Την Τετάρτη που μας πέρασε, η γνωστή κρασοπαρέα, στο γνωστό στέκι, το βιβλιοπωλείο Θερβάντες στην Αγλαντζιά, είχε την χαρά να ακούσει τα ποιήματα του Ρικάρδο Λόπεζ και ιστορίες από τη ζωή του. Όπως είπε και ο Γιαννάκης Γιαννακού, ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου: "...την πορεια της ζωης του που σαν ενας συχρονος οδυσσεας ενω
αφοσιωνεται στην πραγματικοτητα της χωρας στην οποια ζει η καρδια χτυπαει
μακρια στην γλυκια πατριδα κ η νοσταλγια απο πονος στην καρδια σταζει στο χαρτι
κ γινεται ποιημα, βαλσαμο για τον ιδιο και γλυκια ευχαριστηση για μας που τ
ακουσαμε κ αναδυθηκαν συναισθηματα ξεχασμενα...απο καιρο!"
Ο Ρικάρδο Λόπεζ γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Σαντιάγκο της Χιλής. Στα δεκαεννιά του βρέθηκε στην Γερμανία να σπουδάζει Φιλοσοφία. Η τύχη όμως του έπαιξε άσχημε παιχνίδια. Στη Χιλή, ανέβηκε η χούντα του Πινοσέτ. Ήταν πλέον persona non grata για τη χώρα του. Η οδύσσεια της επιστροφής στην πατρίδα του, ακόμα κρατεί. Στη Γερμανία γνώρισε τη μέλλουσα γυναίκα του, Κύπρια, και έτσι ο Ρικάρδο βρέθηκε στην Κύπρο.
Η ποίηση του Ρικάρδο έχει έντονα τα στοιχεία της νοσταλγίας. Μεγάλη του αγάπη και επιρροεί είναι η ποίηση ενός άλλου Λατινοαμερικάνου (και όχι Χιλιανού όπως θα περίμενε κανείς) του Καίσαρα Βαγιέχο. Ένας αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι Ο Ρικάρδο ξεκίνησε να γράφει τα ποιήματά του στα Ελληνικά, ίσως ήταν ένας τρόπος και αυτός να κατανοήσει την Ελληνική κουλτούρα.
Οι ώρες
Μια φορά κι έναν καιρό...
Καθώς παραμύθι στο τέλος δεν υπήρχε
Τη στιγμή ν' αρπάξω
Επιχείρησα κι εγώ...
Και λόγια ταπεινά
Ν' αρθώσω θέλησα
Που αντίλαλο ωστόσο δεν βρήκαν
Γιατί βυθισμένη στο σκοτάδι
Με δανεισμένο φως κάποιοι μιλούσαν για τη ζωή
Και είπα τότε εφήμερο
Και προσπάθησα να πω
Ύδατα ξεχασμένα τις ώρες μου φώτιζαν
Βλέμματα άδεια μονάχα συνάντησα
Λευκωσία 9 Μαΐου 2003
Στις γραμμές της ταραχής
Ήλθες κακούργα ξανά
τα όνειρά μου να ρημάξεις.
Σαν σε οργή μέσα στην μνήμη έτριζαν
Σαν γαλήνεμα εκλιπαρούσαν πια.
Κάποτε το δέρμα απόπνεε πόθο,
μονάχα πόθο
στις γραμμές της ταραχής
Κοίτα όμως τ' αραγμένα καράβια
που άρωμα ηδονής αναδίδουν...
Επώδυνα ξεχασμένης ηδονής.
Κάπου το βλέμμα φιλιά ψιθυρίζει...
Αναστατώνει την καρδιά...
Αναμνήσεις του αίματός μου.
Σαντιάγο, Καλοκαίρι 2000
Αναπολώντας τον Καίσαρα Βαγιέχο
Υπάρχει μάνα, ένας μικρός χώρος στον κόσμο...
Ένας χώρος μικρός και απόμακρος,
Και πάλι μικρός, πολύ μικρός...
Και πάλι απόμακρός, πολύ απόμακρός...
Και περιτριγυρισμένος
Από μα'υρα σύννεφα
Που γι' αυτό και μόνο
Το όνομα Χώρα των Σκιών
Μαζί του πάντα κουβαλά
Οι άνθρωποι του, μάνα,
Κυρίως οι άρχοντες,
Πραγματικοί λάτρεις του σκοταδιού.
Παρόλο που κάποτε
Ένας ήλιος χλωμός και επάρατος
Τις αργές του μέρες φωτίζει.
Σ' εκείνο το μακρινό χώρο
Ζω κι εγώ μάνα
Μικρός και απόμακρος
Και ακόμα μια φορά πιο απόμακρος
Και σκληρός...
Και ακόμα μια φορά πιο σκληρός
Και όμορφος... και τρυφερός...
Λευκωσία 8 Σεπτεμβρίου 2006
Οι καμπάνες
Οι καμπάνες
Των παιδικών μου χρόνων
Ηχούσαν χειμωνιάτικες
Μες στην παγωνιά και το χάος
Που την τρέλα
Κάποτε ανναγγέλθηκαν
Οι νεκροί
Έπιναν στην υγειά
Των ζωντανών
Και οι δρόμοι άνοιγαν
Και έδειχναν
Συγχυσμένους προσανατολισμούς
Που κανένας δεν ακολούθησε
Και όλα σήμερα μυρίζουν
Σαντιάγο
Ή καλύτερα Πούντα Αρένας
Που ο άνεμος χορεύει στις πεδιάδες
Και μοναξιές ακόμα αναζητά
Για κουβέντες νυχτιάτικες
Στη ζεστασιά των μονοπατιών
Που ο Μαγγελάνος
Ούτε καν μπόρεσε να φανταστεί.
Λευκωσία 11 Οκτωβρίου 2006
Και τώρα τι;
Και τώρα τι
Αφού απεγνωσμένα
Το έλα μαζί μου σού ζητώ;
Αφού με απελπισία
Στις παρυφές του σκότους;
Τη συντροφιά σου ψάχνω
Αφού ταπεινά
Κρασοπαρέες αναζητώ;
Θεσσαλονίκη 16 Νοεμβρίου 2000
Σ΄ευχαριστούμε Ρικάρδο για τα όμορφα ποιήματά σου και τις ιστορίες που μοιράστηκες μαζί μας.
Σ' ευχαριστούμε Γιαννάκη για τα ωραία κρασιά και τα νόστιμα μεζεδάκια που μας πρόσφερες.
Ο Ρικάρδο Λόπεζ γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Σαντιάγκο της Χιλής. Στα δεκαεννιά του βρέθηκε στην Γερμανία να σπουδάζει Φιλοσοφία. Η τύχη όμως του έπαιξε άσχημε παιχνίδια. Στη Χιλή, ανέβηκε η χούντα του Πινοσέτ. Ήταν πλέον persona non grata για τη χώρα του. Η οδύσσεια της επιστροφής στην πατρίδα του, ακόμα κρατεί. Στη Γερμανία γνώρισε τη μέλλουσα γυναίκα του, Κύπρια, και έτσι ο Ρικάρδο βρέθηκε στην Κύπρο.
Η ποίηση του Ρικάρδο έχει έντονα τα στοιχεία της νοσταλγίας. Μεγάλη του αγάπη και επιρροεί είναι η ποίηση ενός άλλου Λατινοαμερικάνου (και όχι Χιλιανού όπως θα περίμενε κανείς) του Καίσαρα Βαγιέχο. Ένας αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι Ο Ρικάρδο ξεκίνησε να γράφει τα ποιήματά του στα Ελληνικά, ίσως ήταν ένας τρόπος και αυτός να κατανοήσει την Ελληνική κουλτούρα.
Οι ώρες
Μια φορά κι έναν καιρό...
Καθώς παραμύθι στο τέλος δεν υπήρχε
Τη στιγμή ν' αρπάξω
Επιχείρησα κι εγώ...
Και λόγια ταπεινά
Ν' αρθώσω θέλησα
Που αντίλαλο ωστόσο δεν βρήκαν
Γιατί βυθισμένη στο σκοτάδι
Με δανεισμένο φως κάποιοι μιλούσαν για τη ζωή
Και είπα τότε εφήμερο
Και προσπάθησα να πω
Ύδατα ξεχασμένα τις ώρες μου φώτιζαν
Βλέμματα άδεια μονάχα συνάντησα
Λευκωσία 9 Μαΐου 2003
Στις γραμμές της ταραχής
Ήλθες κακούργα ξανά
τα όνειρά μου να ρημάξεις.
Σαν σε οργή μέσα στην μνήμη έτριζαν
Σαν γαλήνεμα εκλιπαρούσαν πια.
Κάποτε το δέρμα απόπνεε πόθο,
μονάχα πόθο
στις γραμμές της ταραχής
Κοίτα όμως τ' αραγμένα καράβια
που άρωμα ηδονής αναδίδουν...
Επώδυνα ξεχασμένης ηδονής.
Κάπου το βλέμμα φιλιά ψιθυρίζει...
Αναστατώνει την καρδιά...
Αναμνήσεις του αίματός μου.
Σαντιάγο, Καλοκαίρι 2000
Αναπολώντας τον Καίσαρα Βαγιέχο
Υπάρχει μάνα, ένας μικρός χώρος στον κόσμο...
Ένας χώρος μικρός και απόμακρος,
Και πάλι μικρός, πολύ μικρός...
Και πάλι απόμακρός, πολύ απόμακρός...
Και περιτριγυρισμένος
Από μα'υρα σύννεφα
Που γι' αυτό και μόνο
Το όνομα Χώρα των Σκιών
Μαζί του πάντα κουβαλά
Οι άνθρωποι του, μάνα,
Κυρίως οι άρχοντες,
Πραγματικοί λάτρεις του σκοταδιού.
Παρόλο που κάποτε
Ένας ήλιος χλωμός και επάρατος
Τις αργές του μέρες φωτίζει.
Σ' εκείνο το μακρινό χώρο
Ζω κι εγώ μάνα
Μικρός και απόμακρος
Και ακόμα μια φορά πιο απόμακρος
Και σκληρός...
Και ακόμα μια φορά πιο σκληρός
Και όμορφος... και τρυφερός...
Λευκωσία 8 Σεπτεμβρίου 2006
Οι καμπάνες
Οι καμπάνες
Των παιδικών μου χρόνων
Ηχούσαν χειμωνιάτικες
Μες στην παγωνιά και το χάος
Που την τρέλα
Κάποτε ανναγγέλθηκαν
Οι νεκροί
Έπιναν στην υγειά
Των ζωντανών
Και οι δρόμοι άνοιγαν
Και έδειχναν
Συγχυσμένους προσανατολισμούς
Που κανένας δεν ακολούθησε
Και όλα σήμερα μυρίζουν
Σαντιάγο
Ή καλύτερα Πούντα Αρένας
Που ο άνεμος χορεύει στις πεδιάδες
Και μοναξιές ακόμα αναζητά
Για κουβέντες νυχτιάτικες
Στη ζεστασιά των μονοπατιών
Που ο Μαγγελάνος
Ούτε καν μπόρεσε να φανταστεί.
Λευκωσία 11 Οκτωβρίου 2006
Και τώρα τι;
Και τώρα τι
Αφού απεγνωσμένα
Το έλα μαζί μου σού ζητώ;
Αφού με απελπισία
Στις παρυφές του σκότους;
Τη συντροφιά σου ψάχνω
Αφού ταπεινά
Κρασοπαρέες αναζητώ;
Θεσσαλονίκη 16 Νοεμβρίου 2000
Σ΄ευχαριστούμε Ρικάρδο για τα όμορφα ποιήματά σου και τις ιστορίες που μοιράστηκες μαζί μας.
Σ' ευχαριστούμε Γιαννάκη για τα ωραία κρασιά και τα νόστιμα μεζεδάκια που μας πρόσφερες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου