φιλοδοξίας, που καθημερινά μας οδηγεί σε μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς. Αν σήμερα κυριαρχούν παραγοντίσκοι και τσανάκια, δεν φταίει μόνο το κωλοχανείο΄ φταίνε και οι δικές μας παραχωρήσεις και αδυναμίες. Αν πιάστηκε η μέση του οδοκαθαριστή, φταίμε και εμείς που πετούμε το τσιγάρο μας στο δρόμο. Κι αν η λογοτεχνία μας κατάντησε σκάρτη, μήπως δεν φταίει και η δική μας σκαρταδούρα.
κείμενο του 1977
στο περιοδικό ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ,
αρ. 1, Ιανουάριος - Απρίλιος 1979
Ντίνος Χριστιανόπουλος- Συνέντευξη
«Κατά καιρούς, έχω θυσιάσει τον χρόνο μου για διάφορους δημοσιογραφίσκους, αγενείς και ημιμαθείς. Αναγκάζομαι να τους υποστώ, να ακούσω τις εξυπνάδες τους. Φρικτό βασανιστήριο! Αφού είσαι σίγουρη, ορίστε, έλα, να δούμε τί θα γίνει και με σένα. Σκεπαστού 17, στις Σαράντα Εκκλησιές, Πέμπτη, 6 το απόγευμα. Σε προειδοποιώ: θ’ αναγκαστείς να υποστείς το γλυκό μου…Μη φέρεις τίποτα. Αλλαξοκωλιές θα κάνουμε;». Δύο μέρες, αργότερα, είδα την Θεσσαλονίκη και την ιστορία της μέσα από τα μάτια του μεγαλύτερου, εν ζωή, ποιητή της.
Χτύπησα το κουδούνι της παλιάς πολυκατοικίας: Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ο Νικόλαος και αργότερα Κωνσταντίνος («είναι πολύ σπάνιο να βρεις κάποιον βαπτισμένο δύο φορές, όπως είμαι εγώ») άνοιξε την πόρτα. Ψηλός, καλοστεκούμενος, λες και τα 77 του χρόνια τα δαμάζει όπως τις λέξεις. Ακολούθησα το κίτρινο φως, ως το τέρμα του διαδρόμου, με προέτρεψε να περάσω στο μικρό δωμάτιο με τις δύο μεγάλες βιβλιοθήκες. Σχεδόν ακούμπησα το ξύλινο πάτωμα όταν κάθισα στην παλιά κόκκινη πολυθρόνα. Μπροστά μου ήδη, σερβιρισμένο, το κέρασμα: γλυκό βύσσινο και λεμονάδα που μου φάνηκε ζεστή όσο ποτέ, αλλά την ήπια σχεδόν μονορούφι.
«Η μαμά μου, μού είπε, όταν έρχεται ένας ξένος κάτι να τον κερνάς. Προφανώς, το ίδιο σας έχει πει και εσάς, να μην πατε σε ξένο σπίτι με άδεια χέρια. Κακώς» είπε κοιτάζοντας το μπονζάι που του προσέφερα.
«Με εξαναγκάζετε δηλαδή να δεχτώ ένα δώρο χωρίς να ξέρετε αν έχω την όρεξή του. Και γιατί κινέζικο; Σας έφαγε η μόδα;».
Μου έρχεται ένας στίχος του
«Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν πιο πολύ…»
Προσπαθώ να βγω από τη δύσκολη θέση, λέγοντας ότι πρόκειται για ένα φυτό που ζει αιώνες και δεν θέλει συχνά πότισμα.
«Δηλαδή θέλετε να μου πείτε ότι αν πεθάνω, θα πρέπει να το φορτωθεί η γειτόνισσά μου και μετά η κόρη της κ.ο.κ.».
Βάζω τα γέλια. Κι εκείνος αναστενάζει βγάζοντας ένα ξερό «έστω…».
Κάθεται στο γραφείο του, κάτω από δύο εικόνες τοποθετημένες σε πανομοιότυπο κάδρο: «Καβάφη με Τσιτσάνη δεν θα δεις πουθενά. Είναι “ατραξιόν του Χριστιανόπουλου”». Ξανασηκώνεται για να βάλει τάξη, στις τέσσερις γάτες του, που μαλλιοτραβιούνται στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί, μεταξύ ενικού και πληθυντικού, έδωσα τη δική μου συνέντευξη.
-Και τώρα λοιπόν, τι θα ρθεις να αποκομίσεις από τη Θεσσαλονίκη;
-Ό,τι προλάβω.
-Δηλαδή τι σχέδιο έχετε καταστρώσει; Θα πατε στον υφυπουργό, τον υπουργό; Γιατί κι αυτοί έχουν γνώμη.
-Θα προτιμούσα να μην πάω.
- Ο Υπουργός Μακεδονίας Θράκης, ήταν φαίνεται βουλευτής στη Δράμα κι ο πρωθυπουργός του είπε, “δεν παίρνεις κι αυτό το Υπουργείο, να ξεμπερδέψω και με σένα;” Μαθαίνω ότι κάνει καλά τη δουλειά του. Αλλά τι με νοιάζει; Σε έναν ανασχηματισμό θα έρθει άλλος. Εμείς είμαστε σαν μπουρδέλο εδώ. Περνάνε οι διάφοροι γαμιάδες, με το αζημίωτο βέβαια… Και τί ακριβώς θα με ρωτήσετε; Έχετε ερωτηματολόγιο;
-Όχι, δεν έχω.
-Δηλαδή θα με ρωτήσετε τί είναι Θεός;
-Όχι, ούτε τί είναι Θεός, ούτε τί είναι ποίημα.
-Έχεις τόση σοφία που να μη ρωτήσεις τί είναι ποίημα; Γιατί θα άκουγες τα εξ αμάξης. Και τί θα ρωτήσεις;
-Τί σημαίνει για σας αυτή τη γειτονιά;
Σωπαίνει και με λοξοκοιτάζει.
-Στην περίπτωσή μου, το πράγμα είναι λίγο μπερδεμένο και ταυτόχρονα πολύ ενδιαφέρον.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα. Θα μπορούσε να παίζει ο ίδιος την ιστορία της ζωής του, από μια σκηνή θεάτρου. «Έκλεισα 8 χρόνια σ’ αυτό το σπίτι. Είναι λίγα. Μια περιοχή για να τη γνωρίσεις πρέπει να τη ζήσεις πολύν καιρό.. Στο σπίτι αυτό, το οποίο είναι μια άχαρη πολυκατοικία, είχα τη χαρά να γεννηθώ. Εδώ, σε αυτό δωμάτιο. Ήταν μια μικρή μονοκατοικία, ενός θείου μου, η μάνα μου πήγε να τον επισκεφθεί και εκεί απάνω την πιάσαν οι πόνοι. Γεννήθηκα λοιπόν εδώ…» Η φωνή του καθαρή, και αργή λες και ανακαλύπτει τις λέξεις εκ νέου, κάθε φορά που τις προφέρει. «Λίγο αργότερα, βαφτίστηκα, πιο κάτω σε μια συμπαθέστατη εκκλησούλα, προσφυγική. Τώρα που οι νεοέλληνες πήραν ψηλά τον αμανέ, κράτησαν μεν αυτό το εκκλησάκι αλλά χτίσαν ένα κολλοσό, μια εκκλησία, καινούργια, τεραστία, πανύψηλη- ένα φρικτό κατασκεύασμα. Κατεβαίνοντας την οδό Βυζηινού, κοίταξε πίσω θα τη δεις.»
Το παλιό τηλέφωνο επάνω στο γραφείο, τον διακόπτει. «Άς το να χτυπάει και να κλείσει. Έκλεισε; Στάσου να το κρύψω». Ανοίγει το συρτάρι του γραφείου και βάζει μέσα το ακουστικό. Έπειτα συνεχίζει. «Σε ηλικία μισού χρόνου νοικιάσαμε ένα σπίτι στην Αγίου Δημητρίου. Αφού γύρισα πολλές γειτονιές και σπίτια- το λιγότερο 10- αξιώθηκα να βρω ένα σπίτι στην Άνω Πόλη. Στο περίφημο Τσινάρι -λαϊκή γειτονιά που τώρα έχει πολλές ταβέρνες και οι διάφοροι φοιτητές μαζί με τις φιλενάδες τους, πάνε και τα κουτσοπίνουνε, όλη νύχτα. Το Τσινάρι παλαιότερα ήταν κέντρο πουτανιάς. Έμεινα σ΄ ένα καταπληκτικό σπίτι, χτισμένο το 1890. Το ζήλευαν και το εποφθαλμιούσαν, ήταν κράχτης για να έρχονται και να με φωτογραφίζουν. Είχε ωραίο κήπο με αρχαιότητες. Ήρθε και μια φωτογράφος, διεθνούς φήμης, από το Μόναχο, που φωτογράφιζε μόνο ποιητές. Μα γιατί εμένα; Έχουμε κι άλλους. Η Ελλάδα βράζει από ποιητές, της είπα. Εσείς πόσους έχετε στη Γερμανία; Tη ρώτησα. “Έχουμε πολλούς”, λέω πόσους, “καμιά οχτακοσαριά”. Εμείς ξέρετε πόσους έχουμε; 5000! Και μάλιστα σε λογοτεχνικά σωματεία, μέλη- εγώ δεν είμαι πουθενά. Καλά εσείς τόσο μεγάλο κράτος και έχετε 800 εμείς μια κουτσουλιά και έχουμε 5000. “Ώστε έτσι” μου λέει, οι Έλληνες φλυαρούν και μέσω της ποιήσεως;”
-Φλυαρούν;
-Ακριβώς. Μόνο φλυαρίες βλέπω. Οι 5000 είναι πολλοί. Αν γίνουν 500, μου φαίνονται βρε παιδί μου ακόμη πολλοί. Μου επιτρέπετε να βγάλω ένα μηδενικό; Ε, 50 είναι λογικό. Αλλά μεταξύ μας, μήπως μου επιτρέπετε να βγάλω ακόμα ένα μηδενικό. Τώρα συνεννοούμαστε. Πέντε ποιητές, εν ζωή, έχουμε. Δεν το παραξηλώνω. Θα μπορούσα να διαλέξω τους μισούς.
Τον ρωτάω για το αυτοβιογραφικό του βιβλίο «όχι ακριβώς αυτοβιογραφία, όλα τα κομμάτια του συνθέτουν ένα αυτοβιογραφικό σύνολο» με τίτλο «Θεσσαλονίκη, ου μ’ εθέσπισεν». Την συζήτηση μονοπωλεί αυτό το «ου» το οποίο «άμα το γράψεις στο μονοτονικό δεν καταλαβαίνεις με τί τρώγεται. Με ξύδι, με λάδι. Θέλει την δασεία του, την περισπωμένη του, έναντι μιας φρικτής οξείας.»
Ύστερα αρχίζει το ταξίδι. Από την Άνω Πόλη που «ήταν ένας βράχος. Βράχος. Ένας τεράστιος βράχος, δηλαδή λόφος με βράχο. Κάποιος πλούσιος γιατρός, θείος του λογοτέχνη Πεντζίκη, το αγόρασε όλο». Η κουβέντα γυρίζει στους Θρακιώτες και τους Μικρασιάτες που ήρθαν πρόσφυγες το 1924. «Το κράτος απόζημίωσε τον γιατρό, τους πήρε το λόφο και τον μοίρασε. Τους πρόσφερε έναν κατάξερο βράχο κι ο μόχθος των Θρακιωτών, το έκανε κουκλάκι. Διακόσιες οικογένειες χτίσαν μικρά σπιτάκια ανάμεσα στο οποίο και αυτό.». Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι Θρακιώτης, από τη μάνα του. Από τον πατέρα του, Μικρασιάτης. «Έτσι λοιπόν τα έχω όλα. Τον πιο φίνο ελληνισμό, στο τσεπάκι μου.». Από πάνω μας το Σέιχ Σου. Πριν κάνει την εγχείρηση καρδιάς, συνήθιζε να πηγαίνει συχνά και να περπατάει. Τώρα «έχω χάσει πολλά από τα παλιά μου, αλλά όπως βλέπεις αντέχω ακόμα. Πρέπει να κρατώ ισορροπίες ιατρικές. Λόγου χάρη, δεν πρέπει να βγαίνω μετά τις εννιά το βράδυ. Αν βγω, γυρνώ νωρίς. Έχουμε μια συγκοινωνία, μ΄ αυτή κάνω τις βολτίτσες μου. Δεν πολυκουνιέμαι, ε δεν βαριέσαι. Αρκετά κουνήθηκα και με το παραπάνω. Κουνήθηκα, βέβαια…»
«Οι 40 εκκλησιές έχουν πολλά ενδιαφέροντα. Δύο κομμάτια, τα διασχίζει ένας δρόμος, η οδός Βιζυηνού. Αυτός ο συνοικισμός έχει το πάνω μέρος που γειτονεύει με το Σέιχ Σου. Το κάτω μέρος που είναι χτισμένο επάνω στα παλιά, εβραϊκά μνήματα. Μνήματα, χιλιόμετρα. Αυτό μ΄ ενοχλεί. Δεν θα θελα με τίποτα να κατοικώ κοντά στο Πανεπιστήμιο.»
-Οι Εβραίοι πλειοψηφούσαν τότε;
-Η πόλη ήταν οβρέικια. Ας μην το ξεχνούμε. Αλλά κι η Αθήνα –κάτσε καλά- ήταν αρβανίτικια. Απάνω σε ξένους λαούς, χτίστηκε αυτό που λέμε ελληνισμός. Ο ελληνισμός, ενώ είμαστε άθλιοι έχει κάτι μυστηριακό. Ενώ δεν είναι σπουδαίοι, κάνουν σπουδαία έργα. Όπου πάνε προκόβουν. Ας πούμε, η αρχαία Ελλάδα τί είναι; Διαρκής έξοδος στα πιο απίθανα μέρη. Ή η Παλμύρα. Αυτό είναι το μυστήριο του ελληνισμού. Έχει ένα τσαγανό πνευματικότητος και πνευματικής δημιουργίας. Όλα τ’ άλλα είναι σκατά. Διότι οι Έλληνες έναντι αυτού του σπουδαίου αγαθού, έχουν και ένα θλιβερό: τη διχόνοια.»
Εκείνη τη στιγμή ακούω με άλλα λόγια το ποίημά του «Κατατρέχουν τη γραφικότητα»: «Η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη κάστρα και εκκλησίες. Παρόλο που τα κατέστρεψαν, τα ρήμαξαν, χτίσαν πολυκατοικίες, κολλητές στις εκκλησίες, έχει μια ποιότητα- δεν τη βρίσκεις αλλού. Από την άποψη αυτή, είναι θησαυρός. ‘Έχει εκκλησίες που δεν θα βρεις πουθενά. Κι η Καπνικαρέα καλή, μα λίγο στριμωγμένη. Η Θεσσαλονίκη έχει άλλη χάρη. Έγινε αχούρι, μα κάτι κρατάει. Μην τα συζητώ και ματώνει η καρδιά μου. Δεν είναι τυχαία πόλη κι ούτε θα είναι, ακόμα και αν την καταστρέψουν εντελώς. Πιστεύω στον ελληνισμό. Μην κοιτάς αυτούς τους γελοίους που μιλούν για εθνικισμό. Αν τολμούν, ας πουν κάτι ουσιαστικότερο. Δεν τολμούν. Κι εμείς γιατί να τα λέμε; Για να καλλιεργούμε διχόνοιες;» Το βλέμμα μου πέφτει στους τοίχους. Τσαρούχης, Καβάφης. Και Τσιτσάνης.
-Η ρεμπετικη Θεσσαλονίκη πώς ήταν;
-Γιατί γαργαλιέσαι με τέτοια θέματα;
-Βλέπω τον Τσιτσάνη από πάνω σας, γιαυτό.
- Ετοιμάζω ένα βιβλίο 500 σελίδων για τον Τσιτσάνη. Δεν σημαίνει ότι τον εξιδανικεύω. Ήταν κι αυτός μουτράκι…Πολλοί νομίζουν ότι ο ρεμπέτης είναι τόσο μεγάλο ιδανικό, ώστε αν αξιωθείς να πάρεις άντρα ρεμπέτη θα είναι ο σπουδαιότερος. Κι αν πάρεις ρεμπέτισσα -χαρχάλα και κουφάλα- θα ΄ναι η σπουδαιότερη. Στυλιζαρίσματα και τυποποιήσεις…Μακριά από μας. Έχω ενθουσιαστεί με μερικούς ρεμπέτες και έχω «τραβήξει γιακά» με άλλους. Μην εξιδανικεύεις. Δεν πρόκειται να κάνω τον ηθικολόγο ούτε ήρθες για μαθήματα ηθικής. Ένα πράγμα να θυμάσαι από μένα. Κινδυνεύεις, όταν ομαδοποιείς ανθρώπους. Ανεξαρτήτως από τους ρεμπέτες, όταν ομαδοποιούμε καταστάσεις για λόγους ηθικής, πέφτουμε έξω. Ένας εισαγγελέας με είχε παρακαλέσει επειδή τραγουδάμε ρεμπέτικα, να πάμε στις φυλακές της Τίρυνθας. Ο φίλος μου, μού λέει, «εγώ να πω ναι σε εισαγγελέα; Αυτοί είναι καθάρματα». Τί έτσι τους ξεγράφουμε; Οι παλιάνθρωποι, τα οργανέτα της εξουσίας; Ε, όχι.
-Τα λαδάδικα πόσο έχουν αλλάξει;
-Γιατί σε ενδιαφέρουν οι τόποι που γαμιούνταν οι άνθρωποι αβέρτα;
-Μόνο αυτό ήταν τα λαδάδικα;
-Αυτό ήταν.
-Πηγαίνατε εκεί;
- Πήγαινα να ψουνίσω έρωτα. Δεν έβρισκα. Απογοητεύτηκα. Κι εκεί που είπα να φύγω, βρίσκω έναν καταπληκτικό έρωτα. Πολύ πιο τέλειο από ότι τον φανταζόμουνα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν το περίμενα. Και λέω ας το γράψω ποίημα. Κάποιοι θα το αρέσουν. Αυτά πρέπει να λέγονται. Ευτυχώς πρόλαβα και τα είπα. Δεν μπορούσες να περάσεις από εκείνη τη γειτονιά, ήταν, το λιγότερο, προστυχιά. Η Θεσσαλονίκη έχει πολλές μουρντάρικες περιοχές. Οδός Αιγύπτου, στην προτελευταία της φάση, σημαίνει μπορντέλα. Πολλά. Το ένα δίπλα στ΄ άλλο. Η ευρύτερη περιοχή «λαδάδικα» ήταν εκεί που τώρα ξεφύτρωσαν εστιατόρια μέχρι το λιμάνι. Ο άξονας λιμάνι- σημερινά λαδάδικα, ήταν μια ενιαία περιοχή. Κάθονταν Έλληνες από την Αίγυπτο. Μαζί μ΄ αυτούς ήρθαν και κάποιοι Αιγύπτιοι. Αυτά είναι προ Χριστού, να φανταστείς. Μαζί τους ήρθαν και Εβραίοι. Η πρώτη ομαδική εγκατάσταση Εβραίων στη Θεσσαλονίκη έγινε το 150 πΧ. Τώρα τα μπορντέλα εξαφανίστηκαν και δεν έμεινε ούτε ρουθούνι. Ξεφύτρωσαν αυτές οι κουλτουριάρικες ταβέρνες που σε γδέρνουν, πασάροντάς σου μετριότατες τροφές. Έχει τη φήμη ότι εκεί μαζεύεται η κουλτούρα. Ε, ας φάνε κουλτούρα λοιπόν να ησυχάσουμε.»
