Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ




Σχεδίασμα ποιητικής

                                                                   Στην Ισμήνη


Σαν τα παράθυρα που τα χτυπώ κατάμουτρα στην αθανασία
είναι τα λόγια μου έτσι ιδανικά στη λύπη και στη μόνωσή τους
είναι τα λόγια μέσα μου σαν μια πομπή τυφλών ανθρακωρύχων

Η κρύπτη του ύπνου ελευθερώνει λίγα φωτεινά κι αδέσποτα
μετέωρα μες στα στερεώματα. Τα μεταλλεία εφέτος
είναι σκληρά σαν πέτρες για τα θηλυκά μας δάχτυλα
τα δάχτυλά μας μακρινά προγονικά συμβόλαια

Πώς να τα ξεριζώσω απ' τα πλευρά μου απ' τις θανάσιμες
πληγές σας απ' τις λίμνες με τους άσπρους κύκνους
τα δάχτυλά μου μακρινά προγονικά συμβόλαια;

Κλείσατε τ' άστρα σε σοφά συρματοπλέγματα
κλείσατε τις ψυχές σας σ' άθλια σανατόρια
και συναλλάζεστε τις έννοιες σαν εμπόρευμα

Μα εγώ βουτώ μες στη φωτιά και υψώνω αντίκρυ σας
τα δάχτυλά μου κηροπήγια του θανάτου σας
γι' αυτό με βλέπετε με βήματα αλλοπρόσαλλα
να δρασκελίζω τις πλατείες με τα μεγάφωνα
τους σαλτιμπάγκους της στοάς και μες στο βλέμμα τους
ένα ηλιοτρόπι που γελά. Γι' αυτό με βλέπετε
πάνω απ' τους ύπνους σας να κλείνω τα παράθυρα
κατάμουτρα στην ηθική των ήλιων. Ποιος θα βάλει
πριν πέσει η νύχτα σε μια τάξη αυτές τις ετοιμόρροπες
φωνές των μάταιων ημερών μας;
                                                     Κατεβαίνω τώρα
σε μεταλλεία κρυφά και τ' ανεβάζω σαν τετράγωνα
γέλια στις πλάτες μου ώριμα. Θα τα λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του ωραίου; Ολόγυρα
με τους αγκώνες των βουνών σ' αρχαίες κοιλάδες
-λίκνα μεγάλα της βροχής και της φτωχολογιάς-
τώρα ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αλαφρές φτερούγες
φτερούγες μέσα μου πλωτές
                                             Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του Ωραίου; Καμπάνες
σαν γλώσσες τρομερές ακούγονται από πέρα- να 'ναι
τάχα αναστάσιμες ή πένθιμες δεν ξέρω. Ξέρω
πως η άθλησή μου ανοίγει σαν κλουβιά τα στήθη σας
κι όλο ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αδερφές φτερούγες

Φτερούγες γράμματα ανοιχτά της γης που μ' έχασε
φτερούγες μακρινές θωπείες της γης που θα 'βρω

(Συλλογή Οι εφτά πληγές, 1950)



Φωνές


Φωνές από την άλλη ζωή που υπήρξε
που ίσως υπάρχει στ' άδυτα της μνήμης
και τώρα την ακούουν τα αισθήματα
των ποιητών
              Εχει ξυπνήσει η χώρα
κ' έρχονται ιδού από τ' αποδυτήρια του ύπνου
συναγερμοί λαών θίασοι αλόγων
καλπάζοντας με λάβαρα αφθαρσίας
και στις επάλξεις αιωρούνται κήρυκες
με τα μεταλλικά τους στόματα αναγγέλλοντας
τους τοκετούς άλλης αυγής. Φυλάξου
μην κλείσει η μυστική ρωγμή της μνήμης
κ' εσύ απομείνεις μόνος στις κερκίδες
με τη σπασμένη σάλπιγγά σου
                                                Κάτι ξέρει
η μυλόπετρα του ήλιου μες στο χάος
κι οργίζεται πιο κόκκινη και ψάχνει
κάτω απ' τις ρίζες του καιρού μαζεύοντας
στη φυλλωσιά της μέρας μ' άγρια δάχτυλα
σπόρους και καταιγίδες κι άλλες
φωνές από τα κόκκαλα της ζωής μας

(Συλλογή Κυκλοδίωκτα, 1956)



Χονδρέμποροι ιδεών

Χονδρέμποροι ιδεών
αγοραίοι αρχάγγελοι
τ' αποθέματά σας
                   σαν ύπνος
με καταχωνιασμένες φωνές
είστε ένα μακρύ ποτάμι
που σας ρούφηξε ο ήλιος
ως τα ριζοδόντια του

Κ' ένας που σώθηκε
παρόχθια φωλιά
με τ' αυγά της ακλώσσητα



Σκοινοβάτης

Κόσμος μαζεύτηκε να δει τον σκοινοβάτη

Απάνω στο εξπρές οι μηχανοδηγοί
κάποιος ρωτά μην αναλήφθηκε
ο προγραμμένος σκύβει απ' τον φεγγίτη

Κι αυτός σε μιαν ιδεατή γραμμή της ύλης
Μια ανένδοτη χειρονομία της εποχής



Κάποτε απαντημένοι

Κάποτε απαντημένοι στη στροφή
ακόμα λάμποντας απ' τα όνειρά τους
πριν τρίξει η ρόδα του πρωινού
και τους γεμίσει επικαιρότητα
                                      Κι α!
           
