Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Τσαρλς Μπουκόφσκι - Ο συγγραφέας του περιθωρίου

Τον έλκυε το περιθώριο. Έζησε χωρίς συμβάσεις και δεν δίσταζε να το λέει: «Σήμερα δεν έγραψα καθόλου, ήμουν όλη τη μέρα στον ιππόδρομο». Ανέδειξε φτωχούς και απελπισμένους χαρακτήρες στην άνθιση του αμερικανικού ονείρου και μόνο στην Ευρώπη βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε. Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι δεν μελέτησε για να γράψει τα θέματα των έργων του, αλλά ήταν κομμάτι του κόσμου που περιέγραφε.

Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1920 στο Άντερναχ της Γερμανίας, αλλά σε ηλικία δύο ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Λος Άντζελες. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός, σκληρός και απόλυτος. Με την παραμικρή αφορμή έδερνε τον Μπουκόφσκι, που εξελίχθηκε σε ένα ντροπαλό έφηβο, χωρίς πολλούς φίλους. Τα παιδιά της γειτονίας τον κορόιδευαν για την γερμανική προφορά του και τα ρούχα του, ενώ οι δάσκαλοί του πίστευαν λανθασμένα ότι έπασχε από δυσλεξία.  

Μεγαλώνοντας, γράφτηκε στο κολέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας, αλλά τα πρώτα του χειρόγραφα δεν είχαν τύχη. Όταν η μητέρα του τα ανακάλυψε, τα κατέστρεψε με την μηχανή του γκαζόν. Έφευγε συχνά από το σπίτι του και ταξίδευε σε διάφορα μέρη της Αμερικής. Κάποια στιγμή όμως, πάντα αναγκαζόταν να επιστρέψει.

Όταν η χώρα ενεπλάκη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο πατέρας του τον πίεζε να καταταγεί στον στρατό. Ο Μπουκόφκσι δεν δέχτηκε και τότε έφυγε μια για πάντα από το πατρικό του. Η φιγούρα του πατέρα του φαίνεται πως τον καταδιώκει συνεχώς και σε όλα τα μετέπειτα έργα του, που αποτυπώνουν άλλοτε μίσος και αηδία προς το πρόσωπό του, κι άλλοτε μια ανθρώπινη κατανόηση, αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που δημιούργησαν την προσωπικότητά του.

Χωρίς σπίτι, ο Μπουκόφσκι έζησε ως περιπλανώμενος άστεγος για λίγο καιρό και, όταν τα ψυχομετρικά τεστ τον έκριναν ακατάλληλο για να εκτίσει τη θητεία του, κατέληξε στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 24 ετών. Παρόλο που δεν έμεινε για πολύ, εκεί δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, «Aftermath of a Lengthy Rejection Slip», στο περιοδικό Story Magazine.

Δημοσίευσε άλλα δύο διηγήματα, τα οποία δεν αναγνωρίστηκαν από τη λογοτεχνική ελίτ της εποχής στην Αμερική. Απογοητευμένος για τη διαδικασία της έκδοσης, παράτησε το γράψιμο για περίπου μια δεκαετία, για «δέκα μεθυσμένα χρόνια», όπως τα έλεγε ο ίδιος. Στο διάστημα αυτό περιπλανιόταν στις ΗΠΑ, αλλά έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες. Για να τα βγάλει πέρα, έκανε διάφορες μικροδουλειές και κοιμόταν σε φτηνά μοτέλ. Το 1955, εισήχθη με αιμορραγία στο νοσοκομείο των απόρων με έλκος στο στομάχι, που λίγο έλειψε να του κοστίσει την ζωή.



Μετά την παραμονή του στο νοσοκομείο, άρχισε να γράφει για πρώτη φορά ποίηση. Η αυθεντική και δεικτική γλώσσα του, παρόλο που αποτέλεσε σημαντική επιρροή για όλους τους μεταπολεμικούς ποιητές, για ακόμα μία φορά δεν αναγνωρίστηκε στην Αμερική, δεν δημοσιεύθηκε σε μεγάλα περιοδικά και δεν βραβεύτηκε από την ακαδημία. Η συμπεριφορά του ίδιου, βέβαια, ήταν προκλητική και, παρόλο που είχε έναν περιορισμένο αριθμό φανατικών αναγνωστών, δεν έδινε την ευκαιρία στο ευρύ κοινό να τον αποδεχτεί. Στην Ευρώπη ωστόσο, ο Μπουκόφσκι έγινε διάσημος. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 ήταν ο πιο πετυχημένος Αμερικανός συγγραφέας στη Γερμανία, ενώ ο Ζαν Πολ Σάρτρ τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο ποιητή που έβγαλαν ποτέ οι  ΗΠΑ.

«Πίναμε τις λέξεις του, πίνοντας αλλεπάλληλες μπίρες στον αλήστου μνήμης «Μπερντέ», ένα φιλόξενο στέκι, μαγειρείο και ποτάδικο, τίγκα στον καπνό και στις ωραίες φάτσες, όλοι μια παρέα, οχτάωρα και δεκάωρα, συζητώντας παθιασμένα, γράφοντας, τρώγοντας, καβγαδίζοντας, αρχές δεκαετίας του '80, διακηρύσσοντας με αγέρωχο θράσος ότι είμαστε παιδιά τού Μπάροουζ και του Γκίνσμπεργκ, του Κέρουακ και του Χέμινγουεϊ, του Χάμετ και του Τσάντλερ, του Μπρετόν και του Ντεμπόρ, του Μπακούνιν και του Μπουκόφσκι!», γράφει ο συγγραφέας Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στο περιοδικό Γαλέρα για την απήχηση που είχε ο Μπουκόφσκι στην Ελλάδα.

Γύρω στο 1969, ο John Martin, εκδότης των Black Sparrow Press, θαυμάζοντας την δουλειά του Μπουκόφσκι αρχίζει να του δίνει 100$ το μήνα για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την συγγραφή. Έτσι, ο Μπουκόφσκι παραιτείται σε ηλικία 49 ετών από το ταχυδρομείο: «Έχω μία από τις δύο επιλογές: να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας. Αποφάσισα να πεθάνω της πείνας». Λιγότερο από ένα μήνα μετά, γράφει το πρώτο του βιβλίο, το Ταχυδρομείο (Post Office), το οποίο κυκλοφόρησε το 1976.

Στην ζωή και στο έργο του Μπουκόφσκι η γυναικεία ύπαρξη έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο. Ο πρώτος του γάμος έγινε το 1957, με την Barbara Frye, μια εκδότρια από το Τέξας, η οποία εξέδιδε το ποιητικό περιοδικό Harlequin και άρχισε να δημοσιεύει δουλειές του Μπουκόφσκι. Ο γάμος τους τελείωσε δύο χρόνια μετά. Ο Μπουκόφσκι μετά το διαζύγιο ξανάπεσε στο ποτό και έπιασε δουλειά σε ταχυδρομείο ως ταμείας, θέση στην οποία παρέμεινε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια.



Λίγο μετά την άδοξη κατάληξη του γάμου του γνωρίζει την Jane Cooney Baker, η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του και η πιο σημαντική από τις πολλές «μούσες» του. Όταν εκείνη πεθαίνει, ο Μπουκόφσκι γράφει μια σειρά από ποιήματα και διηγήματα θρηνώντας τον θάνατό της. Το 1964, η σύντροφός του Frances Smith γεννάει την μοναχοκόρη του, Μαρίνα Λουίζ Μπουκόφσκι. Παντρεύτηκε ξανά το 1985, την επί δέκα χρόνια σύντροφό του, Linda Lee Beighle, και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Μπουκόφσκι πέθανε από λευχαιμία σαν σήμερα, το 1994, σε ηλικία 73 ετών, στο San Pedro της Καλιφόρνια, λίγο αφότου τελείωσε το τελευταίο του βιβλίο «Αστυνομικό» (Pulp). Στον τάφο του είναι γραμμένη η φράση «Don't Try»  (σ.σ: μην προσπαθείς). Ο ίδιος είχε εξηγήσει αυτή τη φράση από το 1963: «Με ρώτησαν "Τι κάνεις όταν δημιουργείς; Πώς γράφεις;" και τους είπα "Δεν προσπαθείς. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, μην προσπαθείς, είτε για τις Κάντιλακ, είτε για να βρεις έμπνευση, είτε για την αθανασία. Περιμένεις και αν δεν γίνει τίποτα, περιμένεις λίγο ακόμα. Είναι σαν ένα ζωύφιο που εντοπίζεις ψηλά στον τοίχο. Περιμένεις να έρθει σε σένα. Όταν φτάσει αρκετά κοντά, τότε το σκοτώνεις"».

Το έργο του Τσαρλς Μπουκόφσκι περιείχε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Έχοντας ζήσει ο ίδιος στο περιθώριο, μάζεψε εμπειρίες και γνώρισε ανθρώπους που αργότερα μπόρεσε να τους αποτυπώσει πειστικά στο χαρτί. Οι χαρακτήρες του έβριζαν, έπιναν, σκοτώνονταν. Ήταν απελπισμένοι και καταστρέφονταν, χωρίς να τους δοθεί μια ευκαρία να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή. Ο Μπουκόφσκι μίλησε για την ψυχή αυτών των ανθρώπων και παρουσίασε την προσωπικότητά τους, επικρίνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία που τους απαρνήθηκε.  Ίσως γι' αυτό η Αμερική να του γύρισε την πλάτη, της χαλούσε επιδεικτικά την εικόνα που είχε καλλιεργήσει για τον εαυτό της.



Οι δεινόσαυροι, εμείς

Γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
καθώς τα ασβεστωμένα πρόσωπα χαμογελούν
καθώς ο κ. Θάνατος γελά
καθώς οι ανελκυστήρες κόβονται
καθώς τα πολιτικά τοπία διαλύονται
καθώς το αγόρι στο σούπερ μάρκετ έχει πτυχίο πανεπιστημίου
καθώς τα μολυσμένα ψάρια ξεστομίζουν τις μολυσμένες προσευχές τους
καθώς ο ήλιος κρύβεται

είμαστε
γεννημένοι έτσι
να είμαστε έτσι
με αυτούς τους προσεκτικά τρελούς πολέμους
με την όψη σπασμένων παραθύρων σε εργοστάσια να ατενίζουν το κενό
με μπαρ όπου οι θαμώνες δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους
με τσακωμούς που καταλήγουν σε πυροβολισμούς και μαχαιρώματα

γεννημένοι έτσι
με νοσοκομεία που είναι τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να πεθάνεις
με δικηγόρους που χρεώνουν τόσο ακριβά που είναι φθηνότερο να δηλώσεις ένοχος
σε μια χώρα όπου οι φυλακές είναι γεμάτες και τα τρελοκομεία κλειστά
σε έναν τόπο όπου οι μάζες ανυψώνουν ηλίθιους σε πλούσιους ήρωες

γεννημένοι μέσα σʼ αυτό
περπατώντας και ζώντας μέσα σʼ αυτό
πεθαίνοντας λόγω αυτού
μένοντας άφωνοι λόγω αυτού
ευνουχισμένοι
έκλυτοι
αποκληρωμένοι
λόγω αυτού
εξαπατημένοι από αυτό
χρησιμοποιημένοι από αυτό
εξευτελισμένοι από αυτό
εξοργισμένοι και απηυδισμένοι από αυτό
βίαιοι
απάνθρωποι
λόγω αυτού

η καρδιά έχει μελανιάσει
τα δάχτυλα πλησιάζουν το λαιμό
το όπλο
το μαχαίρι
τη βόμβα
τα δάχτυλα τείνουν προς έναν μη αποκρυνόμενο θεό

τα δάχτυλα πλησιάζουν το μπουκάλι
το χάπι
τη σκόνη

γεννημένοι σʼ αυτό το θλιβερό θανατικό
γεννημένοι με μια κυβέρνηση με 60 χρονών χρέος
που σύντομα δε θα είναι ικανή να αποπληρώσει τους τόκους αυτού του χρέους
και οι τράπεζες θα καούν
το χρήμα θα καταστεί άχρηστο
θα υπάρξουν φανερές και ατιμώρητες δολοφονίες στους δρόμους
θα υπάρξουν όπλα και περιπλανώμενοι όχλοι
η γη θα είναι άχρηστη
η τροφή θα γίνει μια φθίνουσα απόδοση
η πυρηνική ενέργεια θα έρθει στην κατοχή των πολλών
εκρήξεις θα σείουν ακατάπαυστα τη γη

ραδιενεργά ρομπότ θα κυνηγούν το ένα το άλλο
οι πλούσιοι και οι επίλεκτοι θα παρακολουθούν από τους διαστημικούς σταθμούς
η Κόλαση του Δάντη θα μοιάζει με παιδική χαρά

ο ήλιος θα κρυφτεί και θα είναι νύχτα παντού
τα δέντρα θα πεθάνουν
η βλάστηση όλη θα πεθάνει
ραδιενεργοί άνθρωποι θα τρώνε τη σάρκα ραδιενεργών ανθρώπων
η θάλασσα θα μολυνθεί
οι λίμνες και τα ποτάμια θα εξαφανιστούν
η βροχή θα είναι ο επόμενος χρυσός

σαπισμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων θα ζέχνουν στο σκοτεινό άνεμο

οι λίγοι τελευταίοι επιζήσαντες θα μολυνθούν από νέες και φρικιαστικές ασθένειες
και οι διαστημικοί σταθμοί θα καταστραφούν από δολιοφθορές
την έλλειψη προμηθειών
το φυσικό φαινόμενο της φθοράς

και θα υπάρξει η πιο όμορφη σιγή από ποτέ

γεννημένη από αυτό

ο ήλιος ακόμα εκεί κρυμμένος

να περιμένει το επόμενο κεφάλαιο.

πηγή: http://tvxs.gr/




Και να θυμάσαι τις παλιοκαραβάνες που το πάλεψαν γερά: τον Χέμινγουεϊ, τον Σελίν, τον Ντοστογέφσκυ, τον Χάμσουν. Αν νομίζεις πως αυτοί δεν τρελάθηκαν σε μικρά δωματιάκια, όπως τώρα εσύ, δίχως γυναίκα, δίχως φαΐ, δίχως ελπίδα, δεν είσαι ώριμος ακόμη. Πιες περισσότερη μπύρα, υπάρχει καιρός. Κι αν δεν υπάρχει, καλά είναι κι έτσι.

Κυνικό θα τον έλεγαν πολλοί και εξαιρετικά αντιλυρικό. Μα είναι από τους συγγραφείς που έχουν γράψει τα πιο αληθινά λόγια ανεξάρτητα από το πώς αυτά φαίνονται. Η αλήθεια του γυμνή ξενίζει αυτούς που έμαθαν ότι η ποίηση είναι εξεζητημένες λέξεις, μεγάλα νοήματα, υπερβολή και όλ’ αυτά για λίγους. Από τους Ζενέ και Σαρτρ έχει χαρακτηριστεί ως ο μεγαλύτερος ποιητής της Αμερικής. Η συλλογή Play the Piano Drunk Like a Percussion Instrument Until the Fingers Begin to Bleed a Bit (Παίξε πιάνο μεθυσμένος σαν να έπαιζες ένα κρουστό όργανο μέχρι τα δάχτυλά σου να ματώσουν λίγο) του 1976 δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά όπως και πολλές άλλες ποιητικές συλλογές του. Πεζά και ποιήματά του συνεχίζουν να εκδίδονται και μετά το θάνατό του. Ένας άνθρωπος του περιθωρίου όπως ο Μπουκόφσκι δε θα μπορούσε να γράφει για τίποτα άλλο εκτός από τον πόνο, την απελπισία και τη φτώχεια. Κατακρίνει την κοινωνία, την πολιτική, τη θρησκεία, τον ίδιο του τον εαυτό.

Μεταμόρφωση

μία κοπέλα ήρθε
μου έφτιαξε το κρεβάτι
σφουγγάρισε και κέρωσε το πάτωμα της κουζίνας
έτριψε τους τοίχους
σκούπισε
καθάρισε την τουαλέτα
τη μπανιέρα
σφουγγάρισε το πάτωμα του μπάνιου
κι έκοψε τα νύχια των ποδιών μου και
τα μαλλιά μου.

έπειτα
όλα την ίδια μέρα
ο υδραυλικός ήρθε κι έφτιαξε τη βρύση της κουζίνας
και την τουαλέτα
και ο τεχνικός για τα καλοριφέρ έφτιαξε τα καλοριφέρ
και ο τεχνικός για το τηλέφωνο έφτιαξε το τηλέφωνο
τώρα κάθομαι εδώ σ’ αυτήν την τελειότητα
είναι ήσυχα
τα χάλασα και με τις 3 κοπέλες μου.

ένιωθα καλύτερα όταν όλα ήταν σε
αταξία.
θα μου πάρει μερικούς μήνες για να ξαναγίνουν
όλα φυσιολογικά¨
δε μπορώ να βρω ούτε κατσαρίδα για να μιλήσω.

έχασα το ρυθμό μου.
δε μπορώ να κοιμηθώ.
δε μπορώ να φάω.

μου στέρησαν τη
βρωμιά μου.




Το πρόσωπο ενός πολιτικού υποψηφίου σε ένα πίνακα διαφημίσεων της πόλης

να τος
όχι πολλά μεθύσια
όχι πολλοί καυγάδες με γυναίκες
όχι πολλά κλαταρισμένα λάστιχα
ποτέ δε σκέφτηκε την αυτοκτονία

όχι περισσότεροι από τρεις πονόδοντοι
ποτέ δεν έχασε γεύμα
ποτέ δεν έκανε φυλακή
ποτέ δεν ερωτεύτηκε

7 ζευγάρια παπούτσια
ένας γιος στο πανεπιστήμιο
αμάξι ενός έτους
ασφαλιστήρια συμβόλαια
ένα πολύ πράσινο γρασίδι
κάδοι σκουπιδιών καλά σφραγισμένοι
θα εκλεγεί.



Ερωτεύτηκα

είναι μικρή, είπε,
αλλά κοίτα εμένα,
έχω ωραίους αστράγαλους,
και κοίτα και τους καρπούς μου, έχω ωραίους
καρπούς
Θεέ μου,
νόμιζα ότι πήγαινε καλά,
και τώρα ξανά αυτή,
κάθε φορά που σου τηλεφωνεί τρελαίνεσαι,
μου είπες ότι τελείωσε
μου είπες ότι ως εδώ ήταν,
άκου, έχω ζήσει αρκετά για να γίνω
μια καλή γυναίκα,
γιατί έχεις ανάγκη μια κακή γυναίκα;
έχεις ανάγκη να σε βασανίζουν, έτσι δεν είναι;
νομίζεις ότι η ζωή είναι σάπια αν κάποιος σου συμπεριφέρεται
σάπια, όλα ταιριάζουν,
έτσι δεν είναι;
πες μου, αυτό είναι; θέλεις να σου φέρονται
σκατά;
και ο γιος μου, ο γιος μου θα σε γνώριζε.
το είπα στο γιο μου
και παράτησα όλους τους εραστές μου.
στάθηκα σε ένα καφέ και ούρλιαξά
ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ,
Και τώρα με κορόιδεψες…

συγγνώμη, είπα, ειλικρινά συγγνώμη.

κράτα με, είπε, θα με κρατήσεις σε παρακαλώ;

ποτέ ξανά δε βρέθηκα σε κάτι τέτοιο, είπα,
σε ένα τέτοιο τρίγωνο…

σηκώθηκε και άναψε τσιγάρο, έτρεμε ολόκληρη. έκανε βήματα πάνω κάτω, άγρια και τρελή. ήταν μικροκαμωμένη. τα χέρια της ήταν λεπτά, πολύ λεπτά και όταν ούρλιαξε και άρχισε να με χτυπάει την έπιασα απ’ τους καρπούς και μετά πέρασα στα μάτια¨ μίσος, αιώνες βαθιά και αληθινά. έκανα λάθος, ήμουν απρεπής και άρρωστος. όλα τα πράγματα που είχα μάθει είχαν χαραμιστεί.
δεν υπήρχε ζωντανό πλάσμα τόσο βρώμικο όσο εγώ
και όλα τα ποιήματα μου ήταν
εσφαλμένα.



Αγκάλιασε το σκοτάδι

ο σάλος είναι ο θεός
η τρέλα είναι ο θεός

όταν ζεις μονίμως ήρεμα
ζεις μονίμως το θάνατο.

η αγωνία μπορεί να σκοτώσει
ή
η αγωνία μπορεί να κρατήσει το βάρος της ζωής
αλλά η ηρεμία είναι πάντα τρομακτική
η ηρεμία είναι ό,τι χειρότερο
να περπατάς
να μιλάς
να χαμογελάς,
να φαίνεται ότι είσαι.

μην ξεχνάς τα πεζοδρόμια
τις πόρνες,
την προδοσία,
το σκουλήκι μέσα στο μήλο,
τα μπαρ, τις φυλακές,
τις αυτοκτονίες των εραστών.

εδώ στην Αμερική
έχουμε δολοφονήσει έναν πρόεδρο και τον αδερφό του,
ένας άλλος πρόεδρος παραιτήθηκε από τη θέση του.

οι άνθρωποι που πιστεύουν στην πολιτική
είναι σαν τους ανθρώπους που πιστεύουν στο θεό¨
είναι κάτι αποτυχημένοι που έχουν έφεση
στα ασήμαντα.

δεν υπάρχει θεός
δεν υπάρχει πολιτική
δεν υπάρχει ηρεμία
δεν υπάρχει έρωτας
δεν υπάρχει έλεγχος
δεν υπάρχει σχέδιο

μείνε μακριά από το θεό
παράμεινε ενοχλημένος

γλίστρα


πηγή: www.vakxikon.gr 






Το νόημα της ζωής

Για αυτούς που πιστεύουν στον Θεό, οι περισσότερες από τις μεγάλες ερωτήσεις έχουν ήδη απαντηθεί. Για τους υπόλοιπους από εμάς όμως που δεν μπορούμε να δεχτούμε εύκολα τη συνταγή του Θεού, οι μεγάλες απαντήσεις δεν παραμένουν γραμμένες σε πέτρινες πλάκες. Προσαρμοζόμαστε σε νέες συνθήκες και ανακαλύψεις. Η αγάπη δεν χρειάζεται να είναι μια εντολή ή μια ρήση. Είμαι ο δικός μου Θεός. Βρισκόμαστε εδώ για να ξεμάθουμε τη διδασκαλία της εκκλησίας, της πολιτείας και του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Βρισκόμαστε εδώ για να πίνουμε μπύρα. Βρισκόμαστε εδώ για να σκοτώνουμε τον πόλεμο. Βρισκόμαστε εδώ για να γελάμε με τις πιθανότητες και για να ζούμε τη ζωή μας τόσο καλά, όπου ο θάνατος θα τρέμει στην ιδέα να μας πάρει. Βρισκόμαστε εδώ, για να διαβάζουμε τις λέξεις όλων αυτών των σοφών ανδρών και γυναικών, που μας λένε ότι είμαστε εδώ για διαφορετικούς λόγους αλλά και για τον ίδιο ακριβώς λόγο…

Πηγή: www.ithaque.gr




Ο ήχος των ανθρώπινων ζωών
παράξενη ζεστασιά, ζεστά και κρύα θηλυκά,
είμαι καλός στον έρωτα, όμως ο έρωτας δεν είναι μόνο
σεξ. οι περισσότερες γυναίκες που έχω γνωρίσει
είναι φιλόδοξες, κι εμένα μου αρέσει να τεμπελιάζω σε
μεγάλα αναπαυτικά μαξιλάρια στις 3
το απόγευμα, μου αρέσει να χαζεύω τον ήλιο
ανάμεσα απ’ τα φύλλα κάποιου δένδρου
καθώς ο κόσμος εκεί έξω κρατιέται
μακριά μου, το ξέρω πολύ καλά, όλες αυτές οι
βρόμικες σελίδες, και μου αρέσει να τεμπελιάζω
με την κοιλιά μου προς το ταβάνι αφού κάνουμε έρωτα
όλα να ρέουν προς τα μέσα:
είναι τόσο εύκολο να είσαι χαλαρός – αρκεί να το αφήσεις να συμβεί,
μόνο αυτό χρειάζεται.
αλλά το θηλυκό είναι παράξενο, είναι πολύ
φιλόδοξο – να πάρει! δεν μπορώ να κοιμάμαι όλη τη μέρα!
το μόνο που κάνουμε είναι να τρώμε! να κάνουμε έρωτα! να κοιμόμαστε! να τρώμε! να κάνουμε έρωτα!
αγαπητή μου, λέω, υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω αυτή τη στιγμή
που μαζεύουν τομάτες, μαρούλια, ακόμα και βαμβάκι,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν κάτω απ’ τον ήλιο,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν σε εργοστάσια
για το τίποτα, για πενταροδεκάρες
μπορώ να ακούσω τον ήχο των ανθρώπινων ζωών να θρυμματίζονται…
δεν ξέρεις πόσο τυχεροί
είμαστε…
όμως εσύ τα κατάφερες, μου λέει,
τα ποιήματά σου…
η αγάπη μου σηκώνεται από το κρεβάτι.
την ακούω στο διπλανό δωμάτιο.
η γραφομηχανή δουλεύει.
δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η προσπάθεια και η
ενέργεια
έχουν καμία σχέση
με τη δημιουργία.
υπόθέτω ότι σε θέματα όπως η πολιτική, η ιατρική,
η ιστορία και η θρησκεία
κάνουν επίσης
λάθος.
γυρίζω την κοιλιά μου από την άλλη μεριά και κοιμάμαι
με τον πισινό μου προς το ταβάνι έτσι για αλλαγή.
Άνδρας και γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 μμ
Νιώθω σαν κόνσερβα με σαρδέλες, είπε.
Νιώθω σαν έμπλαστρο, είπα.
Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.
Νιώθω σαν τομάτα κομμένη σε φέτες, είπα.
Νιώθω σαν νά’ρχεται βροχή, είπε.
Νιώθω σαν να σταμάτησε το ρολόι, είπα.
Νιώθω σαν η πόρτα νά’ναι ξεκλείδωτη, είπε.
Νιώθω σαν ένας ελέφαντας να μπαίνει μέσα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να πληρώσουμε το νοίκι, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να μη θέλω να δουλέψω, είπα.
Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να παρακάνουμε έρωτα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε περισσότερο έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε.
Νιώθω σαν να θέλω λίγο ουίσκι, είπα.
Νιώθω σαν να καταλήγουμε σε κρασί, είπε.
Νιώθω σαν να’χεις δίκιο, είπα.
Νιώθω σαν να παραδίνομαι, είπε.
Νιώθω σαν να χρειάζομαι ένα μπάνιο, είπα.
Νιώθω σαν να χρειάζεσαι ένα μπάνιο, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να σαπουνίσεις την πλάτη μου, είπα.
Νιώθω σαν να μην μ’αγαπάς, είπε.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ, είπα.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα μου τώρα, είπε.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα σου κι εγώ, είπα.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ τώρα, είπε.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ εγώ πιο πολύ απ’ό,τι εσύ εμένα, είπα.
Νιώθω υπέροχα, είπε. Νιώθω σαν να θέλω να ουρλιάξω.
Νιώθω σαν να θέλω να συνεχίσω για πάντα, είπα.
Νιώθω σαν να μπορείς, είπε.
Νιώθω, είπα.
Νιώθω, είπε.
ντουζ
Μας αρέσει να κάνουμε ντουζ στη συνέχεια
(θέλω το νερό πιο ζεστό από κείνη)
και το πρόσωπό της είναι πάντα απαλό και ήρεμο
και θα με σαπουνήσει πρώτη
θα απλώσει τον αφρό στ’ αρχίδια μου
θα τα σηκώσει
θα τα ζουλίξει
μετά θα σαπουνίσει τον πούτσο:
‘Ε, αυτό εδώ είναι ακόμα σκληρό’
ύστερα θα πιάσει όλες τις τρίχες κάτω εκεί,
την κοιλιά, την πλάτη, το λαιμό, τα πόδια,
χαμογελώ με ευχαρίστηση
κι ύστερα τη σαπουνίζω εγώ…
πρώτα το μουνί
στέκομαι πίσω της, ο πούτσος μου στα μάγουλα του πισινού της
σαπουνίζω απαλά τις τρίχες του μουνιού,
την σαπουνίζω εκεί με απαλές κινήσεις,
παραμένω ίσως περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται,
κι ύστερα ασχολούμαι με το πίσω των ποδιών, τον κώλο, την πλάτη,
το λαιμό, την γυρίζω απ΄την άλλη, τη φιλώ,
σαπουνίζω τα στήθη, την πιάνω εκεί και πιο κάτω στην κοιλιά,
το λαιμό, το μπροστινό των ποδιών,
τους αγκώνες, τις πατούσες,
κι ύστερα το μουνί, άλλη μια φορά, για γούρι.
ακόμα ένα φιλί και βγαίνει πρώτη,
σκουπίζεται, μερικές φορές τραγουδά καθώς εγώ παραμένω,
γυρίζω το νερό στο πιο ζεστό,
νιώθοντας τις καλές στιγμές του θαύματος της αγάπης
ύστερα βγαίνω
είναι συνήθως απόγευμα και ήσυχα,
και καθώς ντυνόμαστε συζητάμε τι άλλο
θα μπορούσαμε να κάνουμε,
αλλά το να είμαστε μαζί λύνει τα περισσότερα θέματα,
στην ουσία τα λύνει όλα
μια και όσο αυτά τα θέματα παραμένουν λυμένα
στην ιστορία της γυναίκας και του άνδρα,
είναι διαφορετικά για τον καθένα,
για άλλους χειρότερα, για άλλους καλύτερα,
για μένα, είναι αρκετά θαυμάσιο να θυμάμαι
τις παρελάσεις των στρατών
και τα άλογα να περπατούν στον δρόμο
τις αναμνήσεις του πόνου και της ήττας και της δυστυχίας:
Λίντα, εσύ μου το πρόσφερες,
όταν το πάρεις πίσω
κάντο αργά κι αβίαστα
κάντο σαν να πεθαίνω ενώ κοιμάμαι
παρά ενώ είμαι ξύπνιος
αμήν.

Γρήγορα κι αργά
σίγουρα, ο κλοιός
στενεύει
πετάω φωτοβολίδες
καμιά
ανταπόκριση.
δεν μου προξενεί
έκπληξη
μόνο το ότι
συνεχίζω
ειδικά
ενώ ξέρω
ότι το τέλος
είναι
εκεί
κι
εδώ
Και τώρα;
οι λέξεις έχουν ειπωθεί,
κάθομαι άρρωστος.
το τηλέφωνο χτυπά,οι γάτες κοιμούνται.
Η Λίζα καθαρίζει.
Περιμένω να ζήσω,
περιμένω να πεθάνω
Μακάρι να μπορούσα να φανώ λίγο γενναίος.
είναι μια άθλια υπόθεση
όμως το δένδρο εκεί έξω δεν το γνωρίζει:
το παρακολουθώ να λυγίζει με τον άνεμο
κάτω απ΄τον απογευματινό ήλιο.
δεν υπάρχει τίποτα να δηλώσουμε τώρα πια,
μόνο μια αναμονή.
ο καθένας την αντιμετωπίζει μόνος του
Ω, ήμουν κάποτε νέος,
Ω, ήμουν κάποτε απίστευτα
νέος!

πηγή: http://www.poiein.gr/


Τσάρλς Μπουκόφσκι καθώς πλησίαζε το θάνατο 
«To προφανές θα μας σκοτώσει»

Απολογισμός   

Κι άλλες χαμένες μέρες,   
Ξεκοιλιασμένες μέρες   
Εξατμισμένες μέρες.   
Κι άλλες χαραμισμένες μέρες,   
σπαταλημένες μέρες,   
δαρμένες μέρες,   
ακρωτηριασμένες.   
το πρόβλημα είναι ότι   
το άθροισμά των ημερών   
μας κάνει μια ζωή,   
τη ζωή μου.   
Κάθομαι εδώ   
Εβδομήντα τριών χρονών   
Ξέροντας ότι ξεγελάστηκα   
Τα ΄κανα θάλασσα,   
Τσιγκλάω τα δόντια μου   
Με μια οδοντογλυφίδα   που   σπάει.   
Σαν εμπορικό τραίνο που δεν τ’ ακούς όταν   
Έχεις την πλάτη γυρισμένη.   



μια τρομερή ανάγκη   

μερικοί άνθρωποι έχουν ανάγκη να   
είναι δυστυχισμένοι, σώνει και καλά θα την βρουν τη   
δυστυχία   
σε οποιαδήποτε κατάσταση   
θα εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία   
να επισημάνουν   
ακόμη και το παραμικρό λάθος   
την απειροελάχιστη έλλειψη   
κι ύστερα θα γεμίσουν από μίσος   
κι εκδικητικότητα     
δεν καταλαβαίνουν ότι   
είναι τόσος λίγος   
ο χρόνος   
για τον καθένα μας   
σ’ αυτήν την παράξενη 
ζωή για να προλάβουμε να   
ολοκληρωθούμε;   
κι ότι το να σπαταλάμε   
τη ζωή μας   
έτσι   
είναι σχεδόν ασυγχώρητο;   
κι ότι   
δεν υπάρχει   
ποτέ   
τρόπος   
ν’ ανακτήσουμε   
όσα θα   
χαθούν μ’ αυτόν  τον τρόπο   
για πάντα;    



ζωή στο μισό κέλυφος   

το προφανές θα μας σκοτώσει,   
το προφανές μας σκοτώνει   
η τύχη μας εξαντλήθηκε   
όπως πάντα ανασυντασσόμαστε   
και περιμένουμε.   
Δεν έχουμε ξεχάσει πώς να   
Παλεύουμε   
Αλλά η πολύχρονη μάχη μας έχει   
Κουράσει.   
το προφανές θα μας σκοτώσει,   
μας έχει καταβροχθίσει κιόλας το   
προφανές.   
εμείς το επιτρέψαμε.   
καλά να πάθουμε.   
ένα χέρι κινείται στον   
ουρανό.   
Μια εμπορική αμαξοστοιχία περνάει μες την νύχτα.   
Οι φράχτες είναι ξεχαρβαλωμένοι.   
Η καρδιά μένει μονάχη.   
Το προφανές θα μας σκοτώσει.   
Περιμένουμε, στερημένοι από όνειρα.  

 Πηγή: www.lifo.gr



το πρώτο ποίημα πάλι
 
64 μέρες και νύχτες σε αυτό 
το μέρος, χημειοθεραπεία, 
αντιβιοτικά, αίμα να τρέχει μες 
στον καθετήρα. 
λευχαιμία. 
ποιος, εγώ; 
στην ηλικία των 72 είχα αυτή την ηλίθια εντύπωση πως 
απλώς θα πέθαινα γαλήνια στον ύπνο μου 
αλλά 
οι θεοί το θέλουν διαφορετικά. 
κάθομαι μπροστά σ' αυτή τη μηχανή, διαλυμένος, 
μισοπεθαμένος, 
τη Μούσα γυρεύοντας ακόμη, 
μα μόνο προσωρινά έχω επιστρέψει· 
και τίποτα δεν μοιάζει να είναι ίδιο. 
δεν ξαναγεννήθηκα, γυρεύω 
μόνο 
λίγες ακόμη μέρες, λίγες ακόμη νύχτες, 
σαν 
αυτήν 
εδώ.
 
 
παρακαλώ
 
μες στη νύχτα τώρα να σκεφτόμαστε τα χρόνια και τις 
γυναίκες που έφυγαν και χάθηκαν για πάντα 
και να μη μας νοιάζει για τις γυναίκες που έφυγαν, και να μη μας νοιάζει καν για τα χρόνια 
που χάθηκαν για πάντα 
να μπορούσαμε 
μόνο να βρούμε λίγη γαλήνη τώρα ένα χρόνο γαλήνης, ένα μήνα 
γαλήνης, μια βδομάδα γαλήνης 
όχι γαλήνη για τον κόσμο μόνο λίγη εγωιστική γαλήνη 
για μένα 
για να ξαπλώσω μέσα της σαν σε πράσινο ζεστό 
νερό, μόνο λίγη, μόνο μια ώρα, λίγη 
γαλήνη, ναι, μες στη νύχτα μες στη νύχτα καθώς σκεφτόμαστε 
τα χρόνια που χάθηκαν και τις γυναίκες που έφυγαν μέσα σ' αυτή τη νύχτα 
μέσα σ' αυτή την πολύ μακριά 
σκοτεινή και μοναχική 
νύχτα.


ψυχρό καλοκαίρι
 
όχι όσο άσχημα θα μπορούσε 
αρκετά άσχημα πάντως: μία μέσα μία έξω 
απ' το νοσοκομείο, μία μέσα μία έξω από 
το γραφείο του γιατρού, να κρέμομαι 
από μια κλωστή: είναι σε ύφεση 
τώρα, όχι, περίμενε, 2 καινούρια 
κύτταρα εδώ, και τα αιμοπετάλιά 
σου είναι πολύ χαμηλά. 
μήπως έπινες πάλι; 
θα πρέπει μάλλον να πάρουμε 
άλλο ένα δείγμα νωτιαίου μυελού 
αύριο.
ο γιατρός είναι απασχολημένος, η 
αίθουσα αναμονής στο τμήμα 
καρκίνου είναι φίσκα στον κόσμο.
οι νοσοκόμες είναι ευχάριστες, 
αστειεύονται μαζί μου. 
σκέφτομαι ότι αυτό είναι ωραίο, ν' αστειεύεσαι την ώρα 
που βρίσκεσαι στη σκοτεινή 
κοιλάδα του θανάτου. 
η γυναίκα μου είναι μαζί μου. 
λυπάμαι για τη γυναίκα μου, λυπάμαι 
για όλες τις 
γυναίκες.
ύστερα είμαστε κάτω 
στο πάρκινγκ. 
μερικές φορές οδηγεί αυτή. 
μερικές φορές οδηγώ εγώ. 
τώρα οδηγώ εγώ. 
είναι ένα ψυχρό καλοκαίρι. 
ίσως να πρέπει να κολυμπήσεις 
λίγο όταν φτάσουμε στο σπίτι,
λέει 
η γυναίκα μου.
η μέρα σήμερα είναι πιο ζεστή 
απ' ό,τι συνήθως.
αμέ, λέω και κατευθύνομαι έξω 
από το πάρκινγκ.
είναι γενναία γυναίκα, κάνει 
σαν όλα να είναι 
όπως συνήθως. 
μα τώρα πρέπει να πληρώσω για όλα εκείνα 
τα άσωτα χρόνια· 
κι ήταν τόσα πολλά 
από δαύτα. 
ο λογαριασμός πρέπει πια να εξοφληθεί 
και θα δεχθούν μόνο 
μια τελική 
πληρωμή.
έτσι κι αλλιώς πάντως μάλλον 
θα κολυμπήσω λίγο.



απόψε
 
πόσα από τα κύτταρα του εγκεφάλου μου δεν έχουν καταστραφεί από 
το αλκοόλ 
κι εγώ κάθομαι τώρα εδώ και πίνω 
όλοι οι σύντροφοί μου στο ποτό πεθαμένοι, 
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το 
άλμπατρος. 
πίνω μόνος τώρα. 
πίνω με τον εαυτό μου και για τον εαυτό μου. 
πίνω για τη ζωή μου και για τον θάνατό μου. 
η δίψα μου ακόμα δεν ικανοποιήθηκε. 
ανάβω ένα τσιγάρο ακόμη, γυρίζω αργά 
το μπουκάλι, το 
θαυμάζω. 
όμορφη παρέα. 
χρόνια έτσι. 
τι άλλο θα μπορούσα να είχα κάνει 
και να το κάνω τόσο καλά; 
έχω πιει περισσότερο από τους πρώτους 
εκατό ανθρώπους που θα συναντήσεις 
στον δρόμο 
ή θα δεις στο τρελάδικο. 
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το 
άλμπατρος. 
ανήκω πια στους μεγαλύτερους πότες 
των αιώνων. 
με έχουν επιλέξει. 
σταματάω τώρα, σηκώνω το μπουκάλι, καταπίνω μια 
μεγάλη γουλιά. 
μου είναι αδύνατον να σκεφτώ ότι 
κάποιοι έχουν στ' αλήθεια σταματήσει και 
γίνανε νηφάλιοι 
πολίτες. 
με στεναχωρεί. 
είναι στεγνοί, βαρετοί, ασφαλείς. 
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το 
άλμπατρος. 
το δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο από μένα κι εγώ είμαι 
γεμάτος. 
πίνω αυτό εδώ για όλους εσάς 
και για μένα. 
είναι περασμένα μεσάνυχτα τώρα κι ένας μοναχικός 
σκύλος ουρλιάζει μες στη 
νύχτα. 
κι είμαι τόσο νέος όσο κι η φωτιά που ακόμα 
καίει 
τώρα.


ο γέρο - αναρχικός
 
ο γείτονάς μου μού δίνει το κλειδί του σπιτιού του 
όταν φεύγει για διακοπές. 
ταΐζω τις γάτες του 
ποτίζω τα λουλούδια και το 
γρασίδι του.
βάζω την αλληλογραφία του σε μια τακτοποιημένη στοίβα 
πάνω στην τραπεζαρία του. 
είμαι ο ίδιος άνθρωπος άραγε που 
πριν από 15 χρόνια 
σχεδίαζε ν' ανατινάξει την πόλη του Λος Άντζελες;
κλειδώνω την πόρτα του. 
βαδίζω στην είσοδο 
στέκομαι 
χασομεράω μια στιγμή 
στο ηλιοβασίλεμα και σκέφτομαι, 
υπάρχει ακόμα καιρός, 
υπάρχει ακόμα καιρός για μια 
επιστροφή. 
ποτέ δεν ταίριαξα εξάλλου 
μ' αυτούς τους άλλους.
βαδίζω στο πεζοδρόμιο 
προς το σπίτι μου
προσέχοντας 
να μην πατήσω 
καμιά λακκούβα.




barfly
 
η Τζέην, που είναι πεθαμένη εδώ και 31 χρόνια, 
δεν θα μπορούσε ποτέ 
να φανταστεί ότι θα έγραφα ένα σενάριο για τις μέρες 
που πίναμε μαζί 
και 
ότι θα γινότανε ταινία 
και 
ότι μια όμορφη ηθοποιός θα έπαιζε τον δικό της 
ρόλο.
μπορώ ν΄ ακούσω την Τζέην τώρα: ?Μια όμορφη ηθοποιός; μα, 
για όνομα του Θεού!?
Τζέην, έτσι είναι οι σώου μπίζνες, γι' αυτό πήγαινε, 
αγαπημένη μου, πάλι να κοιμηθείς, γιατί 
όσο σκληρά κι αν προσπαθήσουνε 
δεν θα μπορέσουνε να βρουν καμία ακριβώς σαν 
εσένα
κι ούτε κι εγώ 
θα μπορέσω.


και γαμώ τα ζευγάρια
 
ήμασταν μονίμως άφραγκοι, μαζεύοντας τις εφημερίδες της Κυριακής από τους 
σκουπιδοτενεκέδες της Δευτέρας (και μαζί τα επιστρεφόμενα μπουκάλια 
από τ' αναψυκτικά). 
μονίμως μάς έκαναν έξωση απ' το παλιό μας σπίτι 
μα σε κάθε νέο διαμέρισμα θα ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή, 
μονίμως τραγικά καθυστερημένοι στο νοίκι, το ραδιόφωνο 
να παίζει θαρραλέα στο σπαραγμένο ηλιοβασίλεμα, ζούσαμε σαν εκατομμυριούχοι, σαν να 'τανε ευλογημένες οι ζωές μας, και αγαπούσα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της 
και τα σέξι φορέματά της, κι ακόμη τον τρόπο της να γελάει μαζί μου 
έτσι που καθόμουνα με τη σχισμένη μου φανέλα στολισμένη με 
τρύπες απ' τα τσιγάρα: ήμασταν φοβερό ζευγάρι, η Τζέην κι εγώ, αστράφταμε μες 
στην τραγωδία της φτώχιας μας σαν να ήταν αστείο, σαν να μη 
μας ένοιαζε και δεν μας ένοιαζε μας έπνιγε μες στον λαιμό κι εμείς 
πεθαίναμε στα γέλια.
λέγανε αργότερα πως 
ποτέ δεν είχαν ακούσει να τραγουδάνε τόσο άγρια, να τραγουδάνε τόσο χαρούμενα 
τα παλιά τραγούδια 
και ποτέ 
να ουρλιάζουνε τόσο και να βλαστημάνε 
να σπάνε τα γυαλικά 
τρέλα 
οχυρωμένοι για τη σπιτονοικοκυρά και την αστυνομία (ήμασταν εξάλλου έμπειροι επαγγελματίες) να ξυπνάμε το πρωί με τον καναπέ, τις καρέκλες και την τουαλέτα 
σπρωγμένα μπροστά στην 
πόρτα.
μόλις ξυπνάγαμε 
έλεγα πάντοτε: προηγούνται οι κυρίες
κι η Τζέην θα έτρεχε στο μπάνιο για λίγα λεπτά κι ύστερα 
θα ήταν η σειρά μου και
ύστερα, πίσω στο κρεβάτι, ν' αναπνέουμε κι οι δύο ήρεμα, ν' αναρωτιόμαστε 
ποια 
καταστροφή θα μας φέρει η νέα μέρα, να αισθανόμαστε παγιδευμένοι, πεθαμένοι, 
ηλίθιοι, απελπισμένοι, να αισθανόμαστε ότι έχουμε ξοδέψει και την έσχατη τύχη μας, 
βέβαιοι ότι τελικά δεν έχουμε 
ούτε την ελάχιστη τύχη με το μέρος μας.
μπορεί να πιάσει βαθιές ρίζες η μελαγχολία όταν κάθε πρωί βρίσκεσαι αμέσως με την πλάτη στον τοίχο μα πάντα καταφέρναμε να βρούμε τρόπο και να τα βγάλουμε πέρα με όλα αυτά.
συνήθως μετά από 10 ή 15 λεπτά η Τζέην θα έλεγε 
σκατά! κι εγώ θα έλεγα 
ναι!
κι ύστερα, άφραγκοι και χωρίς καμία ελπίδα θα βρίσκαμε έναν τρόπο για να 
συνεχίσουμε, κι ύστερα με κάποιον τρόπο θα τα καταφέρναμε.
η αγάπη έχει τους πολλούς παράξενους δρόμους της.


η μοίρα μου μού χαμογελάει
 
δεν υπάρχει άλλος τρόπος: 
8 ή δέκα ποιήματα κάθε 
νύχτα. 
στον νεροχύτη 
πίσω μου υπάρχουν πιάτα 
που δεν έχουνε 
πλυθεί εδώ και 2 
εβδομάδες. 
τα σεντόνια χρειάζονται 
άλλαγμα 
και το κρεβάτι είναι 
άστρωτο. 
τα μισά φώτα είναι 
καμένα εδώ μέσα. 
είναι σκοτεινά 
και σκοτεινιάζει όλο και περισσότερο 
(έχω λάμπες για να τις 
αντικαταστήσω μα δεν μπορώ να τις 
βγάλω από το χαρτονένιο 
περιτύλιγμά τους.) Παρόλα τα 
βρόμικα μου σορτσάκια στην 
μπανιέρα 
και την υπόλοιπη βρόμικη 
μπουγάδα μου στο 
πάτωμα του υπνοδωματίου μου, 
δεν έχουν 
έρθει ακόμα για μένα 
με τα σήματά τους και 
τους κανονισμούς τους και τα 
μουδιασμένα τους αφτιά. ωχ, αυτοί 
και τα καπρίτσια τους! 
όπως η αλεπού 
τρέχω με τον κυνηγημένο και 
αν δεν είμαι ο πιο ευτυχισμένος 
άνθρωπος στη γη είμαι στα σίγουρα ο 
πιο τυχερός άνθρωπος 
που ζει.


ώστε θέλεις να γίνεις συγγραφέας;
 
αν δεν ξεχύνεται από μέσα σου 
ενάντια σ' όλα τ' άλλα, 
μην το κάνεις. 
αν δεν έρχεται, χωρίς καν να το 'χεις ζητήσει, από την 
καρδιά σου και το μυαλό σου και το στόμα σου 
και τα σπλάχνα σου, 
μην το κάνεις. 
αν χρειάζεται να κάτσεις για ώρες 
κοιτάζοντας την οθόνη του υπολογιστή σου 
ή να καμπουριάζεις πάνω από τη 
γραφομηχανή σου 
ψάχνοντας για τις λέξεις, 
μην το κάνεις. 
αν το κάνεις για τα λεφτά ή 
τη δόξα, 
μην το κάνεις. 
αν το κάνεις γιατί θέλεις 
γυναίκες στο κρεβάτι σου, 
μην το κάνεις. 
αν χρειάζεται να κάθεσαι και 
να γράφεις ξανά και ξανά τα ίδια, 
μην το κάνεις. 
αν σου είναι δύσκολο και μόνο να σκέφτεσαι ότι θα το κάνεις, 
μην το κάνεις. 
αν προσπαθείς να γράψεις σαν κάποιον 
άλλο, 
καλύτερα ξέχνα το.
αν χρειάζεται να περιμένεις μέχρι να ουρλιάξει από 
μέσα σου, 
τότε περίμενε υπομονετικά. 
κι αν δεν ουρλιάξει ποτέ από μέσα σου, 
κάνε κάτι άλλο. 
αν πρέπει πρώτα να το διαβάσεις στη γυναίκα σου 
ή στη φιλενάδα ή στον φίλο σου 
ή στους γονείς σου ή σε οποιονδήποτε, 
τότε δεν είσαι έτοιμος.
μην είσαι σαν τόσους άλλους συγγραφείς, 
μην είσαι σαν τόσες άλλες χιλιάδες 
ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται συγγραφείς, 
μην είσαι πληκτικός και βαρετός και 
ξιπασμένος, μην κατατρώγεσαι από την αυτο- 
λατρεία σου. 
οι βιβλιοθήκες του κόσμου 
χασμουριούνται 
από τη νύστα 
μπροστά στο είδος σου. 
μην προσθέτεις σε αυτό. 
μην το κάνεις. 
αν δεν βγαίνει από 
την ψυχή σου σαν ρουκέτα, 
αν το να μείνεις ήσυχος δεν 
σε φέρνει στην τρέλα ή 
την αυτοκτονία ή τον φόνο, 
μην το κάνεις. 
αν ο μέσα σου ήλιος 
δεν σου καίει τα σπλάχνα, 
μην το κάνεις.
όταν θα 'ναι στ' αλήθεια η ώρα, 
και αν είσαι ο εκλεκτός, 
θα συμβεί από 
μόνο του και θα συνεχίσει να συμβαίνει 
μέχρι που θα πεθάνεις ή που θα πεθάνει μέσα σου 
αυτό. 
δεν υπάρχει άλλο τρόπος. 
και ποτέ δεν υπήρξε.


πώς είναι η κατάσταση
 
πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη 
φτώχεια 
κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη 
φήμη.
κι αν δεν σπάσεις 
με κανένα από τα δύο 
υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι 
όπως οι κοινές ασθένειες 
που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο 
θάνατο.
οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν 
απ' αυτό 
όπως ήταν 
κανονισμένο εξάλλου
από σεισμό 
κατακλυσμό 
πείνα 
οργή 
αυτοκτονία 
απελπισία 
ή απλά 
από σοβαρό έγκαυμα 
στη μύτη 
την ώρα που ανάβεις 
το τσιγάρο σου.




Κλαμπ Κόλαση, 1942
 
το επόμενο μπουκάλι ήταν το μόνο πράγμα 
που είχε σημασία. 
στο διάολο και το φαγητό, στο διάολο και 
το νοίκι 
το επόμενο μπουκάλι ήταν η λύση 
για όλα 
κι αν μπορούσες να έχεις δύο ή 
τρία ή τέσσερα μπουκάλια καβάτζα 
τότε η ζωή ήταν στ' αλήθεια ωραία.
 
κατάντησε να μας γίνει συνήθεια, 
τρόπος ζωής.
 
πού θα μπορούσαμε να βρούμε άραγε το επόμενο 
μπουκάλι; 
μας έκανε επινοητικούς, πονηρούς, 
τολμηρούς. 
κάποτε κάναμε ακόμα και βλακείες 
και πιάναμε δουλειά για 3 ή 4 μέρες 
ή και για καμιά βδομάδα ακόμη.
 
το μόνο που θέλαμε να κάνουμε ήταν να καθόμαστε 
ένα γύρο και να συζητάμε για 
βιβλία και λογοτεχνία 
και να βάζουμε στα ποτήρια μας 
κι άλλο κρασί. 
ήταν το μόνο πράγμα που είχε κάποιο 
νόημα για μας. 
είχαμε, βέβαια, και 
τις περιπέτειές μας: 
τρελές φιλενάδες, καβγάδες, τις 
απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, την 
αστυνομία.
 
προκόψαμε με το ποτό και 
με την τρέλα και με τη 
συζήτηση. 
όταν άλλοι άνθρωποι χτύπαγαν 
κάρτα 
εμείς συχνά δεν ξέραμε καν 
ποια μέρα ή ποια βδομάδα ήταν.
 
είχαμε αυτή τη μικρή συμμορία, 
όλοι νέοι, και διαρκώς άλλαζε 
έτσι που κάποια μέλη απλώς 
εξαφανίζονταν, άλλοι επιστρατεύονταν, 
μερικοί σκοτώθηκαν στον πόλεμο 
μα συνεχώς νέοι οπαδοί 
κατέφθαναν.
 
ήταν το Κλαμπ από την Κόλαση 
κι εγώ ήμουν ο Πρόεδρος τού 
Συμβουλίου.
 
* * *
 
τώρα πίνω μόνος μες στο ήσυχο 
δωμάτιό μου στο 
δεύτερο πάτωμα που βλέπει το λιμάνι 
του San Pedro . 
είμαι άραγε εγώ ο τελευταίος των 
τελευταίων; 
αρχαία φαντάσματα αιωρούνται μέσα και έξω απ' 
αυτό το δωμάτιο. 
μόλις που μισοθυμάμαι τα πρόσωπά τους. 
με κοιτάζουν, οι γλώσσες τους 
κρέμονται έξω. 
σηκώνω το ποτήρι μου προς το μέρος τους. 
παίρνω ένα πούρο, το κολλάω στη 
φλόγα του αναπτήρα 
μου. 
ρουφάω βαθιά 
και να μια λάμψη γαλάζιου 
καπνού καθώς 
στο λιμάνι 
ένα πλοίο βαράει τη 
σειρήνα του.
μοιάζουν όλα με μια καλή παράσταση, καθώς αναρωτιέμαι πάλι: 
τι γυρεύω εγώ 
εδώ;


Για τον Μπουκόφσκι η ποίηση, μαζί με το ποτό και τον ιππόδρομο, ήταν ο δικός του ιδιότυπος τρόπος να τα βγάζει πέρα με την τρέλα και τον εφιάλτη, με τις παλαβές φιλενάδες και τις απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, με τους ρημαγμένους κολλητούς και με την ενοχλητική αστυνομία, με την ασχήμια της Αμερικής και την οδύνη του ανθρώπου. Ήταν ο τρόπος του να συνεχίζει να ζει: ύστερα από μια μέρα εξαντλητικής εργασίας (για όσο καιρό αυτό συνέβαινε), ύστερα από μια μέρα (ή μια εβδομάδα) εξαντλητικής μέθης, ύστερα από έναν άγριο καβγά στον δρόμο ή στο διπλανό μπαρ γύριζε στο σπίτι, καθόταν στο τραπέζι του μ' ένα τσιγάρο ή ένα φτηνό πούρο να καίγεται στο τασάκι, έβρισκε στο ραδιόφωνο έναν σταθμό με κλασική μουσική, άνοιγε ένα κουτάκι μπύρα κι άρχιζε, για δυο τρεις τέσσερις ώρες, να βαράει τα πλήκτρα της γραφομηχανής του. Έγραφε καμιά δεκαριά ποιήματα κάθε βράδυ, σαν να έγραφε το καθημερινό του ημερολόγιο, σαν να έκανε τη βραδινή του προσευχή στον διάβολο, σαν να έγραφε τη διαθήκη του ή τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα παράχωνε ύστερα στο συρτάρι ή σ' ένα χαρτόκουτο και συνέχιζε να πίνει και να καπνίζει ώσπου να κοιμηθεί.
Όταν ο John Martin , που επρόκειτο να γίνει ο δια βίου εκδότης του, τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά στο σπίτι του και τον ρώτησε αν έχει τίποτα έτοιμα γραπτά για να του δείξει, ο Μπουκόφσκι έγειρε πίσω στην καρέκλα του, άνοιξε άλλη μια μπύρα και του είπε να κοιτάξει σ' ένα συρτάρι και να πάρει ό,τι θέλει από κει μέσα: υπήρχαν εκεί ένα σωρό ποιήματα και διηγήματα που είχε γράψει τους τελευταίους μήνες και από τα οποία διάλεξε κάμποσα ο Martin και τα 'βγαλε λίγο καιρό αργότερα σ' έναν τόμο ο Μπουκόφσκι έμαθε ποια από αυτά δημοσιεύτηκαν και με ποια σειρά μόνο όταν πήρε στα χέρια του το τυπωμένο βιβλίο. Η ίδια περίπου διαδικασία συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο του Μπουκόφσκι, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στα χέρια του εκδότη ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανέκδοτων ποιημάτων, που τώρα πια άρχισαν να δημοσιεύονται. Πρόκειται, σύμφωνα με τον μέχρι τώρα εκδοτικό σχεδιασμό, να εκδοθούν πέντε τόμοι με ποιήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται βέβαια και τα τελευταία ποιήματα που έγραψε ο Μπουκόφσκι ως λίγο πριν από τον θάνατό του, στις 9 Μαρτίου του 1994.
Δύο ογκώδεις τόμοι έχουν κυκλοφορήσει ως σήμερα: ο πρώτος, Sifting through the madness for the word , the line , the way , που εμφανίστηκε το 2003, είναι ποιοτικά μάλλον άνισος, καθώς περιέχει πολλά αδύνατα και προχειρογραμμένα ποιήματα, μαζί με ορισμένα πραγματικά καλά· ο δεύτερος όμως τόμος, The flash of lighting behind the mountain , που κυκλοφόρησε μόλις προ λίγων μηνών και περιλαμβάνει και μια ενότητα με τα τελευταία ποιήματα που έγραψε ο Μπουκόφσκι, άρρωστος πια αλλά θεωρώντας τον εαυτό του τυχερό για τη ζωή που έζησε, μπαινοβγαίνοντας στο νοσοκομείο και περιμένοντας το τέλος του, είναι εξαιρετικός και επιβεβαιώνει πανηγυρικά την αξία του βραχνού αμερικανού ποιητή.
 
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

πηγή: logotexnikesmikrografies.blogspot.com 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...