Από την Εγνατία πάμε στο Βαρδάρι και εκατέρωθεν «στα παραβαρδάρια που λέω εγώ. Έχει κι αυτό να διδάξει πολλά από το ερωτικό background της Θεσσαλονίκης. Στον Α’ Παγκόσμιο, είχαν έρθει Άγγλοι και Γάλλοι, 650.000 στρατός. Έπρεπε να βολευτούν με ιερόδουλες. Μαζεύτηκαν από όλα τα μέρη της Ελλάδος και πάλι δεν έφταναν. Δεν μπορούσες να περάσεις από το Βαρδάρη. Το ένα μπορντελάκι δίπλα στ’ άλλο.». Πάμε στο Επταπύργιο: «Μέχρι το 1989 υπήρχαν οι φυλακές βαρυποινιτών. Πήγαινες να δεις το κάστρο και .υποχρεωνόσουν να ζήσεις τη φοβερή ατμόσφαιρα. Όποιοι κρατούμενοι έκαναν παραπτώματα έπρεπε να κάτσουν σε μια μικρή λακούβα που χωρούσε ίσα ίσα μια κότα. Είχαν κατεβάσει ένα παραπέτασμα που ακουμπούσε στο πρόσωπο. Έβγαινε ο άνθρωπος πεθαμένος. Φρίκη. Μαρτύρια φρικτά…Τώρα οι συνθήκες στις φυλακές Διαβατών είναι καλές. Πήγαμε και τραγουδήσαμε. Έτσι είναι η Θεσσαλονίκη, πας να γοητευτείς από τα αρχαία κάστρα και έρχεσαι αντιμέτωπος με τον ανθρώπινο πόνο…Το ίδιο κάστρο, από τη μια είναι μπορντέλα, από την άλλη εκκλησία. Η Θεσσαλονίκη προσφέρει απίθανα και πιθανά. Τέλος πάντων. Το βράδυ θα βγείτε; Θα διασκεδάσετε στην παραλία;
-Σας αρέσει όπως είναι η παραλία σήμερα;
- Οι δήμαρχοι κάθε λίγο και λιγάκι βρίσκουν ιδέες και κάνουν ωραίες παλούκες. Η παραλία, φίσκα. Παντού το ίδιο πράγμα. Η πιτσιρίκα έρχεται, λέει “τί θα πάρετε”, κι ο τσόγλανος που παρασταίνει το μαχαραγιά, λέει “μια γκαζόζα”. Αισθάνεσαι ότι αυτή είναι η ευτυχία της ζωής. Τρίχες. Αλλά μήπως είπα πολλά; Να σηκωθείτε να φύγετε...».
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος χαμογελάει, βγάζουμε φωτογραφίες, ξεσπάει σε γέλια με το Sallonica by night γιατί «μου θυμίζει τους βαθμούς Φαρενάιτ». Κι έτσι μας συνοδεύει ως την πόρτα. «Όλοι βιάζονται να σε παραμορφώσουν με τον παραμορφωτικό τους φακό. Αφού τα γατιά μου κάθισαν ήσυχα, μπράβο σας και γεια σας. Γεια σου μωρό μου.». Βγαίνει ως το πεζοδρόμιο. Μας κοιτάζει, ώσπου, περπατώντας, φτάνουμε στο τέλος του δρόμου. Ελπίζω να μην ξεμαλλιάσει το μπονζάι. Στην αρχή είχε πει ότι «καθένας όπως έρχεται έτσι φεύγει». Σήμερα νομίζω πως έπεσε έξω.
ΦΩΤΟ ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ
δημοσιεύτ. στο ΕΤ2, 7/9/2008
Η συνέντευξη ήταν καπελωμένη με τίτλο που με τσάκισε και με πλήγωσε.
"Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία" είναι ο σωστός στίχος του ποιήματος "Εγνατία" (που γράφτηκε το 1963 και ανήκει στη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960) ) και όχι "Με πλήγωσε κι απόψε η Εγνατία" όπως από λάθος (θέλω να ελπίζω)δημοσιεύτηκε. Άκου "με πλήγωσε"... Σιγά μη με ξελήγωσε κιόλας...Ευτυχώς ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει χιούμορ .
Εγνατία
Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία
με τα κεσάτια της.
Δε μυρμηγκιάζει πια η ομορφιά
στα παραβαρδάρια -
κάτι έχει αλλάξει,
αρχίσαμε κι εδώ τα καμώματα της Αθήνας,
όσοι δε φεύγουν για τη Γερμανία ακριβοπληρώνονται,
ανέβηκαν πολύ οι ταρίφες,
πού ο καιρός που τριγυρνούσαμε χωρίς λεφτά,
κάνοντας κιόλας και τον δύσκολο.
Πρέπει να βρω μια άλλη Εγνατία.
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (Θεσσαλονίκη 20 Μαρτίου 1931) είναι σύγχρονος βραβευμένος Έλληνας ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, εκδότης και βιβλιοκριτικός.[1]Το πραγματικό του όνομα είναι Κωνσταντίνος Δημητριάδης.[1] Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιος προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη και φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν, εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης από το 1958 ως το 1965. Κατόπιν εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων. Το 1958 άρχισε την έκδοση του περιοδικού Διαγώνιος, το οποίο συνέχισε να εκδίδεται ως το 1983, και τον εκδοτικό οίκο Εκδόσεις της Διαγωνίου. [2]
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950) διακρίνεται για το καβαφικό ύφος της, ενώ στις επόμενες εμφανίσεις του εκφράζεται καθαρά το κυρίαρχο θέμα της ποίησής του, η εφήμερη ομοφυλοφιλική σχέση και το ερωτικό πάθος που οδηγεί στην ταπείνωση και στη μοναξιά[3]. Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του.[1] Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του "Εναντίον" από το 1979 όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ' όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο "υπείροχον έμμεναι άλλων", που μας άφησαν οι αρχαίοι.»[4]
Εργογραφία
Ποίηση
Εποχή ισχνών αγελάδων, 1950
Ποιήματα 1950 – 1955, 1957
Ανυπεράσπιστος καημός, 1960
Ποιήματα 1949 – 1960, 1962
Το κορμί και το σαράκι, 1964
Ποιήματα 1949 – 1964, 1967
Προάστεια, 1969
Ποιήματα, 1949 – 1970, 1974
Μικρά ποιήματα, 1975
Μικρά ποιήματα, 1960 – 1978, 1979
Ιστορίες του γλυκού νερού, 1980
Το αιώνιο παράπονο, 1981
Νέα ποιήματα, 1977 – 1981
Νεκρή πιάτσα, 1984
Πεζά
Ιστορική και αισθητική διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού, 1961.
Έκθεσις βιβλίων περί Θεσσαλονίκης, 1962
Η κάτω βόλτα, 1963
Δοκίμια, σειρά πρώτη, 1965
Στρατής Δούκας, 1969
Τα γλυπτά της Νεότερης Θεσσαλονίκης, 1969
Στιχάκια του στρατού, 1973
Τα πρώτα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης 1921 – 1924, 1975
Οι μεταφράσεις του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού, 1978
Λογοτεχνικά περιοδικά που τυπώθηκαν στη Θεσσαλονίκη, 1850 – 1980, 1980
Ρεμπέτες του Ντουνιά, 1986
Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη από το 1913 έως το 1940, 1986
Με τέχνη και με πάθος, 1988
Συμπληρώνοντας τα κενά, 1988
κ.α.
Παραπομπές
↑ 1,0 1,1 1,2 "Στον Ντίνο Χριστιανόπουλο το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων 2011". Το Βήμα. 23 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε την 23 Ιανουαρίου 2012.
↑ Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας: Πρόσωπα - Έργα - Ρεύματα - Όροι, Αθήνα : Πατάκης, 2007
↑ Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς, Εκδόσεις Πατάκη, β' εκδ., Αθήνα 1999, σελ. 274
↑ "«Δεν θέλω ούτε τα βραβεία, ούτε τα λεφτά τους» λέει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος". Τα Νέα. Ανακτήθηκε την 23 Ιανουαρίου 2012.
Εξωτερικές συνδέσεις
Δύο με τρεις φωνές ποιητικές να υπήρχαν σαν του Χριστιανόπουλου θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα στην λογοτεχνία ,γενικά , ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΠΑΡΑΓΚΑ !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈλα ντε! Μα είναι δυνατόν, άνθρωποι με κουλτούρα να συμπεριφέρονται έτσι; Α! Ξέχασα... είναι άνθρωποι!
ΑπάντησηΔιαγραφή