Πώς φωτίστηκε ο σταθμός    
κ' η χειραψία τους μισό φανταστική
τόσο ορατοί τόσο ονειρώδεις
"δος μου το σώμα σου"
"πάρε τα σκάφανδρα"
                            Αξαφνα
πυκνός κι αυτάρκης
πήγαινε βουλιάζοντας
ώσπου άνοιξε ο μυχός της γης
ο τελευταίος του κύκλος

Κι ο άλλος με τα πρητικά σαντάλια
τώρα στα θεωρεία τ' ουρανού-
κάποτε απαντημένοι
                            Πού;

Τέλεια παράλογοι
                            
(Συλλογή Πόρτες εξόδου, 1962)



Αλτες επί κοντώ

Πρώτη φορά ονειρεύτηκε όνειρα να γίνονται ήχοι

Ξύπνησε κι άκουσε την πόρτα του ν' ανοίγει αθόρυβα
οι τοίχοι του μια διαφάνεια κι αναγνώρισε τα πρόσωπα
γνώριμοι γείτονες με τους παλιούς τους ρόλους σε προπόνηση
ο σφάχτης ο εκκαθαριστής ο τραμαυτιοφορέας κι άλλοι
άλτες επί κοντώ και κάποιος έδινε το πρόσταγμα
μετακινούσε το σηματοδότη πέρα από τα σύννεφα
σαν να κυμάτιζε ως την οροφή δάσος ραβδούχων
κι ο μακελλάρης των μετόπισθεν τους μοίραζε παράσημα
τώρα η στρατόσφαιρα είναι μέσα μου είπε κ' ένιωσε
και τη δική του σιλουέτα σ' ένα πήδημα θανάτου

Αλτες - και να ξανάρχονται ήχοι από ψηλότερα



Προτελευταίος σταθμός

                                           Εκβολές Αχέροντα

Κομμένη η μέρα σήμερα στα δύο
η μια ταξίδευε με το ποτάμι αγύριστη
αγνώριστη μες στους ασφοδελούς και τα τζιτζίκια


Κι ο ποταμός πρασινομάτης πρασινόμαλλος
μ' όλες τις ανατριχιασμένες του πηγές
βράδιαζε κ' έμοιαζε καμπουρωτός καυλός της γης
που στράγγιζε στα βούρλα και τα πολυτρίχια
στην ανοιχτή λεκάνη του Ιονίου

Το νεροπούλι γύρισε σε γκιώνη
  
Αγγελοκρούστηκεν η μέρα καθώς νύχτωνε
Κι ως τ' αντι-Κύθηρα βαστούσεν ο σπασμός της



Ερωτικό, της Αχερουσίας

Ετσι όπως ανεπαίσθητα περνάς από τη μια εποχή στην άλλη κι
Ολα είν' ακαθόριστα καθώς το φως το χρώμα κ' οι φωνές της μιας
Γίνονται αίσθημα και χύνονται μέσα στην άλλη / Ομοια κ' εγώ
Ταξίδευα κάτω απ' τα δέντρα αυτού του γέρου ποταμού κ' είχα την αχερούσια γυναίκα που άλλαζε μορφές στην αγκαλιά μου / Μα-
Στοί της γης πλόκαμοι ιτιάς μάτια και δέρμα σκίρτημα βυθών και
Κάτω η γύμνια της ατέλειωτη μες στο κουπί μου / Και στη
στροφή που βράδιαζε γυρίζω και τη βλέπω που κιτρίνιζε σαν ν'
άρπαξε ο μισός Αχέροντας φωτιά κι αυτή στη μέση τρίζοντας να
καμπουριάζει / Κ' εγώ που 'χα το σώμα της αγάπης κ' έτρεμε
γεμίζοντας τις χούφτες πήγαινα βουλιάζοντας από τη μια στην άλ-
λη μου ηλικία / Μ' ένα λαγήνι στάχτη πέρασα στον Αδη

(Συλλογή Το τίμημα, 1981)



Για αποκάλυψη

Ξυπνώντας σήμερα φαντάστηκα ένα ποίημα να καταπίνει
και να ξαναχύνει τα πάντα σαν ένας υποβρύχιος ροφός
ένας ανακυκλωτής ένας σίφουνας μια μηχανική ή αστρική
χοάνη μια αντιύλη
             σαν ένας υποπόταμος
             ουρανομήκης
                                            κ' εδώ κάτω
                                                      κεραυνωμένη γη
                                                      για αποκάλυψη
                                                   σχίσμα φωνής
                                                   και μέσα ο φθόγγος
                                                   σπηλαιώδης
                                                            αλληλούιος

