του Κωνσταντίνου Κοκολογιάννη
Στις 2 Αυγούστου 1997 εγκατέλειψα την Ελλάδα - η για να ακριβολογούμε, μ' έδιωξε η Ελλάδα - Πρώτος σταθμός Reggio Calabria, 9 χρόνια. Δεύτερος σταθμός (ως σήμερα) Λευκωσία, 7 χρόνια. Πριν φύγω έβαλα σε κούτες όλα μου τα υπάρχοντα και τα αποθήκευσα στο πατρικό σπίτι της μάνας μου στο Λουτράκι Κορινθίας. Πριν δύο εβδομάδες επέστρεψα για ολιγοήμερες διακοπές στο Λουτράκι και είχα την ευκαιρία να κάνω ένα θαυμάσιο ταξίδι, πίσω στο χρόνο, ανοίγοντας αυτές τις κούτες. Θυμήθηκα πως ήμουνα, ποιος ήμουνα πριν 16 χρόνια. Μέσα σε αυτό το ταξίδι, βρήκα την ποιητική συλλογή του Κώστα Νικολάου, "Αγριοτσουκνίδες" Αθήνα 1980. Ανοίγοντας το βιβλίο, στο πρώτο φύλλο, στη δεύτερη σελίδα υπήρχε η αφιέρωση, "Στην αγαπημένη μου ανηψιά Ειρήνη Δέδε (η γιαγιά μου), Εγκάρδια προσφορά, Κώστας Νικολάου".
Άρχισα να ξεφυλλίζω την 30 φύλλων ποιητική συλλογή του... θείου μου και ένα αεράκι δροσιάς, κεφιού και γέλιου με πλημμύρισε. Θυμήθηκα επίσης ότι το μοναδικό ποίημα που έμαθα απ' έξω στη ζωή μου, ήταν οι "Πεθερές" που θα το παρουσιάσω παρακάτω.
Ο Κώστας Εμμ. Νικολάου γεννήθηκε κάτω από την Ακρόπολη στους Αγίους Αποστόλους και μεγάλωσε στις Τζιτζιφιές της Αθήνας. Από μικρός ασχολήθηκε με την ποίηση και τη διηγηματογραφία με ιδιαίτερη κλίση στη σατιρική ποίηση. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας. Στα 1980 τύπωσε την σατιρική συλλογή "Αγριοτσουκνίδες". Έχει αρκετή ανέκδοτη εργασία. (από το βιογραφικό σημείωμα του βιβλίου).
ΟΙ ΠΕΘΕΡΕΣ
Όπου βρεθώ κι όπου σταθλω για πεθερές μιλάνε.
Οι κατηγόριες κ' οι μπομπές σαν το νερό κυλάνε.
Άλλος τις λέει φάλαινες, άλλος τις λέει φώκιες
άλλος πως είν' η γλώσσα τους, του σταυρωτή οι πρόκες.
Και τι δεν είπανε γι' αυτές τις μάνες τις καημένες
που πάντοτε αισθάνονται πως είν' αδικημένες
Λένε πως μες στ' αντρόγυνα εκπέμπουνε παράσιτα
κι είναι τα λόγια τους καυτά, χοντρά πηχτά κι αμάσητα.
Λένε πως είναι ύαινες, διάβολοι δίχωςκέρατα
που πάντα κάνουνε κακό, σ' όλης της γης τα πέρατα.
Αλλά εγώ δεν συμφωνώ, κακό δεν μου 'χει κάνει
πριν παντρευτώ την κόρη της, αυτή είχε πεθάνει!
Η ΓΡΑΒΑΤΑ
Ο Χρηστάκης κάποτε που 'ταν παληκάρι
οι γονείς καμάρωναν τέτοιο κανακάρη.
Είχε τη γραβάτα του όμορφα δεμένη
τη φρεσκοσιδέρωνε, πάντα τεντωμένη!
Τα κορίτσια χάιδευαν τη γερή γραβάτα
αλλά ήταν μιμουάπτ κι άλλα πιο βαρβάτα.
Κόμπο του τη δένανε όλες οι κοπέλες
του τη σιδερώνανε και του καναν και τρέλες!
Όλες τους στη γειτονιά παντρεμένες κι άλλες
χήρες και ζωντοχήρες, μαύρες, ξανθομάλλλες.
Πιάναν τη γραβάτα του που γερά κρατούσε
το χατήρι κάθε μιας, δεν της το χαλούσε.
Μα τα χρόνια πέρασαν. Τι να περιμένει;
η γραβάτα μίκρυνε κι είναι ζαρωμένη.
Δεν την πιάνει σίδερο, πια κοντά στη γνώση
τη θυμάται κάποτε που ταν άλλη τόση!
Πάνε πια απ' τις μικρές τα τρελά παιχνίδια
δεν τον πλησιάζουνε ούτε τα γραΐδια
βρίχει και με το θεό διαρκώς τα βάζει
που η γραβάτα ζάρωσε, η φύσις ησυχάζει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου