Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤΤ (Samuel Beckett) - Τα ποιήματά του

Ο Σάμιουελ Μπέκετ (Samuel Barclay Beckett) γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1906,  λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Το έργο του είναι βασικά μινιμαλιστικό, και σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, βαθιά απαισιόδοξο για την ανθρώπινη φύση. Η απαισιοδοξία αυτή αντανακλάται από την εκτενή και περίεργη αίσθηση του χιούμορ στο έργο του, καθώς και από το γεγονός ότι η περιγραφή των εμποδίων στην ανθρώπινη ζωή εξυπηρετεί την επιθυμία του Μπέκετ να δείξει ότι το "ταξίδι" είναι που αξίζει, παρά τις δυσκολίες του. (http://el.wikipedia.org)

«Οι λέξεις ήταν η μόνη μου αγάπη»

Οι λέξεις που γίνονται ψίθυροι, οι ψίθυροι που δυναμώνουν, που γίνονται κραυγές που εγκλωβίζουν… Ουρλιάζουν ανώφελα οι υπόγειοι ήρωες, τα κομμάτια ανθρώπινων καταδικασμένων ψυχών να παραμιλούν το παραμύθι της ύπαρξης. Το τόσο μάταιο και περιττό, όσο μοιραίο, κινητήριο κι αληθινό. Η ύπαρξη πόσο απέχει απ’ την ανυπαρξία; Η κοινωνία χρίστηκε κυνικός παρατηρητής των επιζώντων αδελφών του μέλλοντος. Το πλήθος υψώνεται απειλητικό χτίζοντας από ανθρώπινα μέλη, ουρανοξύστες απομόνωσης. Γυναίκες και άντρες δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Είναι παγιδευμένοι στα παιχνίδια που παίζει η μνήμη με τη λήθη. Σκιές τους κλείνουν το δρόμο. Ο απεγκλωβισμός απ’ το αδιέξοδο είναι οικουμενικώς ανθρώπινη υπόθεση.  (http://www.vakxikon.gr)

Η οικογένεια Beckett (αρχικά Becquet) φημολογείτο ότι είχαν καταγωγή από Ουγενότους που μετακινήθηκαν από τη Γαλλία στην Ιρλανδία μετά την ανάκληση του Διατάγματος της Νάντης το 1685. Ο πατέρας του Beckett ήταν επιμετρητής ποσοτήτων και η μητέρα του νοσοκόμα. [1]
Ο Μπέκετ σπούδασε γαλλικάιταλικά και αγγλικά στο Trinity College στο Δουβλίνο από το 1923 έως το 1927. Αφού πήρε το πτυχίο του, δίδαξε για μικρό χρονικό διάστημα στο Campbell College του Μπέλφαστ κι έπειτα διορίστηκε ως καθηγητής αγγλικών στην Ecole Normale Supérieure στο Παρίσι, όπου και γνωρίστηκε με το γνωστό Ιρλανδό συγγραφέα Τζέιμς Τζόις. Η γνωριμία αυτή επηρέασε έκδηλα τον νεαρό Μπέκετ, ο οποίος βοηθούσε τον Τζόις στο έργο του, όπως στην έρευνα για το βιβλίο του γνωστό με τον τίτλο Finnegans Wake.[2] Το 1929, ο Μπέκετ δημοσίευσε το πρώτο του έργο, ένα κριτικό δοκίμιο με τίτλο Dante...Bruno. Vico..Joyce. Τον επόμενο χρόνο, κέρδισε ένα μικρό λογοτεχνικό έπαθλο με το ποίημα "Whoroscope", εμπνευσμένο από μια βιογραφία του Ρενέ Ντεκάρτ που έτυχε να διαβάζει εκείνη την περίοδο.