(Συλλογή, Αποθέτης, 1993)



Υ.Γ.                                                               Μέγα μεγαλωστί

Εφτασε τέλος κι η στιγμή της εκσκαφής Το
πλήθος σκόρπισε δεν βρέθηκε κανένα οστούν Τα
σύλησε ο τυμβωρύχος είπε ο αρχαιολόγος Κι ο
ιερέας που ήρθε για τη μετακομιδή συμπλήρωσε
ουκ έστιν ώδε, κατά το ρηθέν υπό των προφητών
Αλλ' όταν έσβησε κι ο τελευταίος θόρυβος κι έμεινε
εκείνη ακουμπισμένη στο κιγκλίδωμα τότε το σώμα
του και πάλι σχηματίστηκε Μέγα μεγαλοστί το
σώμα του στο δάσος των σταυρών κι ο κραταιός
καυλός να υψώνεται χυμώδης προσκαλώντας την
Κι εκείνη -ας μη μιλάμε πια για σύμβολα- με τα ιμάτια ριγμένα γύρω της να ξαναγίνεται η γη κι αυτός ουράνιος σπορέας να την περιβρέχει

(Συλλογή Στοιχεία ταυτότητας, 1999)



Πάει καιρός που αφέθηκα και περιζώστηκα τη νύχτα
ζώστηκα τον ποδήρητης χιτώνα σαν τους πλοκάμους
μιας μέδουσας
ως την οσφύ το σώμα και τα εβένινα μαλλιά της
-μηροί και μύρα των λαγόνων της-
Ενιωσα τότε τι σημαίνει να κυκλώνεσαι απ' τη νύχτα
ν' αφήνεσαι και να γλιστράς σε βάθη ανεξερεύνητα
αποκομμένος εραστής των κοραλλίων νήσων της
πιασμένος μες στο δίχτυ μιας αράχνης με μυριάδες μάτια
Τώρα γυρίζω και το πάτημα του χρόνου δεν ακούγεται
στην τρικυμία της αγοράς η δωδεκάτη έπεσε σαν άγκυρα
ξεβράζοντας χειρονομίες βλέμματα αιχμηρά φωνές
μετέωρες
το ψέμα ξαναφορεμένη αλήθεια την αλήθεια χειραψία δίστομη
Ολα σαν πέτρες ζοφερά και κοφτερά...σαν φεγγαρόπετρες
Κι ο ποιητής σαν από μηχανής Ερμής πεζεύοντας
στης μέρας το κατώφλι στάθηκε κι αντίκρισε
της νύχτας τα όνειρα κι αυτά κερματισμένα

( Συλλογή Γεννήτριες, 2004)



Η ποιητική του Γιάννη Δάλλα
Μεταξύ νεωτερικής γραφής και παράδοσης
Της Χρύσας Σπυροπούλου    




Ο Γιάννης Δάλλας ήδη με τη δημοσίευση της πρώτης ποιητικής του συλλογής το 1948, με τον τίτλο Federico Garcia Lorca, ωδή σε ενδεκασύλλαβα ζευγαρωτά ομοιοκατάληκτα δίστιχα χωρισμένα σε τρεις ενότητες, εισήλθε δυναμικά στη νεοελληνική ποίηση. Και μπορεί η εμφάνισή του να έγινε με τον παραδοσιακό στίχο, ωστόσο πολύ σύντομα, την αμέσως επόμενη χρονιά, δημοσιεύεται στο περιοδικό "Ποιητική Τέχνη" το ποίημα Μανασής ο Ατλαντικός, ένα ποίημα που έχει τα χαρακτηριστικά της νεωτερικής γραφής, ιδιαιτέρως όπως αυτή εκφραζόταν από τους υπερρεαλιστές και τους εικονιστές. Παρ' όλ' αυτά η ουσιαστική προσχώρηση του Δάλλα στη μοντέρνα ποιητική τέχνη, μολονότι δεν εγκαταλείπεται εντελώς ο μετρικός ρυθμός, γίνεται με τη συλλογή Επτά πληγές, που εκδίδεται το 1950 αλλά και λίγο αργότερα με την Απόπειρα Μυθολογίας το 1952.

Ο Δάλλας αφομοίωσε επιρροές από την ποιητική μας παράδοση, ανώνυμη και επώνυμη, καθώς και από την αρχαία λυρική ποίηση. Τα άλογα στοιχεία, που χρησιμοποιούνται, καθοδηγούνται από την άλογη σύλληψη του κόσμου, και ορίζουν μια ανορθόδοξη παρουσίαση των πραγμάτων, η οποία επιτείνεται από τις συχνές διακοπές και παύσεις, καθώς και την ελλειπτικότητα του έλλογου νοήματος δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο την αίσθηση του αυθαίρετου, του ασύνδετου, του απροσδόκητου και εν τέλει του παράλογου.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι άλογες και τολμηρές εικόνες δημιουργούν σκοτεινότητα, και τα σύμβολα παραμένουν ανερμήνευτα από τον αναγνώστη ή επιδέχονται πολλαπλές και ποικίλες ερμηνείες. Το ασύνδετο, τα πεζολογικά στοιχεία, η απουσία στίξης επιτείνουν τον ασθματικό, μερικές φορές παραληρηματικό λόγο, ενώ τα σπαράγματα εικόνων αλλά και οι ασύνδετες εικόνες και ιδέες, που πότε αφορούν στον ιδιωτικό βίο πότε στον δημόσιο, υπονοούνται από σύμβολα τα οποία έχουν ληφθεί από το φυσικό περιβάλλον, από την Ιστορία, τη μυθολογία, τη λογοτεχνική παράδοση. Η καταβύθιση στο ασυνείδητο σε πολλές ποιητικές συλλογές αναδύει το αίσθημα της ματαίωσης πολλών προσδοκιών αλλά και της βαθύτερης επιθυμίας του ποιητή για τη συνέχιση της δημιουργικής και ποιητικής πράξης. Οι υπαινικτικές λέξεις, η χρήση ρημάτων σε διαφορετικούς χρόνους στον ίδιο στίχο, τα συνειρμικά άλματα οι ιστορικές αναγωγές που δεν έχουν χρονική συνέχεια, αποκαλύπτουν τον παράλογο μηχανισμό της σύγχρονης πραγματικότητας αλλά και την παράλογη φύση του Είναι. Οι αναφορές στην περίοδο της επταετίας αλλά και σε άλλες ιστορικές περιόδους, όπως στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γίνονται με ειρωνικό, αλληγορικό και ελλειπτικό λόγο, και έτσι η συγκίνηση προκαλείται μέσω της απουσίας, δηλαδή  με σκέψεις, ιδέες αλλά και συναισθήματα που υπονοούνται και αποσιωπούνται. Με λόγο που άλλοτε είναι λιτός, αυστηρός, άλλοτε πιο σύνθετος αλλά και λυρικός ο Δάλλας περιέρχεται σε διάφορες όψεις της πραγματικότητας δημιουργώντας έναν κόσμο παράδοξο, ονειρικό, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στο απτό και τη φαντασία, το όνειρο και το γεγονός. Κάτι που απασχολούσε τον Δάλλα ήταν η τέχνη της ποιητικής και μάλιστα σ' αυτήν αφιέρωσε ολόκληρη συλλογή με τον τίτλο Ο ποιητής και το ποίημα, 1988. Ομως και στην τελευταία του συλλογή Γεννήτριες, 2004, ο ποιητής καταπιάνεται για άλλη μία φορά με το ζήτημα των ορίων της δημιουργίας. Η διαδικασία της γραφής είναι ένα είδος "σεισμού διαρκείας", που απελευθερώνει όνειρα και μνήμες, ενώ οι εικόνες ζωής αλλά και θανάτου βρίσκονται σε αντίστιξη και οι υπερβολές μαζί με τον συνδυασμό ανόμοιων στοιχείων δίνουν στα ποιήματα τόνο υπερρεαλιστικό αλλά και μια προλογική παράσταση του κόσμου. Η επίγνωση του αμετάκλητου περάσματος του χρόνου και της φθοράς των πάντων αποδίδεται με αφαιρετικές εικόνες  και λόγο όλο και πιο εσωστρεφή. Από την τραχύτητα των ιστορικών αναφορών στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας, αλλά και από την ειρωνεία για τις καινούριες συνήθειες των νέων, ο ποιητής επιστρέφει στη νοσταλγία του εσωτερικού χρόνου για να μετακινηθεί όμως και πάλι και να μεταβεί σε δρόμους ιστορικούς και πολιτικούς ή κοινωνικούς.

Ο Δάλλας, ευαίσθητος σε κάθε πρωτοπορία, αφουγκράζεται το καινούριο και το προσαρμόζει στις δικές του ιδέες και επιλογές, και συνθέτει εικόνες οι οποίες προέρχονται από τη δημώδη, την επώνυμη παράδοσή μας, αλλά και από την αρχαία λυρική ποίηση, εικόνες οι οποίες αφομοιώνονται με τα στοιχεία της νεωτερικής γραφής, ιδιαιτέρως με εκείνα του υπερρεαλισμού και του εικονισμού. Ο λόγος του άλλοτε είναι δωρικός άλλοτε παιγνιώδης, ενώ πολλές φορές μετεωρίζεται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το ονειρικό και το παράδοξο. Η προχωρημένη εικονογραφία, οι λεπτές και περίπλοκες συναισθηματικές αποχρώσεις, η σκοτεινότητα που δημιουργείται από τη χρήση των άλογων στοιχείων αποδίδουν τον κατακερματισμό και το χάος της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας και ανασυνθέτουν εξ αρχής έναν παράλογο, προλογικό κόσμο.




Γιάννης Δάλλας

«Το πιο μικρό ελληνικό που αγάπησα είναι οι λέξεις»


Της Αννας Γριμάνη

H ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Θα απαντήσω με την ιδιότητά μου ως δημιουργού. Πώς εκφράζεται, ποιητικά και κριτικά, η ελληνικότητά μου όταν γράφω, δεδομένου ότι για ένα συγγραφέα η γραφή είναι η συστατική και επικοινωνιακή ταυτότητά του. Παραλλάσσοντας τους όρους του ερωτήματός σας, λοιπον, θα έλεγα με τη μορφή του φαντασιακού βιώματος και τη βιοθεωρητική αρχή δημιουργίας. Πέρα από τα ψευδοδιλήμματα «τοπικισμός ή εξευρωπαϊσμός» και «παράδοση ή νεοτερικότητα».

Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.

Φυσικά τις λέξεις, που με αυτές οικοδομείται και το ποίημα. Από τις πιο απλές μονάδες, άμεσα βγαλμένες από το στόμα του λαού. Για παράδειγμα, ο στίχος «ο πόνος φέρνει τον αχό κι ο αχός το μοιρολόι» στηρίζεται σε λέξεις που είναι και απλές και ακρογωνιαίες για το νόημα: πώς από το συναίσθημα του πόνου (ως ερέθισμα) γεννάται ο ειρμός του θρήνου (ως ηχολόγημα) και από αυτόν, ως ποίημα και ως πράξη τελετουργική με υπερτοπική οντότητα, το μοιρολόι. Ενας ορισμός ποιητικής μαζί και βιοθεωρίας.

Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.

Με την ικανότητά του είτε να αφομοιώνει αναδημιουργώντας είτε να αξιοποιεί αναζωογονώντας την αποθεματική δυναμική τού γλωσσικού μας κεφαλαίου (δίχως προγονοπληξίες). Επ' αυτού, μέγα παράδειγμα ο Καβάφης, που έλεγε «δεν είμαι Eλλην ούτε ελληνίζων αλλά ελληνικός».

Αυτό που με χαλάει.

Ο,τι σήμερα, εν σχέσει προς τα προηγούμενα ερωτήματα, φαλτσάρει. Από τις Μεγαρίτισσες και τα ναυτάκια του Αιγαίου ώς τους μουσικούς ζουρνάδες, για να αναφερθώ και σε άλλες τέχνες. Και σε αυτές τα θετικά ελληνικά διαπιστευτήριά μας είναι άλλα. Λ.χ. ο εξπρεσιονιστής Μπουζιάνης, που θυμίζει στις ακουαρέλες του φιγούρες από αρχαιοελληνικές ληκύθους. Και στη μουσική ο Σκαλκώτας, που απέδωσε τα ελληνικά μοτίβα πέρα από τις συνταγές της εθνικής σχολής μας.

Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;

Φυσικά προσόν, γι' αυτόν που θέλει να νεωτερίσει, προβληματισμένος από την κυκλοφορία των χυμών και της δικής του ρίζας. Και έτσι να προβληματίσει και τους ξένους, δίχως ούτε να αφεθεί και να βουλιάξει στην παράδοση ούτε να προφασισθεί πως έχουμε μια γλώσσα που μιλιέται από λίγα εκατομμύρια και η τέχνη της διαβάζεται μονάχα από ελάχιστες χιλιάδες αναγνώστες.

Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει κολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;

Από τους τρεις πομπούς πολιτισμού, ο δημιουργός εκ των πραγμάτων είναι πιο κοντά προς τη λεγόμενη κουλτούρα. Και δημιουργεί εν μέσω δύο αντιπόδων: του επιστήμονα, που ανακαλύπτει και προάγει την αλήθεια που δεν έχει βέβαια πατρίδα, και -αντιθέτως- του πολιτικού, που γύρω από το ιδεολόγημά της ρητορεύει. Ο δημιουργός, αδυνατώντας λόγω του ρευστού στόχου του («ωραίου») να έχει την αντικειμενικότητα του επιστήμονα, γίνεται συχνά από παραγωγός πολιτισμού αναπαραγωγός του και, όπως ο πολιτικός, και εκείνος ρητορεύει.

Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;

Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι τώρα η κοινή δεξαμενή μας, όπου εκβάλλει, δίχως να αποσοβείται, ο ρόλος και η συμβολή κάθε λαού. Αλλά όπως έγραφε ο Σολωμός για τη συνεισφορά των ρόλων των δικών του ηρωίδων: Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά τους.

Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.

Το «γιατί» το συνεχίζει ένα «διότι…» και το «πρέπει» η απόρριψη ενός δέοντος. Δύο λέξεις που αναρτώνται μεταξύ αιτίας και σκοπού. Σαν δύο τέρματα, που ανάμεσά τους παίχτηκε επανειλημμένα το παιχνίδι της ελληνικότητας.

Ο Ελληνας ποιητής μου.

