Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Νίκος Σπανιάς - Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου

Κάνοντας την βόλτα μου πριν από μερικές μέρες σ' ένα βιβλιοπωλείο στον Στρόβολο, καθόμουνα και κοίταζα τις προσφορές "Βιβλία με 2 ευρώ". Ψαχουλεύοντας έπεσε το μάτι μου σ' ένα πολυκαιρισμένο, κιτρινισμένο, μικρό βιβλιαράκι με τίτλο "Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου (αρ.3)" του Νίκου Σπανιά με εξώφυλλο τη "Σεξουαλική αδεξιότητα του Θεού" του Antonin Artaud στο δευτερο φύλλο του βιβλίου, κάτω χαμηλά έγραφε Νέα Υόρκη 1971 και στη πίσω σελίδα του ίδιου φύλλου έγραφε: printed in the united states of america by athens printing company new york, n.y. Τα μάτια που έλαμψαν και πήγα κατευθείαν στο ταμείο!

Ο Νίκος Σπάνιας γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου του 1923. Φοίτησε αρχικά στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών χωρίς ωστόσο να πάρει πτυχίο. Το 1946 με παρότρυνση του Κ. Κουν μετέφρασε τον Γυάλινο Κόσμο του Τ. Ουίλιαμς για το Θέατρο Τέχνης. Η μετάφραση αυτή θα σταθεί αφορμή για μια υποτροφία από την αμερικάνικη κυβέρνηση για σπουδές στην Αμερική.
Εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη όπου σπούδασε σύγχρονη αμερικάνικη λογοτεχνία, δραματουργία και σκηνοθεσία ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη μετάφραση θεατρικών έργων. Συνεργάστηκε με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας δημοσιεύοντας ποιήματα, μεταφράσεις Αμερικάνων και Ευρωπαίων ποιητών, καθώς και δοκίμια. Πέθανε στις 7 Αυγούστου του 1990 και η τέφρα του, σύμφωνα με επιθυμία του, ρίχτηκε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης.
Εργογραφία: Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου (1963)
Γλυκός Τρόμος (1964)
Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου 2 (1965)
Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου 3 (1971)
Φόρος τιμής στον Georgio de Chirico, Γνώση (1981)
Το μαύρο γάλα της αυγής, Οδός Πανός (1987)
Αμερική, Οδός Πανός (1988)
Το ράμφος της αϋπνίας, Οδός Πανός (2001)
πηγή: http://www.poiein.gr 



JAZZ
Στον Σάκη Παπαδημητρίου

Όχι μικρά αιολικά ψιθυρίσματα
Μουσική δωματίου με μια σιωπή
Περιφερόμενη
Δείχνοντας με το δάχτυλο την ψυχή των πραγμάτων
Ούτε κλασσικές συμφωνίες
Με μια ανθρωπότητα πυκνή-πυκνή και ενωμένη
Σα μυρμηγκοφωλιά
Κι’ όλον τον κόσμο τούτο
Τόπο πολύ μικρό για τη χαρά
Παράθυρο ν’ αφήσεις το βλέμμα σου
Δεν υπάρχει
Δεν υπάρχει
Το βουνό της συμπόνοιας
Ο λάκκος της αλληλεγγύης
Το έλος της πίστης
Τα λέπια της Ελπίδας
Τα λύτρα της συνουσίας
Υπάρχουν κροταλίες άμμοι
Κροτίδες του Έρωτα
Ο Χριστός αυτοχειριάζεται
Ο Χρόνος ανοίγει διάπλατα τα διοράματά του
Πέφτει το κακοφορμισμένο σπειρί του μέλλοντος
Γκρεμίζεται το αμμοκονίαμα του γάμου
Πριν γίνει μοιχεία
Κομήτες δαγκάνουνε με λύσσα τις ουρές τους
Καμωμένες από σπίθες
Ο Γαλαξίας κουλουριάζεται σα φίδι στις κοιλιές
Χειροβομβίδες πετούν σαν χρυσαλίδες στα χέρια
Στρατιωτών
Ανακαλύπτεται καινούριο αλφάβητο
Δίχως να συνταιριάζεται σε λέξεις
Το ρ θα λείπει από τον Καίσαρα
Το κ θα λείπει από την Καισαριανή
Χρώματα θα τεντώνουν τις χορδές τους
Εκκωφαντικά
Ερμαφρόδιτος θα είναι ο άνθρωπος του μέλλοντος
Θ’ ανακλαδίζει ηδονικά τα μέλη του
Πετώντας στο διάστημα
Θα αγκαλιάζεται εναέρια με πουλιά
Θα πίνει τη μελαγχολία σαν καφέ
Χωρίς ζάχαρη
Ήχος θα τρίβεται στον ήχο σαν τσακμακόπετρα
Αρπάζοντας φωτιά
Ο καϋμός του θα μοιάζει σαν το βώδι
Που μουγκρίζει
Σα φρύδι που θα μεταναστεύει από το πρόσωπο
Κι’ η σάλπιγγα του Satchmo
Θα σύρει μια φωνή που θ’ αναιρεί
Ό,τι δημιουργήθηκε μέχρι την ώρα αυτή…



Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Στον Νίκο Καχτίτση

Κρεμνά με επιμέλεια
Τα μέλη του επάνω σε καρφιά
Παραπαίει σ’ έναν λαβύρινθο
Με φρέατα και έναστρες φωνές
Αθόρυβα συνθλίβει κάτω από το πέλμα του
Κύτταρα γαλανά σαν την ελπίδα
Πάσχει από γενναιοδωρία και πλησμονή
Ταριχεύει τα πτώματα των ημερών του
Υπνοβατεί με τα πόδια των άλλων
Για ν’ ανέβει ψηλά
Φορά μια πανοπλία από κόκκαλα που
Λάμπουν
Ανάμεσα γνώσης και αθωότητας
Απαξίωσης και πίστης
Κενού και απόγνωσης
Χτίζει κάθε πρωί τη γέφυρα της αγάπης του
Μοιράζεται την ηδονή και την ανάγκη
Με τέτοιαν ισομέρεια
Που το σωστό τους κράμα
Κάμουν το πεπρωμένο του
Με χέρια σκωληκόβρωτα
Περνάει στο κεφάλι του
Στεφάνια από ορίζοντες
Ασφυκτιά από τα μύχια αναβρυτήρια
Του Μαρτυρίου και της Χαράς
Από τα δένδρα όλα μοιάζει το πιο πολύ
Στο άφεγγο κυπαρίσσι
Οι ρίζες του φυτρώνουν ανάστροφα
Από τον ουρανό στο χώμα
Είναι πανδάκρυτος και ροϊκός
Σε στιγμές δύσκολης εκλογής
Εκπορνεύεται
Είναι πάντοτε ο ιστουργός του χάους
Είναι πάντοτε ο τοκογλύφος τ’ ουρανού
Ο καρποφόρος ποταμός αρχίζει από τη ματιά του
Τρυπιέται με την πένα του
Αποσπά μια-μια τις λέξεις
Από το πλευρό του σαν παΐδια
Σαρώνει τα σαρίδια και την άμμο
Με της αναπνοής του τον κυκλώνα
Αναστυλώνει το φως
Με τις ομοβροντίες των πεποιθήσεών του



BEETHOVEN

Η μοναξιά του
Η κακορρίζικη ζωή του
Η πλακουτσή πρόστυχη μύτη του
Τα μάτια του χυμώντας σα δίδυμα γεράκια
Απ’ το κεφάλι του
Τα μαλλιά του σα δάσος από σπίθες
Η θλίψη του που σκούζει σαν χασές που σχίζεται
Το στριγγό γέλιο του σαν ποτήρι που σπάζει
Η δυσκοιλιότητά του
Η απελπισία του…
Οι κίτρινοι ταρταρικοί κοπτήρες του
Οι σεισμικοί θυμοί του
Τα μάγουλά του ζαρωμένα σαν περγαμηνές
Η κάππα του
Που υψώνεται σαν κύμα
Σα μελανή απέραντη Ήπειρος
Σκεπάζοντας τον άθλιο στενό μας τόπο
Που ασφυκτιά από συνουσία και πόλεμο
Η ακηδία του
Η ζηλομανία του
Η αγαμία του…
Η αγαμία του στητή
Σαν κερασφόρος αίγαγρος
Γλιστρώντας στο κενό…
…«Η γλώσσα μου
»πάνω στη γλώσσα σου και δες
»Πώς πίνω όλο το σάλιο σου
»Γιατί είμαστε εραστές!…»
Εγώ όμως
Ποιητής
Ανήσυχος
Εξορισμένος
Τρυπώντας
Ένα πανάρχαιο βουνό με νόμους αδυσώπητους
Και έθιμα σκονισμένα
Μεθώ
Από τον βροντερό καταρράχτη
Της φωνής σου
Ω Πράσινο Ω Πνιγερό Ω Μαύρο Ω Λατρεμένο
Ζητώ να προσφερθώ σαν δώρο στον καθένα
Ζητώ έρωτες τρισμέγιστους και εραστές σαν τίγρεις
Ζητώ να με φιλήσουνε ζητιάνοι μες στο στόμα
Ω Ομηρικέ
Ω Ευρυμέτωπε σαν βώδι
Εσένα στεφανώνω με το Ελληνικό Ωμέγα
Της Ωδής!
Η φαντασία μου παίρνει φωτιά
Με τις σημαίες της μουσικής σου
Ω χτήνος λυρικό
Ω θεϊκή αρκούδα!
Τα κόκκαλα του στέρνου σου
Κρέμονται απ’ τα χέρια
Τ’ ουρανού
Σαν εναέρια άρπα
Από τα διάκενά της
Σφυρίζει ο Χρόνος
Ζοφερός
Σαν έκπτωτος
Μονάρχης…



AMOR, NO TE VAYAS SIN MI
(para Enrique)


Ελκυστικώτερος
Στρεπτότερος από αντιλόπη
Γάργαρος
Σαν εξελληνισμένη λέξη
Απ’ τη φωνήεσσα γλώσσα σου
Πολύφυλλος σα νύχτα
Περιττός σαν δίγαμμα
Γέρνοντας απ’ τα πολλά
Κλαδιά της ομορφιάς σου
Αποσπώντας κομμάτια νύχτας με τα νύχια σου
Βγάζοντας μυθικούς καπνούς απ’ τα μαλλιά σου
Ούτε λευκός ή μαύρος μα χρυσοκίτρινος
Με φλέβες πρισμένες από θαμμένα όνειρα
Με τα μαυρογάλαζα βαρειά μαλλιά σου
Με τον σκοτεινό καθρέφτη του γυμνού κορμιού σου
Με τα τρυφερά φιλιά σου κουδουνίζοντας από μακριά
Με τους πάνθηρες των ποδιών σου
Με το βάκτρο της ήβης σου
Με την κιθάρα της κοιλιάς σου
Με τους σπόρους του στήθους σου
Με τους μαγνήτες της γλώσσας σου
Με τους πανσέδες των ματιών σου
Με την ατελείωτη βροχή των απαριθμήσεών σου
Με το κεφάλι υπνόγερτο από το όπιο
Με το κεφάλι τανυσμένο σαν κραυγή
Σκίζοντας τον αέρα
Έρωτα
Μη με προσπερνάς
Μη με εγκαταλείπεις εδώ πέρα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...