Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Στίβενς Γουάλας (Wallace Stevens) · Ποιήματα

Ο Γουάλας Στίβενς (Wallace Stevens) εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο σε ηλικία 44 ετών το 1923 και έγραψε πολλά από τα καθοριστικά ποιήματά του μετά τα 60. Ευρεία αναγνώριση του έργου του συνδέθηκε με τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του το 1954, έναν χρόνο πριν πεθάνει, ενώ, εικοσιένα χρόνια αργότερα, ο γνωστός κριτικός Χάρολντ Μπλουμ τον χαρακτήρισε τον «καλύτερο και πιο αντιπροσωπευτικό αμερικανό ποιητή της εποχής μας». Σε επαφή με ποιητές και πρωτοπόρους εικαστικούς καλλιτέχνες στη Νέα Υόρκη, όπως ο Μαρσέλ Ντισάν, ο Στίβενς εργάσθηκε ως δικηγόρος σε ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας έγινε αντιπρόεδρος το 1934. Δικηγόρος σε ασφαλιστική εταιρεία ήταν επίσης ένας άλλος κορυφαίος μοντερνιστής του εικοστού αιώνα, στον χώρο της πεζογραφίας στην περίπτωσή του, ο Φραντς Κάφκα.

Από τα τρία ποιήματα που ακολουθούν, τα δύο πρώτα προέρχονται από την τελευταία συλλογή, με τίτλο «Ο βράχος», στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Στίβενς, ενώ το τελευταίο είναι το καταληκτικό ποίημα στο πρώτο του βιβλίο, που έχει τίτλο «Αρμόνιο». Αποτελούν μέρος περισσότερων από τριάντα μεταφράσεων ποιημάτων του Στίβενς, που έγιναν με αφορμή εκδήλωση παρουσίασης του αμερικανού ποιητή, που διοργάνωσαν ο Ο.Π.Α.Ν. του Δήμου Αθηναίων και ο Κύκλος Ποιητών στις 11 Ιουνίου 2012. Αποτελούν επίσης εκπλήρωση υπόσχεσης, που είχε δώσει, στα φοιτητικά του χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο μεταφραστής στον πρωτοπόρο αμερικανό πεζογράφο και μελετητή του Στίβενς Ρόναλντ Σούκενικ.

                             ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΣΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟΝ
      
                                                                   Ι                                           

Υπήρχε μια ηρεμία του μυαλού όπως όταν είσαι μόνος σου σε βάρκα στη θάλασσα,
Μια βάρκα που προωθούν κύματα που μοιάζουν στιλπνές πλάτες κωπηλατών,
Σφίγγοντας τα κουπιά τους, λες και ήταν βέβαιοι για τον δρόμο προς τον
         προορισμό τους,
Σκύβοντας προς τα εμπρός και κατόπιν όρθιοι κρατώντας τις ξύλινες λαβές,
Υγροί από το νερό και λάμποντας στην ενότητα της κίνησής τους.

Η βάρκα ήταν φτιαγμένη από πέτρες που είχαν χάσει το βάρος τους και καθώς δεν
         ήταν πια βαριές
Μια ακτινοβολία μόνον είχε μείνει μέσα τους, ασυνήθιστης καταγωγής,
Έτσι ώστε εκείνος που σηκωνόταν μέσα στη βάρκα γέρνοντας και κοιτάζοντας
         μπροστά του
Δεν φαινόταν για κάποιον που ταξίδευε έξω και πέρα από ό,τι είναι οικείο.

Ανήκε στην για τα πολύ ξένα αναχώρηση του σκάφους του και ήταν μέρος της,
Μέρος του κατόπτρου της φωτιάς στην πλώρη του, σύμβολό του, όποιο και αν ήταν,
Μέρος των γυάλινων, νόμιζες, τοιχωμάτων στα οποία γλιστρούσε πάνω από το
         λεκιασμένο με αλάτι νερό,
Καθώς ταξίδευε μόνος του, όπως ένας άνθρωπος δελεασμένος από μια συλλαβή
         χωρίς κανένα νόημα,
Μια συλλαβή για την οποία ένιωθε, με μια καθορισμένη βεβαιότητα,
Πως περιείχε το νόημα στο οποίο ήθελε να εισέλθει,
Ένα νόημα που, καθώς εισερχόταν μέσα του, θα θρυμμάτιζε τη βάρκα και θα 
         ηρεμούσε τους κωπηλάτες
Όπως σε ένα σημείο κεντρικής άφιξης, μια προς στιγμήν στιγμή, μεγάλη ή μικρή,
Απομακρυσμένο από κάθε ακτή, από κάθε άντρα ή γυναίκα, και χωρίς να 
         χρειάζεται κανέναν.