Οχι ένας, αλλά μια σειρά ποιητική. Από αλληλοσυμπληρωματικές ή συνεχόμενες φωνές. Οπως, από τα παροικιακά ή μικροαστικά τους περιβάλλοντα, η φωνή του πολυπολιτισμικού Καβάφη και του ιχνευτή εδάφους Καρυωτάκη. Και μεταπολεμικά, οι κρίκοι της συνέχειας: Εγγονόπουλος, Σαχτούρης, Λάγιος. Μια συνέχεια διακριτή εν μέσω ρήξεων, με υπογειωμένη σε όλους την ελληνικότητα κάτω από τις προφυλακές του ευρωπαϊκού μοντερνισμού τους.

Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.

Οπως το είπε, απολογητικά, και πάλι ο Σολωμός: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» Η ελευθερία και η γλώσσα είναι, με οποιαδήποτε ομογενοποίηση, τα αδιαπραγμάτευτα στοιχεία της ταυτότητάς μας.

Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.

Κατά τη διαδρομή, να πω, που έδειχνε ώς χθες «Ο δρόμος» του Εμπειρίκου; Ομως σήμερα τα δεδομένα είναι άλλα. Προς τα μέσα, με τους ξένους μετανάστες απαιτείται η αναμόρφωση του ελληνικού τοπίου, ώστε οργανικά να τους ενσωματώσει. Προς τα έξω, η οδός μας ανακόπτεται από τα σύνορα που τελευταία ταλαντεύονται επικίνδυνα. Αλλά και όταν γίνεται η έξοδος, μας παραμονεύει η παγκοσμιοποίηση. Και αυτά ένας συγγραφέας δεν μπορεί να τα αγνοήσει.

* Ο Γιάννης Δάλλας είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής των Αρχαίων Λυρικών.




ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ του Γιάννη Δάλλα

Γιάννης Δάλλας
Γεννήτριες
Εκδόσεις Τυπωθήτω
Αθήνα, 2004
Σελίδες 72

Κριτική: Τόνια Αλεξάκη

Ένα γνήσιο ποιητικό μετάλλευμα ξαναπαίρνει φως.
              Στη συλλογή Γεννήτριες ο Γιάννης Δάλλας οδηγεί τους βηματισμούς του σε σοκάκια   του νου και της ψυχής για πυροβασίες και εξομολογήσεις. Κοιτώντας κατάματα γύρω, μέσα και κυρίως πίσω από το φως, ανακινεί μηχανισμούς στοχαστικής αναμόχλευσης με ανήσυχο συνταξιδευτή τη λάμψη του σκοταδιού που λίγοι μόνο  βλέπουν και ελάχιστοι μπορούν να την περιγράψουν. Με γλώσσα ακριβή και σάρκινη, με ματιά διεισδυτική, χωρίς ίχνος μυωπίας ή  πρεσβυωπίας, ονοματίζει την ουσία των πραγμάτων χωρίς εκπτώσεις και χάρες, σφυρίζοντας με νόημα στο χώρο και στο χρόνο, πριν απ' τη κίνηση πέρα απ' την ιστορία.
   Τη δική του ιστορία την αφηγείται σε τέσσερις ενότητες που τις τιτλοφορεί κατά σειρά Σκηνικά της Νύχτας, Οι Πόθοι μας σε Καθημερινή Ανάληψη, Οι Τύποι των Ήλων και Γεννήτριες. Ο ποιητής δοκιμιογραφεί με στίχους, φιλοσοφεί με λυρισμό, κυριολεκτεί με μεταφορές, έχοντας τον εαυτό του άλλοτε απέναντι κι άλλοτε πλάι. Δεν τον παίρνει όμως ποτέ απ' το χέρι, δεν του προσφέρει ως υποπόδιο την ποιητική του αδεία. Φωτογραφίζει κάνοντας ζουμ σε εικόνες και δρώμενα, σε αισθήσεις και σκέψεις με λαλιά φιλο-λογική, με νομοτέλεια και τάξη. Ο ήχος του χρόνου φθάνει στ' αυτιά μας καθαρός, διυλισμένος από την κριτική και την κρίση που κάθε χρονική περίοδος κουβαλά. Οι μεταπολεμικές δεκαετίες ξετυλίγονται θεατρικά μπροστά μας ανήμπορες από το σαρκαστικά χτυπήματα του ποιητή.
   Ο Γιάννης Δάλλας αναζητά την καθημερινή γεννήτρια, τον σπινθήρα που είναι αλλού, εκεί ο χώρος σ' ανοιχτή διαστολή κι ο χρόνος γενετήσιος κι ακάθεκτος σαν εμβολέας. Στο ομότιτλο ποίημα θέτει οντολογικά ερωτήματα τα οποία διαχειρίζεται μακριά από τις έτοιμες σερβιρισμένες συνταγές, με δυναμισμό και εφηβική ζέση, με σκληρότητα και ορμητικότητα ακροβατώντας χωρίς σκοινί μεταξύ των δύο αναπόφευκτων, του έρωτα και του θανάτου. Η ποίησή του αναδεικνύεται σε γεννήτρια ζωής που δεν ανάβει το φως, γιατί είν´ η ίδια το φως, σπίθα που γίνεται λάβα και φωσφορίζει την καρδιά.
Οι εμπειρίες και τα συμβάντα μέσα από τη διασταύρωση ατόμων και λαών, μέσα από τις επιθυμίες και τις στερήσεις, μέσα από τα είδωλα και τους καθρέπτες, μέσα από τις νυχτερινές διαδρομές της ημέρας απιθώνονται στο ζύγι της ψυχής, στις σκηνές που στήνει ο σκηνοθέτης χρόνος μέσα από την τρισδιάστατη ματιά του ποιητή. Η μνήμη του εξαργυρώνεται πραγματοποιώντας και κατάβαση σε λειμώνες γόνιμης σκέψης και συναίσθησης αλλά και αναρρίχηση σε βουνά εννοιών και ιδεών όπου τα σχήματα της απουσίας εναλλάσσονται με τα σχήματα του πανταχού παρόντος ποιητικού σμιλέματος. Ο Γιάννης Δάλλας παίρνει το νυστέρι από το χρόνο γιατρό και επιχειρεί μία θαυμάσια επέμβαση στο πρόσωπο που τα πράγματα δείχνουν να έχουν αλλά δεν έχουν αποκαθιστώντας το πραγματικό τους είναι με τη βοήθεια της δύναμης του φωτός και της αναπόφευκτης αποκάλυψης και αποκατάστασης που αυτό συνεπάγεται.
    Ένα μετάλλευμα ορυκτό ξανάρχεται να μας θυμίζει τη δύναμη της ακατέργαστης γραφίδας, της γνήσιας ποίησης. Ο ποιητής με τις ηλεκτρικές γεννήτριες της νεότητας. Έτοιμος πάλι να στραφεί, να πάρει και να ξαναπάρει φως και μουσική από την κβαντομηχανική του σύμπαντος.

ΤΟΝΙΑ ΑΛΕΞΑΚΗ





Γιάννης Δάλλας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Γιάννης Δάλλας γεννήθηκε το 1924 στη Φιλιππιάδα Πρέβεζας. Ποιητής, νεοελληνιστής και μεταφραστής έργων της αρχαίας γραμματείας.

Βιογραφία 

Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα. Υπηρέτησε στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση. Καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Το 1999 του απονέμεται το κρατικό «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου» του. Επίσης έχει βραβευτεί με το Α΄ Κρατικό Βραβείο κριτικής-δοκιμίου (1987) και το Βραβείο δοκιμίου Ίδρύματος Π. Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών (2009) για το βιβλίο του "Σολωμός και Κάλβος". Μετέχει στα πρώτα «Καβάφεια» της Αλεξάνδρειας, και προσκαλείται για διαλέξεις και παρουσίαση του έργου του σε Πανεπιστήμια της Αλλοδαπής, όπου λειτουργούν Τμήματα Μεταβυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών (Μιλάνο, Κατάνια, Βενετία, Στρασβούργο, Βουδαπέστη, Μόσχα, Τυφλίδα, κλπ.) Η ποίησή του μεταφράστηκε αποσπασματικά σε ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Αλβανικά) και πληρέστερα ετοιμάζονται για έκδοση προσεχώς οι δύο τελευταίες συλλογές του στα Ισπανικά από την Isabel Garcia Gálvez και εκτενής επιλογή του ποιητικού έργου του στα Ιταλικά από τον Massimo Cazzulo.
Επίσης εξέδωσε σειρά συγκεντρωτικών μελετημάτων «H δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη» (1988) και «Κωνσταντίνος Θεοτόκης, κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας», φιλολογικές εκδόσεις των πεζών του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (Κορφιάτικες Ιστορίες, Κατάδικος, Oι σκλάβοι στα δεσμά τους), των συνθετικών συλλογών του K. Βάρναλη («Σκλάβοι πολιορκημένοι», 1990 και «Tο φως που καίει», 2003) και των έργων του A. Κάλβου «Oι Ψαλμοί του Δαβίδ», (1981) «H Ιωνιάς», (1992) «Ωδαί», (1997). Δημοσίευσε ακόμη δύο συνθετικά κριτικά βιβλία γύρω από το θέμα της Ποιητικής (1994) και το θέμα του κλασικισμού του Κάλβου (1999), άλλα τέσσερα για την ποίηση του Καβάφη από τα οποία, τα σημαντικότερα είναι τα: «Καβάφης και ιστορία» (1974) και «Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική» (1984) και Σκαπτή ύλη. Από τα Σολωμικά μεταλλεία (2002). Τελευταίες σχετικές εκδόσεις μελετημάτων είναι τα: Σολωμός και Κάλβος. Δύο αντίζυγες ποιητικές (2009) και ολίγο θα τον ξαναγγίξω. Η στρατηγική του εργαστηρίου. Ύστερα Καβαφολογικά (2009). Αρκετά βιβλία δοκιμίων του που αναφέρονται σε θέματα και κείμενα της παλαιότερης, της μεσοπολεμικής και της μεταπολεμικής λογοτεχνίας «Εποπτείες A΄» (1954), «Υπερβατική Συντεχνία» (1958), «Πλάγιος λόγος» (1989), «Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης» (1997), «Ευρυγώνια» (2000), «Μανόλης Αναγνωστάκης - Ποίηση και ιδεολογία» (2000), Συνεκδοχές (2010).
Συστηματική υπήρξε η φιλολογική και μεταφραστική του ενασχόληση με την ποίηση των αρχαίων Λυρικών των αρχαϊκών αιώνων «Ελεγειακοί», «Ιαμβογράφοι», «Μελικοί», «Χορικολυρικοί», (1976-2007) και των Ελληνιστικών επιγραμμάτων, «Ελληνιστικός μικρόκοσμος», «Καλλίμαχος», «Ρουφίνος», «Πλάτωνος τα αποδιδόμενα επιγράμματα», (2008-2009).

Ο χαρακτήρας του ποιητικού του έργου 

Συγγενεύει με τον Σαχτούρη και τον Τάκη Σινόπουλο:στα ποιήματά του υπάρχει το στοιχείο της φυσιολατρείας, αλλά και του παράλογου.[1]

Εργογραφία 

Ποίηση 

“Federico Garcia Lorca”. Αθήνα: Μαυρίδης, 1948.
“Εφτά πληγές”. Μαυρίδης, 1950.
“Απόπειρα Μυθολογίας”. Δαμιανάκης, 1952.
“Κυκλοδίωκτα”. Κακουλίδης, 1956
“Πόρτες εξόδου”. Γιάννενα: Ενδοχώρα, 1962.
“Εξαγορά”. Γιάννενα: Ενδοχώρα, 1965.
“Ανατομία”. Αθήνα: Κείμενα, 1971.
“Το τίμημα.” Αθήνα: Κείμενα, 1981.
“Ο ζωντανός χρόνος”. Αθήνα: Κείμενα, 1985.
“Δόκιμος σε συντεχνία”. Αθήνα: Στιγμή, 1986.
“Ο ποιητής και το ποίημα”. Φλώρινα: Βιβλιοθήκη Πιτόσκα-Βάρνα, 1988.
“Ποιήματα 1948-1988″. Αθήνα: Νεφέλη, 1990.
“Αποθέτης”. Αθήνα: Συνέχεια, 1993.
“Στοιχεία ταυτότητας”. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 1999.
“Γεννήτριες”. Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2004.
"Περίακτος". Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2011.

Μελέτες - Υπόλοιπο έργο 

Υπερβατική συντεχνία. Αθήνα: Κοντός, 1958.
Καβάφης και ιστορία: αισθητικές λειτουργίες. Αθήνα: Ερμής, 1974.
Αρχαίοι λυρικοί Α': Ιαμβογράφοι. Κείμενα, 1976.
Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη. Αθήνα: Κείμενα, 1979.
Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική. Αθήνα: Στιγμή, 1984.
Στο ρεύμα του ποταμού. Αθήνα: Ερμής, 1986. (επανέκδοση: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004).
Ο ελληνισμός και η θεολογία στον Καβάφη. Αθήνα: Στιγμή, 1986.
Σπουδές στον Καβάφη. Αθήνα: Ερμής, 1987.
Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη. Αθήνα: Κέδρος, 1988.
Πλάγιος λόγος: Δοκίμια κριτικής εφαρμογής. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 1989.
Η ποιητική του Ανδρέα Κάλβου. Αθήνα: Κέδρος, 1994.
Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. Αθήνα: Κέδρος, 1997. ISBN 960-04-1171-9
Ο κλασικισμός του Ανδρέα Κάλβου: η αρχαία βάση και η υπέρβασή της. Αθήνα: Σοκόλης, 1999.
Ρώμος Φιλύρας, ο ιδαλγός της ουτοπίας. Αθήνα: Σοκόλης, 1999.
Εις τα άγια νήπια. Ρωμανού του Μελωδού. Αθήνα: Απόστροφος, 1999
Ευρυγώνια. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη, 2000.
Ζήσης Οικονόμου, μια ποίηση εναντίον του ρεύματος. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001.
Κωνσταντίνος Θεοτόκης: κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας. Αθήνα: Σοκόλης, 2001.
Τα δημώδη των αρχαίων - Αττικά συμποτικά. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001.
Επιγράμματα - Προς Τελχίνες. Καλλίμαχου. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001.
Αρχαίοι λυρικοί: Χορικολυρικοί. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2003.
Επιγράμματα - Προς Τελχίνες. Καλλίμαχου. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2001.
Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου: η «Μαϊμού» στα κείμενα του Βάρναλη. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2003.
Αρχαίοι λυρικοί: Χορικολυρικοί. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2003.
Σκαπτή ύλη από τα Σολωμικά μεταλλεία. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2004.
Αρχαίοι λυρικοί: Μελικοί. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2004.
“Χρονοδείκτες”. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004
Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008.
Συνεκδοχές. Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος, 2010.

Παραπομπές 

 Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1989, σελ.344

Πηγές 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι 


Ψηφιακό Αρχείο ΕΡΤ 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...