Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Άννα ντε Νοαϊγ (Anna de Noailles) - Οι σκιές



Οι σκιές

Όταν πια θα 'μαι κουρασμένη
εδώ να ζω μόνη και ξένη
          χρόνους αβίωτους,
θα πάω να δω τη χώρα που 'ναι
οι ποιητές και καρτερούνε      
          με το βιβλίο τους.

Francois Villon, σκιά μου φίλη,
που ταπεινά καθώς οι γρύλοι
         ετραγουδούσες,
πόσο η ψυχή μου θα σ' επόνει,
όταν σ' απρόσμενε η αγχόνη
         κι έκλαιαν οι Μούσες!

Τάχα τρεκλίζοντας ακόμα,
Βερλαίν, κρατάς αυλό στο στόμα,
         δεύτερος Παν,
πάντα είσαι απλός και θείος εσύ,
μεθώντας με οίστρο με κρασί,
            pauvre Lélian;

Και τέτοιο αν είχες ριζικό,
που άλλο δεν είναι πιο φριχτό,
       Ερρίκε Χάινε,
ουτ' έτσι ωραίο σαν το δικό σου,
στα χέρια μου το μέτωπό σου
         γύρε και πράυνε.

Εμένα διάβηκε η ζωή
όλη ένα δάκρυ, απ' το πρωί
       έως την εσπέρα.
Κι άλλο πια τώρα δε μου μένει,
παρά, θεοί μου αγαπημένοι,
να 'ρθω εκεί πέρα.

μετάφραση: Κ.Γ. Καρυωτάκης

"Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης" Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδόσεις Καστανιώτη





Πόλη 

Είδα την Πόλη ως ήμουνα παιδί, και τη θυμάμαι
σαν κάτι ονειρεμένο.
Θυμάμαι κάποιο μιναρέ γαλάζιο, κι' ένα βάζο
με σμύρνα γεμισμένο.

Θυμάμαι, στα Γλυκά-νερά, το λαγγεμένο βράδυ
το δίχως τελειωμό:
σα φίδι μού τριγύριζε με θέρμην από τότε
η Ποίηση το λαιμό.
. . . . . . . . . .

Και στοχαζόμουνα σαν τι, στο τρυφερό παλάτι,
ποια τάχα συντυχιά,
ποιο βεζυρόπουλο τρελό για πάντα θα μ' εκράτει
σε μια γλυκειά σκλαβιά!

Ό αιθέρας μοιάζει χλιαρός στη δύση, κ' είν' η γης
βαριά, το καλοκαίρι.
Στενάζει από την ηδονή και βράζει η έμορφιά
στ' Ανατολίτικα τα μέρη.

Πολύχρωμα συντέφια κι' ω! βραχιόλια από κοράλι,
παζάρια ευωδιασμένα,
σταφύλια από το Βόσπορο τριανταφυλλιά, που μοιάζουν
φτιασιδωμένα !

Άγρια κι' ολόθερμη ζωή, ξέγνοιαστη κι' ερωτιάρα,
κοιμάσαι όλη τη μέρα.
Κ' είναι, τη νύχτα, οι πόθοι σου σκυλιά, τα στόματά τους
φλογίζουν τον αγέρα.

Ω! τ' Αρναούτ-κιοϊ συκιές, πολύφωτε ουρανέ,
μονότονη γοητεία,
να βλέπεις πάντα μιαν ακτή, που σκλάβα της κρατάει εκεί
την Ευτυχία!

«Τα φώτα της Αγιά-Σοφιάς δάσος, και το λιβάνι
κρυμμένο περιβόλι,
στο λαγγεμένο της κορμί στηλώνεται, κι' αφήνει
να τη θαυμάζουν όλοι...»
. . . . . . . . . .

Ήμουν φτιαγμένη για να ζω πλάι στα νερά τ' αμαρτωλά
κι' από του ήλιου το χάδι,
τη χώρα αφιερώνοντας του μισοφεγγαριού
στην Άρτεμη, το βράδυ.

Ήμουν φτιαγμένη για να ζω κατ' από μια δαμασκηνιά
τρώγοντας κουκουνάρι.
Εκεί που ετοίμαζ' η Ξανθώ το χτυποκάρδι του Σενιέ,
όλη δροσιά και χάρη.

Ήμουν φτιαγμένη για να ζω στα βέλα τα μεταξωτά
και μέσ' τα κεχριμπάρια,
που δένουν και σκεπάζουνε τα μπράτσα τα λαχταριστά,
ανάλαφρα κι' ανάρια.
. . . . . . . . . .

Κανένας δε θε νά 'ξερε τον ξέφρενό μου πόνο
δε θα 'χα τραγουδήσει:
θα 'χα κρατήσει απάνω μου, σα μια πελώρια λύρα
του ήλιου τη χρυσοβρύση.
. . . . . . . . . .

Άννα Ντε Νοάιγ

Μετάφραση: Μυρτιώτισσα

Από την
 παγκόσμιο ανθολογία - τόμος Α'
Eκδ. Γεωργίου Παπαδημητρίου, 1953





  

Μια βραδιά στη Βερόνα

Βερόνα, τις πλατείες σου το βράδι ασημοβρέχει
με σμιλακιές και κυπαρίσσια, οι ρόδινοι ουρανοί
χαρακωτοί και δείχνεται σαν από μιναρέδες
πρασινοπένθιμο στεφάνι η χώρα να φορεί.

Στου παλατιού ξεθωριασμένα τα χρυσάφια κοίτα
πώς κυματίζει λαμπερή μια χλαίνα χνουδωτή!
Τα ερωτικά τα περιστέρια υπάκουα
ανατριχιάζουν εκεί πέρα από ηδονή.

Ανάμεσ' απ' τους τούβλινους τοίχους που καθρεφτίζει
στο ρέμμα του ο Αδίδης ρέει πλατύς, κοκκινωπός
ορμητικά, γοργά. Στην πόλη της Ιουλιέττας
του αιμάτου έχει το χρώμα ο ποταμός!

Τραγική γλύκα πολιτείας αιματοσπαραγμένης!
Δρόμοι, που ζουν τα περασμένα κάτου απ' το φτερό
του κοιμισμένου ανέμου! Να! Μιας μάσκας ο ίσκιος τρέχει
στων εραστών πολέμιων το χορό.

Τινάζομαι, το σπίτι σου ξανοίγω, Ιουλιέττα,
κατάμαυρο, για κλάυματα, κρύο κάρβουνο: είν' εκεί
που ο δροσερός κορυδαλός με το κελάδισμά του
σε τρόμαξεν. Ω εσύ,

πώς κάηκες, πώς φαγώθηκες, του μαρτυρίου νεράιδα!
Τι ωραίο του πόθου πύρινου που σ' άρπαξε το κύμα,
την ώρα που έξαφνα έκραξες:
— "Παραμάνα, ετοιμάστε μου το μνήμα!

Το μνήμα μου ετοιμάστε και το ξόδι μου,
βιολετί, μαύρο στρώστε μου το νυφικό κλινάρι,
ανίσως δεν τον αγκαλιάσω τον ομορφονιό,
που έλαμπε μέσ' στον κήπο σα φεγγάρι.»

Αγνάντια στην ηρωική, στη γοερή σου μάνητα,
στο βάσανο που σ' έκαιγε, στα σκούσματά σου εμπρός,
η δίψα είναι πηγή αναβρυστική
και η πείνα χορτασμός.

Σαν τον ανίκητο έρωτα που τον εξευγενίζουν
τα δάκρυα, άλλο τίποτα δε βρίσκεται εδώ κάτου,
το γνώριζες. Ο πόλεμος, η λοιμική, η φωτιά,
χλωμά είν' αντιφεγγίσματά σου.

— Πού είν' αδερφή μου, ο κόρφος σου κ' η αυγερινή σου όψη;
Νύχτα' σου φέρνω την καρδιά μου, βογγοαναστενάζει
το περιστέρι απάνω στη συκομουριά
σα να πεθαίνει από μαράζι...

Βαρύ παλάτι παραπέρα πορφυροβαμμένο,
κλειστά τα παραθύρια του τα πράσινα κρατεί
σε πλατιά αχνοτριανταφυλλιά. Χινόπωρο ένα βράδι
έγραφε την Παράδεισό του ο Ντάντες μέσα εκεί.

Με γλύκα θεία τα μάτια του γεμίζουν γύρω οι λόφοι
την ώρα που αποκαρωμένοι, σκεπτικοί, για ιδές!
το γλυκοχάραγο ουρανό της Ιταλίας οι άγγελοι
σγέρνουν απάνου από τις σμιλακιές.

Μα πιο πολύ μού είσαι ακριβό, του μεθυσιού εσύ σπίτι
κ' εσύ μπαλκόνι, απ' τ' αηδονιού τους γόους λαχταριστό!
Αυτού χαϊδολογούσες, Ιουλιέττα,
το Ρωμαίο στο λαιμό σου κρεμαστό!

Μα πιο πολύ μού είσαι ακριβό, του πυρετού μπαλκόνι
σκοταδερό, που η μεταξένια η σκάλα σου λαλούσε
στριφογυρνώντας και το ταίρι, σμίγοντας τα χείλη του
μ' ένα «πια σ' έχω» σε λυγμούς ξεσπούσε.

- Ευλογημένος ο έρωτας μέσα κι απάνου σε όλα
ιερό κι ας είναι τ' όνομά του, ακέρια πέρα ως πέρα
και η βασιλεία του! Τις δάφνες και τα ρόδα φέρνω
στων Καπουλέτων μοναχά τη θυγατέρα.

Άννα Ντε Νοάιγ

Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς

από την
 παγκόσμιο ανθολογία ποιήσεως, τόμος Α'
Εκδόσεις: Γεωργίου Παπαδημητρίου, 1953





Noailles, Anna, Comtesse Mathieu de, 1876-1933


Η Άννα ντε Νοάιγ γεννήθηκε το 1876 από μητέρα Ελληνίδα στο Παρίσι, όπου και πέθανε το 1933. Πέρασε τα νεανικά της χρόνια στη Σαβοΐα. Το 1897 παντρεύτηκε τον κόμη Ματιέ ντε Νοάιγ. Επισκέφτηκε επανειλημμένα την Κωνσταντινούπολη, πατρίδα της μητέρας της. Η ελληνική της καταγωγή την οδήγησε στην ελληνολατρία και επηρέασε την ποίησή της. Είχε γνωρίσει τον Κωστή Παλαμά και αλληλογραφούσε μαζί του. Ποιητικές συλλογές: "Le coeur innombrable", 1901· "L'ombre des jours", 1902· "Les eblouissements", 1907· "Les forces eternelles", 1920· "L 'honneur de souffrir", 1927· κ.ά. Ελληνικές μεταφράσεις: "Ποιήματα" (Μυρτιώτισσα, 1928).






Anna de Noailles
From Wikipedia, the free encyclopedia

Anna, Comtesse Mathieu de Noailles (15 November 1876 – 30 April 1933), was a Romanian-French writer.

Biography

Born Princess Anna Elisabeth Bibesco-Bassaraba de Brancovan in Paris, she was a descendant of the Bibescu and Craioveşti families of Romanian boyars. Her father was Prince Grégoire Bibesco-Bassaraba, a son of Wallachian Prince Gheorghe Bibesco and Zoe Mavrocordato-Bassaraba de Brancovan. Her Greekmother was the former Ralouka (Rachel) Mussurus, a well known musician, to whom the Polish composer Ignacy Paderewski dedicated several of his compositions. Via her mother, Anna de Noailles is a great-great-granddaughter of Sophronius of Vratsa, one of the leading figures of the Bulgarian National Revival, through his grandson Stefan Bogoridicaimacam of Moldavia.[1]
In 1897 she married Mathieu Fernand Frédéric Pascal, de Noailles (1873–1942), the fourth son of the 7th Duke de Noailles. The couple soon became the toast of Parisian high society. They had one child, a son, Count Anne-Jules de Noailles (1900–1979).
Anna de Noailles wrote three novels, an autobiography, and many collections of poetry. She had friendly relations with the intellectual, literary and artistic elite of the day including Marcel ProustFrancis JammesColetteAndré GideFrédéric MistralRobert de Montesquiou-FezensacPaul ValéryJean CocteauPierre LotiPaul Hervieu, and Max Jacob.
So popular was Anna de Noailles that various notable artists of the day painted her portrait, including Antonio de la GandaraKees van DongenJacques Émile Blanche, and the British portrait painter Philip de Laszlo. In 1906 her image was sculpted by Auguste Rodin; the clay model can be seen today in the Musée Rodin in Paris, and the finished marble bust is on display in New York's Metropolitan Museum.
Anna de Noailles was the first woman to become a Commander of the Legion of Honor, the first woman to be received in the Royal Belgian Academy of French Language and Literature, and she was honored with the "Grand Prix" of the Académie Française in 1921.
Countess de Noailles served as a juror with Florence Meyer Blumenthal in awarding the Prix Blumenthal, a grant given between 1919-1954 to painters, sculptors, decorators, engravers, writers, and musicians.[2]
She died in 1933 in Paris, aged 56, and was interred in the Père Lachaise Cemetery. She was a cousin by marriage of Prince Antoine Bibesco and Princess Marthe Bibesco.

Writings

  • Le Cœur innombrable (1901)
  • L'Ombre des jours (1902)
  • La Nouvelle Espérance (1903)
  • Le Visage émerveillé (1904)
  • La Domination (1905)
  • Les Éblouissements (1907)
  • Les Vivants et les Morts (1913)
  • Les Forces éternelles (1920)
  • Les Innocentes, ou La Sagesse des femmes (1923)
  • Poème de l'amour (1924)
  • L'Honneur de souffrir (1927)
  • Exactitudes, Paris (1930)
  • Le Livre de ma vie" (1932)
  • Derniers Vers et Poèmes d'enfance (1934)

References

^ Габровска, Людмила (2004-10-23). "Праправнучка на Софроний станала френска графиня [A great-great-granddaughter of Sophronius became a French countess]" (in Bulgarian). Новинар (Новинар медиа EАД). Retrieved 23 September 2012.
  1. ^ "Florence Meyer Blumenthal". Jewish Women's Archive, Michele Siegel.

External links



5 σχόλια:

  1. Πολύ όμορφο ιστολόγιο!
    Χαρά μου κ τιμή μου που με βρήκατε!
    Καλή και δημιουργική συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα! Σ' ευχαριστώ πολύ. Κι εμένα επίσης. Καλή δημιουργία και σ' εσένα, σε ότι κάνεις

      Διαγραφή
    2. Καλημέρα! Θα μου επιτρέψεις να σου μιλώ κ εγώ στον ενικό μια και είναι πιο προσφιλές. Έχω ενθουσιαστεί με τον ενδελεχή τρόπο που προσεγγίζεις τους ποιητές... Να είσαι καλά!
      Ελπίζω πως θα τα λέμε!
      Καλή συνέχεια!

      Διαγραφή
    3. Ο πληθυντικός εκτός από ευγένεια,κατά εμένα, δηλώνει κάποιες φορές υποκρισία. Ενώ ο ενικός είναι πιο ειλικρινής. Σ' ευχαριστώ και πάλι!
      Και βέβαια θα τα λέμε.

      Διαγραφή
    4. Ή επιφυλακτικότητα (ίσως από άμυνα)...:) Όμως έχεις δίκιο. Είναι γενικά πιο ψυχρός τρόπος.

      Διαγραφή

Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ' έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του»

  Γράφει η Θέκλα Γεωργίου Επιλογή μουσικής Θέκλα Γεωργίου και Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Ο μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις είναι να ...