                                                                 ΙΙ                        

Η μεταφορά ανακίνησε τον φόβο του. Το αντικείμενο με το οποίο συγκρινόταν
Ήταν αδύνατον να το αναγνωρίσει. Από αυτό ήξερε πως η ομοιότητά του εκτεινόταν
Λίγο μόνον και όχι πιο πέρα, εκτός αν μεταξύ εκείνου
Και πραγμάτων πέρα από ομοιότητα υπήρχε αυτό ή το άλλο με πρόθεση
         αναγνώρισης,
Αυτό ή το άλλο μέσα στις περιφράξεις υποθέσεων
Για τις οποίες άντρες διαλογίζονταν το καλοκαίρι μισοκοιμισμένοι.

Ποιον εαυτό, λόγου χάριν, περιείχε που δεν είχε ακόμη ελευθερωθεί,
Γρυλίζοντας μέσα του να ανακαλυφθεί καθώς επεκτείνονταν οι προσοχές του,
Λες και όλα τα κληρονομημένα φώτα του είχαν ξαφνικά αυξηθεί
Από μια πρόσβαση χρώματος, μια νέα και απαρατήρητη, ελαφρά χρωματική
         αντιπαράθεση,
Την πιο μικρή λάμπα, που πρόσθετε το δυνατό της τίναγμα, στο οποίο έδωσε
Ένα όνομα και προνόμιο πάνω από την κανονικότητα της κοινοτοπίας του –

Ένα τίναγμα που πρόσθετε σε αυτό που ήταν πραγματικό και στο λεξιλόγιο του,
Με τον τρόπο που κάποιο πρώτο πράγμα που έρχεται στα δέντρα του Βορρά
Προσθέτει σε αυτά ολόκληρο το λεξιλόγιο του Νότου,
Με τον τρόπο που το πρώτο μοναδικό φως στον βραδυνό ουρανό, την άνοιξη,
Δημιουργεί ένα καινούργιο σύμπαν από το τίποτε προσθέτοντας τον εαυτό του,
Με τον τρόπο που ένα βλέμμα ή ένα άγγιγμα αποκαλύπτει τα απροσδόκητα 
         μεγέθη του.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΡΑΣΤΗ     

Άναψε το πρώτο φως της βραδιάς, όπως σε ένα δωμάτιο
Όπου αναπαυόμαστε και, έστω, σκέψου πως
Το να φανταστείς τον κόσμο είναι το ύστατο αγαθό.              

Αυτό είναι, επομένως, το πιο σφοδρό ραντεβού.                      
Στη σκέψη αυτή είναι που περισυλλέγουμε τον εαυτό μας,
Έξω από κάθε αδιαφορία, σε ένα πράγμα:

Μέσα σε ένα μόνον πράγμα, μια μόνον εσάρπα                                           
Τυλιγμένη σφιχτά γύρω μας, καθώς είμαστε φτωχοί, μια θαλπωρή,
Ένα φως, μια δύναμη, η θαυματουργή επιρροή.

Εδώ, τώρα, ξεχνούμε ό ένας τον άλλον και τον εαυτό μας.
Νιώθουμε το αδιαλεύκαντο μιας τάξεως, ένα σύνολο,
Μια γνώση, εκείνο που διευθέτησε το ραντεβού.                              

Στα ζωτικά του όρια, μες στο μυαλό.
Λέμε πως Θεός και φαντασία είναι ένα …
Πόσο ψηλά το υψηλότατο αυτό κερί φωτίζει το σκοτάδι.

Από το ίδιο φως, από το κεντρικό μυαλό,
Κάνουμε μια κατοικία στον βραδινό αέρα,
Όπου το να είμαστε εκεί μαζί είναι αρκετό.

ΣΤΟΝ ΒΡΥΧΩΜΕΝΟ ΑΝΕΜΟ

Τι συλλαβή ψάχνεις,
Φωνησιμότατε, 
Στις αποστάσεις του ύπνου;
Πες την.

απόδοση Γιώργος Χουλιάρας
πηγή: http://www.24grammata.com/

Άλλα ποιήματα:

«Σχετικά με τη μοντέρνα ποίηση»

Το ποίημα του νου στην πράξη της αναζήτησης
Αυτού που αρκεί. Δεν χρειάστηκε πάντα να το αναζητήσει:
Το σκηνικό είχε στηθεί· επαναλάμβανε
Ό,τι έγραφε το σενάριο.
Ύστερα το θέατρο εξελίχθηκε
Σε κάτι άλλο. Το παρελθόν του ήταν ένα σουβενίρ.

Πρέπει να ζει, να μάθει τη διάλεκτο του τόπου.
Πρέπει να αναμετρηθεί με τους άντρες της εποχής και να συναντήσει
Τις γυναίκες της εποχής. Πρέπει να συλλογιστεί τον πόλεμο
Και πρέπει να βρει ό,τι αρκεί. Πρέπει
Να στήσει μια νέα σκηνή. Πρέπει ν' ανέβει σ' αυτή τη σκηνή
Και, όπως ένας ακόρεστος ηθοποιός, αργά
Και στοχαστικά, να πει λόγια που στ' αυτί,
Στο πιο λεπταίσθητο αυτί του νου, επαναλαμβάνουν,
Ακριβώς, αυτό που επιθυμεί ν' ακούσει, που στο άκουσμά τους,
Ένα αόρατο ακροατήριο ακούει,
Όχι το έργο, αλλά τον εαυτό του, εκφρασμένο
Σαν αίσθημα δύο ανθρώπων, σαν δύο αισθήματα
Που γίνονται ένα. Ο ηθοποιός είναι 
Ένας μεταφυσικός στο σκοτάδι, κρούοντας
Ένα όργανο, κρούοντας μια συρμάτινη χορδή
παράγοντας ήχους που διαπερνούν την απρόσμενη ευθύτητα,
Και περιέχουν απόλυτα τον νου· κάτω από αυτούς δεν μπορεί
Να καταδυθεί, πέρα απ' αυτούς δεν θέλει να υψωθεί.
Πρέπει
Να είναι η αναζήτηση μιας ικανοποίησης, και ίσως
Να είναι ένας άντρας που παγοδρομεί, μια γυναίκα που χορεύει, μια γυναίκα
Που χτενίζεται. Το ποίημα της πράξης του νου.

1940

[πηγή: Wallace Stevens, Δεκατρείς τρόποι να κοιτάς ένα κοτσύφι και άλλα ποιήματα. Adagia. Θραύσματα ποιητικής, εισαγ.-μτφ. Χάρης Βλαβιανός, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2007, σ. 61 & 63]
πηγή: http://ebooks.edu.gr/

Οι πεσόντες

Ο Θεός και όλοι οι άγγελοι λικνίζουν τον κόσμο
Τώρα που το φεγγάρι ανεβαίνει με τη ζέστη
Κι οι γρύλοι βουίζουν πάλι στο γρασίδι. Το φεγγάρι
Κλαίει στο νου χαμένες αναμνήσεις.
Πλάγιασε αυτός κι ο άνεμος της νύχτας φυσάει πάνω του, εδώ.
Οι καμπάνες αργοχτυπούν. Δεν είναι ύπνος αυτός.
Είναι πόθος
Αχ ναι, πόθος... έτσι που γέρνει στο κρεβάτι του
Στους αγκώνες του στηριγμένος, στο κρεβάτι του,
Κοιτάζοντας, τα μεσάνυχτα, το μαξιλάρι που είναι μαύρο
Στο καταστροφικό δωμάτιο... πέρα απ' την απόγνωση
Σαν ένστικτο πιο βαθύ. Τι είναι αυτό που ποθεί;
Μα αυτό δεν μπορεί να το ξέρει ο άνθρωπος που σκέπτεται,
Αλλά την ίδια τη ζωή, τον πόθο που εκπληρώνεται
Στο άλεσμα του χρόνου, κοιτάζοντας επίμονα
Ενα κεφάλι στο μαξιλάρι, στα σκοτεινά, 
Πλατύτερο από σουδάριο**, μιλώντας τη γλώσσα
Των απολύτων, ένα κεφάλι ασώματο
Με χείλη πρησμένα από ταραχές κι αντάρτικες φωνές
Το κεφάλι ενός απ' τους πεσόντες, γερμένο
Στο μαξιλάρι ν' αναπαυθεί και να μιλήσει
Να μιλήσει και να πει τις άσπιλες συλλαβές
Που μίλησε κάνοντας μόνο αυτό που έκανε.
Ο Θεός και όλοι οι άγγελοι, αυτός ήταν ο πόθος του,
Που το κεφάλι του τώρα θολώνει εδώ, για τέτοιο πόθο πέθανε.
Γεύση αίματος στα μαρτυρημένα χείλη του,
Ω συνταξιούχοι, ω δημαγωγοί και μισθωτές!
Αυτός ο θάνατος ήταν η πίστη του, αν και ο θάνατος είναι μία πέτρα.
Αυτός ο άνθρωπος λάτρευε τη ζωή, όχι τον παράδεισο, μέχρι τον θάνατο.
Ο άνεμος της νύχτας φυσάει πάνω σ' αυτόν που κάνει όνειρα, σκυφτός
Πάνω σε λέξεις που είναι ο φλύαρος ήχος της ζωής.
 
Ποίημα από την έκδοση Ο άντρας με τη μπλε κιθάρα, Εκλογή από τα άπαντα, 
εισ.-μτφρ.: Γιώργος Σπέντζος, Εκδόσεις Δωδώνη 2000

πηγή:  e-poema.eu

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...