Παρατηρητήριο
Του κόσμου το πλατύτερο ποτάμι
Μου έκρυβε τα χέρια και τα μάτια σας
Η καρδιά μου έγινε δίχως να το γνωρίζει
Ένα νησί κάτω από τα βαθιά νερά ,
Δεν τολμούσε ν' αποκαλυφθεί .
Αργότερα είσαστε τόσο κοντά
Που άκουα τη σιωπή σας
Όπως ακούει στο ακρόδασο ,
Μόνο το τελευταίο δέντρο .
Βλέπατε ένα σημείο τ' ουρανού .
Και τώρα εγώ δεν είμαι πια
Παρά νύχτα στον αρχαίο σας δρόμο ,
Μα κι εσείς μήπως δε γίνατε
Ο αστρονόμος ενός άλλου κόσμου
Που με τα κιάλια του με παρακολουθεί;
Χτες και σήμερα
Όλο το δάσος καρτερά να κατεβάσει το άγαλμα το σηκωμένο
χέρι του .
Αυτό θα γίνει σήμερα .
Χτες είχανε σκεφτεί πως αυτό θα γίνονταν χτες .
Σήμερα βεβαιωθήκανε , κι οι ρίζες ακόμα το ξέρουνε
Αυτό θα γίνει σήμερα .
Ο καημός της γης
Μια μέρα σαν θα πούμε : " Ήταν ο καιρός του ήλιου,
Θυμόμαστε φώτιζε και το πιο μικρό κλαδί ,
Και τη γερασμένη γυναίκα όσο και την εκστατική παιδούλα ,
Ήξερε να δίνει στ' αντικείμενα το χρώμα τους μόλις απάνω τους ακουμπούσε ,
Ακολουθούσε το άλογο καθώς έτρεχε και σταματούσε μαζί του,
Ήταν ο αλησμόνητος καιρός που βρισκόμαστε στη Γη ,
Κοιτάζαμε περίγυρα με τα μάτια μας που γνωρίζανε
Τ' αυτιά μας καταλάβαιναν την κάθε απόχρωση του αιθέρα ,
Κι όταν το βήμα του φίλου προχωρούσε το ξέραμε ,
Μαζεύαμε ένα λουλούδι όπως ένα γυαλιστερό χαλίκι ,
Τον καιρό που δεν μπορούσαμε ν' αδράξουμε τον καπνό...
Α! Είναι το μόνο που τα χέρια μας θα πιάνανε τώρα " .
Ν' αδράχνεις
Ν' αδράχνεις , ν' αδράχνεις το βράδυ ,το μήλο , και το άγαλμα
Ν' αδράχνεις τη σκιά και τον τοίχο και την άκρη του δρόμου .
Ν' αδράχνεις το πόδι , το λαιμό μιας πλαγιασμένης γυναίκας
Κι ύστερα ν ' ανοίγεις τα χέρια . Πόσα αφησμένα πουλιά ,
Πόσα χαμένα πουλιά που γίνονται ο δρόμος
Ο ίσκιος , ο τοίχος , το βράδυ , το μήλο και το άγαλμα !
Μετάφραση : Ανδρέας Καραντώνης
Του κόσμου το πλατύτερο ποτάμι
Μου έκρυβε τα χέρια και τα μάτια σας
Η καρδιά μου έγινε δίχως να το γνωρίζει
Ένα νησί κάτω από τα βαθιά νερά ,
Δεν τολμούσε ν' αποκαλυφθεί .
Αργότερα είσαστε τόσο κοντά
Που άκουα τη σιωπή σας
Όπως ακούει στο ακρόδασο ,
Μόνο το τελευταίο δέντρο .
Βλέπατε ένα σημείο τ' ουρανού .
Και τώρα εγώ δεν είμαι πια
Παρά νύχτα στον αρχαίο σας δρόμο ,
Μα κι εσείς μήπως δε γίνατε
Ο αστρονόμος ενός άλλου κόσμου
Που με τα κιάλια του με παρακολουθεί;
Χτες και σήμερα
Όλο το δάσος καρτερά να κατεβάσει το άγαλμα το σηκωμένο
χέρι του .
Αυτό θα γίνει σήμερα .
Χτες είχανε σκεφτεί πως αυτό θα γίνονταν χτες .
Σήμερα βεβαιωθήκανε , κι οι ρίζες ακόμα το ξέρουνε
Αυτό θα γίνει σήμερα .