To 1930, o Μπέκετ επέστρεψε ως λέκτορας στο Trinity College, ωστόσο σύντομα απογοητεύτηκε από το ακαδημαϊκό του λειτούργημα. Την απέχθειά του αυτή την εξέφρασε με ένα τέχνασμα που έκανε στην Modern Language Society του Δουβλίνου, διαβάζοντας στα γαλλικά ένα σοβαρό επιστημονικό άρθρο του συγγραφέα Jean du Chas, ιδρυτή του κινήματος του Συγκεντρωτισμού. Τόσο ο συγγραφέας όσο και το κίνημά του ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του Μπέκετ, που με αυτό τον τρόπο ήθελε να κοροϊδέψει τους σχολαστικούς. Ο Μπέκετ παραιτήθηκε από τη θέση αυτή το1931 και ξεκίνησε να ταξιδεύει στην Ευρώπη. Στο Λονδίνο, εξέδωσε μια κριτική μελέτη για το Γάλλο συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ. Ένα χρόνο αργότερα, έγραψε το πρώτο του βιβλίο με τίτλοDream of Fair to Middling Women, το οποίο εγκατέλειψε μετά τις απορρίψεις αρκετών εκδοτών (εκδόθηκε τελικά το 1993). Μετά από άλλα ταξίδια, όπως στη Γερμανία, όπου δήλωσε απέχθεια για τη δράση των Ναζί, βρέθηκε στο Παρίσι. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1938, έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, καθώς αρνιόταν τις ανήθικες προτάσεις ενός περιβόητου μαστροπού της πόλης. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, γνώρισε την Suzanne Deschevaux-Dumesnil, με την οποία θα διατηρούσε μια μακροχρόνια σχέση που θα κρατούσε σχεδόν 50 χρόνια.
Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μπέκετ συμμετείχε στη Γαλλική Αντίσταση, δουλεύοντας ως αγγελιαφόρος, και τα επόμενα δυο χρόνια αρκετές φορές διακινδύνευσε να συλληφθεί από τηΓκεστάπο. Τον Αύγουστο του 1942, η μονάδα του προδόθηκε: αυτός κι η Σουζάν κατέφυγαν νότια, στο μικρό χωριό Ρουσιγιόν, όπου και συνέχισαν να βοηθούν στην Αντίσταση, κρύβοντας πολεμικό εξοπλισμό στην κατοικία τους και βοηθώντας εμμέσως ένα σαμποτάζ των Μακί εναντίον του γερμανικού στρατού. Ο Μπέκετ τιμήθηκε με το Μετάλλιο Αντίστασης και το Σταυρό του πολέμου από τη γαλλική κυβέρνηση για τη δράση του κατά της γερμανικής κατοχής, ωστόσο μέχρι το τέλος της ζωής του αναφερόταν με μετριοφροσύνη στο έργο του αυτό.  (http://el.wikipedia.org)

Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος χάραξε στις ανθρώπινες ψυχές που βίωσαν τα τότε γεγονότα, τα σημάδια της απόλυτης δυστυχίας, βιαιότητας και αποκτήνωσης, στρέφοντας τα βλέμματα σε μια βαθιά εσωτερική ενδοσκόπηση προς αναζήτηση της αλήθειας. Η ανθρώπινη ύπαρξη αιμορραγούσε. Πάλευε να επιβιώσει σε μια κοινωνία εχθρική, προσπαθώντας, χωρίς απαραίτητα να επιθυμεί, να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τον Θεό, που τόσο άδοξα της είχε γυρίσει την πλάτη στην τραγικότερη στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν ήξερε αν υπήρχε ελπίδα. Κι αν υπήρχε πότε θα ερχόταν… Η συνειδητοποίηση έσπρωχνε την κάθε ψυχή με φόρα στο παιχνίδι της μοίρας της. Το άτομο και η μοίρα του βρήκαν τον εξερευνητή τους στο πρόσωπο του Σάμουελ Μπέκετ. Ο κόσμος που τοποθετεί τους ήρωές του ο Μπέκετ, είναι αυτός του περιθωρίου της ζωής, των πνευματικά και σωματικά αρρώστων, των παρωχημένων στην ηλικία, των αποτυχημένων, των κοινωνικά άχρηστων ανθρώπων. Κι αυτό δεν γίνεται τυχαία. Ένας τέτοιος κόσμος γίνεται καθρέφτης του πυθμένα της κοινωνίας που επιμελώς ντύνει όπως της ταιριάζει τους «νεκρούς» της. Κι ύστερα ο Μπέκετ τους αποκόπτει εντελώς απ’ τον κοινωνικό αυτό περίγυρο για να τους μελετήσει στην πλήρη απομόνωσή τους. Ξεχωριστά κομμάτια σάρκας τέμνονται και διασταυρώνονται με τα ανάλογα μέρη που φέρουν οι θρυμματισμένες ψυχές τους. Λόγια σοφά πλέκουν τα παραμιλητά μιας ψυχρής και ασυνάρτητης λογικής την ίδια ώρα που ατίθασοι και ξεχασμένοι χαρακτήρες βαφτίζονται άσπονδοι εραστές της ζωής και του θανάτου. Πίσω απ’ τις λέξεις κρύβονται μνήμες, έτοιμες να χλευάσουν, να σατυρίσουν και να ειρωνευτούν την κάθε αλήθεια που συναντούν, σε μια γλώσσα δίχως ύφος. Δεν είχε σημασία άλλωστε το ύφος. Τι θα είχε να πει μπροστά σ’ ένα κοινό που τώρα… σίγουρα… δεν ήταν το ίδιο με άλλοτε…
«Είμαστε καταδικασμένοι σε έναν αιώνιο μονόλογο, χωρίς έννοια, χωρίς περιεχόμενο. Σε ένα αιώνιο μουρμούρισμα.»
«Να μιλάμε, και να μιλάμε για το τίποτα.»
(Έτσι μας λέει στον «Ακατανόμαστο», που αποτελεί το τρίτο μέρος της τριλογίας που έγραψε στα έτη 1948-1953. Τα άλλα δυο ήταν «Μολλόϋ  και Ο Μαλόν πεθαίνει»). (http://www.vakxikon.gr)
Το 1945, ο Μπέκετ επέστρεψε στο Δουβλίνο, όπου και είχε μια "αποκάλυψη" για τη μελλοντική λογοτεχνική του πορεία, γεγονός που αργότερα παρουσιάστηκε στο έργο του 1958 Krapp's Last Tape, όπου πολλοί σχολιαστές ταύτισαν τον Μπέκετ με τον Krapp, ο οποίος σε όλο το έργο ακούει μια κασέτα που ηχογράφησε παλαιότερα και σε ένα σημείο αναφέρει: ...σαφές τελικά σε εμένα πως το σκοτάδι που πάντα πάλευα να κατανικήσω είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερός μου σύμμαχος...
Ο Μπέκετ είναι περισσότερο γνωστός για το έργο του Περιμένοντας τον Γκοντό, το οποίο γράφτηκε αρχικά στα γαλλικά, όπως και τα περισσότερα έργα του Μπέκετ μετά το 1947. Το έργο δημοσιεύτηκε το 1952 και παρουσιάστηκε στο θέατρο για πρώτη φορά το 1953. Στο Παρίσι, έκανε δημοφιλή και αμφιλεγόμενη επιτυχία, ενώ στο Λονδίνο το 1955 αρχικά το υποδέχτηκαν με αρνητικές κριτικές, ενώ παίχτηκε με επιτυχία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επιτυχία αυτή άνοιξε στον Μπέκετ το δρόμο για μια σταδιοδρομία στο θέατρο με επιτυχημένα έργα όπως: EndgameKrapp's Last TapeHappy Days και Play.
Το 1961, σε μια μυστική τελετή στην Αγγλία, ο Μπέκετ παντρεύτηκε τη Σουζάν, κυρίως για λόγους που σχετίζονταν με το γαλλικό κληρονομικό δίκαιο. Οι συνεχείς επιτυχίες των θεατρικών του έργων του άνοιξαν την καριέρα και του θεατρικού σκηνοθέτη. Το 1969, κατά τη διάρκεια των διακοπών του στην Τύνιδα με τη Σουζάν, ο Μπέκετ έμαθε ότι κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Σουζάν πέθανε στις 17 Ιουλίου 1989, ενώ ο Μπέκετ πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Έπασχε από εμφύσημα και πιθανότατα από τη νόσο του Πάρκινσον.

Ο Μπέκετ δεν είναι γνωστός σαν ποιητής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το ποιητικό του έργο δεν άξιο προσοχής. Κάθε άλλο θα έλεγα, εκφράζοντας τη δική μου ασήμαντη προσωπική κρίση. Η ποίησή του είναι συμπυκνωμένη. Κάθε στίχος του εκφράζει αυτό που εικάζεται και ανακλάται στο εσωτερικό κάθε ανθρώπου. Τα ποιήματά του, ολιγόστιχα είναι ποιήματα βαθιάς εσωτερικής ωρίμανσης και ενατένισης. Μοιάζουν με τα κοάν της ανατολικής φιλοσοφίας καθώς κάποιος μπορεί να διαλογιστεί με τους στίχους του.
Ο Μπέκετ πάντοτε αυτοσαρκαζόμενος ονομάζει αυτά τα ολιγόστιχα του ποιήματα ως «σαχλοκουβέντες».

θα’ θελα η αγάπη μου να πέθαινε
θα’ θελα να’ βρεχε στο κοιμητήρι
και στα δρομάκια που διαβαίνω
κλαίγοντας αυτήν που πίστεψε ότι μ’ αγάπησε

 *-*

κρανίο μονάχο έξω και μέσα
κάπου ενίοτε
σαν κάτι

κρανίο καταφύγιο τελευταίο
δοσμένος απ’ έξω
φτυστός Bocca μες στον καθρέφτη

το μάτι στον έσχατο φόβο
ανοίγει διάπλατα ξανακλείνει
μην έχοντας πια τίποτα

έτσι ενίοτε
σαν κάτι
απ’ τη ζωή όχι αναγκαστικά

 *-*

κάθε μέρα επιθυμείς
να’ σαι μια μέρα ζωντανός
όχι βέβαια χωρίς να λυπάσαι
μια μέρα που γεννήθηκες

 *-*

τίποτα μηδαμινό
δεν θα’ χε υπάρξει
για το τίποτα
τόσο υπαρκτό
τίποτα
μηδαμινό

 *-*

βήμα το βήμα
πουθενά
κανένας μόνος
δεν ξέρει πώς
μικρά βήματα
πουθενά
επίμονα.

Αυτός είναι ο Μπέκετ ως ποιητής. Τα παραπάνω ποιήματα περιλαμβάνονται στην έκδοση: Samuel Beckett: “ΠΟΙΗΜΑΤΑ συνοδευόμενα από ΣΑΧΛΟΚΟΥΒΕΝΤΕΣ”, Εκδόσεις Ερατώ, Εισαγωγή-Μετάφραση: Γιώργος Βίλλιος


Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει
ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο
η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου
πάνω σ' εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με
καταδιώκει
και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε

αγαπημένη στιγμή σε βλέπω
μέσα σ' αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται
όπου δε θα 'χω παρά να πατήσω σ' αυτά τα μακριά
κινούμενα κατώφλια
και θα ζήσω
όσο ν' ανοιγοκλείσει μια πόρτα

Μετάφραση: Γιώργος Βίλλιος



Ο Σάμουελ Μπέκετ ήταν γνωστός για την συστολή του, όταν υπήρχαν συσκευές ηχογράφησης γύρω του. Μπορούσε να ξοδεύει ώρες δουλεύοντας με τους ηθοποιούς στο στούντιο, αλλά όταν ερχόταν η ώρα να ηχογραφήσει κάποιο κομμάτι με τη δική του φωνή, γινόταν ακριβοθώρητος. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν ελάχιστες ηχογραφήσεις. Έτσι, το παραπάνω ηχητικό του Μπέκετ, που διαβάζει δυο ποιήματά του, είναι πάρα πολύ σπάνιο.


Οι ηχογραφήσεις έγιναν το 1965 από τον Λόρενς Χάρβει, καθηγητή της συγκριτικής λογοτεχνίας στο κολέγιο Ντάρμουθ, ο οποίος ταξίδεψε στο Παρίσι για να συναντήσει τον Μπέκετ αρκετές φορές από το 1961 έως το 1965, καθώς ερευνούσε το 1970 βιβλίο του «Σάμουελ Μπέκετ, ποίηση και κριτική». Από μια μεριά, ο Μπέκετ, κατά τη διάρκεια των συζητήσεών τους, απήγγειλε αρκετά αποσπάσματα από την τρίτη, αλλά δεύτερη δημοσιευμένη νουβέλα του «Watt».Tο βιβλίο γράφτηκε στα αγγλικά τη δεκαετία του 40, κυρίως το διάστημα που κρυβόταν από τους Ναζί στη νότια Γαλλία. Είναι μια πειραματική νουβέλα ( ο Μπέκετ το έλεγε «άσκηση») που μιλάει για έναν ερευνητή, ονόματι Γουάτ, ο οποίος ταξιδεύει στο σπίτι του αινιγματικού κ.Νοττ και δουλεύει για κάποιο διάστημα ως υπηρέτης του. Ο Γουάτ και ο Νοτ συχνά διερμηνεύονται στη θέση της ερώτησης «τι» και του αναπάντητου «δεν» ή «τίποτα».

Τα δύο ποιήματα που ηχογραφήθηκαν από τον Μπέκετ είναι από τα 37 «σκανδαλιστικά» Αντέντα στο τέλος του «Watt». Ο Χάρβει επίσης, ηχογράφησε τον Μπέκετ να διαβάζει ένα απόσπαμα πρόζας από το βιβλίο. Ολόκληρη η 4λεπτη μαγνητοταινία βρίσκεται στη συλλογή «Βεκερ Λάιμπραρι» στο Ντάρμουθ. Η παραπάνω εγγραφή είναι από το φιλμ «Περιμένοντας τον Μπέκετ» του  1933. Η ποιότητα της φωτογραφίας είναι χαμηλή και υπάρχουν ενοχλητικοί δανέζικοι υπότιτλοι, κι έτσι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να απολαύσεις το διάβασμα, είναι να κυλήσεις προς τα κάτω και να κοιτάξεις τις λέξεις του Μπέκετ καθώς θα ακούς τη φωνή του. Αρχίζει με τo 4o Παράρτημα, το οποίο δημοσιεύτηκε αργότερα ως «Tailpiece» στη συλλογή ποιημάτων το 1930-1978.


who may tell the tale 
of the old man?
weigh absence in a scale? 
mete want with a span? 
the sum assess 
of the world’s woes? 
nothingness
in words enclose?


Σύμφωνα με τους λόγιους, Γκοντράσκι και Κρις Άκερλι στο δοκίμιό τους «Watt του Σάμουελ Μπέκετ», οι εικόνες του ποιήματος είναι μια απεικόνιση του βιβλικού αποσπάσματος, Ησαΐα 40:12, από τον Μπέκετ, το οποίο λέει: «Ποιος μέτρησε τα νερά μέσα στη χούφτα του, και τον Παράδεισο με την πιθαμή και ζύγισε τα βουνά στην πλάστιγγα και τους λόφους στη ζυγαριά;» Το επόμενο ποίημα είναι το 23ο Παράρτημα. Μιλάει για το μεγάλο και άκαρπο ταξίδι του Watt μέσα σε άγονους τόπους.



Watt will not 
abate one jot
but of what

of the coming to 
of the being at 
of the going from
Knott’s habitat

of the long way
of the short stay 
of the going back home t
he way he had come

of the empty heart
of the empty hands 
of the dim mind wayfaring
through barren lands

of a flame with dark winds
hedged about
going out 
gone out

of the empty heart 
of the empty hands 
of the dark mind stumbling 
through barren lands

that is of what 
Watt will not 
abate one jot


Αν υπάρχει κάποια εσφαλμένη προφορά σε συγκεκριμένα σύμφωνα (ειδικά το τ) από τον Μπέκετ, είναι γιατί το 1964 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης όγκου από το σαγόνι του. Για μικρό χρονικό διάστημα ο Μπέκετ μετά την επέμβαση είχε μια τρύπα στον ουρανίσκο του. Σύμφωνα με ένα άρθρο του Πίτερ Σουαμπ το 1998 στους Times Literary Supplement, οι ηχογραφήσεις πιθανόν να έγιναν τον Μάρτιο του 1965, όταν ο Μπέκετ περίμενε μια προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση για να διορθώσει τον ουρανίσκο του. Πολλοί ακροατές έχουν εντυπωσιαστεί από την ομορφιά των ηχογραφήσεων. Κι όπως έγραψε ο Σααμπ: Η φωνή του Μπέκετ είναι απρόσμενα απαλή και φαίνεται να ταιριάζει περισσότερο με το γαλήνιο και συμπονετικό ύφος της γραφής του παρά με το εξοργισμένο και κυνικό του ύφος. Διαβάζει τα ποιήματα πολύ πιο αργά από ότι τα πεζά, με μια ρυθμική μελιστάλακτη προφορά.

Το συνολικό αποτέλεσμα της απαγγελίας από αυτές τις σπάνιες και συναρπαστικές ηχογραφήσεις, είναι αυτό που ο Μπέκετ συνιστούσε στον ηθοποιό Ντέιβιντ Γουαριλόου για το Οχάιο Ιμπρόμπτιου, «ήρεμο, σταθερό, σχεδιασμένο να καταπραΰνει» ή ( για να αναφέρω 2 από τις καίριες λέξεις από το «Watt») «ένα μουρμουρητό» έχει σκοπό «να καταπραΰνει».Προφανώς, η μαγνητοταινία καταγράφει ένα είδος πρόβας και σίγουρα ο τελειομανής Μπέκετ δεν θα είχε μείνει ευχαριστημένος απ’ αυτό το αποτέλεσμα, αλλά είναι καλό που ξέρουμε ότι η φωνή του δεν έχει χαθεί εντελώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...