Ο καημός της γης
Μια μέρα σαν θα πούμε : " Ήταν ο καιρός του ήλιου,
Θυμόμαστε φώτιζε και το πιο μικρό κλαδί ,
Και τη γερασμένη γυναίκα όσο και την εκστατική παιδούλα ,
Ήξερε να δίνει στ' αντικείμενα το χρώμα τους μόλις απάνω τους ακουμπούσε ,
Ακολουθούσε το άλογο καθώς έτρεχε και σταματούσε μαζί του,
Ήταν ο αλησμόνητος καιρός που βρισκόμαστε στη Γη ,
Κοιτάζαμε περίγυρα με τα μάτια μας που γνωρίζανε
Τ' αυτιά μας καταλάβαιναν την κάθε απόχρωση του αιθέρα ,
Κι όταν το βήμα του φίλου προχωρούσε το ξέραμε ,
Μαζεύαμε ένα λουλούδι όπως ένα γυαλιστερό χαλίκι ,
Τον καιρό που δεν μπορούσαμε ν' αδράξουμε τον καπνό...
Α! Είναι το μόνο που τα χέρια μας θα πιάνανε τώρα " .
Ν' αδράχνεις
Ν' αδράχνεις , ν' αδράχνεις το βράδυ ,το μήλο , και το άγαλμα
Ν' αδράχνεις τη σκιά και τον τοίχο και την άκρη του δρόμου .
Ν' αδράχνεις το πόδι , το λαιμό μιας πλαγιασμένης γυναίκας
Κι ύστερα ν ' ανοίγεις τα χέρια . Πόσα αφησμένα πουλιά ,
Πόσα χαμένα πουλιά που γίνονται ο δρόμος
Ο ίσκιος , ο τοίχος , το βράδυ , το μήλο και το άγαλμα !
Μετάφραση : Ανδρέας Καραντώνης
Ο Γάλλος
ποιητής, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας Ζυλ Συπερβιέλ (Jules Supervielle) γεννήθηκε το 1884 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης
από Γάλλους γονείς βασκικής καταγωγής. Πέθανε το 1960 στο Παρίσι, έχοντας ζήσει
κατά διαστήματα, πότε στην Γαλλία και πότε στην Ουρουγουάη.
Στον χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε το 1900, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, με την ποιητική συλλογή «Ομίχλες του παρελθόντος». Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία «Σαν ιστιοφόρα» (1910), «Ποιήματα θλιμμένου χιούμορ» (1910), «Αποβάθρες»(1922), «Περιελίξεις» (1925), «Ο αθώος δεσμώτης» (1930), «Οι άγνωστοι φίλοι» (1934), «Ο μύθος του κόσμου» (1938), «Τα ποιήματα της άμοιρης Γαλλίας» (1942), «Επιλήσμων μνήμη» (1951), «Γεννήσεις» (1951), «Το τραγικό σώμα» (1959) κ. ά. Παράλληλα, ο Συπερβιέλ έγραψε τις νουβέλες «Ο άνθρωπος της πάμπας» (1923), «Κλέφτης παιδιών» (1926), «Η κιβωτός του Νώε» (1938), «Ο νέος της Κυριακής και των άλλων ημερών» (1955) και τα θεατρικά έργα «Η ωραία του δάσους» (1932) και«Μπολιβάρ» (1936).
Η ποίηση του Συπερβιέλ, μπορεί να μην επηρεάστηκε εμφανώς από τον υπερρεαλισμό, στηρίζεται ωστόσο στον ρέοντα ελεύθερο στίχο, στο λιτό και καθημερινό λεξιλόγιο, καθώς επίσης στις συνεχείς μεταλλαγές του χώρου και του χρόνου. Ο ίδιος ο ποιητής υποστήριζε: «Ποτέ δεν ασχολήθηκα με τους υπερρεαλιστές. Βρίσκω τον Μπρετόν περισσότερο ποιητή στην πρόζα, παρά στον στίχο. Όσον αφορά εμένα, είμαι αναρχικός στη γραφή μου αρχίζοντας κάθε ποίημα και κλασσικός όταν το τελειώνω».
Η γραφή του Συπερβιέλ επηρέασε βαθιά τα γαλλικά γράμματα, εξαιτίας του χυμώδους στίχου του, της δημιουργικής ειρωνείας που μεταχειρίζεται και της θεματογραφίας του, που συχνά περιστρέφεται γύρω από υπερφυσικά ζητήματα, σχιζοφρενικές κάποτε μεταμορφώσεις και ποιητικές περιγραφές της γενέτειράς του, μα και γενικότερα του νοτιοαμερικάνικου τοπίου των Γκάουτσος και της Πάμπας.
Διαβάστε ένα από τα ποιήματα του.
Στη λησμονιά του κορμιού μου
Και όλων αυτών που αγγίζει
Σε θυμάμαι,
Στην προσπάθεια ενός φοίνικα
Κοντά σε άγνωστες θάλασσες
Παρά τις τόσες αποστάσεις
Να που ανακαλύπτω
Όλο αυτό που σ’ αποτελούσε.
Και μετά σε ξεχνώ
Όσο πιο έντονα μπορώ
Σου δείχνω τι
Κάνω μέσα μου για να πεθάνω.
Και κλείνω τα μάτια
Για να σε δω να ξανάρχεσαι
Πιο μακριά απ’ τον εαυτό μου
Όπου παραλίγο να
Πεθάνεις, μονάχη.
[Εφημερίδα ΗΜΕΡΑ ΤΣΗ ΖΑΚΥΘΟΣ, 18.6.2007. φ. 3070, σ. 15]
Στον χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε το 1900, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, με την ποιητική συλλογή «Ομίχλες του παρελθόντος». Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία «Σαν ιστιοφόρα» (1910), «Ποιήματα θλιμμένου χιούμορ» (1910), «Αποβάθρες»(1922), «Περιελίξεις» (1925), «Ο αθώος δεσμώτης» (1930), «Οι άγνωστοι φίλοι» (1934), «Ο μύθος του κόσμου» (1938), «Τα ποιήματα της άμοιρης Γαλλίας» (1942), «Επιλήσμων μνήμη» (1951), «Γεννήσεις» (1951), «Το τραγικό σώμα» (1959) κ. ά. Παράλληλα, ο Συπερβιέλ έγραψε τις νουβέλες «Ο άνθρωπος της πάμπας» (1923), «Κλέφτης παιδιών» (1926), «Η κιβωτός του Νώε» (1938), «Ο νέος της Κυριακής και των άλλων ημερών» (1955) και τα θεατρικά έργα «Η ωραία του δάσους» (1932) και«Μπολιβάρ» (1936).
Η ποίηση του Συπερβιέλ, μπορεί να μην επηρεάστηκε εμφανώς από τον υπερρεαλισμό, στηρίζεται ωστόσο στον ρέοντα ελεύθερο στίχο, στο λιτό και καθημερινό λεξιλόγιο, καθώς επίσης στις συνεχείς μεταλλαγές του χώρου και του χρόνου. Ο ίδιος ο ποιητής υποστήριζε: «Ποτέ δεν ασχολήθηκα με τους υπερρεαλιστές. Βρίσκω τον Μπρετόν περισσότερο ποιητή στην πρόζα, παρά στον στίχο. Όσον αφορά εμένα, είμαι αναρχικός στη γραφή μου αρχίζοντας κάθε ποίημα και κλασσικός όταν το τελειώνω».
Η γραφή του Συπερβιέλ επηρέασε βαθιά τα γαλλικά γράμματα, εξαιτίας του χυμώδους στίχου του, της δημιουργικής ειρωνείας που μεταχειρίζεται και της θεματογραφίας του, που συχνά περιστρέφεται γύρω από υπερφυσικά ζητήματα, σχιζοφρενικές κάποτε μεταμορφώσεις και ποιητικές περιγραφές της γενέτειράς του, μα και γενικότερα του νοτιοαμερικάνικου τοπίου των Γκάουτσος και της Πάμπας.
Διαβάστε ένα από τα ποιήματα του.
Στη λησμονιά του κορμιού μου
Και όλων αυτών που αγγίζει
Σε θυμάμαι,
Στην προσπάθεια ενός φοίνικα
Κοντά σε άγνωστες θάλασσες
Παρά τις τόσες αποστάσεις
Να που ανακαλύπτω
Όλο αυτό που σ’ αποτελούσε.
Και μετά σε ξεχνώ
Όσο πιο έντονα μπορώ
Σου δείχνω τι
Κάνω μέσα μου για να πεθάνω.
Και κλείνω τα μάτια
Για να σε δω να ξανάρχεσαι
Πιο μακριά απ’ τον εαυτό μου
Όπου παραλίγο να
Πεθάνεις, μονάχη.
[Εφημερίδα ΗΜΕΡΑ ΤΣΗ ΖΑΚΥΘΟΣ, 18.6.2007. φ. 3070, σ. 15]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου